ΒΙΒΛΟΣ

 

ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

Η Κιβωτός της Διαθήκης

Η Κιβωτός της Διαθήκης, η οποία ονομάζεται και "Κιβωτός του Μαρτυρίου", ήταν ένα ιερό κιβώτιο, μέσα στο οποίο φυλάσσονταν οι πέτρινες πλάκες όπου ήταν γραμμένες οι Δέκα Εντολές που είχε παραδώσει ο Κύριος, για δεύτερη φορά, στον Μωυσή.

 

Η Κιβωτός της Διαθήκης κατασκευάστηκε με εντολή του Κυρίου, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που έθεσε στον Μωυσή στο όρος Σινά (Έξοδος 25,9-10). Φυλασσόταν αρχικά μέσα στην «Σκηνή του Μαρτυρίου» κατά την περιπλάνηση στην έρημο του Σινά και αργότερα μέσα στο Ναό της Ιερουσαλήμ.

 

Η Κιβωτός της Διαθήκης αποτελούσε το σύμβολο της παρουσίας του Κυρίου ανάμεσα στον λαό του, τον Ισραήλ, και επικοινωνούσε μαζί τους, παρέχοντας συγκεκριμένες εντολές και κατευθύνσεις όταν ήταν απαραίτητο.

Κατά την 40ετή περιπλάνηση των Ισραηλιτών στην έρημο η Κιβωτός μεταφερόταν από τους ιερείς μπροστά από το λαό και το στράτευμα (Αριθμοί 4,5-6. 10,33-36). Κατά τη μεταφορά της η Κιβωτός ήταν πάντα τυλιγμένη με ένα κάλυμμα από δέρμα φώκιας και με ένα γαλανό ύφασμα, κρυμμένη προσεκτικά ακόμα και από τα μάτια των Λευιτών που τη μετέφεραν.

 

 

 

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΚΙΒΩΤΟΥ

ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει ότι η Κιβωτός ήταν κατασκευασμένη από ξύλο ακακίας, το οποίο δεν σαπίζει. Είχε μήκος 2,5 πήχεις, 1,5 πλάτος και 1,5 ύψος (περίπου 114 x 68 x 68 εκ.). Η κιβωτός ήταν καλυμμένη μέσα κι έξω ολόκληρη με τον πιο καθαρό χρυσάφι και η επάνω επιφάνειά της ήταν επίσης σκεπασμένη με χρυσάφι. Γύρω της υπήρχε μια χρυσή στεφάνη, η οποία φαινόταν σαν συστρεφόμενα κύματα.

Στις δύο απέναντι πλευρές κατά μήκος έφερε από δύο χρυσούς κρίκους, συνολικά τέσσερις, από όπου περνούσαν δύο άσηπτοι και επιχρυσωμένοι ξύλινοι μοχλοί μεταφοράς. Οι μοχλοί αυτοί είχαν χρυσές διακοσμήσεις και ήταν μόνιμοι στους κρίκους της Κιβωτού.

Το σκέπασμα της Κιβωτού, το ιλαστήριο, ήταν κατασκευασμένο από καθαρό χρυσάφι, 2,5 πήχεις μήκος και 1,5 πλάτος. Επίσης πάνω από την Κιβωτό βρίσκονταν τοποθετημένα στα άκρα της δύο χρυσαφένια ομοιώματα Χερουβείμ, με τα πρόσωπά τους αντικριστά το ένα προς το άλλο και ενωμένα με το ιλαστήριο. Τα Χερουβείμ είχαν ανοιχτές τις φτερούγες τους προς τα πάνω, έτσι που να σκεπάζουν μ' αυτές το ιλαστήριο (Έξοδος 25,10-20. 37,1-9. 38,1-8).

 

Ο Κύριος φανερωνόταν στο Μωυσή εκεί πάνω από την Κιβωτό, πάνω από το ιλαστήριο, ανάμεσα στα δύο Χερουβείμ. Από 'κει του μιλούσε κάθε φορά που ήθελε να του δώσει κάποιες εντολές για τους Ισραηλίτες (Έξοδος 25,21).

Σύμφωνα με την Ιουδαϊκή παράδοση, η παρουσία του Κυρίου γινόταν αντιληπτή ανάμεσα στα Χερουβείμ με μια φωτεινή πηγή φωτός. Η ύπαρξη των Χερουβείμ αποτελούσε αναπαράσταση του ουράνιου θρόνου του Θεού ο οποίος περιστοιχίζεται από αγγελικές δυνάμεις.

