ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ

 

 ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

 

ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ

 

Η θρησκευτική ελευθερία του ατόμου είναι ένα από τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου και, γι' αυτό στα πολιτισμένα κράτη προστατεύεται από το σύνταγμά τους, που αφήνει τον πολίτη να διαλέγει μόνος του τη θρησκεία που θέλει. Η κατάσταση αυτή λέγεται ανεξιθρησκία.

Όμως μερικές θρησκείες ή αιρέσεις, εκμεταλλευόμενες αυτή την ουδετερότητα ή την ανοχή των κρατών, προσπαθούν να παρασύρουν προς το μέρος τους οπαδούς άλλων θρησκευμάτων χρησιμοποιώντας συνήθως δόλια και ανελεύθερα μέσα (βία, απειλές, δώρα κ.α.) πράγμα που λέγεται προσηλυτισμός. Αλλά και σ' όσα κράτη αναγνωρίζεται μία μόνο επίσημη θρησκεία και οι άλλες γίνονται απλώς ανεκτές, υπάρχει κίνδυνος θρησκευτικής καταπίεσης από μέρους αυτής σε βάρος των άλλων.

 

 

Η ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

 

Η βιαιότητα των θρησκευτικών διωγμών και συγκρούσεων οδήγησε τους πιο φωτισμένους ανθρώπους να θέτουν το αίτημα της ανεξιθρησκίας, του σεβασμού δηλαδή από το κράτος, αλλά και από κάθε άνθρωπο, των θρησκευτικών πεποιθήσεων του καθενός.

Πρώτος ο Μέγας Κωνσταντίνος εξέδωσε το 313 μ.Χ. μαζί με το συνάρχοντά του Λικίνιο το γνωστό «Διάταγμα των Μεδιολάνων», που έβαλε τέλος στους διωγμούς των χριστιανών από το ρωμαϊκό κράτος και τους εθνικούς. Έτσι καθιερώθηκε από το ρωμαϊκό βυζαντινό κράτος η αρχή της ανεξιθρησκίας, που δυστυχώς δεν τηρήθηκε πάντα (διώξεις ειδωλολατρών από μερικούς βυζαντινούς αυτοκράτορες (Μέγας Θεοδόσιος), σταυροφορίες της Δυτικής Εκκλησίας κατά των ορθοδόξων και των μωαμεθανών, Ιερή Εξέταση κατά των αιρετικών, θρησκευτικοί πόλεμοι μεταξύ καθολικών και διαμαρτυρομένων κ.ά.).

Η πρώτη προσπάθεια για πραγματική ανεξιθρησκία έγινε το 1789 από τη Γαλλική Επανάσταση με τη «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη», αλλά η αντίδραση της Παπικής Εκκλησίας εμπόδισε την εφαρμογή της.

Έτσι η αρχή της ανεξιθρησκίας καθιερώθηκε επίσημα σε παγκόσμια κλίμακα μόλις το 1948 με την «Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» από  τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (άρθρο 18)1 και αναγνωρίστηκε, στη συνέχεια, από τα περισσότερα πολιτισμένα κράτη, που την συμπεριέλαβαν στα συντάγματά τους. Παρ' όλα αυτά, πολλές φορές εμφανίστηκαν στην ιστορία μέχρι και σήμερα θεοκρατικά ή αθεϊστικά καθεστώτα, που δε σεβάστηκαν αυτό το πανανθρώπινο δικαίωμα της ανεξιθρησκίας2.

 

 

Η ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

Ειδικότερα στην Ελλάδα διάταξη για ανεξιθρησκία  υπήρχε ήδη από το 1827 στο σύνταγμα της Τροιζήνας. Το σημερινό Σύνταγμα (που ισχύει από το 1975) κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία των πολιτών με το 13ο άρθρο.

Τα βασικά σημεία του άρθρου αυτού είναι: α) η προστασία της ελεύθερης πίστης και λατρείας των πολιτών και β) η απαγόρευση του προσηλυτισμού. Αυτό σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει το απαράγραπτο δικαίωμα να πιστεύει σ ' όποιον θεό θέλει· και, για να μην παραβιαστεί η θρησκευτική ελευθερία του, απαγορεύεται κάθε προσηλυτισμός, δηλαδή κάθε προσπάθεια επιβολής σε κάποιον μιας ορισμένης θρησκευτικής πίστης με ανελεύθερα μέσα (ψυχολογική βία, απειλές, υποσχέσεις, κατάχρηση εμπιστοσύνης, ηθική ή υλική βοήθεια κ.ά.).

