ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΑΡΙΑ - ΠΑΝΑΓΙΑ

 ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 

  

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

 

Παναγία της Πέτρας

Ένα από τα ωραιότερα και πρωτότυπα θρησκευτικά μνημεία και προσκυνήματα, τα οποία έχει να επιδείξει όχι μόνο η κωμόπολη Πέτρα, αλλά και το νησί της Μυτιλήνης είναι το σεβάσμιο και ιστορικό προσκύνημα «Παναγία η Γλυκοφιλούσα».

Στην κορυφή του βράχου της Πέτρας ύψους σαράντα περίπου μέτρων, με 114 σκαλοπάτια, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας, σε θέση οχυρή και απόρθητη, που κατά τους χρόνους της ηγεμονίας των Γατελούζων στη Λέσβο ήταν μικρό φρούριο. Το φρούριο ήταν απρόσιτο από τις τρεις πλευρές λόγω του απόκρημνου βράχου και μόνο από την ανατολική μπορούσε κάποιος να αναρριχηθεί μέχρι τα τείχη του οχυρού, αλλά και εύκολα να αποκρουσθεί από τους αμυνόμενους.

 

Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες για την ύπαρξη του φρουρίου κατά τους χρόνους εκείνους. Ο Φλωρεντίνος Αββάς Χρ. Μπουοντελμόντε, ο οποίος είχε επισκεφθεί τη Λέσβο στις αρχές του ΙΕ' αιώνα, στο βιβλίο του για τα νησιά του Αρχιπελάγους, που εκδόθηκε το 1420, αναφέρει μεταξύ άλλων και το φρούριο της Πέτρας. Επίσης ο Βαρθ. Ζαμπέρτι σε σονέτο του που περιέχεται στο βιβλίο του για τις Νήσους του Αιγαίου που εκδόθηκε το 1845 αναφέρει και το φρούριο της Πέτρας. Και Μεσαιωνικοί Χάρτες σημειώνουν το φρούριο ακριβώς στο βράχο. Αλλά και σήμερα υπάρχει στον περίβολο του Ιερού Ναού τεμάχιο φολιδωτού οικόσημου των Γατελούζων, ενδεικτικό του ενδιαφέροντος των τότε ηγεμόνων της Λέσβου για τη θέση, όπως και δικέφαλος αετός εντετοιχισμένος στη δυτική πλευρά του αυλότοιχου.

 

Εντός του φρουρίου υπήρχε Ναΐδριο της Παναγίας, πριν την κατάκτηση της Λέσβου από τους Τούρκους το 1462. Το έτος 1609 στη θέση του Ναϊδρίου ανεγέρθηκε μεγαλύτερη Εκκλησία με τέσσερα κελλιά και στο κτίσιμο αυτής αναφέρεται σχετικός θρύλος. Από τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας του 1609 διατηρούνται εκτός των άλλων αργυρό θυμιατήριο του 1667 και αργυρό επίσης Άγιο Ποτήριο του 1742. Το έτος 1840 δυνάμει Σουλτανικού φιρμανίου που σώζεται ακόμα, ανακαινίσθηκε εκ θεμελίων ο Ιερός Ναός στη σημερινή του μορφή, Τρίκλιτος Βασιλική με ξυλόγλυπτο Δεσποτικό θρόνο και με ξύλινο ζωγραφισμένο Τέμπλο. Πλησίον του Ιερού Ναού βρίσκεται τετράγωνος εξώστης, στον οποίο γίνεται η τελετή της Αναστάσεως του Κυρίου. Λίγες βαθμίδες παραπάνω βρίσκεται άλλος μικρότερος εξώστης, μέρος του οποίου καλύπτεται από το κωδωνοστάσιο, στηριζόμενο σε δύο κίονες, στο ανατολικό άκρο του  εξώστη  και με δύο ψευδοκίονες εντετοιχισμένων στον αυλότοιχο, και από τις δύο πλευρές της θύρας, δια της οποίας εισερχόμαστε στην αυλή της Εκκλησίας. Στο υπέρυθρο αυτής υπάρχει χαραγμένο το έτος της τελευταίας ανακαίνισης του Ιερού Ναού, 1840.