 

 

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΚΙΒΩΤΟΥ

 

Οι κατασκευαστές της Κιβωτού, σύμφωνα με τις οδηγίες που πήρε ο Μωυσής από τον Κύριο, ήταν ο Βεσελεήλ, γιος του Ουρείου από τη φυλή Ιούδα, και βοηθός του ο Ελιάβ, γιος του Αχισαμάχ από τη φυλή Δαν (Έξοδος 31,2-7), οι οποίοι ήταν κι αυτοί καθορισμένοι από τον Κύριο.

Στο Δευτερονόμιο (10,1-5) αναφέρεται η κατασκευή μιας προσωρινής Κιβωτού από ξύλο ακακίας, όπου ο Μωυσής αποθήκευσε προσωρινά τις πέτρινες πλάκες με τις Δέκα Εντολές. Η Κιβωτός της Διαθήκης κατασκευάστηκε λίγους μήνες αργότερα όπου και τοποθετήθηκαν τελικά και οι πέτρινες πλάκες.

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

 

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, μέσα στην Κιβωτό της Διαθήκης φυλάσσονταν οι δύο πέτρινες πλάκες με τις Δέκα Εντολές, τις οποίες είχε παραδώσει ο Κύριος στον Μωυσή και αποτελούσαν το «Μαρτύριον», δηλαδή τη μαρτυρία (την απόδειξη) της συμφωνίας ή της διαθήκης του Θεού με τους ανθρώπους (Δευτερονόμιο 31,26).

Ακόμη μέσα της φυλάσσονταν μία χρυσή στάμνα με το «μάννα» που συλλέχθηκε κατά το ταξίδι των Ισραηλιτών στην έρημο και η ράβδος του Ααρών που είχε βλαστήσει θαυματουργικά (Έξοδος 16,32-34). Αυτά πριν την ανέγερση του Ναού του Σολομώντος αφαιρέθηκαν, καθώς αναφέρεται ότι δεν υπήρχε τίποτα μέσα στην Κιβωτό εκτός από τις δύο πέτρινες πλάκες (Α' Βασιλειών 8,9)

 

 

Η ΙΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΙΒΩΤΟΥ

 

Ο Μωυσής διατάχθηκε από τον Κύριο να καθαγιάσει την Κιβωτό μόλις ολοκληρώθηκε η κατασκευή της με το άγιο έλαιο (Έξοδος 30,23-26).

Η Σκηνή του Μαρτυρίου και η Κιβωτός της Διαθήκης ήταν χώρος ιερός και απαραβίαστος για όλους τους Ισραηλίτες. Ακόμα και ο Ααρών, αδελφός του Μωυσή και πρώτος Αρχιερέας, δεν επιτρεπόταν να εισέλθει στη Σκηνή του Μαρτυρίου όπου φυλασσόταν η Κιβωτός της Διαθήκης, παρά μόνο μία συγκεκριμένη ημέρα του έτους για την τέλεση ενός τυπικού (Λευϊτικό κεφ. 16).

 

Η ευθύνη για τη μεταφορά της Κιβωτού και των υπόλοιπων ιερών αντικειμένων ανατέθηκε στους Λευίτες (Δευτερονόμιο 10,8) και συγκεκριμένα στην οικογένεια του Καάθ από την φυλή Λευί. Οι ίδιοι ωστόσο δεν έπρεπε να αγγίξουν οτιδήποτε από τα ιερά αντικείμενα, "γιατί θα πέθαιναν" (Αριθμοί 4,2-15).

 

 

ΑΛΛΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΒΩΤΟ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ*

 

Ο προφήτης Ιερεμίας στο βιβλίο του προφητεύει ότι κάποια στιγμή στο μέλλον η Κιβωτός δεν θα χρειάζεται πλέον, επειδή ο λαός θα είναι δίκαιος.

Στο Β' Μακκαβαίων (2,4-10), γίνεται λόγος για ένα κείμενο, όπου αναφέρει ότι ο προφήτης Ιερεμίας, ειδοποιημένος από τον Κύριο, πήρε την Κιβωτό, την σκηνή του Μαρτυρίου και το θυσιαστήριο του θυμιάματος, και τα έθαψε σε μια σπηλιά στο όρος Νεβώ (Δευτ. 34,1).

Τέλος, στο προφητικό βιβλίο της Αποκάλυψης του Ιωάννη, η Κιβωτός της Διαθήκης αναφέρεται ότι βρίσκεται στον "ναό του Θεού στον ουρανό" (11,19).

