ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

 

 ΒΙΒΛΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ

 

Ο ΟΡΟΣ ΚΑΝΩΝ

 

«Κανόνα» ονομάζουμε κάθε ίσια ράβδο που χρησιμοποιούμε, για να κρατήσουμε κάτι ευθύ, καθώς και το εργαλείο εκείνο που χρησιμοποιούν οι χτίστες, για να διαπιστώσουν αν ο τοίχος που χτίζουν είναι ίσιος. Κανόνας είναι και ο γνωστός μας «χάρακας» που χρησιμοποιούν οι μαθητές. Ετυμολογικά ο «κανών» συγγενεύει με τη λέξη «κάννα» ή «κάννη» (καλάμι), η σημιτική προέλευση της οποίας είναι πολύ πιθανή.

Μεταφορικά η λέξη «κανών» δηλώνει κάθε τι, που χρησιμεύει για το διακανονισμό ή τον καθορισμό άλλων πραγμάτων με βάση προκαθορισμένο μέτρο. Έτσι «κανών» για τα αδικήματα είναι ο νόμος, για την ηθική «ο καλός και αγαθός» πολίτης, για τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος ο Δορυφόρος του Πολυκλείτου και για τη μουσική η βάση των μουσικών διαστημάτων. Η αρχαία ελληνική λέξη κανών δηλώνει το όργανο που χρησιμοποιείται για τη χάραξη ευθειών γραμμών (χάρακας) και μεταφορικά καθετί που χρησιμεύει ως μέτρο, πρότυπο, κριτήριο ή μια γενική αρχή. Οι Αλεξανδρινοί ονόμαζαν «κανόνες» τις συλλογές των αρχαίων ελληνικών έργων γιατί τα θεωρούσαν πρότυπα δόκιμης συγγραφής.

 

 

Ο ΒΙΒΛΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ

 

Με παραπλήσια κάπως έννοια χρησιμοποιείται η λέξη «κανών» από το Φίλωνα, την Καινή Διαθήκη (Γαλ. 6,16. Β' Κορ. 10,13) και την εκκλησιαστική γραμματεία του 3ου μ.Χ. αιώνα, για να δηλωθεί η επίσημη παράδοση, διδασκαλία κλπ., η οποία έπρεπε να ρυθμίζει την πίστη και τη ζωή των πιστών.

Από τον 4ο μ.Χ. αιώνα η λέξη «κανών» χρησιμοποιείται και για την Αγία Γραφή, η οποία, επειδή περιείχε τη θεία αποκάλυψη, αποτελούσε τον «κανόνα», δηλαδή το μέτρο της πίστης και της χριστιανικής ζωής. Αργότερα η λέξη «κανών» πήρε τη σημασία της «συλλογής», του «καταλόγου» και του πίνακα των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, τα οποία η Εκκλησία δέχτηκε ως θεόπνευστα και τα ξεχώρισε από τα άλλα.

 

Έτσι Βιβλικός κανόνας ή Κανόνας της Αγίας Γραφής, ονομάζεται το σύνολο των ιερών κειμένων ή βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, τα οποία η Εκκλησία δέχτηκε ως θεόπνευστα και τα ξεχώρισε από τα υπόλοιπα. Έτσι επικράτησε να ονομάζονται «κανονικά» (πρωτοκανονικά και δευτεροκανονικά) τα βιβλία εκείνα που ανήκουν στον Κανόνα της Αγίας Γραφής και «απόκρυφα» τα «ιερά» εκείνα βιβλία που για διάφορους λόγους δεν κρίθηκαν κατάλληλα να γίνουν δεκτά στην κανονική συλλογή.

 

 

ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

 

Υπάρχουν διαφορές μεταξύ του κανόνα των Ιουδαίων και του κανόνα των Χριστιανών αλλά και διαφορές μεταξύ των Χριστιανικών ομολογιών, όσον αφορά τα βιβλία που ανταποκρίνονται στα πρότυπα της κανονικοποίησης. Τα διαφορετικά κριτήρια και η διαδικασία κανονικοποίησης για καθεμία από τις θρησκευτικές κοινότητες ορίζει το τι θεωρούν τα μέλη της κοινότητάς τους ως Βίβλο τους. Κοινό στοιχείο του Βιβλικού Κανόνα όλων των ομολογιών, είναι τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης αλλά και τα 39 βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία από τον 2ο μ.Χ. αιώνα αναγνωρίζονται από τον Ιουδαϊσμό ως η Βίβλος και ονομάζονται πρωτοκανονικά, με τη σημαντική διαφορά ότι, από τους χριστιανούς μελετώνται με χριστολογικό πνεύμα

Από εκεί και πέρα, ένα σύνολο βιβλίων, που μεταγενέστερα ονομάστηκαν δευτεροκανονικά, εξαρχής αποδεκτών από Ιουδαίους και Χριστιανούς, διατηρήθηκαν στον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης των Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, με αποτέλεσμα ο κανόνας που περιέχει τα βιβλία αυτά να ονομάζεται ευρύς ή και αλεξανδρινός, ενώ ο κανόνας που, μετά από περίοδο αμφιταλαντεύσεως, τελικά δεν τα δέχτηκε, να ονομάζεται στενός ή ιουδαϊκός.

Έτσι ο Βιβλικός κανόνας διακρίνεται στον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης και στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Ο κανόνας της Παλαιάς Διαθήκης διακρίνεται στον Παλαιστινό, στον Σαμαρειτικό, στον Αλεξανδρινό και στον κανόνα της Εκκλησίας.

