ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ

 

 ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΟ

 

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΟ

 

Είναι γενικά αποδεκτό ότι δεν υπάρχει άνθρωπος μέχρι σήμερα που να μην έχει θέσει στον εαυτό του το ερώτημα αυτό. Είναι φανερό ότι βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τα άλλα δύο βασικά ερωτήματα που σχετίζονται με τον κόσμο και τον άνθρωπο.

Το πρόβλημα του Θεού απασχόλησε σε κάθε εποχή έντονα τους ανθρώπους και έγιναν ασταμάτητες προσπάθειες για την προσέγγισή του. Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν σε κάποιο Θεό και δείχνουν ότι είναι ευτυχισμένοι. Άλλοι δεν πιστεύουν, είναι περήφανοι γι' αυτό και μιλούν για το Θεό αδιάφορα ή αρνητικά. Πολλοί βρίσκονται σε αμηχανία ανάμεσα στην πίστη και την απιστία, αναποφάσιστοι και σκεφτικοί. Αρκετοί αμφιβάλλουν για την πίστη τους αλλά και για την αμφιβολία τους.

Πάντως, ανεξάρτητα από την όποια στάση απέναντι στο Θεό, ένα είναι συνειδητό και βέβαιο: δεν πρόκειται για ζήτημα πολυτέλειας, ακαδημαϊκό και ουδέτερο, αλλά για κάτι που είναι άρρηκτα δεμένο με την ύπαρξη και την καθημερινή ζωή και σκέψη, με τις σχέσεις, την ιστορία και το μέλλον μας. Γι' αυτό και χρειάζεται εξέταση με ξεχωριστή ευαισθησία και ευθύνη.

 

 

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

Τα σχετικά με το Θεό ερωτήματα στρέφονται γύρω από την ύπαρξη, την ουσία και την παρουσία του. Αναφέρουμε τα κυριότερα:

 

• Στο βάθος της πραγματικότητας και πέρα από τα αισθητά και παροδικά πράγματα και φαινόμενα, υπάρχει ο Θεός; Αν υπάρχει: τι, πού και πώς είναι;

• Ποιος από τους θεούς που πιστεύουν οι άνθρωποι είναι ο αληθινός;

• Σε τι διαφέρει η πίστη του χριστιανού από την πίστη των άλλων ανθρώπων;

• Ποια η σχέση του Θεού με τον άνθρωπο και την καθημερινή του ζωή. Είναι υπέρ ή κατά του ανθρώπου; σημαίνει γι' αυτόν ασφάλεια, απελευθέρωση και ευτυχία ή φόβο, καταπίεση και δυστυχία;

• Η πίστη στο Θεό πάνω σε ποια γεγονότα στηρίζεται; Πού και πώς παραδόθηκαν αυτά και ποια αξιοπιστία έχουν;

• Μπορεί η ζωή μας να έχει νόημα χωρίς την πίστη στο Θεό;

 

Είναι χρέος του ανθρώπου να ξέρει τι λέει και τι κάνει, όταν υπεύθυνα αποφασίζει και θέλει να πιστεύει και να ζει την πίστη του. Να γνωρίζει τι απ' όσα λέμε για το Θεό είναι σωστά, έγκυρα και δοκιμασμένα ή ελλιπή και προβληματικά. Αν όσα ορθά λέμε, είναι για μας σήμερα αρκετά και αν υπάρχει τρόπος να πούμε κάτι περισσότερο και πιο ενδιαφέρον για το Θεό, που να ανταποκρίνεται στις δικές μας ευαισθησίες και αναζητήσεις.

 

 

Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

Η διαπίστωση του Αριστοτέλη «πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει» (Όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους επιθυμούν να γνωρίζουν) (Μετά τα φυσικά Α' 980α) έχει επικυρωθεί από την πανανθρώπινη πείρα. Στα πλαίσια αυτής της έμφυτης επιθυμίας να γνωρίσουμε την αλήθεια εντάσσεται και η τάση για αναζήτηση του Θεού. Από τη φύση του ο άνθρωπος έχει αυτήν τη θεμελιώδη ροπή και αυτήν την επιθυμία περιγράφει ο ιερός Αυγουστίνος, όταν γράφει: «ανήσυχη, ω Θεέ, είναι η ψυχή μου μέχρι να αναπαυθεί σε Σένα, που με έπλασες» (Εξομολογήσεις). Εξάλλου, κατά μία ψυχολογική ερμηνεία, η ύπαρξη έμφυτων τάσεων, ορμών και αναγκών στον άνθρωπο δικαιολογείται μόνο εφόσον υπάρχουν οι αντίστοιχες πραγματικότητες που τις ικανοποιούν. Έτσι και η έμφυτη ορμή προς αναζήτηση του Θεού, που εκδηλώνεται ως θρησκευτικότητα, σημαίνει ότι υπάρχει η αντίστοιχη πραγματικότητα που ικανοποιεί αυτήν την έμφυτη τάση.