Ο Ιερός Ναός ήταν κτισμένος προς την νοτιοανατολική πλευρά του εσωτερικού του αυλότοιχου. Στη δυτική πλευρά μεταξύ Νάρθηκα και αυλότοιχου υπάρχουν τρεις τάφοι με μαρμάρινες ενεπίγραφες πλάκες του παρελθόντος αιώνα. Κάτω από τον Ιερό Ναό υπάρχει φυσική δεξαμενή, εντός της οποίας συλλέγονται από τη στέγη της Εκκλησίας τα ύδατα της βροχής.

Τα αφιερώματα των πιστών ήταν πλούσια και έλαμπε ο Ιερός Ναός από χρυσό και αργυρό και πολύτιμους λίθους. Με ασήμι και χρυσό ήταν επενδυμένες οι μεγάλες Εικόνες του Τέμπλου και πολλές από τις μικρές, ασημένια και χρυσά τα περισσότερα καντήλια, τα δισκοπότηρα, τα Ευαγγέλια, τα θυμιατήρια, τα εξαπτέρυγα.

Αυτός όμως ο πλούτος προκάλεσε και τη δίωξη του Ιερού Ναού. Είκοσι πέντε χρόνια μετά την τελευταία ανακαίνιση, το 1865. Τουρκαλβανοί ληστές εισόρμησαν στον περίβολο του Ιερού Ναού, πήραν με βίαιο τρόπο από τη Μοναχή Μελάνη, τη μόνη που κατοικούσε τότε σε κελί του Ιερού Ναού, το κλειδί της Εκκλησίας και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα άρπαξαν ότι πολύτιμο βρήκαν σε χρυσό και άργυρο και μετάξι και μόνο όταν ένας από τους ληστές επιχείρησε να αφαιρέσει την αργυρή επένδυση της μεγάλης Εικόνας της Θεοτόκου του Τέμπλου η Μεγαλόχαρη έκανε το θαύμα της και ο ληστής σωριάστηκε παράλυτος. Φοβήθηκαν τότε τη θεία οργή και οι άλλοι ληστές, παρέλαβαν τον παράλυτο σύντροφό τους και ότι είχαν συγκεντρώσει από τα κλοπιμαία και έφυγαν. Ελάχιστα από τα πολύτιμα ιερά σκεύη διασώθηκαν τότε, όπως η αργυρή επένδυση της Εικόνας της Θεοτόκου, το αργυρό Θυμιατήριο του 1667 και το Άγιο Ποτήριο του 1742.

Κατά την επιδρομή της 12ης Μαρτίου 1676 του Γάλλου κουρσάρου Κρεβελλιέ, διασώθηκε ο Ιερός Ναός της Παναγίας, όπως και οι λοιπές Εκκλησίες της Πέτρας, ίσως διότι οι κουρσάροι ήταν Χριστιανοί. Περιορίστηκαν μόνο στη λήστευση των οικιών και την απαγωγή 500 αιχμαλώτων κυρίως νέων και νεανίδων. Τότε ερημώθηκε η Πέτρα, για να ακμάσει ξανά τέλος του ΙΗ΄ αιώνα. Είναι άγνωστο πότε καθαγιάστηκε και τελέστηκαν τα εγκαίνια του Ιερού Ναού.

Στο Ιερό Προσκύνημα, εκτός από τη Θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας, έχουν αποθησαυριστεί και τα Άγια Λείψανα του Αγίου Τρύφωνος, της Αγίας Αικατερίνης και του Αγίου Χαραλάμπους, τα οποία φυλάσσονται σε περίτεχνη λειψανοθήκη.    

