ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΑΡΙΑ - ΠΑΝΑΓΙΑ

 ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΣΑ 

  

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΣΑ

 

Παναγία η Προυσιώτισσα

Ψηλά, στὶς ἐλατόφυτες βουνοκορφὲς τῆς νοτιοδυτικῆς Εὐρυτανίας, καὶ σφηνωμένη ἀνάμεσα σὲ κάθετους γκριζωποὺς βράχους μὲ ἄγρια μεγαλοπρέπεια, προβάλλει ἡ ἱερὰ μονὴ τοῦ Προυσσοῦ.

Εἶναι σταυροπηγιακὸ καὶ ἱστορικὸ μοναστήρι, μὲ μεγαλόπρεπα τριώροφα κτίρια. Ἀνάμεσα τοὺς ὑπάρχει σπήλαιο λαξευμένο, ποὺ φιλοξενεῖ στὸ ἐσωτερικό του τὸν πρῶτο καὶ παλαιὸ ναὸ τῆς μονῆς. Μέσα σ᾿ αὐτὸν φυλάσσεται ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ποὺ ἐπονομάζεται Προυσιώτισσα.

Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἦταν τοποθετημένη σ᾿ ἕνα ναὸ τῆς Προύσας. Στὰ χρόνια της εἰκονομαχίας (829) τὴν παρέλαβε κάποιος ἄρχοντας, ποὺ σκόπευε νὰ τὴ μεταφέρει στὴν Ἑλλάδα γιὰ ἀσφάλεια. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στὴν Καλλίπολη, ἔχασε τὴν εἰκόνα, ἡ ὁποία κατευθύνθηκε θαυματουργικὰ στὸ σημεῖο ποὺ βρίσκεται σήμερα ἡ μονὴ τοῦ Προύσου. Τὸ γεγονὸς σύντομα διαδόθηκε. Δὲν ἄργησε νὰ φθάσει καὶ στ᾿ αὐτιὰ τοῦ ἄρχοντα ποὺ τὴ μετέφερε. Ἔτρεξε, τὴν ἀναγνώρισε συγκινημένος, ἐκάρη ἐκεῖ μοναχὸς καὶ θεωρεῖται ὁ πρῶτος κτίτωρ τῆς μονῆς.

 

 

 ΘΑΥΜΑΤΑ

ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΣΑΣ 

 

Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ

 

Στὸ ἱστορικό της μονῆς ἀναφέρεται ὅτι ἐπὶ τουρκοκρατίας καταστράφηκε πολλὲς φορές. Ἡ τελευταία ὅμως καταστροφή, ποὺ μετέβαλε τὰ κτίρια σὲ σωροὺς ἐρειπίων, ἔγινε τὸ 1944 ἀπὸ τοὺς Γερμανούς.

Μετὰ τὴν καταστροφὴ τῶν κτισμάτων, ἕνας ἀξιωματικὸς θέλησε νὰ κάψει καὶ τὴν ἐκκλησία. Προσπάθησε πολλὲς φορές, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἐνῶ λοιπὸν στεκόταν ἀπ᾿ ἔξω κι ἔδινε διαταγές, τιμωρήθηκε παραδειγματικὰ ἀπὸ τὸ χέρι τῆς Παναγίας. Μία ἀόρατη δύναμη τὸν ἔριξε μὲ ὁρμὴ πάνω στὸ πλακόστρωτο. Τὸ χτύπημα ἦταν δυνατό, καὶ ὁ Γερμανὸς ἀνίκανος νὰ σηκωθεῖ. Τὸν σήκωσαν οἱ στρατιῶτες καὶ τὸν ἔβαλαν πάνω σὲ ζῶο γιὰ νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ Ἀγρίνιο.

Ἔτσι ὁ ναὸς παρέμεινε ἀβλαβής, ὅπως διαφυλάχθηκε ἀκέραιος διὰ μέσου τῶν αἰώνων.

 

 

Η ΑΓΝΩΣΤΗ «ΚΑΛΟΓΡΙΑ»

 

Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ὁ ἐμφύλιος πόλεμος τώρα μαίνεται στὴν ἑλληνικὴ ὕπαιθρο. οἱ κάτοικοι τῆς Εὐρυτανίας καὶ ὀρεινῆς Ναυπακτίας ἐγκαταλείπουν τὰ χωριά τους καὶ προσφεύγουν γιὰ ἀσφάλεια σὲ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος. Μαζί τους προσφεύγει καὶ ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἀκολουθεῖ κι αὐτὴ τὴν τύχη τῶν παιδιῶν της καὶ μεταφέρεται ἀπὸ τοὺς μοναχούς του Προυσοῦ στὴ ἀκρόπολη τῆς Ναυπάκτου. Τὸ μοναστήρι παραμένει τελείως ἔρημο.

Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ἀρχίζουν οἱ ἐπιχειρήσεις τοῦ στρατοῦ. Ἡ ἐνάτη μεραρχία ἀναλαμβάνει ἐκκαθαριστικὲς ἐπιχειρήσεις στὴν Εὐρυτανία. Μερικὰ τμήματα περνοῦν ἀπὸ τὸν Προυσό. Ὁρισμένοι ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες πλησιάζουν στὴ σκοτεινὴ ἐκκλησούλα τῆς σπηλιᾶς καὶ μπαίνουν γιὰ νὰ προσκυνήσουν.

Ἐκεῖ μέσα ἀντικρίζουν ἕνα παράδοξο θέαμα: Μπροστὰ τὸ τέμπλο, στ᾿ ἀριστερά της ὡραίας πύλης, νὰ ἀναμμένο καντήλι καὶ μία καλόγρια γονατιστή.

Οἱ στρατιῶτες ἀποροῦν. Πῶς ζεῖ αὐτὴ ἡ μοναχὴ ἐδῶ, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Εὐρυτανία εἶναι τελείως ἔρημη ἀπὸ κατοίκους; Πῶς συντηρεῖται, τί τρώει, ποῦ βρίσκει λάδι γιὰ τὸ καντήλι; Τὴν ἐρωτοῦν λοιπόν, κι ἐκείνη σεμνὰ καὶ πονεμένα τοὺς ἁπαντά:

- Παιδιά μου, ζῶ ἐδῶ μοναχή μου δυόμισι τώρα χρόνια. Γιὰ τὴ δική μου ζωὴ δὲν χρειάζονται φαγητὸ καὶ ψωμί. Μοῦ ἀρκεῖ ὅτι ἔχω τὸ καντήλι μου ἀναμμένο.

Οἱ στρατιῶτες, κουρασμένοι ἀπὸ τὶς ἐπιχειρήσεις καὶ βιαστικοὶ νὰ φύγουν, δὲν ἔδωσαν προσοχὴ στὰ λόγια της. Τὴν ἑπομένη ὅμως, ὅταν τὰ ἔφεραν πάλι στὴ μνήμη τους, κατάλαβαν πὼς ἐπρόκειτο γιὰ κάτι θαυμαστό. Κι ὅταν ἀργότερα περνοῦσαν ἀπὸ τὴ Ναύπακτο, ζήτησαν μὲ ἐπιμονὴ ἄδεια ἀπὸ τὸν διοικητὴ τοὺς γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν μητροπολίτη.

Ὁ ἐπίσκοπος Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Χριστόφορος τοὺς ὑποδέχθηκε μὲ ἀγάπη, κι ἀφοῦ τοὺς ἄκουσε συγκινημένος, ἔριξε φῶς στὸ μυστήριο.

- Ὁ ναός, τοὺς εἶπε, ποὺ ἐπισκεφθήκατε, ἀνήκει στὴν ἔρημη τώρα ἱερὰ μονὴ Προυσιώτισσας, τῆς ὁποίας ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα βρίσκεται πάνω ἀπὸ δυὸ χρόνια ἐδῶ, στὸ παρεκκλήσι τῆς μητροπόλεώς μας, στὸν ἅγιο Διονύσιο. Πηγαίνετε νὰ τὴν προσκυνήσετε, καὶ θὰ καταλάβετε...

Πῆγαν πράγματι καὶ προσκύνησαν. Τότε αὐθόρμητα στὸν καθένα δόθηκε ἡ ἐξήγηση στὴν ἀπορία του: Στὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ἀναγνώρισαν τὴ μοναχὴ ἐκείνη ποὺ συνάντησαν στὸ ἐκκλησάκι τῆς σπηλιᾶς, ψηλὰ στὸν Προυσό!

 

 

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΕΔΙΩΞΕ ΤΗ ΓΡΙΠΠΗ

 

Οκτώβριος του 1918.