 

 

ΙΣΤΟΡΙΑ

α) Η περίοδος της ερήμου και η εγκατάσταση στη Χαναάν

 

Μετά την αναχώρηση από το Σινά και μέχρι τη διάβαση του Ιορδάνη, η Κιβωτός μεταφερόταν μπροστά από τον λαό και αποτελούσε το σήμα για την προέλασή του (Αριθμοί 10,33. Ιησούς Ναυή 3,3-6). Σύμφωνα με την Ιουδαϊκή παράδοση, η Κιβωτός έκαιγε τους αγκαθωτούς θάμνους και άλλα εμπόδια κατά την πορεία στην έρημο, ενώ σπινθήρες εκπορευόμενοι από τα δύο χερουβείμ σκότωναν φίδια και σκορπιούς. Κατά τη διάβαση του Ιορδάνη, ο ποταμός ξηράνθηκε μόλις τα πόδια των ιερέων που μετέφεραν την Κιβωτό άγγιξαν τα νερά του, και παρέμενε ξηρός μέχρι που οι ιερείς και η Κιβωτός βγήκαν από το ποτάμι, αφού ο λαός είχε περάσει (Ιησούς Ναυή 3,15-17. 4,10-11) Δώδεκα πέτρες συλλέχθηκαν από τον Ιορδάνη και στήθηκαν στο σημείο όπου είχαν σταθεί οι ιερείς σε ανάμνηση εκείνης της θαυματουργικής ενέργειας.

 

Η Κιβωτός μεταφερόταν μέσα στη μάχη, όπως στον πόλεμο με τους Μαδιανίτες (Αριθμοί κεφ. 31). Πριν την πτώση των τειχών της Ιεριχώ, ο Ισραήλ έλαβε εντολή από τον Κύριο να περιφέρει την Κιβωτό γύρω από την πόλη πίσω από τους ένοπλους άνδρες και επτά αρχιερείς φέροντες επτά σάλπιγγες από κέρατα κριών (Ιησούς Ναυή 6,6-15).

Μετά την ήττα στη Γαι, ο Ιησούς του Ναυή θρήνησε ενώπιον της Κιβωτού, ενώ όταν ανέγνωσε τον Νόμο στον λαό μεταξύ των βουνών Γεριζίμ και Εβάλ, ο λαός στεκόταν ολόγυρα της Κιβωτού (7,2-6. 8,32-35).

 

Μετά την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη γη Χαναάν, η Κιβωτός παρέμεινε στη Σκηνή του Μαρτυρίου στα Γάλγαλα και αργότερα μεταφέρθηκε από τον Ιησού του Ναυή στη Σηλώ μέχρι τα χρόνια των Κριτών, όπου έμεινε για 300 ως 400 έτη (Ιερεμίας 7,12). Όταν οι Ισραηλίτες πολέμησαν εναντίον της φυλής Βενιαμίν στη Γαβαά είχαν μαζί τους και την Κιβωτό (Κριτές 20,27-28).

 

 

β) Η αρπαγή από τους Φιλισταίους

 

Επί βασιλείας Σαούλ ακολουθούσε τον στρατό πριν από κάθε συμπλοκή με τους Φιλισταίους, αλλά ο βασιλιάς ήταν ανυπόμονος κι έτσι δεν την συμβουλευόταν πριν από τις μάχες. Στο Παραλειπομένων Α' αναφέρεται ότι ο λαός είχε παραμελήσει την Κιβωτό τις ημέρες του Σαούλ (Α' Παραλειπομένων 13,3).

Σε μια μάχη με τους Φιλισταίους, οι Ισραηλίτες νικήθηκαν και οι Φιλισταίοι τους πήραν την Κιβωτό. Το νέο της απώλειας της Κιβωτού μεταδόθηκε αμέσως στη Σηλώ. Όταν ο Ηλί έμαθε ότι η Κιβωτός του Κυρίου έπεσε στα χέρια των Φιλισταίων, έπεσε από το κάθισμα που καθόταν προς τα πίσω και έσπασε τον τράχηλό του και πέθανε,  γιατί ήταν πολύ γέρος και βαρύς (Α' Βασιλειών 4,3-5. 4,12-18. 10,11-22).

 

Οι Φιλισταίοι πήραν την Κιβωτό της Διαθήκης και την μετέφεραν από το πεδίο της μάχης, την Αβενέζερ στην Άζωτο (Ασδώδ), στο ναό του θεού τους Δαγών και την τοποθέτησαν κοντά στο άγαλμα του Δαγών. Την άλλη μέρα το πρωΐ οι κάτοικοι της Αζώτου σηκώθηκαν και πήγαν στο ναό του Δαγών για να προσκυνήσουν. Εκεί είδαν το άγαλμα του Δαγών να είναι πεσμένο με το πρόσωπο στο έδαφος, μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης. Πήραν λοιπόν το άγαλμα του θεού τους και το τοποθέτησαν πάλι στη θέση του. Την άλλη μέρα το πρωΐ, όταν οι κάτοικοι της Αζώτου σηκώθηκαν και πήγαν στο ναό, είδαν πάλι με έκπληξη το άγαλμα του Δαγών να είναι πεσμένο με το πρόσωπο στο έδαφος, μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης. Το κεφάλι του Δαγών ήταν κομμένο και οι δυο παλάμες των χεριών του, είχαν αποκοπεί και βρίσκονταν στο κατώφλι του ναού. Μόνο το σώμα του αγάλματος είχε μείνει σώο στη θέση του. Γι' αυτό οι ιερείς του ναού κι όλοι οι Φιλισταίοι, όσοι έμπαιναν στο ναό του Δαγών στην Άζωτο, δεν πατούσαν στο κατώφλι του ναού, αλλά διασκέλιζαν με πολλή προσοχή το κατώφλι της εισόδου (Α' Βασιλειών 5,1-5).