 

 

 Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ 

 

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

 

Για τη Θαυματουργή Εικόνα επικρατούν πολλοί θρύλοι. Μεταξύ αυτών είναι οι κάτωθι: «Στα παλιά χρόνια καράβι Γαλαξειδιώτικο ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Πέτρας  ανάμεσα στο μικρό Νησί και τη στεριά. Ένα Σαββατόβραδο ο καπετάνιος κατέβηκε στην καμαρούλα του να προσκυνήσει το Εικόνισμα της Παναγίας και να ανάψει το καντήλι της, ξαφνιάστηκε όμως όταν είδε άδεια τη θέση του Εικονίσματος. Κανείς από τους ναύτες του δεν ήταν σε θέση να τον πληροφορήσει τι απέγινε το Εικόνισμα.  Ανεβαίνοντας όμως στην κουβέρτα παρατήρησε ένα υπέργειο φως να περιφέρεται σαν αστέρι λαμπερό στην κορυφή του βράχου της Πέτρας. Βγαίνει ο καπετάνιος στη στεριά, σκαρφαλώνει στο βράχο, βρίσκει εκεί το εικόνισμα, το παίρνει και το ξαναφέρνει στο καράβι. Το ίδιο όμως συνέβη και τις επόμενες δύο βραδιές. Κατάλαβε τότε πως η Παναγία ήθελε να μείνει παντοτινά στο βράχο της Πέτρας. Συνεννοήθηκε με τους προεστούς του χωριού, έκτισαν εκεί ένα μικρό Εκκλησάκι και τοποθέτησαν μέσα το θαυματουργό εικόνισμα της Μεγαλόχαρης».

 

«Όταν ήθελαν να χτίσουν την Εκκλησία, ένα περιστέρι κρατώντας μεταξωτή κλωστή χάραξε τα θεμέλια του Ιερού Ναού και του αυλόγυρου, ξετυλίγοντας τη μεταξωτή κλωστή. Με φόβο και τρόμο οι τεχνίτες έκτιζαν τον αυλότοιχο στην άκρη του απότομου βράχου πατώντας σε κρεμασμένες σκαλωσιές και η δουλειά δεν προχωρούσε γρήγορα.  Η Μεγαλόχαρη, όμως έκανε και εδώ το θαύμα της, για να τους δώσει θάρρος. Το πρώτο Σαββατόβραδο ο επιστάτης κρατώντας στο ένα χέρι το καραφάκι με το ρακί και στο άλλο το δίσκο με τα ποτήρια γύριζε τις σκαλωσιές κερνώντας τους τεχνίτες. Για μια στιγμή όμως παραπάτησε και γκρεμίστηκε. Τρομαγμένοι όλοι, τεχνίτες και εργάτες κοίταξαν κάτω περιμένοντας να τον δουν ξαπλωμένο και νεκρό. Συγκλονίστηκαν,  όταν τον είδαν όρθιο με το καραφάκι το δίσκο στα χέρια του να τους φωνάζει «Μη φοβάσθε παλικάρια, η χάρη της μας βοηθάει» και αμέσως ανέβηκε ξανά στο βράχο και συνέχισε το κέρασμά του.

 

 

 Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

 

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

 