Ο Απ. Παύλος αναφερόμενος σ' αυτήν την αναζήτηση, όταν απευθυνόταν προς τους Αθηναίους, πρόβαλε τη σχετική γνώμη των αρχαίων Ελλήνων ποιητών λέγοντας: «ζητεῖν τόν Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτόν καί εὕροιεν καί γε οὐ μακράν ἀπό ἑνός ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ' ἡμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γάρ καί γένος ἐσμέν» (θέλησε να ζητούν τον Κύριο και να προσπαθούν να τον βρουν ψηλαφώντας στο σκοτάδι, αν και δεν είναι μακριά από τον καθένα μας. Γιατί μέσα σ' αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε, όπως λένε και μερικοί απ' τους δικούς σας ποιητές: Δική του γενιά είμαστε) (Πρ. 17,27-28).

Η γνώση του Θεού βέβαια, η αληθινή και πλήρης θεογνωσία, είναι αδύνατη όπως επιγραμματικά διατυπώνει αυτήν την άποψη ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Ἄπειρον το θεῖον καί ἀκατάληπτον καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία» (έχουμε τη δυνατότητα της μερικής γνώσης του Θεού).
Η αναζήτηση όμως και η προσέγγιση του Θεού προϋποθέτει την υπέρβαση των φραγμών που θέτει ο ανθρώπινος εγωισμός καθώς και την κάθαρση της ψυχής από τα πάθη. Τότε αρχίζει να υλοποιείται αυτή η αναζήτηση. Τότε η έντονη επιθυμία της επικοινωνίας και της συνάντησης ανθρώπου και θεού επιτυγχάνεται στις ανώτερες πνευματικές σφαίρες της γνήσιας θρησκευτικότητας, της προσευχής, της λατρείας. Είναι μια αναγκαιότητα του υγιούς ανθρώπου η δυνατότητα και ο έντονος πόθος της αλληλογνωριμίας και της αγαπητικής σχέσης με το Θεό. Στην ορθόδοξη θεολογία και πνευματικότητα η ανθρώπινη αναζήτηση συναντά τη θεία αποκάλυψη «ἐν Χριστῷ». Από το σημείο αυτό αρχίζει η λυτρωτική για τον άνθρωπο συνάντηση με το Θεό, η οποία μπορεί να τον οδηγήσει στον τελικό σκοπό της, τη βασιλεία του Θεού.

 

 

ΟΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΟ

 

Η Θρησκειολογία έχει καταλήξει στην άποψη ότι όλοι σχεδόν οι άνθρωποι πίστευαν και πιστεύουν σε κάποιο Θεό. Υπάρχουν όμως και άλλοι που δεν πιστεύουν ή αδιαφορούν και άλλοι που αμφισβητούν την ύπαρξη του Θεού. Επίσης, υπάρχουν και μερικοί που αμφιβάλλουν ή αμφιταλαντεύονται σε θέματα πίστης. Στη διαδρομή της ανθρώπινης ιστορίας συναντάμε όλους αυτούς τους τύπους ανθρώπων.

Ο καθένας δίνει τη δική του απάντηση στο ερώτημα για το Θεό. Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι άνθρωποι από αδυναμία, άγνοια, παρεξήγηση και πλάνη, έχουν εσφαλμένες αντιλήψεις για το Θεό.

Καταρχήν ό,τι είπε ή λέει οποιοσδήποτε υπεύθυνα για το Θεό είναι άξιο σεβασμού, αγάπης και μελέτης. Ωστόσο απόλυτοι λόγοι για τίποτε δεν υπάρχουν. Αυτά που γνωρίζουμε για το Θεό είναι απείρως λιγότερα απ' όσα αγνοούμε. Και είναι πάντοτε καιρικά και αποσπασματικά. Πολλές φορές έχουμε τον πειρασμό να θεωρούμε ότι ο Θεός είναι αυτό που λέμε εμείς γι' Αυτόν. Όμως, όσο άμεσα κι αν σχετίζονται μεταξύ τους, ο Θεός είναι κάτι άλλο, η θρησκεία κάτι άλλο και η Θεολογία κάτι άλλο.

