ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΑΡΙΑ - ΠΑΝΑΓΙΑ

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

 

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

 

Το ευρύτατα διαδεδομένο σ' όλο τον ελληνικό χώρο Μοιρολόι ή Καταλόι της Παναγιάς είναι ένα μεσαιωνικό μακροσκελές ομοιοκατάληκτο στιχούργημα λόγιας προέλευσης, αλλά εντυπωσιακά πλατιάς λαϊκής αποδοχής. Επηρεασμένο από τις σχετικές περικοπές των Ευαγγελίων και την υμνογραφία της Εκκλησίας αποτελεί έναν ανθρωποκεντρικό αφηγηματικό θρήνο για τη μαρτυρική πορεία του Χριστού προς τον σταυρικό θάνατό Του, ιδωμένη μέσα από τα μάτια και τα συναισθήματα της τραγικής του μάνας. Τραγουδισμένο από τις γυναίκες γύρω από τον "τάφο" του Χριστού, κατά το ήθος και το ύφος των οικείων τους κοσμικών μοιρολογιών, εκφράζει τη συμπόνοια, την ταύτισή τους με τη μητρική, ανθρώπινη πλευρά της Παναγιάς. Ωστόσο ο τρόπος της τελετουργικής του επιτέλεσης αποκαλύπτει τις προχριστιανικές ρίζες του εθίμου.

Αν και υπάρχουν κατά τόπους διαφορές, σε επί μέρους στοιχεία του τραγουδιού ή στη μελωδική του εκφορά, η δομή και η φόρμα του Μοιρολογιού καθώς και η λειτουργία του παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες από την Κάτω Ιταλία μέχρι τον Πόντο και την Κύπρο. Η συνέχεια της αφηγηματικής ροής, όπως προκύπτει μέσα από την αλληλοδιαδοχή των αποσπασμάτων διαφορετικής προέλευσης που αποτολμήσαμε, το κάνει εμφανές.

 

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (Κείμενο της Μιράντας Τερζοπούλου).

 

Ο Φώτης Κόντογλου σε κείμενό του με τίτλο "Σήμερον κρεμάται" (περιλαμβάνεται στο βιβλίο ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ - Η δοκιμασία του λογικού, Εκδόσεις Αρμός 2001, σελ. 90-92), παραθέτει αυτούσια την πιο γνωστή και διαδεδομένη παραλλαγή του Μοιρολογιού της Παναγίας :

 

Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρη μέρα,
σήμερον εσταυρώσανε,
τον πάντων βασιλέα.
Σήμερον όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλήν
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
οι τρισκαταραμένοι.


Σαν κλέφτη τον επιάσανε
και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές
εκεί τον τυραγνάνε.
Κι' η Παναγιά η δέσποινα
κ' οι άλλες οι γυναίκες
έπιασαν το στρατί στρατί,
στρατί το μονοπάτι.


Το μονοπάτι τς' έβγαλε
μεσ' στου ληστή την πόρτα.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά,
κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηρά και δεξιώτερα
βλέπει τον Άγιο Γιάννη
-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε
και βαπτιστή του γυιού μου
μην είδες τον υιγιόκα μου
και σένα δάσκαλό σου;
-Δεν έχω γλώσσα να σου πω
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμο,
για να σού τονε δείξω.


Βλέπεις εκείνον τον γυμνό,
τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο
στο αίμα βουτημένο;
Οπούναι τα ματάκια του
ραμμένα με μετάξι,
κι οπού φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γυιόκας σου
και μένα δάσκαλός μου.

 

ΘΕΣΣΑΛΙΑ

 

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι

βάλανε βουλή και τα σκυλιά οι τρισκαταραμένοι.
για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων βασιλέα.
Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τις προσευχές της έκανε για τον μονογενή της.

ΘΡΑΚΗ


Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων βασιλέα.
Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για τον μονογενή της.

ΦΟΥΡΝΟΙ ΙΚΑΡΙΑΣ

-Ας έρθ' η Μάρθα κι η Μαριά και του Λαζάρου η μάνα
και του Προδρόμου η αδερφή κι οι τέσσερις αντάμα.
Επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και ο στρατίς τους έβγαλε στ' ατσίγγανου την πόρτα.
-Ώρα καλή σ' ατσίγγανε κι ίντα που μαστορεύεις;
-Οβραίοι μου παραγγείλανε καρφιά για να τους φιάξω,
μου παραγγείλαν τέσσερα, μα' γώ τους φτιάχνω πέντε.
-Σύ Φαραέ που τά 'φτιαξες, εσύ θα μου διδάξεις.
-Τα δυο θα μπουν στα χέρια του και τ' άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό θα μπει μες στην καρδιά του.

ΦΟΥΡΝΟΙ ΙΚΑΡΙΑΣ


-Άντε μωρέ ατσίγγανε, στάχτη να μη ποτάξεις
μηδέ διπλό πουκάμισο στη ράχη σου μη βάλεις.
Επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά, κανένα δε γνωρίζει,
τηρά και δεξιότερα, βλέπει τον άι-Γιάννη.
 

ΠΟΝΤΟΣ

Βλέπεις εκείνον τον γυμνόν, τον παραπονεμένον,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι,
εκείνος είν' ο γιόκας σου και 'με ο διδάσκαλός μου.

ΜΑΡΜΑΡΑΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ


Φωνή εξήλθ' εξ ουρανού
Φωνή εξήλθ' εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα.
Σώνουν κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς, εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνιά νερό της ρίξανε όσο να 'ρθεί ο νους της
κι απάνω που συνέφερε, τούτον τον λόγο λέγει.