Ένα πλεούμενο αρμένιζε ανοιχτά από τη Λέσβο. Κατέβαινε από τον Ελλήσποντο, και στον κάβο Καρά-Μπαμπά της Τουρκίας το 'πιασε άγρια φουρτούνα. Η στεριά ήτανε πολύ μακριά, και το πλήρωμα, μαζί με τον καπετάνιο του, είχε απελπιστεί από τον κίνδυνο που βρισκότανε. Η απελπισία τους μεγάλωνε γιατί τα κύματα αρχίσανε να αγκαλιάζουν το πλεούμενο και τ’ αμπάρια παίρνανε θαλασσόνερο.
Πάνω στην απελπισία τους, ένας ναύτης που ήτανε σκαρφαλωμένος στα «ξάρτια» αντίκρισε ένα χρωματιστό σανίδι που έπλεε πάνω στ’ αφρισμένα κύματα στο πέλαγο. Αναρωτήθηκε, τι να ‘ταν άραγε το χρωματιστό σανίδι δίπλα στο πλεούμενό τους, με τις παράξενες ζωγραφιές που φαινότανε να είχε από μακριά. Δε βάσταξε, η περιέργειά του τον έκανε να κατέβει γρήγορα για να πετάξει ένα δίχτυ καταπάνω στο σανίδι. Κινδύνεψε να τόν καταπιούν τα κύματα, αλλά μ’ όλο τον κίνδυνο κατάφερε να τ’ ανεβάσει από το γιαλό.
Αντίκρυσε μια γυναικεία βυζαντινή μορφή ζωγραφισμένη με δεξιοσύνη και μαστοριά από βυζαντινό αγιογράφο. Φώναξε τον καπετάνιο και τους άλλους ναύτες και μ’ αληθινή συγκίνηση το ‘δειξε και σε κείνους, που καταλάβανε πως ήταν η μορφή της Παναγίας.
Μια ελπίδα τους έδωσε τούτο το εικόνισμα της Μεγαλόχαρης. Όλοι τους ήτανε πιστοί χριστιανοί, παθιασμένοι άνθρωποι, αγιασμένοι, με κείνη τη βαθιά πίστη που ξεχώριζε τους παλιούς απλούς θαλασσομάχους. Μ’ ευλάβεια πήρανε το εικόνισμα και ενώ τους δέρνανε τα λυσσασμένα κύματα, γονατίσανε μπροστά του, παρακαλέσανε την Παναγιά να τους σώσει από τον μεγάλο κίνδυνο που βρισκόντανε. Οι περισσότεροι ήτανε νοικοκυραίοι, με οικογένειες, που τα παιδιά κι οι γυναίκες τους τούς περιμένανε με λαχτάρα να γυρίσουνε κοντά τους, στα φτωχικά νησιώτικα καλύβια τους.
Την τρανή τους πίστη η θαλασσομάχισα αντάμοιψε κι έκανε το θαύμα της. Η φουρτουνιασμένη θάλασσα σε λίγο κάλμαρε και το πλεούμενό τους ακίνδυνο βρισκότανε στο λιμανάκι, σ’ ένα λεσβιακό χωριό, στην Πέτρα. Φουντάρανε την άγκυρα στα γαλήνια νερά, με μια βάρκα βγήκανε στο χωριουδάκι και στην παλιά εκκλησιά του λειτουργήσανε για χάρη της Μεγαλόχαρης.
 

Ένα κανδηλάκι άναβε κάθε βράδυ μπροστά σε τούτο το θαυματουργό εικόνισμα. Μια νυχτιά όμως, σαν πήγε ο καπετάνιος για να βάλει λάδι στο καντήλι και να τ’ ανάψει, είδε ξαφνιασμένος να λείπει η Παναγίτσα τους. Παραξενεύτηκε πώς χάθηκε, γιατί το ‘χανε γερά καρφωμένο πάνω στ’ άλμπουρο. Ρώτησε τους ναύτες του, αλλά κι αυτοί ξαφνιαστήκανε και δεν ξέρανε τι είχε γίνει το εικόνισμα.
Αντίκρυ στο πλεούμενό τους, μπροστά στο χωριουδάκι που απλωνότανε πάνω στο ήμερο κατάγιαλο με τα φτωχικά ψαράδικα καλύβια, ορθωνόταν ένας πελώριος βράχος. Σα νύχτωσε, ένα λαμπερό φως ξεδιάλυνε ο καπετάνιος στην κορφή του, που άλλη νύχτα δεν έτυχε να το ξαναδεί. Περίεργος τράβηξε τα κουπιά στη βάρκα του, διπλάρωσε το βράχο και σκαρφάλωσε πάνω του, για να δει τι ήταν αυτό το λαμπερό φως, που όσο το πλησίαζε τόσο πιότερο τόν θάμπωνε με τη λάμψη του. Ω το θαύμα όμως!!! Το εικόνισμα που βρήκανε πάνω στ’ αφρισμένα κύματα στο πέλαγο, με μια θαυμαστή φωτοχυσία μόνο του λαμποκοπούσε κι έριχνε τόση λάμψη. Το πήρε στην αγκαλιά του, το ‘φερε ξανά στο πλεούμενο και το κάρφωσε με περισσότερα καρφιά πάνω στ’ άλμπουρο, κι ήτανε σίγουρος πια, πως δε θα το ξανάχανε.

Το άλλο βράδυ όμως, ξανά το εικόνισμα της Παναγιάς έλειπε, και το ίδιο λαμπερό φως άστραφτε πάνω στο βράχο. Την αυγή, κατάλαβε ο καπετάνιος πως ήτανε θέλημα της Παναγιάς, βγήκε στην Πέτρα και το ‘πε στον παπά και στους χωριάτες. Μαζευτήκανε οι προεστοί κι ολάκερο το χωριό, και με συγκίνηση ακούσανε τον καπετάνιο να τους διηγείται για το θαυματουργό εικόνισμα.