 

 

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

Η έκφραση "Καινή Διαθήκη" προέρχεται από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, σύμφωνα με τα λόγια Του κατά το Μυστικό Δείπνο: "τούτο γαρ, εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών" (Ματθαίος 26,28). Με τη φράση αυτή ξεκινούσε η νέα περίοδος της λυτρωτικής οικονομίας του Θεού για την ανθρωπότητα.

Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά ισότιμα με τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Επί εποχής Ιουστίνου (153 μ.Χ.), τα Ευαγγέλια διαβάζονταν στις εκκλησίες της Ρώμης μαζί με τα βιβλία της ιουδαϊκής Βίβλου. Τα 27 βιβλία που αποτελούν την Καινή Διαθήκη ξεχώρισαν από την αρχή ως θεόπνευστα βιβλία. Η σύνοδος της Καρθαγένης (397 μ.Χ.) επικύρωσε τον "κανόνα" της Καινής Διαθήκης, κάνοντας αποδεκτά τα βιβλία της.

 

Ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης, περιλαμβάνει συνολικά 27 βιβλία:

Τα τέσσερα Ευαγγέλια:

Κατά Ματθαίον

Κατά Μάρκον

Κατά Λουκάν

Κατά Ιωάννην

τις Πράξεις των Αποστόλων

δεκατέσσερις επιστολές του απ. Παύλου:

προς Ρωμαίους

Α' προς Κορινθίους

Β' προς Κορινθίους

προς Γαλατάς

προς Εφεσίους

προς Φιλιππησίους

προς Κολοσσαείς

Α' προς Θεσσαλονικείς

Β' προς Θεσσαλονικείς

Α' προς Τιμόθεον

Β' προς Τιμόθεον

προς Τίτον

προς Φιλήμονα

προς Εβραίους

επτά "Καθολικές" επιστολές:

Ιακώβου

Α' Πέτρου

Β' Πέτρου

Α' Ιωάννου

Β' Ιωάννου

Γ' Ιωάννου

Ιούδα

την Αποκάλυψη του Ιωάννη.

 

Τα βιβλία αυτά, προήλθαν από διάφορες εποχές και από διαφόρους συγγραφείς, με αρχικό σκοπό να καλύψουν συγκεκριμένες ανάγκες της πρώτης Εκκλησίας και χωρίς να κατέχουν ευθύς εξ αρχής την αυθεντία, την οποία απέδωσε σ' αυτά αργότερα η αρχαία Εκκλησία. Η συλλογή και η αναγνώριση τους ως ιερών κειμένων άρχισε από τα τέλη του 1ου αιώνα και ολοκληρώθηκε, με σημαντικές διακυμάνσεις στις διάφορες τοπικές Εκκλησίες, στα μέσα του 4ου.

Το βασικό κριτήριο που οδήγησε την Εκκλησία στην επιλογή και την καθιέρωση των 27 βιβλίων του κανόνα της Καινής Διαθήκης είναι η ομολογούμενη αποστολική προέλευση τους, κριτήριο που διαφοροποίησε ριζικά τα αποστολικά συγγράμματα από τα αιρετικά και τα Απόκρυφα. Σε κάθε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την αποστολική προέλευση κάποιου από τα κείμενα αυτά, κύριο ρόλο για την αποδοχή του διαδραμάτισε η συμφωνία του περιεχομένου του με το αποστολικό και εκκλησιαστικό κήρυγμα, δηλαδή με τον "κανόνα της πίστεως".

Η μορφή και έκταση του κανόνα της Καινής Διαθήκης που πλέον είναι οριστική και αδιαμφισβήτητη, υπήρξε έργο τόσο επιφανών ορθοδόξων επισκόπων όσο και τοπικών και αργότερα Οικουμενικών Συνόδων.

 

 

Ο ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΟΣ Ή ΙΟΥΔΑΪΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ

 

«Παλαιστινό» ή Ιουδαϊκό ή στενό Κανόνα ονομάζουμε τον Κανόνα εκείνο που διαμορφώθηκε στην Παλαιστίνη και περιλαμβάνει λιγότερα βιβλία απ' όσα ο Αλεξανδρινός Κανόνας. Πληροφορίες σχετικές με τον κανόνα αυτόν έχουμε από την Παλαιά Διαθήκη, από την Καινή Διαθήκη και τα συγγράμματα των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, καθώς επίσης από τα έργα των Ιουδαίων λογίων Φίλωνα και Ιωσήπου και από την αποκαλυπτική και ταλμουδική γραμματεία.

Ο ιουδαϊκός ή παλαιστίνος κανόνας κλείνει για τον Ιουδαϊσμό σε άγνωστο χρόνο, ανάμεσα στο 100 π.Χ. και στο 100 μ.Χ., όμως σημαντικό ρόλο στο οριστικό κλείσμο του κανόνα, είχε η ραββινική σύνοδος της Ιάμνειας της Παλαιστίνης περίπου το 100 μ.Χ..

 

 

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΟΝΑ

 

Α) ΑΡΙΘΜΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ

 

Φαινομενικά η ιουδαϊκή παράδοση δείχνει ότι δεν συμφωνεί ως προς τον αριθμό των βιβλίων του Παλαιστινού Κανόνα. Το Δ' Έσδρα 14,14 και το Ταλμούδ (Μπαβά Μπαθρά 14β-15α) τα αναβιβάζει σε 24, ενώ ο Ιώσηπος τα αριθμεί σε 22. Η διαφορά όμως αυτή οφείλεται προφανώς στο γεγονός ότι ο Ιώσηπος, συσχετίζοντας τον αριθμό των κανονικών βιβλίων με τα γράμματα του εβραϊκού αλφαβήτου, συναριθμεί τη Ρουθ με τους Κριτές και τους Θρήνους με τον Ιερεμία, ενώ το Δ' Έσδρα και το Ταλμούδ τα αριθμούν ξεχωριστά. Οπωσδήποτε όμως ο αριθμός 24 ή 22. προκύπτει από το ότι τα βιβλία των δώδεκα μικρών προφητών (Δωδεκαπρόφητο) και τα βιβλία Σαμουήλ Α'- Β', Βασιλείς Α'- Β', Έσδρας -Νεεμίας και Χρονικά Α'- Β' αριθμούνται αντίστοιχα ως ένα βιβλίο.