Μέγιστοι θεολόγοι αισθάνθηκαν ίλιγγο πάνω στην προσπάθειά τους να αρθρώσουν λόγο για τον άφραστο Θεό. «Σιωπῇ τιμάσθω» τα άρρητα, παρακάλεσε ο Μέγας Βασίλειος. Σύγχρονός μας στοχαστής συνέστησε: «Για ό,τι δεν μπορούμε να μιλήσουμε, πρέπει να σιωπούμε» (Λ. Βίττγκεστάιν). Οι περισσότεροι προτιμούν σήμερα να μιλούν πιο υπεύθυνα και πιο προσεχτικά για το Θεό.

 

Υπάρχουν παραστάσεις, εικόνες, αντιλήψεις και έννοιες για το Θεό που είναι από ελλιπείς και ατυχείς ή ανεπαρκείς μέχρι προβληματικές και απαράδεκτες. Πηγές τους είναι η άγνοια, ο φόβος, η ιδεολογική προκατάληψη, ο εγωισμός και η σκοπιμότητα. Σημειώνουμε τις πιο γνωστές αντιλήψεις:


1. Ο Θεός είναι μια ανώτερη δύναμη, το ύψιστο ον. Ψυχρός, απαθής, απρόσωπος, ουδέτερος, χωρίς καμιά σχέση με τον κόσμο και τον άνθρωπο. Δεν μπορείς να τον επικαλεστείς, ούτε να περιμένεις απ' αυτόν ο,τιδήποτε.

2.  Ο Θεός είναι ένας άκακος ασπρομάλλης Γέρος. Καλοκάγαθος, με μακριά γενειάδα. Κατανοεί τα πάντα, δε βρίσκει τίποτε στραβό. Ως πολύ βολικός, είναι πολύ δημοφιλής σε αρκετούς.

2. Ο δυνατός και φοβερός Θεός. Απέναντι στην παντοδύναμη εξουσία του οι άνθρωποι νιώθουν εντελώς αδύναμοι, γι' αυτό τον φοβούνται και για να τον εξευμενίσουν, τον προσκυνούν.
3. Ο τιμωρός Θεός, είναι ο Θεός-φόβητρο για τους «παραβάτες», ο οποίος απαιτεί την τήρηση του θελήματός του, διαφορετικά εκδηλώνει τη δικαιοσύνη του με κάποια σκληρότητα, η οποία φτάνει μέχρι την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων και στην εκδίκηση για τους παραβάτες των νόμων του.
4. Ο «από μηχανής» Θεός, ο σύμμαχος και συμπαραστάτης των ανθρώπων. Τον επικαλούνται οι άνθρωποι και ζητάνε τη βοήθειά του αποκλειστικά και μόνο όταν κινδυνεύουν ή έχουν ανάγκη τη συμπαράστασή του.
5. Ο Θεός της εξουσίας και της τάξης. Είναι κατεξοχήν ο Θεός των εξουσιαστών και ο προστάτης της άρχουσας τάξης. Τον χρησιμοποιούν κυρίως τα απολυταρχικά και δικτατορικά καθεστώτα, γιατί θεωρούν ότι έχει «συνεργάτες» του μόνο τους ισχυρούς εξουσιαστές των συνανθρώπων τους. Δεν είναι Θεός των αδυνάτων, των αποτυχημένων, των ασθενών, των εξεγερμένων. Όποιος επιχειρεί να μεταβάλει τη δομή των κοινωνικών τάξεων, πέφτει στη δυσμένειά του. Οι «ελέω Θεού» εξουσιαστές, οι ισχυροί και οι στρατοκράτες τον επικαλούνται ιδιαίτερα.

6. Ο «ασφαλιστής» Θεός, ο ανταποδότης. Ο Θεός που αμείβει και ανταποδίδει με την προστασία του εκείνους που τον επικαλούνται με διάφορες λατρευτικές εκδηλώσεις, με τάματα και άλλες προσφορές.

7. Ο «τελετάρχης» Θεός, που τον καλούν οι άνθρωποι μόνο σε σημαντικές στιγμές της ζωής τους (βάφτιση, γάμος, κηδεία κ.ά.).
8. Ο Θεός των πανθεϊστών, που ταυτίζουν Θεό και κόσμο.
9. Ο Θεός των αγνωστικιστών, οι οποίοι αρνούνται τη δυνατότητα απάντησης στο ερώτημα για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του Θεού.