Τότε οι απλοί τούτοι χωριάτες, για να τιμήσουνε τη Μεγαλόχαρη που διάλεξε μέσα από τ’ ανοιχτό πέλαγος στο φτωχικό τους χωριουδάκι να θρονιαστεί και να τους παραστέκει, αποφάσισαν ένα απλό, μα καλοφτιαγμένο, εκκλησάκι να της χτίσουνε πάνω σε τούτο τον ψηλό βράχο. Για τούτο φωνάξανε τον αρχιμάστορα στο νησί, τον Στρατή Καρέκο τον Ανεμοτήσιο, που ήτανε ξεχωριστός τεχνίτης να χτίζει εκκλησιές, και είχε χτίσει τις περισσότερες στο νησί, να τους κάνει και τούτο το εκκλησάκι. Αλλά ο τρανός τεχνίτης, σαν ανέβηκε πάνω στον πελώριο βράχο, στάθηκε συλλογισμένος και δεν ήξερε από πού ν’ αρχίσει και πού να θέσει τα θεμέλια. Μέρες παιδευότανε και δεν μπορούσε να βγάλει το σχέδιο.
Οπότε μια μέρα, καθώς γονάτισε για ν’ ασπαστεί την Παναγιά και να την παρακαλέσει να τον βοηθήσει στο έργο του να της χτίσει το σπιτάκι της, ένα άσπρο περιστέρι πέταξε πάνω από το κεφάλι του. Τρόμαξε ο μάστορας. Στη μύτη του βάσταγε την κλωστή και περιτριγύριζε τον βράχο δείχνοντάς του που να θεμελιώσει. Ο Καρέκος χαρούμενος και συγκινημένος που ακούστηκε η προσευχή του, φώναξε τους χτίστες και τους παραγιούς του, κι αμέσως αρχίσανε να πελεκάνε το βράχο και να χτίζουνε. Τούτο στάθηκε το πρώτο θαύμα από την Παναγία.


Ψήλωναν αγάλια-αγάλια οι τοίχοι, κι ένα σαββατόβραδο σαν σχολάσανε, κάποιο παιδί ανέβηκε πάνω στις σκαλωσιές με το δίσκο στα χέρια του να κεράσει τους μαστόρους ένα ποτηράκι ρακί για ν’ ανακουφιστούνε λίγο από την κούραση. Καθώς περπάταγε από σκαλωσιά σε σκαλωσιά, πάνω στα καδρόνια και στα μαδέρια, παραπάτησε το παιδί με το δίσκο, και για μιας πήρε τον γκρεμό. Όλοι τρομαγμένοι και με την ψυχή στο στόμα, σκύψανε να δούνε πια σκοτωμένο το καημένο το παιδί. Η Μεγαλόχαρη όμως έκανε το δεύτερο μεγάλο της θαύμα. Το παιδί δίχως να πάθει τίποτα, στεκότανε με το δίσκο στα χέρια στα ριζά, στο βράχο, κι όλοι απορήσανε και θαυμάσανε που ούτε ένα ποτηράκι ρακί δεν είχε χυθεί.
Τέλειωσε το εκκλησάκι κι άστραψε κάτασπρο στο βράχο. Τότε ανέβηκαν όλοι οι χωριάτες και κάνανε την πρώτη τους λειτουργία. Οι ναύτες κι ο καπετάνιος κρεμάσανε ένα κανδήλι ασημένιο μπροστά στη χάρη Της, κι αρμενίσανε γι’ άλλα πέλαγα κι άλλα λιμάνια.