Στις νεώτερες έντυπες εκδόσεις του εβραϊκού κειμένου τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης είναι 39 και αυτό όχι γιατί προστίθενται νέα (δευτεροκανονικά) βιβλία, αλλά γιατί τα ίδια κανονικά βιβλία του Παλαιστινού Κανόνα αριθμούνται διαφορετικά, όπως π.χ. το Σαμουήλ ως Σαμουήλ Α' και Σαμουήλ Β', το Βασιλείς ως Βασιλείς Α' και Βασιλείς Β', το Δωδεκαπρόφητο ως δώδεκα βιβλία κλπ.

 

Τα βιβλία της παλαιάς Διαθήκης χωρισμένα σε 22 ή 24 βιβλία:

01. Πεντάτευχος

02. Ιησούς

03. Κριτές

04. και 05. Α' και Β' Σαμουήλ

06. και 07. Α' και Β' Βασιλέων

08. Ησαΐας

09. Ιερεμίας

10. Ιεζεκιήλ

11. Δωδεκαπρόφητο

12. Ρουθ

13. Ψαλμοί

14. Ιώβ

15. Παροιμίες

16. Εκκλησιαστής

17. Άσμα

18. Θρήνοι

19. Δανιήλ

20. Εσθήρ

21. Έσδρας

22. Νεεμίας

23 & 24. Α' και Β' Χρονικά

 

Ο κανόνας αυτός όπως διαμορφώθηκε, αφήνοντας έξω τα υπόλοιπα βιβλία της μετάφρασης των εβδομήκοντα (τα δευτεροκανονικά πλέον, για τους χριστιανούς), ήταν μια νίκη του ραββινικού Ιουδαϊσμού, έναντι των Χριστιανών, που οδήγησε και τον ελληνιστικό Ιουδαϊσμό στην εγκατάλειψή τους.

 

Β) ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

 

Σύμφωνα με την ιουδαϊκή παράδοση η αρχή της συγκρότησης του κανόνα τοποθετείται στον 5ο π.Χ. αιώνα, την εποχή του Έσδρα. Ο κατάλογος των βιβλίων της εβραϊκής Βίβλου οριστικοποιήθηκε το 90 μ.Χ. κατά την σύνοδο των ραβίνων στην Ιάμνεια της Παλαιστίνης. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει 39 βιβλία τα οποία χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: το Νόμο, τους Προφήτες και τα Αγιόγραφα. Στις νεώτερες έντυπες του εβραϊκού κειμένου, τα βιβλία έχουν διαφορετική αρίθμηση και αναλύονται περαιτέρω σε 39 (αυτό τον αριθμό βιβλίων υιοθέτησαν οριστικά οι Προτεστάντες τον 17ο αιώνα).

 

Η τριμερής διαίρεση του Παλαιστινού Κανόνα, δηλαδή σε Νόμο, Προφήτες και Αγιόγραφα είναι πολύ παλαιά. Ήδη μνημονεύεται γύρω στο 130 π. Χ. στον πρόλογο της Σοφίας Σειράχ, όπου ο μεταφραστής του πρωτοτύπου αναφερόμενος στην ανάγνωση των ιερών κειμένων μιλάει για το νόμο, τους προφήτες και τα άλλα πάτρια βιβλία (στχ.8εξ.) και για το νόμο, τις προφητείες και τα λοιπά των βιβλίων (στχ.24εξ.). Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και απ' τη μαρτυρία του ευαγγελιστή Λουκά (24,44), όπου ο Χριστός αναφερόμενος στα ιερά παραδοσιακά κείμενα λέγει «εν τω Νόμω Μωυσέως και τοίς Προφήταις και τοίς Ψαλμοίς». Την τριμερή διαίρεση του Παλαιστινού Κανόνα, δηλαδή σε Νόμο, Προφήτες και Ψαλμούς συναντούμε και στο Φίλωνα καθώς και στο Ταλμούδ. Για τον Ιώσηπο τα τρία μέρη της Παλαιάς Διαθήκης είναι τα «πέντε βιβλία του Μωυσέως, οι προφήτες και τα λοιπά βιβλία», ενώ για το Β' Μακκαβαίων 2,2. 2,13 «ό νόμος, τα περί των βασιλέων βιβλία και προφητών και τα του Δαυίδ». Συνεπώς τα τρία μέρη του Παλαιστινού Κανόνα, όπως τελικά διαμορφώθηκαν, είναι:

 

α) Νόμος (Μωυσέως, Τορά)

Τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποτελούν το Νόμο, δηλαδή την Πεντάτευχο, που σ' όλους τους κώδικες, τους καταλόγους και τις έντυπες εκδόσεις του κειμένου βρίσκονται πάντοτε επικεφαλής των άλλων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης και έχουν χωρίς καμιά εξαίρεση την ίδια πάντοτε διάταξη.