 

Ο Θεός των πιο πάνω (και παρόμοιων) περιπτώσεων είναι κομμένος στα ανθρώπινα μέτρα. Είναι ευνόητο ότι ο Θεός που πιστεύουν οι χριστιανοί δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τις παραπάνω αντιλήψεις. Αυτός είναι Θεός της αγάπης και της ζωής, κοντά μας και μαζί μας, «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών», στο πλευρό των πασχόντων και των θυμάτων, Θεός όλων αδιακρίτως. Δεν αδιαφορεί για κανέναν. Δεν είναι τρομερός και απλησίαστος, θρονιασμένος σε τόπους μακρινούς. Δε θέλει το θάνατο ούτε τη δυστυχία ούτε τα δεινά μας. Δεν μας εγκαταλείπει, ακόμη και στις πιο άσχημες στιγμές μας.

Η αντίληψη για το Θεό ως εκδικητή και τιμωρό είναι η πιο φρικτή απ' όλες. Παρ' όλα όσα οπουδήποτε και απ' οποιονδήποτε λέγονται ή γράφονται, ο Θεός δεν εκδικείται και δεν τιμωρεί ποτέ και κανέναν. Αυτά που χαρακτηρίζονται ως «τιμωρίες» δεν είναι παρά οι αναπόφευκτες συνέπειες κακών επιλογών μας. Ο Θεός μόνον αγαπά, θεραπεύει και δίνει ζωή. Για όλα τα παραπάνω, είναι τολμηρό και άδικο να θεωρεί κανείς ως άθεους, ανθρώπους που αρνούνται αντιλήψεις για το Θεό απαράδεκτες.

 

 

Η ΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

Για την ύπαρξη του Θεού παλιότερα απαριθμούσαμε κάποιες «αποδείξεις». Όμως το μόνο που λογικά αποδείχτηκε είναι ότι επιστημονικώς ούτε η ύπαρξη ούτε η μη ύπαρξη του Θεού μπορούν να αποδειχτούν. Το ζήτημα για το Θεό εντάσσεται κυρίως στο χώρο της προσωπικής βιωματικής εμπειρίας. Εξάλλου η ανυπαρξία αποδείξεων για την ύπαρξη και τον ορισμό του Θεού δεν αποτελεί απόδειξη της ανυπαρξίας του. Σήμερα το θέμα εξετάζεται πιο ήρεμα και προσγειωμένα. Με βάση την κοινή λογική, την ανθρώπινη πείρα και την ιστορία γίνεται λόγος για σοβαρές «ενδείξεις», τόσο για την ύπαρξη όσο και για την παρουσία του Θεού.

Έτσι μπορεί να ειπωθεί ότι όλα στον κόσμο (στο σύμπαν, στη φύση, στον άνθρωπο) φανερώνουν κάτι από τη σοφία, τη μεγαλοσύνη, τη δύναμη και προπάντων την αγάπη του Θεού. Η τάξη και η ακριβής κίνηση των ουρανίων σωμάτων στο διάστημα· όλα τα ζωντανά της στεριάς, της θάλασσας και του αέρα· Ο ψυχοσωματικός κόσμος του ανθρώπου· η τρομερή του σκέψη, όλες οι δυνατότητες και τα επιτεύγματά του. Σε όλα αυτά και σ' αναρίθμητα άλλα οι απροκατάληπτοι, ευαίσθητοι και ερευνητικοί άνθρωποι ψηλαφούν το Θεό και διακρίνουν τα «δακτυλικά αποτυπώματά» Του). Σήμερα δεν υποστηρίζεται πια σοβαρά ότι όσα υπάρχουν έγιναν τυχαία και από μόνα τους ή από το «μηδέν». Η τυφλή τύχη και σύμπτωση τίποτε δεν εξηγούν. Από το τίποτε, τίποτε δεν δημιουργείται.

Βέβαια πολλά αγνοούμε και άλλα μας είναι ανεξήγητα. Κάποια απ' αυτά γνωρίζουμε μόνο με το ένστικτο ή με πληροφορίες και μαρτυρίες που προέρχονται από την εμπειρία και τη σκέψη σοβαρών και μεγάλων θρησκευτικών μορφών. Όμως οι βεβαιότητες στη ζωή μας δεν είναι όλες προϊόντα αποδείξεων. Η δε τεχνολογία και οι θετικές επιστήμες συλλαμβάνουν μόνον ένα τμήμα της πραγματικότητας. Αξίες και καταστάσεις, όπως η αγάπη, η φιλία, η πίστη, η αλήθεια, η ομορφιά, τα αισθήματα κ.λπ. δεν έχουν σχέση με τα πειράματα της Φυσικής και της Χημείας.