Η δύναμη όμως του Κυρίου έπεσε βαριά πάνω στους κατοίκους της Αζώτου. Χτύπησε τους ίδιους και τους κατοίκους των γύρω περιοχών με εκζέματα στους αφεδρώνες, ενώ σ' όλη την χώρα εμφανίστηκαν σμήνη ποντικών και έπεσε θανατικό στην πόλη. Εξαιτίας αυτών των πληγών κατέλαβε πανικός στους Φιλισταίους. Όταν οι κάτοικοι της Αζώτου είδαν αυτή τη συμφορά που τους συνέβη, αποφάσισαν ν' απομακρύνουν την Κιβωτό από την πόλη τους.

Οι κάτοικοι της Γεθ πήραν την Κιβωτό από την Άζωτο και την μετέφεραν στην πόλη τους. Αλλά όταν η Κιβωτός μεταφέρθηκε στη Γεθ, έπεσε βαριά η τιμωρία του Κυρίου στους κατοίκους της πόλης. Τους χτύπησε με εκζέματα στους αφεδρώνες, γι' αυτό οι κάτοικοι της Γεθ κατασκεύασαν ειδικά καθίσματα για να κάθονται. Έστειλαν τότε την Κιβωτό στην Ασκάλωνα.

Όταν η Κιβωτός έφτασε στην Ασκάλωνα, οι κάτοικοι άρχισαν να διαμαρτύρονται, επειδή φοβόντουσαν για τις ζωές τους. Έτσι ζήτησαν από τους άρχοντες των Φιλισταίων ν' απομακρύνουν την Κιβωτό από την πόλη τους, επειδή, από τότε που μπήκε η Κιβωτός στην πόλη τους, προσβλήθηκαν από εκζέματα στους αφεδρώνες και έπεσε θανατικό στην πόλη. Η κραυγή των κατοίκων ήταν τόσο μεγάλη, ώστε έφτασε στον ουρανό (Α' Βασιλειών 5,6-12).

 

Η Κιβωτός της Διαθήκης έμεινε στους αγρούς των Φιλισταίων εφτά μήνες. Από την οργή του Κυρίου γέμισε με ποντίκια η χώρα. Οι Φιλισταίοι κάλεσαν τους ιερείς και τους μάντεις και τους ρώτησαν, τι έπρεπε να κάνουν με την Κιβωτό της Διαθήκης.

Εκείνοι απάντησαν, ότι εάν έμενε η Κιβωτός στη χώρα θα συνεχιζόταν η οργή του Θεού. Εάν όμως τη στείλουν πίσω, προκειμένου να επανορθώσουν για την ασέβεια που διέπραξαν, θα έπρεπε η επιστροφή να συνοδεύετε με δώρα και τότε θα θεραπευτούν και θα εξιλεωθούν. Τα δώρα που θα συνόδευαν την Κιβωτό θα πρέπει να ήταν ανάλογα με τον αριθμό των σατραπειών. Έτσι θα έπρεπε να προσφέρουν πέντε χρυσές έδρες και χρυσά ομοιώματα ποντικών, επειδή αυτά κατέστρεψαν τη χώρα, ως αφιερώματα. Έτσι θα απέδιδαν τιμή και δόξα στο Θεό, μήπως και περιορίσει την τιμωρία του από τη χώρα. Να μην πεισμώσουν όπως πείσμωσαν οι Αιγύπτιοι και ο Φαραώ και ο Θεός τους τιμώρησε με σκληρότερες τιμωρίες. Τώρα θα έπρεπε να φτιάξουν αμέσως μια καινούρια άμαξα. Να πάρουν δύο αγελάδες που μόλις γέννησαν το πρώτο τους μοσχάρι και να την ζέψουν στην άμαξα. Τα μοσχάρια τους να τα απομακρύνουν από αυτές. Μετά να βάλουν την Κιβωτό της Διαθήκης πάνω στην άμαξα και δίπλα στην Κιβωτό μέσα σ' ένα κιβώτιο, να τοποθετήσουν τα χρυσά αντικείμενα που θα προσφέρουν στο Θεό ως επανόρθωση της ασέβειάς τους. Μετά θ' αφήσουν την άμαξα να φύγει και να την ακολουθήσουν. Εάν οι αγελάδες κατευθυνθούν προς τη Βαιθσαμύς, που βρίσκεται στους Ισραηλίτες, τότε ο Κύριος ήταν αυτός που προξένησε όλες αυτές τις καταστροφές. Εάν όμως δεν κατευθυνθούν προς την περιοχή των Ισραηλιτών, τότε αυτό θα είναι σημάδι ότι οι καταστροφές δεν προήλθαν από το Θεό, αλλά ήταν εντελώς τυχαίες (Α' Βασιλειών 6,1-9).