 

Στο Νόμο περιέχονται τα 5 πρώτα βιβλία της Αγίας Γραφής:

01. Γένεσις (Στην αρχή)

02. Έξοδος (Και αυτά τα ονόματα)

03. Λευιτικόν (Και κάλεσε)

04. Αριθμοί (Και είπε ή Στην έρημο)

05. Δευτερονόμιο (Αυτοί οι λόγοι)

Τα βιβλία του Νόμου πήραν την ονομασία απ' την αρκτική λέξη τους. Η ονομασία "Νόμος" για τα 5 βιβλία του πρώτου μέρους του κανόνα, γνωστά ως Πεντάτευχος, σχετίζεται με τη διδασκαλία, που δόθηκε από το Θεό στους ανθρώπους για να ρυθμίζει τη διαγωγή τους.

 

β) Προφήτες

Μετά το Νόμο ακολουθούν οι Προφήτες, οι οποίοι από τον 8ο μ.Χ. αιώνα διακρίνονται σε «προγενέστερους» και «μεταγενέστερους». Στους Προγενέστερους προφήτες κατατάσσονται 6 βιβλία,  ενώ στους Μεταγενέστερους 15 βιβλία:

 

Προγενέστεροι Προφήτες

06. Ιησούς

07. Κριταί

08. Σαμουήλ A'

09. Σαμουήλ Β'

10. Βασιλείς A'

11. Βασιλείς Β'

Τα βιβλία αυτά έχουν αφηγηματικό και ιστορικό χαρακτήρα.

 

Μεταγενέστεροι Προφήτες

12. Ησαΐας

13. Ιερεμίας

14. Ιεζεκιήλ

Και οι δώδεκα μικροί προφήτες (Δωδεκαπρόφητο)

15. Ωσηέ

16. Ιωήλ

17. Αμώς

18. Οβδιού

19. Ιωνάς

20. Μιχαίας

21. Ναούμ

22. Αβακκούμ

23. Σοφονίας

24. Αγγαίος

25. Ζαχαρίας

26. Μαλαχίας

Τα βιβλία αυτά έχουν προφητικό περιεχόμενο και είναι διατυπωμένα στο μεγαλύτερο μέρος τους σε ποιητική μορφή. Η ονομασία "Προφήτες", ανταποκρίνεται ακριβέστερα στο περιεχόμενο των μεταγενέστερων προφητών, εκτείνεται όμως και σ' εκείνο των προγενέστερων, επειδή αντανακλά την παράδοση της προφητικής αυθεντίας.

 

γ) Αγιόγραφα

Τα Αγιόγραφα, τα οποία απαρτίζουν το τελευταίο μέρος του Παλαιστινού Κανόνα και  περιλαμβάνει 13 βιβλία:

 

27. Ψαλμοί

28. Ιώβ

29. Παροιμίαι

30. Ρουθ

31. Άσμα Ασμάτων

32. Εκκλησιαστής

33. Θρήνοι

34. Εσθήρ

35. Δανιήλ

36. Έσδρας (Β)

37. Νεεμίας

38. Χρονικά Α'

39. Χρονικά Β'

Τα Αγιόγραφα αποτελούνται από έναν αριθμό ανεξάρτητων βιβλίων, που αντιπροσωπεύουν μια ποικιλία φιλολογικών ειδών (λυρική ποίηση, γνωμικός λόγος, αφήγηση, ιστορία, αποκάλυψη) με διάφορα θρησκευτικά ενδιαφέροντα (λατρεία, σοφία, θεοδικία, ηθικολογία, παρηγοριά κλπ.).

 

Ιδιαίτερη θέση μεταξύ των Αγιογράφων κατέχουν πέντε βιβλία τα οποία από τον 6ο μ.Χ. αιώνα αποτελούν ξεχωριστή συλλογή μέσα στον Παλαιστίνο Κανόνα. Απ' το 12ο μάλιστα μ.Χ. αιώνα οι πέντε αυτοί «κύλινδροι» διαβάζονται στις πέντε μεγάλες ετήσιες γιορτές του Ιουδαϊσμού ως εξής.

1.  Το «Άσμα Ασμάτων» κατά το Πάσχα.

2.  Η «Ρουθ» στη γιορτή των Εβδομάδων (Πεντηκοστή).

3.  Οι «Θρήνοι» κατά την επέτειο της καταστροφής της Ιερουσαλήμ.

4.  Ο «Εκκλησιαστής» στη γιορτή της Σκηνοπηγίας.

5.  Η «Εσθήρ» στη γιορτή του Πουρίμ.

Εκτός από τα βιβλία του Νόμου η διάταξη των άλλων βιβλικών έργων και ιδιαίτερα των Αγιογράφων διαφέρει από χειρόγραφο σε χειρόγραφο.

 

 

Ο ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ

 

Εκτός από την ιουδαϊκή κοινότητα, η οποία ήταν εγκαταστημένη στην Ιουδαία, στο χώρο βόρεια της ιουδαϊκής επικράτειας και μεταξύ αυτής και της Γαλιλαίας ζούσαν οι Σαμαρείτες. Οι Σαμαρείτες φυλετικά ανήκαν στον ίδιο εθνικό κορμό με τους Ιουδαίους. Οι σχέσεις μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών ήταν πάντοτε τεταμένες μέχρις ότου τελικά οι Σαμαρείτες για πολιτικούς, θρησκευτικούς και φυλετικούς λόγους αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν απ' το θρησκευτικό και εθνικό κέντρο του Ιουδαϊσμού, την Ιερουσαλήμ, και να αποτελέσουν δική τους κοινότητα, τη σαμαρειτική, με θρησκευτικό κέντρο το Ναό στο όρος Γαριζίν.