Επανερχόμαστε στην κοινή λογική και σε κάποια χαρακτηριστικά βιώματα μας. Μέσα μας και παντού διαισθανόμαστε ότι υπάρχει κάτι ή κάποιος περισσότερο από μας. Στον πόνο, στη μοναξιά, στις ατυχίες της ζωής και στο θάνατο μπορούμε να νιώσουμε πως δεν είμαστε μόνοι. Ιδιαίτερα στο θάνατο, στο βάθος της ύπαρξής μας κάτι μας λέει ότι δεν τελειώνουν τα πάντα μαζί του.

Οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται σοβαρά τα παραπάνω και στοχάζονται. Δεν είναι κατ' ανάγκην οι σοφότεροι και οι καλύτεροι. Όμως πιστεύουν ότι όλα έχουν μια αρχή αγαθή και γεμάτη αγάπη, το Θεό. Στηρίζονται σ' Αυτόν, αγωνίζονται και κερδίζουν πολύ σημαντικά πράγματα για τη ζωή, προπάντων ηρεμία, θάρρος και αισιοδοξία.

 

 

ΟΙ ΠΑΛΙΟΤΕΡΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

Οι παλιότερες «αποδείξεις» που χρησιμοποιήθηκαν για την ύπαρξη του Θεού σε διάφορες εποχές στο χώρο της απολογητικής, κατ' επίδραση της Δυτικής Θεολογίας, είναι οι εξής:

 

1. Κοσμολογική απόδειξη: Ο πολύπλοκος αυτός κόσμος δεν είναι δυνατό να δημιουργήθηκε μόνος του και να λειτουργεί μόνος του. Σύμφωνα με το νόμο της αιτιότητας κάθε αποτέλεσμα προϋποθέτει την αιτία του. Είναι λογική και φυσική αρχή: καθετί που γίνεται και κινείται, γίνεται και κινείται από κάποιο άλλο. Και ο κόσμος δεν έγινε μόνος του ή τυχαία· δεν μπορεί να υπάρχει δημιούργημα χωρίς δημιουργό, δηλαδή το Θεό, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο μέσα από τη δημιουργία (φυσική αποκάλυψη του Θεού). Κατά τον Πλάτωνα είναι το «Όντως Ον» η πρώτη αιτία του παντός, ενώ κατά τον Αριστοτέλη είναι το «πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον».                

2. Τελολογική απόδειξη: (από τη λέξη τέλος=σκοπός). Η τάξη, η σοφία, η αρμονία και η σκοπιμότητα που παρατηρούνται στο σύμπαν, προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός σοφού, δημιουργού Θεού, που όχι μόνο δημιούργησε τον κόσμο, αλλά και συνεχίζει να φροντίζει γι' αυτόν.

3. Ηθική απόδειξη: Εισηγητής της είναι ο γερμανός φιλόσοφος Εμμ. Καντ (1724-1804), ο οποίος θεωρεί ότι ο Θεός είναι πηγή και αιτία της ηθικής τάξης και του ηθικού νόμου, που είναι έμφυτος σε κάθε άνθρωπο. Στη ζωή αυτή παρατηρείται αναντιστοιχία αρετής και ευδαιμονίας με συνέπεια τη διασάλευση της ηθικής τάξης. Η συνείδηση του ανθρώπου όμως απαιτεί την αποκατάσταση του δικαίου σε μια άλλη ζωή. Επομένως, υπάρχει Θεός ως νομοθέτης και φρουρός της ηθικής αυτής τάξης.
4. Ιστορική - θρησκειολογική απόδειξη: Η καθολικότητα του θρησκευτικού φαινομένου, το οποίο επικυρώνεται από την παγκόσμια ιστορία των θρησκειών και του πολιτισμού, η έμφυτη ορμή του ανθρώπου προς το Θεό μαρτυρεί την ύπαρξη του Θεού, που εμφύτεψε στην ψυχή του ανθρώπου την τάση αυτή.
5. Ψυχολογική απόδειξη: Η ροπή της ανθρώπινης ύπαρξης προς το απόλυτο προϋποθέτει την ύπαρξη μιας απόλυτης αρχής, δηλαδή το Θεό. Το ανικανοποίητο της ανθρώπινης ψυχής και η καθολικότητα του θρησκευτικού βιώματος συνηγορούν υπέρ αυτής.
6. Φιλοσοφική - αξιολογική απόδειξη: Οι ιδρυτές των μεγάλων φιλοσοφικών συστημάτων δέχονται την ύπαρξη μιας ύψιστης και αυτοαίτιας πνευματικής αρχής, θεωρώντας το Θεό ως την υπέρτατη αξία και πηγή όλων των αξιών.