 

Οι Φιλισταίοι έπραξαν, όπως τους είπαν οι ιερείς και οι μάντεις. Πήραν δύο αγελάδες που μόλις γέννησαν το πρώτο τους μοσχάρι, τις έζεψαν στην άμαξα και κράτησαν τα μοσχάρια τους στους σταύλους. Μετά τοποθέτησαν πάνω στην άμαξα την Κιβωτό της Διαθήκης και το κιβώτιο με τις χρυσές έδρες και τα χρυσά ομοιώματα των ποντικών. Οι αγελάδες πήραν ίσια το δρόμο προς τη Βαιθσαμύς. Ακολουθούσαν πάντα τον ίδιο δρόμο, χωρίς να παρεκκλίνουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ενώ οι ηγεμόνες των Φιλισταίων ακολουθούσαν πίσω από την άμαξα, μέχρι τα σύνορα της Βαιθσαμύς (Α' Βασιλειών 6,10-12).

 

Οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς θέριζαν τα σιτάρια στην πεδιάδα. Όταν αντίκρυσαν την Κιβωτό, χάρηκαν πολύ που την είδαν. Η άμαξα συνέχισε την πορεία της και μπήκε στο χωράφι του Ωσηέ, που κατοικούσε στη Βαιθσαμύς, και σταμάτησε εκεί, κοντά σ' ένα μεγάλο βράχο. Οι Λευίτες της πόλης κατέβασαν την Κιβωτό του Κυρίου και το κιβώτιο με τα χρυσά αντικείμενα και τα τοποθέτησαν πάνω στο βράχο. Μετά έσχισαν τα ξύλα της άμαξας και πρόσφεραν τις αγελάδες ως ολοκαύτωμα στον Κύριο. Οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς πρόσφεραν κι αυτοί ολοκαυτώματα και άλλες θυσίες στον Κύριο (Α' Βασιλειών 6,13-15).

 

Οι πέντε ηγεμόνες των Φιλισταίων, όταν είδαν αυτά, επέστρεψαν την ίδια μέρα στην Ασκάλωνα. Τα πέντε χρυσά ομοιώματα των εδρών που πρόσφεραν οι Φιλισταίοι ως επανόρθωση στον Κύριο αντιστοιχούσαν στις πόλεις: Άζωτο (Ασδώδ), Γάζα, Ασκάλωνα, Γεθ και Ακκαρών (Εκρών). Τα χρυσά ομοιώματα των ποντικών αντιστοιχούσαν σε όλες τις πόλεις των πέντε σατραπειών των Φιλισταίων, από την πιο οχυρωμένη ως τα πιο ανοχύρωτα χωριά των Φιλισταίων και των Φερεζαίων. Μνημείο αυτού του γεγονότος είναι ο μεγάλος βράχος, που πάνω του τοποθέτησαν την Κιβωτό της Διαθήκης και ο οποίος βρίσκεται στο χωράφι του Ωσηέ του Βαιθσεμίτη (Α' Βασιλειών 6,16-18).

 

Τα παιδιά του Ιεχονίου δεν έμειναν ικανοποιημένα από τους κατοίκους της Βαιθσαμύς, επειδή ξεσκέπασαν και είδαν την Κιβωτό και γι' αυτό ο Κύριος θανάτωσε 70 άνδρες κι άλλους 50.000 άντρες. Ο λαός πένθησε για τη μεγάλη συμφορά που τους έφερε ο Θεός και είπαν «ποιος μπορεί να σταθεί μπροστά στον Κύριο, στον Άγιο αυτόν Θεό»; Έτσι έστειλαν αγγελιοφόρους στους κατοίκους της Καριαθιαρίμ και τους ζήτησαν να μεταφέρουν την Κιβωτό στον τόπο τους (Α' Βασιλειών 6,19-21).