Η κοινότητα των Σαμαρειτών αποχωρίστηκε από την ιεροσολυμιτική σε εποχή που δεν είχαν συμπεριληφθεί ακόμα στον Παλαιστινό Κανόνα τα προφητικά και αγιογραφικά μέρη του και συνεπώς διατήρησε εκείνα μόνο τα βιβλία (το Νόμο), που είχε πριν από το σχίσμα. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση τα εκτός του Νόμου βιβλία του Κανόνα υπήρχαν κατά την εποχή του σχίσματος στην κανονική σαμαρειτική συλλογή, απορρίφτηκαν όμως απ' τους Σαμαρείτες, επειδή περιείχαν αντιεφραϊμιτικά στοιχεία.

 

Ο Κανόνας της σαμαρειτικής κοινότητας (Σαμαρειτικός Κανόνας) είναι στενότερος του Παλαιστινού. Περιέχει μόνο τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, δηλαδή το Νόμο (Πεντάτευχο). Εκτός από το Νόμο οι Σαμαρείτες έχουν και μία μη κανονικού χαρακτήρα ευσύνοπτη ιστορική αφήγηση με υλικό από την εποχή του Ιησού του Ναυή μέχρι τους χρόνους των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Την αφήγηση αυτή χρησιμοποίησε ο συγγραφέας του καλούμενου Σαμαρειτικού (βιβλίου) του Ιησού.

Για την ιστορία του ιουδαϊκού Κανόνα σημειώνουμε τέλος και την ευρύτατα κρατούσα αλλά ίσως συζητήσιμη άποψη, ότι εκτός από τους Σαμαρείτες και οι Σαδδουκαίοι αναγνώριζαν μόνο το Νόμο, και απέρριπταν τους Προφήτες και τα Αγιόγραφα.

 

 

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΣ (ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ) ΚΑΝΟΝΑΣ

 

Η συγκρότηση του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης από την χριστιανική εκκλησία, υπήρξε περισσότερο δύσκολη και πολύπλοκη. Ο κανόνας αυτός ονομάζεται "ελληνικός" από τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένος και "αλεξανδρινός" από τον τόπο προέλευσης του. Η μετάφραση των εβραϊκών κειμένων στα ελληνικά άρχισε τον 3ο μ.Χ. αιώνα στην Αλεξάνδρεια και έγινε με βάση το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης. Η μετάφραση αυτών των κειμένων που ήταν περισσότερα από τα 39 βιβλία της ιουδαϊκής Βίβλου, έγινε γνωστή με το όνομα "Μετάφραση των Εβδομήκοντα" (Ο').

Η μετάφραση αυτή εκτός από τα παραπάνω βιβλία που περιείχε, είχε και διαφορετική ονομασία μερικών βιβλίων: Α' Βασιλέων (το Α' Σαμουήλ), Β' Βασιλέων (το Β' Σαμουήλ), Γ' Βασιλέων (το Α' Βασιλέων), Δ' Βασιλέων (το Β' Βασιλέων), Α' Παραλειπομένων (το Α' Χρονικών) και Β' Παραλειπομένων (το Β' Χρονικών). Η ανάγκη για τη μελέτη της Βίβλου και σε άλλους λαούς, ιδιαίτερα στους ελληνόφωνους Ιουδαίους της διασποράς, καθιέρωσε τη μετάφραση των Εβδομήκοντα, χωρίς να καθοριστεί ο ακριβής αριθμός των βιβλίων που θα συγκροτούσαν την τελική μορφή της Βίβλου.

 

Ο ευρύτερος Αλεξανδρινός Κανόνας περιλαμβάνει δέκα επιπρόσθετα βιβλία, πέρα από εκείνα του Παλαιστινού Κανόνα τα οποία θεωρούσε ως κανονικά και ο ελληνιστικός ιουδαϊσμός, που, εξαιτίας της χρήσης τους από τους χριστιανούς, αργότερα τα εγκατέλειψε. Συνολικά ο Αλεξανδρινός κανόνας περιλαμβάνει 49 βιβλία, 39 «πρωτοκανονικά», που είναι αυτά ακριβώς του ιουδαϊκού ή παλαιστινού κανόνα, και 10 «δευτεροκανονικά» ή «αναγινωσκόμενα» ή «αντιλεγόμενα», όπως χαρακτηρίζονται. Λόγω της αριθμητικής αυτής υπεροχής τω 10 βιβλίων, είναι γνωστός και ως "ευρύτερος" κανόνας, σε αντίθεση με τον ιουδαϊκό που ονομάζεται "στενός". Όσα βιβλία δε συμπεριλαμβάνονται στον κανόνα αυτό ονομάζονται «απόκρυφα».

Ο Ελληνικός ή Αλεξανδρινός Κανόνας, επειδή υιοθετήθηκε απ' την Εκκλησία, απέκτησε μεγάλο κύρος και αποτέλεσε στην αναπτυγμένη μορφή του το πρώτο μέρος του χριστιανικού Κανόνα.