 

Οι «αποδείξεις» αυτές δεν έχουν βέβαια το κύρος των αποδείξεων των φυσικών επιστημών, αλλά είναι φιλοσοφικά επιχειρήματα και λογικές ενδείξεις. Αν και ο πιστός, που έχει την προσωπική βιωματική εμπειρία της θείας παρουσίας, δεν τις έχει ανάγκη, οι ενδείξεις αυτές στηρίζουν τους αμφιταλαντευόμενους και τους δύσπιστους ανθρώπους.
Η αναζήτηση, λοιπόν, του Θεού ως υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου, βρίσκεται σε άμεση αντιστοιχία προς την ύπαρξή του, για την οποία ο πιστός χριστιανός έχει απόλυτη βεβαιότητα. Αυτή η βεβαιότητα ονομάζεται πίστη, από την οποία αντλεί δύναμη και αισιοδοξία για τον αγώνα της ζωής.

 

 

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ

 

Για το Θεό, κατά τη χριστιανική αντίληψη, ισχύουν τρεις διευκρινιστικές θέσεις:

1. Ο Θεός στην ουσία του είναι ακατάληπτος. Αυτή η ομολογία δεν αποτελεί φραστική υπεκφυγή ή επινόημα, με στόχο να αποκοιμίσει ή να απαγορεύσει την ασίγαστη σχετική αναζήτησή μας. Είναι ρεαλιστική διαπίστωση, ύστερα από αμέτρητες, απλές ή τιτανικές, προσπάθειες για θεογνωσία. Κάποτε θα γνωρίσουμε πιο πολλά για το Θεό της αγάπης. Η δε δική μας ζωή αγάπης είναι ο πιο καλός δρόμος Θεογνωσίας.

2. «Πιστεύω», κατά τη χριστιανική αντίληψη, δε θα πει αποδέχομαι στα τυφλά κάποιες αφελείς διδασκαλίες για τη ζωή, για τον κόσμο και για το βάθος και το μέλλον τους. Θα πει με όλο μου το είναι, με ό,τι είμαι και μπορώ (με τη νόηση, τη φαντασία, τη βούληση και το συναίσθημα) δέχομαι, εμπιστεύομαι και ζω αλήθειες ψηλαφητές. Το «Πίστευε και μη ερεύνα», ανεξάρτητα από ποιον και πότε ειπώθηκε, δεν είναι λόγος χριστιανικός. Η χριστιανικά άποψη είναι «Ερεύνα και πίστευε» ή αντίστροφα «Πίστευε και ερεύνα». Και ως γνωστό, το πιστεύειν είναι τρόπος ύπαρξης σε όλους τους χώρους ζωής, κι όχι μόνο στο θρησκευτικό. Η φωτισμένη χριστιανική πίστη είναι το ιδεώδες. Η γιγνώσκουσα πίστη και η πιστεύουσα γνώση· όχι η άκριτη πίστη και η άπιστη γνώση.

3. Ο Ιησούς Χριστός είναι η φανέρωση και ερμηνεία του Θεού. Απ' αυτόν και μ' αυτόν γνωρίζουμε ποιος και πως είναι ο Θεός, τι θέλει, τι έπραξε, τι πράττει και τι ακόμη θα πράξει για μας. Με ό,τι ήταν και με όσα έπραξε, δίδαξε και φανέρωσε, ο Ιησούς είναι η αληθινή εικόνα του Θεού. Είναι επίσης και το μέτρο και κριτήριο, με βάση τα οποία διορθώνουμε και όλες τις εσφαλμένες αντιλήψεις μας για το Θεό. Λοιπόν, όποιος θέλει να μάθει για τον αληθινό Θεό ή να εμβαθύνει σε όσα γνωρίζει και πιστεύει γι' αυτόν, δεν έχει παρά να αρχίσει ή να ξαναρχίσει να μελετά τη ζωή, το έργο και τη διδασκαλία του Θεανθρώπου Ιησού, όπως μας παραδίδονται στις Άγιες Γραφές και στη ζωή της Εκκλησίας.