ΡΕΪΖΝΤΕΡΕ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ, ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ


Άι-άι μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου,
που εί- που είναι 'με ο γιούκας μου και 'σε ο δάσκαλός σου.
-Δεν έ- έχω στόμα να στα πω, γλώσσα να στα μιλήσω
κι ούτ η- κι ούτ' η καρδιά μου τα βαστά να σου τα μολοήσω.

ΜΠΑΪΝΤΙΡΙ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ

Η Παναΐα τ' άκουσε, πέφτει λιγοθυμάει
νερό σταμνιά την περεχούν, τρία γυαλιά του μόσχου,
τέσσερα το ροδόστατμο ώστε να συνεφέρει,
κι απάνω που συνέφερε τούτο το λόγο λέγει.
- Δεν έχ' γκρεμό να γκρεμιστώ για το μονογενή μου
δεν έχ' μαχαίρι να σφαγώ για το μονογενή μου
δεν έχ' σκοινί να κρεμαστώ για το μονογενή μου.
Απολογιέται κι ο Χριστός της μάνας του και λέγει.
- Μάνα μ' αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιέτ' όλος ο κόσμος,
μάνα μου αν σφαγείς εσύ, σφάζετ' όλος ο κόσμος,
μάνα μ' αν κρεμαστείς εσύ, κρεμιέτ' όλος ο κόσμος.
Πάρτο μάνα μου υπομονή, να πάρ' όλος ο κόσμος.
Άντε μάνα μου στο καλό και διάφορο δεν έχεις,
μόν' το μεγάλο Σάββατο κάτσε να μ' απαντέχεις.

ΜΥΤΙΛΗΝΗ

Πηγαίνει στο σπιτάκι της και στρώνει το τραπέζι
κι έκατσε και περίμενε τον ερχομό του γιου της.
Πέρασε και η αγιά Καλή και την καλησπερίζει.
- Ποιός είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι.
- Άντε και σύ αγιά Καλή, νά 'σαι καταραμένη,
παπάς να μη σε λειτουργά, διάκος να μη σε ψέλνει,
μόνο στην άκρη του γιαλού το κύμα να σε δέρνει.
Το λόγο δεν τελείωσε κι ανοίξαν τα ουράνια,
βλέπει το γιό της κι έρχεται σα φως και σα λαμπάδα.

 

ΚΥΠΡΟΣ


Άρκοντες αφικράστε μου της Δέσποινας τον θρήνον
πώς κλαίει τον μονογενή εις τον Σταυρόν εκείνον.
Αδέ μαντάτο σκοτεινόν και μέρα λυπημένη
που ήρτε σήμερον σ' εμέ, την πολοπικραμένη.
Πού πιάσαν τον Υιούλην μου κι έμεινα ορφανεμένη
κι ο κόσμος κλαίει ουρανέ κι η γη σκοτεινιασμένη.
Ο ήλιος εσκοτίστηκεν κι όλον το φως εχάθη
και το φεγγάριν τ' ουρανού κατά πολλά επικράνθη.
Όρη αναστενάξετε και πέτρες ραϊστείτε
και ποταμοί στραγγίσετε και δένδρα μαραθείτε.

ΚΥΠΡΟΣ

 

Άρκοντες αφιγκράστε μου της Δέσποινας τον θρήνον
που κλαίει τον μονογενήν εις τον σταυρόν εκείνον.

Αδέ μαντάτον σκοτεινόν τζιαι μέρα λυπημένη
που ήρτεν σήμερον σε μεν την πολλοπικραμένην.

Αδέ χαράν που δκιάβασα τζι' εγέννησα τον ήλιον
τον φόον που επέρασα στης γέννησης τον σπήλιον
για τον Ηρώδην τον πικρόν μεν χάσει το βασίλειον.

Γρυσόν δεντρόν εβλάστησεν ο εύσπλαχνος υιός μου
τζ' έβκαλεν κλώνους δώδεκα για σιεπασμόν του κόσμου.

Τωρά οι κλώνοι κόπηκαν τα φύλλα μαραθήκαν
τζι' η βρύση εσταμάτησεν, όλα εξερανθήκαν.

Ιούδας τον επρόδωσεν αργύρια τριάντα
τζι' ενόμισεν ο μιαρός πως θα τα έσιει πάντα.

Τζι' ο κωμοδρόμος άνομος απού να δκιακονήσει
μήτε ψουμίν να 'βρει να φα, με ρούχον να φορήσει.

Είπαν του κόψε τέσσερα, τζιαι τζιείνος κόφκει πέντε
νήεν κοπούν τα γρόνια του να μείνουν μέρες πέντε.

Πέντε καρ(φ)κιά εβάλασιν επάνω στον υιόν μου
τζι' εκάμαν Τον τζι' εφύρτηκεν το φως των οφθαλμών μου.

Ω! Πανσεβάσμιε σταυρέ ξύλον ευλογημένον
όπου βαστάζεις τον Θεόν πάνω σου κρεμασμένον.

Σκύψε σταυρέ να δυνηθώ, να τον καταφιλήσω
τον ποιητήν μου και Θεόν να τον ποσιαιρετήσω.

Όρη αναστενάξετε και πέτρες ραγιστείτε
Και ζωντανοί τες λύπες μου κλάψετε και θρηνείτε.

Κλάψετε χήρες κι ορφανά, όλοι την συντροφιά σας
κλάψετε τον διδάσκαλον και την παρηγοριάν σας.

Τζιαι που μασιέριν να σφαώ τζιαι που κρεμόν να δώσω
τζιαι που ποτάμιν σύθθολον να μπω να παραδώσω.

Τζι' η Δέσποινα που το 'βκαλεν προφήτισσα λοάτε
τζιείνης πρέπει η δόξασις τζ' εμέναν τ' ως πολλά 'τε.