Φυσικά, επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία θεωρείται από το Σύνταγμα (άρθρο 3) «επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι» και γι' αυτό προστατεύεται με ειδικές διατάξεις που απαγορεύουν τον προσηλυτισμό σε βάρος της και επιβάλλουν σεβασμό προς αυτήν και προς τα μέσα που χρησιμοποιεί (μυστήρια, σύμβολα, λειτουργούς, ναούς, τελετές, ιερά βιβλία κ.ά.).

Στη χώρα μας προσηλυτισμό άσκησαν παλιότερα οι καθολικοί (κυρίως κατά τη φραγκοκρατία και την ενετοκρατία), αλλά και σήμερα με την οργάνωση της Ουνίας. Το ίδιο κάνουν οι χιλιαστές και συχνά οι Βουδιστές και οι ινδουϊστές (με τους Κρίσνα και τους Γιόγκι). Πιο φανατικού απ' όλους, όμως, είναι οι χιλιαστές, που περιέρχονται επίμονα τα σπίτια και κάνουν συστηματικό προσηλυτισμό σε βάρος των ορθοδόξων παρά τις απαγορεύσεις του Συντάγματος.

Αντίθετα, η Πολιτεία μας σέβεται όλες τις θρησκευτικές μειονότητες (καθολικούς, διαμαρτυρόμενους, μουσουλμάνους, εβραίους κ.ά.), που μπορούν έτσι να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, αρκεί να μην προσβάλλουν τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη και να μην κάνουν προσηλυτισμό.

Επίσης, η πολιτεία ακολουθεί τις αργίες και το εορτολόγιο της ορθόδοξης Εκκλησίας και πολιτειακοί παράγοντες εκπροσωπούν την πολιτεία στις εορταστικές και επετειακές της εκδηλώσεις. Αυτή η ιδιαίτερη μεταχείριση δε σημαίνει ότι δεν προστατεύονται και οι άλλες θρησκείες ή ομολογίες, αφού στο άρθρο 13 ορίζεται ότι οι λειτουργοί των γνωστών θρησκειών υφίστανται την ίδια εποπτεία της Πολιτείας με εκείνη που υφίστανται οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας.

 

 

ΠΟΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΜΑΣ

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΑΛΛΟΔΟΞΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΘΡΗΣΚΟΥΣ

 

Η ιεραποστολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, παρότι απευθύνεται σε αλλόθρησκους διακρίνεται από σεβασμό προς τη θρησκεία των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται και προς τον πολιτισμό τους και προσπαθεί να τους προσελκύσει με έργα αγάπης και πραγματικού ενδιαφέροντος.
Έτσι γίνεται φανερό ότι για μας τους χριστιανούς κάθε ιεραποστολική μας προσπάθεια προς τους άλλους δικαιολογείται και αποδίδει μόνο όταν την κάνουμε με αληθινή αγάπη και με σεβασμό προς την ελευθερία της συνείδησής τους. Γιατί η ανεξιθρησκία είναι δώρο Θεού, βασική επιταγή του Ευαγγελίου και μια από τις πιο μεγάλες και πιο ακριβοπληρωμένες κατακτήσεις του ανθρώπου. Η πλάνη και η προκατάληψη των αιρετικών και των αλλοθρήσκων δεν καταπολεμούνται με την περιφρόνηση της ιδεολογίας τους ή με το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, αλλά με τον αμοιβαίο σεβασμό, την κατανόηση, τον ελεύθερο διάλογο και κυρίως με την αγιότητα της ζωής των χριστιανών.

 

Με βάση τα παραπάνω η θέση του χριστιανού απέναντι στους αλλόθρησκους και αλλόδοξους πρέπει να χαρακτηρίζεται από σεβασμό και ανοχή των ιδεών τους, χωρίς να προδίδει τις δικές του αρχές και πεποιθήσεις. Η χριστιανική πίστη δεν έχει τίποτε να φοβηθεί από την πιθανή αντιπαράθεση με την πίστη και τις ιδέες των άλλων, γιατί ο πιστός γνωρίζει ότι κατέχει την αλήθεια του Χριστού και όχι μια οποιαδήποτε αλήθεια. Διαλέγεται και σέβεται τα πρόσωπα που πρεσβεύουν διαφορετικές πεποιθήσεις και δε φοβάται να μαρτυρήσει για την αλήθεια, όταν προκληθεί.