 

Έτσι ήρθαν οι άντρες της Καριαθιαρίμ και μετέφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης στο σπίτι του Αμιναδάβ, το οποίο βρισκόταν πάνω σ' ένα λόφο. Μετά όρισαν το γιο του τον Ελεάζαρ να φυλάει την Κιβωτό. Η Κιβωτός της Διαθήκης έμεινε στην Καριαθιαρίμ είκοσι χρόνια και όλοι οι Ισραηλίτες έστρεψαν τα βλέμματά τους με μετάνοια προς τον Κύριο (Α' Βασιλειών 7,1-2).

 

 

 

γ) Η εποχή του Δαβίδ

 

Ο Δαβίδ μεταφέρει την Κιβωτό

Μόλις ανέλαβε βασιλιάς, ο Δαβίδ πήρε την Κιβωτό της Διαθήκης από το σπίτι του Αμιναδάβ και τη μετέφερε στην Ιερουσαλήμ μέσα σε πανηγυρισμούς. Όμως, αντί να την μεταφέρουν στους ώμους οι Λευίτες, όπως πρόβλεπε ο Νόμος του Κυρίου, την έβαλαν πάνω σε μια καινούρια άμαξα με βόδια, την οποία οδηγούσε ο Οζά και οι γιοι του Αμιναδάβ. Ο Δαβίδ κι όλοι οι Ισραηλίτες χόρευαν για να τιμήσουν τον Κύριο και τραγουδούσαν μ' όλη τους τη δύναμη, ενώ ο λαός και οι μουσικοί έπαιζαν μουσικά όργανα και σάλπιζαν με τις σάλπιγγες.

Όταν όμως έφτασαν στο αλώνι του Ναχών, ο Οζά άπλωσε το χέρι του στην Κιβωτό για να τη συγκρατήσει, γιατί τα βόδια την είχαν γείρει. Τότε οργίστηκε ο Κύριος εναντίον του και τον χτύπησε επί τόπου για την ανευλάβειά του και πέθανε επειδή την άγγιξε. Ο Δαβίδ, όταν είδε ότι ο Κύριος θανάτωσε τον Οζά, λυπήθηκε και δεν ήθελε να πάρει την Κιβωτό στην Πόλη Δαβίδ, αλλά την οδήγησε στο σπίτι του Αβεδδαρά, του Γεθθαίου (Β' Βασιλειών 6,3-10. Α' Παραλειπομένων 13,7-13. Β' Παραλειπομένων 1,4).  

 

Η Κιβωτός του Κυρίου έμεινε εκεί τρεις μήνες, κι ο Κύριος ευλόγησε τον Αβεδδαρά και όλη την οικογένειά του. Όταν έφεραν την είδηση στο Δαβίδ ότι ο Κύριος ευλόγησε την οικογένεια του Αβεδδαρά, καθώς κι όλα τα υπάρχοντά του, ο Δαβίδ κάλεσε όλο τον ισραηλιτικό λαό, καθώς επίσης τους ιερείς και τους Λευίτες, να καθαριστούν και να προετοιμαστούν τελετουργικά για να μεταφέρουν την Κιβωτό στο μέρος που ο Δαβίδ είχε ετοιμάσει. Μόνο οι Λευίτες μπορούσαν να μεταφέρουν την Κιβωτό, χωρίς να πάθουν τίποτα και χωρίς να τιμωρηθούν, όπως ο Κύριος τιμώρησε τον Οζά (Β' Βασιλειών 6,11-12. Α' Παραλειπομένων 13,14. 15,2-3).

Ακόμη ο Δαβίδ πήρε μαζί του τους αρχηγούς της φυλής Ιούδα, τους αρχηγούς του στρατού, τους αξιωματούχους του και τους πρεσβυτέρους του λαού, και πήγαν για να φέρουν την Κιβωτό του Κυρίου, η οποία βρισκόταν στο σπίτι του Αβεδδαρά (Αβδεδόμ). Πριν γίνει η μεταφορά της Κιβωτού πρόσφεραν 7 μοσχάρια και 7 κριάρια ως θυσία στον Κύριο.

Έτσι οι Λευίτες σήκωσαν την Κιβωτό στους ώμους τους και ο Δαβίδ μετέφερε την Κιβωτό και την ανέβασε στην Πόλη Δαβίδ με πανηγυρική συνοδεία. Ακολουθούσε ο λαός με κραυγές αγαλλιάσεως, παίζοντας μουσικά όργανα κάτω από τους ήχους των σαλπίγγων. Ο ίδιος ο Δαβίδ χόρευε μ' όλη του τη δύναμη κι έπαιζε μουσική ενώπιον του Κυρίου, φορώντας μια λινή ιερατική ενδυμασία, όπως οι Λευίτες (Β' Βασιλειών 6,13-15. Α' Παραλειπομένων 15,25-28).