Από τότε η Παναγία η Γλυκοφιλούσα, έτσι την ονομάσανε, κάθε τόσο έκανε θαύματα, έσωζε καράβια που κινδυνεύανε στη φουρτούνα, και ναυαγούς που χαροπαλεύανε με τα στοιχειά στη θάλασσα. Η φήμη και η  χάρη Της η τρανή φτάσανε πέρα από το νησί, και στη γιορτή Της, τον Δεκαπενταύγουστο, ξεκινούσαν ακόμα και Τούρκοι για να ‘ρθουνε να την προσκυνήσουνε ή να εκπληρώσουνε κάποιο τάμα που της τάξανε. Γέμισε το εκκλησάκι ασημικά και χρυσαφικά, και κάποιοι Τουρκαλάδες που ήρθανε και τα ‘δανε, κακό σκοπό βάλανε στο μυαλό τους.
Μια νύχτα αρματωμένοι με πιστόλια και γιαταγάνια, ανεβήκανε κρυφά τα σκαλοπάτια στο βράχο και κλέψαν ότι είχε το εκκλησάκι. Κάποια καλόγρια, που την λέγανε Μελάνη, υπηρετούσε τη Μεγαλόχαρη και σαν τους πήρε είδηση, βγήκε από το κελί της κι άρχισε να χτυπάει δυνατά τα σήμαντρα, για να καταλάβουν οι χωριάτες πως κάποιο κακό γίνεται, να τρέξουνε και να σώσουνε την περιουσία της Παναγίας τους. Όμως οι Τουρκαλάδες προλάβανε και ξεγλίστρησαν από το χωριό μέσα στο σκοτάδι και φύγανε.
Πήγανε στη Σκαμνιά, σ’ ένα άλλο λεσβιακό χωριό, βορεινότερα, ζυμώσανε πολλά ψωμιά και μέσα κει χώσανε τα κλεμμένα χρυσαφικά. Η Παναγιά έκανε ξανά το θαύμα Της. Στον ύπνο, σ’ ένα πιστό χριστιανό φανερώθηκε, κι ενώ ετοιμάζονταν οι ληστές να μπαρκάρουνε και να φύγουνε στην Τουρκία, τους πιάσανε οι χριστιανοί νησιώτες και πήρανε τα περισσότερα από τα κλεμμένα.


Τούτα όλα τα θαύματα κάνανε μεγάλο τ’ όνομα για την Παναγιά Πετρανή τη Γλυκοφιλούσα, γι’ αυτό κάθε χρόνο στη χάρη Της, το Δεκαπενταύγουστο, έρχονται πολλοί νησιώτες και την προσκυνάνε. Γεμίζει ο γιαλός κάτω από το βράχο Της, με πλεούμενα. Τρεχαντήρια, γολέττες, μπρατσέρες, μπομπάρδες, καΐκια, τράτες, ψαροπούλες, κότερα, μποτέλα, βάρκες, ακόμα και κουρίτες αρμενίζουν από μακριά για να ‘ρθουνε στο λιμανάκι της Πέτρας. Τ’ άλμπουρα υψώνονται και σχηματίζουνε δάσος από λεύκες μέσα στη θάλασσα, που πάνε να ξεπεράσουνε τον αγιασμένο βράχο, κι ο γιαλός γεμίζει από τους ήχους που κάνουν οι θαλασσινοί. Πολλοί πιστοί ξεκινούν μέσα στην καλοκαιριάτικη κάψα, για ν’ ανεβούνε και τα 114 σκαλοπάτια στον ιερό βράχο και να πέσουνε μπροστά Της και να ζητήσουνε τη βοήθεια και την παρηγοριά Της. Οι πιο αντρειωμένοι και οι μεγαλόψυχοι έρχονται κολυμπώντας. Από μακριά ξεκινάνε και σαν βγούνε στη στεριά, πέφτουνε ξεψυχισμένοι και ξεθεωμένοι από την κούραση πάνω στα σκαλοπάτια, στο βράχο, και ζητούν από τον παπά να περάσει πάνω από τα γυμνά κορμιά τους το εικόνισμα με τη Μεγαλόχαρη, κι έτσι νιώθουνε ξαλαφρωμένοι που εκπληρώσανε το τάμα τους.
Η πίστη από τους χριστιανούς βαστά ορθωμένο το εκκλησάκι για την Παναγιά Γλυκοφιλούσα την Πετρανή, που γι’ ατέλειωτα χρόνια θα ‘ναι κει στη νησιώτικη άκρη, ψηλά στο βράχο, στο γιαλό, και θα προστατεύει τους νησιώτες και τους ναυτικούς μας.