Φυσικά αυτό δε σημαίνει ότι θα είμαστε χλιαροί στην πίστη μας ή συμβιβαστικοί με τους άλλους, ώστε να φτάσουμε σιγά σιγά με τις υποχωρήσεις σε μια θρησκεία με άτονες και αφηρημένες αλήθειες. Αλλά και δε θα προσβάλλουμε ποτέ την πνευματική ελευθερία του άλλου με καταπιεστικά μέτρα, γιατί ο Χριστιανισμός σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία του ανθρώπου όσο καμιά άλλη θρησκεία, αφού τόσο τα ιερά κείμενα όσο και η ζωή της Εκκλησίας αποπνέουν πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης προσωπικότητας3.

Όσο για τον κίνδυνο να παρασυρθούμε από τους άλλους, αρκεί εμείς οι χριστιανοί να ξέρουμε τι πιστεύουμε και γιατί το πιστεύουμε, ώστε να μην μπορούν να μας κλονίσουν οι αιρετικές διδασκαλίες ή η προπαγάνδα των άλλων θρησκευμάτων. Κι αυτό θα το κατορθώσουμε αν διατηρούμε συνεχή επαφή με τον αρχηγό της πίστης μας τον Ιησού διαμέσου της προσευχής και των θείων μυστηρίων, όπως έκαναν οι πρώτοι χριστιανοί στους διωγμούς και στις αιρέσεις ή αργότερα, οι νεομάρτυρες κατά την τουρκοκρατία. Τότε θα μπορούμε να πούμε κι εμείς μαζί με τον απόστολο Παύλο: «Τίς ἡμάς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;» Έτσι θα μπορέσουμε να εξακολουθήσουμε να σεβόμαστε τη θρησκευτική ελευθερία των άλλων, έστω κι αν αυτοί δε σέβονται τη δική μας, και να παραμένουμε σταθεροί κι ακλόνητοι στην πίστη μας. Και η ανεξιθρησκία, τότε, θα αποδειχτεί ανάγκη κι όχι κίνδυνος ή πολυτέλεια.

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1) Το άρθρο 18 της Διακήρυξης αυτής του Ο.Η.Ε. γράφει: «Κάθε άτομο έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας· στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνεται η ελευθερία για την αλλαγή θρησκείας ή πεποιθήσεων, όπως και η ελευθερία να εκδηλώνει κανείς τη θρησκεία του ή τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις μόνος ή με άλλους μαζί, δημόσια ή ιδιωτικά, με τη διδασκαλία, την άσκηση, τη λατρεία και με την τέλεση θρησκευτικών τελετών».

2) Σε πολλά αθεϊστικά ή θεοκρατικά καθεστώτα η ανεξιθρησκία δοκιμάζεται σκληρά, ακόμα και σήμερα. Στη Ρωσία π.χ. μετά την κομμουνιστική επανάσταση οι χριστιανοί δέχτηκαν πολλές διώξεις από το επίσημο κράτος και αποκλείονταν από δημόσιες και κομματικές θέσεις. Όμως η συνεχιζόμενη βαθύτατη ευσέβεια του ορθόδοξου ρωσικού λαού ανάγκασε το κράτος να καταργήσει σχεδόν τα μέτρα εναντίον τους, ιδίως από το 1990. Επίσης πολλές διώξεις κατά των χριστιανών έκανε και η Τουρκία στα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αποδυναμωθεί σήμερα πολύ από πληθυσμιακή άποψη. Τέλος, έντονη θρησκευτική καταπίεση παρατηρείται σήμερα στα θεοκρατικά μουσουλμανικά καθεστώτα.

3) Ο Θεός, κατά τη χριστιανική διδασκαλία, έπλασε τον άνθρωπο ελεύθερο πνευματικά, γι' αυτό δεν επεμβαίνει στην προσωπική μας ζωή, παρά μόνο όταν εμείς ζητήσουμε τη βοήθειά του. Κι ο ίδιος ο Ιησούς σεβόταν απόλυτα τη θέληση των συμπατριωτών του αποφεύγοντας, όσο μπορούσε, τα θαύματα και τη διαφήμισή τους, για να μη δεσμεύει την ελευθερία τους με την έκπληξη και το θαυμασμό, που τους προκαλούσαν αυτά. Εξάλλου στις προσκλήσεις του προς τα πλήθη τόνιζε: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν...». Έτσι κι ο Παύλος, απευθυνόμενος προς τους πιστούς, λέει: «Υμεῖς γὰρ ἐπ' ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε» (Γαλ. 5,13), δηλαδή ο Θεός σας κάλεσε για να ζήσετε ελεύθεροι. Τον ίδιο σεβασμό προς την πνευματική ελευθερία του ανθρώπου τρέφουν και οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως φαίνεται από τη ζωή κι από τα συγγράμματά τους.