 

 

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΥ ΚΑΝΟΝΑ

 

Ο Αλεξανδρινός Κανόνας στην τελική αναπτυγμένη μορφή του διαφέρει από τον Παλαιστινό στον αριθμό των βιβλίων, τη διάκριση σε μέρη, την έκταση και τη διευθέτηση των βιβλίων. Τα βιβλία του είναι 49 αντί 39 εννέα του Παλαιστινού και 5 του Σαμαρειτικού Κανόνα, η διαίρεση είναι τριμερής όπως και του Παλαιστινού, και δεν γίνεται με βάση την κατά τεκμήριο χρονολόγηση των έργων αλλά το φιλολογικό χαρακτήρα τους, και η διευθέτηση των βιβλίων ποικίλλει από χειρόγραφο σε χειρόγραφο. Τα βιβλία του Αλεξανδρινού Κανόνα κατά τα μέρη του είναι τα εξής:

 

Μέρος 1ο = Ιστορικά (βιβλία 23)

01. Γένεσις

02. Έξοδος

03. Λευιτικόν

04. Αριθμοί

05. Δευτερονόμιον

06. Ιησούς του Ναυή

07. Κριταί

08. Ρουθ

09. Α' Βασιλειών

10. Β' Βασιλειών

11. Γ' Βασιλειών

12. Δ' Βασιλειών

13. Α' Παραλειπομένων

14. Β' Παραλειπομένων

15. Α' Έσδρας

16. Β' Έσδρας

17. Νεεμίας

18. Τωβίτ

19. Ιουδίθ

20. Εσθήρ

21. Α' Μακκαβαίων

22. Β' Μακκαβαίων

23. Γ' Μακκαβαίων

 

Μέρος 2ο = Ποιητικά - Διδακτικά (βιβλία 7)

24. Ψαλμοί

25. Παροιμίαι

26. Ιώβ

27. Εκκλησιαστής

28. Άσμα Ασμάτων

29. Σοφία Σολομώντος

30. Σοφία Σειράχ

 

Μέρος 3ο = Προφητικά (βιβλία 19)

Μικροί προφήτες

31. Ωσηέ

32. Αμώς

33. Μιχαίας

34. Ιωήλ

35. Οβδιού

36. Ιωνάς

37. Ναούμ

38. Αββακούμ

39. Σοφονίας

40. Αγγαίος

41. Ζαχαρίας

42. Μαλαχίας

Μεγάλοι προφήτες

43. Ησαΐας

44. Ιερεμίας

45. Βαρούχ

46. Θρήνοι

47. Επιστολή Ιερεμίου

48. Ιεζεκιήλ

49. Δανιήλ

Τα "δευτεροκανονικά"

 

Τα 10 βιβλία του ελληνικού ή αλεξανδρινού κανόνα που ονομάζονται Δευτεροκανονικά (ή Αναγιγνωσκόμενα) είναι τα ακόλουθα:

Ιστορικά

01. Α' Έσδρας

02. Τωβίτ

03. Ιουδίθ

04. Α' Μακκαβαίων

05. Β' Μακκαβαίων (γραμμένο εξ αρχής στα ελληνικά)

06. Γ' Μακκαβαίων (γραμμένο εξ αρχής στα ελληνικά)

Ποιητικά - Διδακτικά

07. Σοφία Σολομώντος (γραμμένο εξ αρχής στα ελληνικά)

08. Σοφία Σειράχ

προφητικά

09. Βαρούχ

10. Επιστολή Ιερεμίου

 

Σχετικά με τα βιβλία του Αλεξανδρινού Κανόνα προστίθενται και μερικά δευτεροκανονικά τεμάχια (στίχοι) όπως λέγονται, που περιέχονται στο βιβλίο της Εσθήρ και στο βιβλίο του Δανιήλ.

Η διάκριση των Προφητών σε μικρούς και μεγάλους έγινε προφανώς με κριτήριο την έκταση των βιβλίων τους και όχι τη σημασία ή τον βαθμό της θεοπνευστίας τους.

Η διάταξη των προφητικών και ιδιαίτερα των διδακτικών βιβλίων παρουσιάζεται διαφορετική από χειρόγραφο σε χειρόγραφο.

Σε ορισμένα χειρόγραφα μεταξύ των κανονικών βιβλίων του Αλεξανδρινού Κανόνα συμπεριλαμβάνονται και τα απόκρυφα έργα «Δ' Μακκαβαίων», «Ώδαί» και «Ψαλμοί Σολομώντος».

 

Τα κεφάλαια και τα χωρία της Βίβλου είναι ανθρώπινης εφεύρεσης με σκοπό να διευκολύνουν την μελέτη της. Οι Εβραίοι διαίρεσαν την Παλαιά Διαθήκη σε τμήματα για να την χρησιμοποιούν στις συναγωγές. Αργότερα κατά τον 9ο αιώνα μ.Χ. διαίρεσαν κάθε τμήμα της και σε χωρία (εδάφια). Το σύγχρονο σύστημα κεφαλαίων για όλα τα βιβλία της Βίβλου εισήχθηκε από τον Hugo στα μέσα του 13ου μ.Χ. αιώνα.

 

 

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΑΔΙΑΙΡΕΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

Η τελική συγκρότηση στον ελληνιστικό χώρο της Αλεξάνδρειας του ευρύτερου Κανόνα συντέλεσε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του χριστιανικού Κανόνα. Ο Κανόνας αυτός, όπως τελικά διαμορφώθηκε, διέφερε τόσο απ' το Σαμαρειτικό και τον Παλαιστινό όσο και απ' τον παλαιότερο Αλεξανδρινό, γιατί αριθμούσε περισσότερα βιβλία.