Η πράξη του αυτή προκάλεσε την περιφρονητική αποδοκιμασία της συζύγου του και κόρης του Σαούλ, Μελχόλ, η οποία τον ειρωνεύτηκε, που ο βασιλιάς του Ισραήλ χόρευε και ξεγυμνώθηκε μπροστά στα μάτια των υπηκόων του, όπως ένας οποιοσδήποτε χορευτής. Επειδή όμως η Μελχόλ έτσι μίλησε στο Δαβίδ, αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μόνιμη απώλεια της γονιμότητάς της (Β' Βασιλειών 6,16. 6,20-23. Α' Παραλειπομένων 15,29).

 

Έφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης και την τοποθέτησαν στη μέση της Σκηνής που είχε στήσει ο Δαβίδ γι' αυτήν και πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες ενώπιον του Κυρίου. Η Κιβωτός τοποθετήθηκε πάνω στο λόφο της Σιών στην Ιερουσαλήμ, δίπλα στο παλάτι του Δαβίδ. Όταν τελείωσε ο Δαβίδ με τις προσφορές των θυσιών, ευλόγησε όλο το λαό Ισραήλ στο όνομα του παντοδύναμου Κυρίου. Μετά μοίρασε στα πλήθη, άντρες και γυναίκες, από ένα ψωμί στον καθένα, ένα κομμάτι ψητό κρέας κι ένα γλύκισμα από ξερές σταφίδες.

Στη συνέχεια ο Δαβίδ όρισε μερικούς Λευίτες να λειτουργούν  μπροστά στην Κιβωτό του Κυρίου, να δοξάζουν, να ευχαριστούν και να υμνολογούν τον Κύριο πρωΐ και βράδυ, σύμφωνα με τα γραμμένα στο Νόμο, που έδωσε ο Κύριος στο όρος Σινά. Ακόμη όρισε τους ιερείς που θα σαλπίζουν ενώπιον της Κιβωτού της Διαθήκης, ενώ ανέλαβαν υπηρεσία οι θυρωροί και οι φύλακες της Κιβωτού (Β' Βασιλειών 6,17-19. Α' Παραλειπομένων 16,1-7. 16,37-42).

 

Όταν ο Δαβίδ μετά την εξέγερση του Αβεσσαλώμ εγκατέλειψε την Ιερουσαλήμ, πέρασε από τον χείμαρρο των Κέδρων, μαζί με όλο το πλήθος που τον ακολουθούσε. Εκεί ο Δαβίδ συναντήθηκε με τον αρχιερέα Σαδώκ και τον Αβιάθαρ τον ιερέα, οι οποίοι μαζί με τους Λευίτες μετέφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης. Όμως μετά την παρότρυνση του Δαβίδ, ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ επέστρεψαν, μαζί με την Κιβωτό, στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 15,23-29).

 

Το σχέδιο του Δαβίδ να κτίσει ένα ναό για την Κιβωτό ματαιώθηκε μετά από θεϊκή υπόδειξη καθώς τα χέρια του είχαν βαφτεί στο αίμα από τους πολέμους (Β' Βασιλειών 7,1-17. Α' Παραλειπομένων 17,1-15 και 28,2-3). Η Κιβωτός ήταν με τον στρατό κατά την πολιορκία της Ραββά (Β' Βασιλειών 11,11) και, όταν ο Δαβίδ διέφυγε από την Ιερουσαλήμ τον καιρό της συνωμοσίας εναντίον του από το γιο του Αβεσσαλώμ, η Κιβωτός μεταφέρθηκε μαζί του μέχρι που διέταξε τον αρχιερέα Σαδώκ να την επαναφέρει στην Ιερουσαλήμ.

 

 

δ) Η Κιβωτός στον Ναό του Σολομώντα

 

O Σολομώντας, στην αρχή της βασιλείας του, καθαίρεσε και εξόρισε τον αρχιερέα Αβιάθαρ για τη συμμετοχή στη συνωμοσία του Αδωνία, ο οποίος  σώθηκε επειδή στο παρελθόν είχε μεταφέρει την Κιβωτό για όσο διάστημα ζούσε ο Δαβίδ (Γ' Βασιλειών 2,26-27).

Αργότερα, όταν ο Σολομών ανοικοδόμησε το Ναό στην Ιερουσαλήμ, κάλεσε τους αρχηγούς των φυλών και τους πρεσβυτέρους του ισραηλιτικού λαού στην Ιερουσαλήμ, προκειμένου να μεταφέρον την Κιβωτό της Διαθήκης από την πόλη Δαβίδ στο Ναό του Κυρίου. Η μεταφορά έγινε το έβδομο μήνα Αθανίν (Τισρί), από τα μέσα Σεπτεμβρίου έως τα μέσα Οκτωβρίου, κατά τη γιορτή της Σκηνοπηγίας.