Η έλλειψη αναφορών σε ορισμένα πρωτοκανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, όπως στα βιβλία Ρουθ, Έσδρας, Νεεμίας, Εσθήρ, Εκκλησιαστής, Άσμα Ασμάτων, Οβδιού και Ναούμ, οι παραπομπές σε δευτεροκανονικά, καθώς και οι υπαινιγμοί σε απόκρυφα έργα, όπως στο Λκ.11,49 και στην Επιστολή του Ιούδα στχ. 9 και 14 εξ., μαρτυρούν ότι για τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης δεν υπήρχε θέμα προτίμησης ευρύτερου ή στενότερου Κανόνα. Το ίδιο ισχύει και για μερικούς αποστολικούς Πατέρες (Κλήμης Ρώμης, Πολύκαρπος) και Απολογητές (Ιουστίνος, Αθηναγόρας), οι οποίοι πολλές φορές δανείζονταν χωρία και από δευτεροκανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Η θέση αυτή της αρχαίας εκκλησιαστικής παράδοσης διατηρήθηκε για πολύ, για να αποκρυσταλλωθεί τελικά σε δύο ισοδύναμες, θα λέγαμε, τάσεις· η μία απ' αυτές, που την εκπροσωπούν στην Ανατολή οι Μελίτων Σάρδεων, Μ. Αθανάσιος, Κύριλλος Ιεροσολύμων, Επιφάνειος κλπ. και στη Δύση οι Ρουφίνος, Ιερώνυμος και άλλοι, έδειχνε προτίμηση στην παλαιστινή παράδοση, ενώ η άλλη με εκπροσώπους στην Ανατολή τους Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Νύσσης, Ιωάννη Χρυσόστομο, Κύριλλο Αλεξανδρείας κλπ. και στη Δύση τους Λακτάντιο, Αμβρόσιο, Αυγουστίνο και άλλους, έτεινε στην παραδοχή ευρύτερου Κανόνα.

Η Εκκλησία εξάλλου, επειδή γνώριζε πόσο λεπτό ήταν το θέμα και στην πράξη δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ των κατά τόπους Εκκλησιών, απέφυγε να ταχθεί με τη μία ή την άλλη προτίμηση και να θεσπίσει το χριστιανικό Κανόνα. Εξαίρεση αποτελούν η σύνοδος της Λαοδικείας (365 μ.Χ.) που, όπως φαίνεται, δέχτηκε το στενό και η 3η σύνοδος της Καρθαγένης (397 μ.Χ.) που προτίμησε τον ευρύ Κανόνα. Έτσι το πρόβλημα έμεινε άλυτο, αφού και η Πενθέκτη (691/2 μ.Χ.) χωρίς να το συζητήσει στην ουσία του «επεσφράγισεν» απλώς τους κανόνες των άλλων συνόδων, γιατί προφανώς έκρινε ότι μια οικουμενικού χαρακτήρα συνοδική απόφαση υπέρ της μιας ή της άλλης μορφής Κανόνα όχι μόνο δεν θα τερμάτιζε τις συζητήσεις, αλλά θα δημιουργούσε προβλήματα στην Εκκλησία και θα δυσκόλευε τις προσπάθειες της να συμβιβάσει τις διισταμένες απόψεις.

 

 

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 

Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρητικά διακρίνει τα βιβλία του Κανόνα σε «κανονικά» και «δευτεροκανονικά», στην πράξη όμως δεν κάνει διάκριση μεταξύ τους. Η ασυνέπεια αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η θέση της ως προς την έκταση του Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης δεν υπήρξε ενιαία.

Έτσι η Ορθόδοξη Εκκλησία, παρέλαβε ως χριστιανικό κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης όχι τον ιουδαϊκό του 3ου και 4ου π.Χ. αιώνα, που περιελάμβανε μόνο 22 ή 24 ή 39 βιβλία, αλλ' εκείνο των ημερών του Χριστού και των Αποστόλων, ο οποίος περιελάμβανε εκτός των 22, των πρωτοκανονικών, και όλα τα λεγόμενα δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα. Για τους Ορθοδόξους, η πίστη στην ισοτιμία πρωτοκανονικών και δευτεροκανονικών τεκμηριώνεται καταρχάς από την χρήση που αδιακρίτως έκανε ο Ιησούς και οι Απόστολοι, του εβραϊκού κειμένου και της μεταφράσεως των εβδομήκοντα. Κατά δεύτερον, το ίδιο επιβεβαιώνει η παράθεση χωρίων από τους Αποστολικούς Πατέρες, τους Απολογητές και άλλους συγγραφείς, τα οποία μάλιστα ονομάζουν "Γραφάς", "Θείας Γραφάς", "Λόγια του Θεού" ή του "Αγ. Πνεύματος".

Επιπλέον, τη σειρά αυτή των πατέρων, που χρησιμοποίησαν ως κανονικά τα λεγόμενα δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα, συνεχίζουν τον 4ο και 5ο αιώνα, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Νύσσης, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Κύριλλος ο Αλεξανδρείας, Θεοδώρητος ο Κύρου, Πολυχρόνιος, Θεόδωρος ο Ηράκλειας, Εφραίμ ο Σύρος, Λακτάντιος, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος, ενώ ελάχιστοι διαταράσσουν την αρμονία αυτή. Οι όποιες διαφωνίες εκδηλώθηκαν στο θέμα προτίμησης του στενού (ιουδαϊκού) ή του ευρύτερου (αλεξανδρινού) κανόνα, είχαν χαρακτήρα μάλλον θεωρητικό και εντάσσονται σε ένα πλαίσιο πίεσης που δέχτηκε η Χριστιανική Εκκλησία, μετά το οριστικό κλείσιμο του ιουδαϊκού κανόνα (τέλη 100 ή αρχές 200 μ.Χ.) ο οποίος απέρριψε τελικά όλα τα δευτεροκανονικά κείμενα.