Οι Λευίτες σήκωσαν και μετέφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης, τη Σκηνή του Μαρτυρίου κι όλα τα ιερά σκεύη που υπήρχαν σ' αυτή. Κατά την πομπή της μεταφοράς προπορεύονταν ο βασιλιάς Σολομών και ο ισραηλιτικός λαός. Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς θυσίαζαν αναρίθμητα πρόβατα και βόδια. Όταν η πομπή έφτασε στο Ναό, οι ιερείς τοποθέτησαν την Κιβωτό της Διαθήκης στο Άδυτο του Ναού, μέσα στα Άγια των Αγίων, κάτω από τις πτέρυγες των Χερουβίμ. Οι άκρες της Κιβωτού, από τις οποίες μεταφέρονταν, ήταν μακριές και φαίνονταν από τα Άγια των Αγίων, αλλά όχι και έξω απ' αυτά. Μέσα στην Κιβωτό τοποθέτησαν μόνο τις δύο πέτρινες πλάκες της Διαθήκης, που περιείχαν τις δέκα εντολές και τις οποίες ο Μωυσής είχε πάρει στο όρος Χωρήβ.

Όταν οι ιερείς μετά την τελετή εξήλθαν από το Ναό, όλοι οι Λευίτες, απόγονοι του Ασάφ, του Αϊμάν και του Ιδιθούν, ενδεδυμένοι με βυσσίνους στολές, κρατούσαν στα χέρια τους μουσικά όργανα και βρισκόντουσαν ενώπιον του θυσιαστηρίου. Μαζί μ' αυτούς ήταν και 100 ιερείς, οι οποίοι κρατούσαν ιερές σάλπιγγες. Καθώς οι σάλπιγγες αντήχησαν και τα μουσικά όργανα έπαιζαν, όλοι μαζί υμνούσαν και δοξολογούσαν τον Κύριο. Κατά τη στιγμή εκείνη μια ολόλαμπρη νεφέλη της δόξας του Κυρίου γέμισε το Ναό. Οι ιερείς δεν μπορούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους από το φως της νεφέλης, διότι η δόξα του Κυρίου γέμισε το Ναό. Έπειτα ο Σολομών ευλόγησε το λαό, που βρίσκονταν έξω από το Ναό (Γ' Βασιλέων 8,1-14. Β' Παραλειπομένων 5,2-14).

 

Στα Άγια των Αγίων είχε πρόσβαση μόνο ο Αρχιερέας μία φορά το χρόνο κατά τον εορτασμό της Ημέρας του Εξιλασμού (Εβραίους 9,4-7. Λευιτικό 16,2. 12,14-15).

Αφού ο Σολομών νυμφεύθηκε την κόρη του Φαραώ, την υποχρέωσε να κατοικεί σε ένα σπίτι έξω από τον λόφο Σιών, επειδή η Σιών ήταν καθαγιασμένη ως τόπος όπου φυλασσόταν η Κιβωτός. Ο βασιλιάς Ιωσίας ήταν εκείνος που έθεσε την Κιβωτό στον Ναό του Σολομώντος, από όπου φαίνεται ότι απομακρύνθηκε από ένα διάδοχό του (Β' Παραλειπομένων 35,3).

 

 

ε) Κατά τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία

 

Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλώνιους και τη λεηλασία του Ναού, η Κιβωτός της Διαθήκης εισήλθε στον χώρο του θρύλου. Πολλοί ιστορικοί υποθέτουν ότι την πήρε ο Ναβουχοδονόσορας και την κατέστρεψε.

 

Σε αντίθεση με τη γενική συμφωνία των ιστορικών ότι η κιβωτός καταστράφηκε, διάφορες παραδόσεις σχετικά με την τελική της τύχη υποστηρίζουν την απόκρυψή της κάτω από το Όρος του Ναού στην Ιερουσαλήμ, ή τη φυγάδευσή της από την Ιερουσαλήμ πριν έρθουν οι Βαβυλώνιοι (αυτή η παράδοση συνήθως καταλήγει με την Κιβωτό στην Αιθιοπία), είτε από τον Αιθίοπα πρίγκηπα Μενελίκ Α΄ (υποτιθέμενο γιο του Σολομώντος και της Βασίλισσας του Σαβά), είτε από τους Ισραηλίτες αρχιερείς κατά τη βασιλεία του Μανασσή, οι οποίοι πιθανώς την μετέφεραν σε Ιουδαϊκό ναό στην Ελεφαντίνη της Αιγύπτου. Ακόμα, αναφέρεται η παράδοση ότι η Κιβωτός της Διαθήκης αφαιρέθηκε με θαυματουργικό τρόπο από τη γη με θεϊκή παρέμβαση.