Κατά συνέπεια, προς άρση τυχόν παρεξηγήσεων, η ονομασία δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα, δεν αφορά στη θεοπνευστία και το κανονικό κύρος τους άλλα απλώς στο περιεχόμενό τους. Αφού με τα κανονιζόμενα η Εκκλησία ευαγγελίζεται το μήνυμα της καινής κτίσεως δια του Χριστού, ενώ με τα αναγινωσκόμενα καλλιεργεί την ευσέβεια για την αποδοχή του μηνύματος αυτού. Η αδιαίρετη Χριστιανική Εκκλησία, κάνοντας χρήση και των δευτεροκανονικών, εξέφραζε τη πίστη της στην ισοτιμία τους με τα πρωτοκανονικά. Αυτό βεβαιώνεται και από το γεγονός ότι στη Μετάφραση των Ο' τα βιβλία αυτά δεν επέχουν θέση παραρτήματος, ώστε να σχηματίζεται η εντύπωση ότι βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα, αλλά τοποθετούνται αδιακρίτως μεταξύ των πρωτοκανονικών. Και αυτό διότι, ως ισότιμα και ισόκυρα με τα πρωτοκανονικά, των οποίων τις θείες αλήθειες συμπληρώνουν, περιλαμβάνονται, όπως και εκείνα, στις πηγές της θεολογίας της Παλαιάς Διαθήκης.

Εκτός από τις συνοδικές επικυρώσεις που έγιναν πριν από το Σχίσμα του 1054, στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι αποφάσεις των τοπικών συνόδων Κωνσταντινουπόλεως (1638), Ιασίου (1652), Ιεροσολύμων (1672) και Κωνσταντινουπόλεως (1672) επιβεβαίωσαν την παραδοχή των δευτεροκανονικών ως ισόκυρων με τα λεγόμενα πρωτοκανονικά.

 

 

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΣΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 

Πρώτος ο Ρωμαιοκαθολικός "Σίξτος ο εκ Σιένης θ. 1596" και μετά από αυτόν φιλελεύθεροι θεολόγοι αναφέρθηκαν στους όρους πρωτοκανονικά και δευτεροκανονικά, σαν τα δεύτερα να είναι μικρότερης αξίας από τα πρώτα. Έτσι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επί αιώνες δεχόταν θεωρητικά το στενό Παλαιστινό Κανόνα. Στην πράξη όμως και αυτή, όπως και η Ορθόδοξη, ακολουθούσε τον ευρύτερο Αλεξανδρινό. Την αβεβαιότητα αυτή τερμάτισε η σύνοδος του Τριδέντου (1546), η οποία επισημοποίησε την κανονικότητα της Βουλγάτας, κωδικοποίησε τις αποφάσεις των συνόδων της Ιππώνας (393) και της Δ' της Καρθαγένης (401) και δέχτηκε ως κανονικά τα δευτεροκανονικά βιβλία Α' 'Εσδρας (ως 'Εσδρας Γ'), Ιουδίθ, Τωβίτ, Α' και Β' Μακκαβαίων, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ, Επιστολή Ιερεμίου και τον απόκρυφο Δ' Έσδρα, καθώς επίσης και τις προσθήκες στο Δανιήλ και στην Εσθήρ των Ο', εκτός από το Γ' Μακκαβαίων). Με τις αποφάσεις της αυτές η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δέχτηκε βασικά τον ευρύτερο Κανόνα όπως αυτός αντιπροσωπεύεται στη συλλογή των Ο'. Με τη σύνοδο του Βατικανού (1869-70), η οποία επικυρώνει το προηγούμενο θέσπισμα, αίρει τις τυχόν επιφυλάξεις και αμφιβολίες και λύνει το πρόβλημα του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης για τους Ρωμαιοκαθολικούς.

 

 

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 

Οι Προτεστάντες στο ζήτημα του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, διαχώρισαν τη θέση τους από την αρχαία παράδοση της Χριστιανικής Εκκλησίας. Βασιζόμενοι στη θεμελιώδη αρχή τους, ότι η Αγία Γραφή υπερέχει της Ιεράς Παραδόσεως, την οποία δεν θεωρούν ισάξια πηγή του Χριστιανισμού, αναγνώρισαν το εβραϊκό κείμενο ως το μόνο αυθεντικό. Έτσι αποδέχτηκαν το στενό Παλαιστίνο Κανόνα και απέκλεισαν τα δευτεροκανονικά βιβλία του ευρύτερου ελληνικού ως απόκρυφα.

Παρόλ' αυτά διευθέτησαν τα βιβλία του σύμφωνα με την τάξη των Ο' και τη Βουλγάτα. Ο Λούθηρος μάλιστα δέχτηκε και τα δευτεροκανονικά βιβλία Ιουδίθ, Τωβίτ, Α' και Β' Μακκαβαίων, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ, Επιστολή Ιερεμίου, καθώς και τις προσθήκες στο Δανιήλ και την Εσθήρ, απλώς ως βιβλία, όχι ως ισότιμα προς την Αγία Γραφή, επειδή τα θεωρούσε εποικοδομητικά και ωφέλιμα για τους πιστούς. Για τον ίδιο λόγο και οι Λουθηρανοί σήμερα, μαζί με τα κανονικά τους βιβλία συνεκδίδουν σε παράρτημα και τα (γι' αυτούς «απόκρυφα») δευτεροκανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.

Αργότερα όμως, περί τα μέσα του 17ου αιώνα, η αντίδραση ορισμένων αυστηρών προτεσταντικών κύκλων (όπως των Καλβινιστών κ.ά.) οδήγησε στην καταπολέμηση και τον αποκλεισμό τους από τις εκδόσεις της Βίβλου.

 

 

 

 

ΠΗΓΕΣ

Α) "Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη"

Δαμιανού Αθ. Δόϊκου, Καθηγητή Α.Π.Θ.

Β) Ορθόδοξο Βίκι: http://el.orthodoxwiki.org/