Το Αγρίνιο δεν απαριθμεί περισσοτέρους από 15.000 κατοίκους. Μία επάρατος νόσος, Η ΓΡΙΠΗ, έχει ενσκήψει και θερίζει, κυριολεκτικώς, την πόλη και την γύρω περιοχή της. Δεν υπάρχει οικογένεια που να μη θρηνεί τα θύματά της. Φόβος συνέχει τους κατοίκους όλης της περιοχής, γιατί η κατάσταση δεν είναι καλύτερη στο Μεσολόγγι και στο Αιτωλικό.
Η επιστήμη φαίνεται ανίκανη να ανακόψει τη θανατερή πορεία της νόσου. Ο αριθμός των θανάτων μόνο μέσα στο Αγρίνιο φτάνει τον αριθμό των 40 έως 50 ημερησίως. Κανείς δεν συνοδεύει πια τους νεκρούς, οι οποίοι μεταφέρονται με δίτροχα κάρα από αχθοφόρους στο νεκροταφείο, όπου μετά από μια σύντομη ευχή τους ιερέως, πολλές φορές και χωρίς αυτήν, θάπτονται.
Οι κάτοικοι όχι μόνον δεν επιμελούνται τους νεκρούς τους, αλλά και τους αποφεύγουν από τον φόβο της μεταδόσεως της ασθένειας. Όλοι αποκαμωμένοι ψυχικά λες και περιμένουν με σταυρωμένα χέρια το μοιραίο. Καμιά ελπίδα από πουθενά δεν φαίνεται.


Δεν μένει άλλο καταφύγιο από την πίστη. Αλλά και αυτή κάποτε μπρος στο αδιάκοπο θανατικό κλονίζεται σε πολλούς. Μα μέσα σ’ αυτήν την παραζάλη της απελπισίας, που συνέχει όλους, υπάρχουν και μερικοί γέροντες που θυμούνται. Η μνήμη τους ξαναγυρίζει 64 χρόνια πίσω, στο 1854.
Θυμούνται ότι και τότε μια άλλη επάρατος νόσος, η χολέρα, είχε ενσκήψει στην πόλη του Αγρινίου και είχε αποδεκατίσει τον πληθυσμό της. Και θυμούνται τότε το θαύμα της Παναγίας της Προυσιώτισσας.
 

Όταν οι γέροντες το είπαν, όλοι ζήτησαν να μεταφερθεί η εικόνα της. Όλοι αυτομάτως πια ήταν βέβαιοι ότι, όταν η εικόνα της Προυσιώτισσας θα ερχόταν στο Αγρίνιο, η πόλη θα απαλλασσόταν από την τραγική δοκιμασία. Μα κανένας δεν αποφασίζει, δεν τολμάει να πάει στο Μοναστήρι, στον Προυσσό, για να μεταφέρει την παράκληση της πόλης στον Ηγούμενο. Ένας φόβος για την περίπτωση αυτή συνέχει όλους. Πιστεύουν ότι το θανατικό της γρίπης ήταν μια δοκιμασία εξαγνισμού που την έστειλε η Θεία Βουλή στον «παραστρατημένο» λαό. Γι’ αυτό και φοβούνται να πάνε στο Μοναστήρι, μήπως η Θεία «οργή» ξεσπάσει στους απεσταλμένους.

Ολόκληρη κίνηση έγινε τότε για να συγκροτηθεί μια αντιπροσωπευτική επιτροπή, που θα μετέβαινε στην Ναύπακτο, για να ζητήσει από τον τότε Μητροπολίτη Αμβρόσιο την άδεια μεταφοράς της Εικόνας και εν συνεχεία θα ανέβαινε στο Μοναστήρι, για να συνοδεύσει την θαυματουργό Προυσιώτισσα στην πόλη.

Τελικώς έγινε μια τριμελής επιτροπή, αλλά εντός της ίδιας ημέρας τα μέλη της παραιτήθηκαν, για να γίνει άλλη την επομένη και να παρουσιασθεί εμπρός στην ασκητική μορφή του Μητροπολίτου Ναυπάκτου Αμβροσίου, μεταφέροντας την παράκληση της πόλης.

Με την ευλογία του Αμβροσίου και με το σχετικό έγγραφο της άδειας στα χέρια η επιτροπή αφήνει την Μητρόπολη. Η άδεια έχει δοθεί. Μα τα λόγια του Δεσπότη, παρά την τελική ευλογία του, στριφογυρίζουν καυτερά στην ψυχή και στην σκέψη. Τα βήματά τους σέρνονται όχι προς το Αγρίνιο, αλλά προς την παραλία της Ναυπάκτου. Εκεί καθισμένοι στο μουράγιο, αμίλητοι, κάνουν αυτοκριτική. Είναι, άραγε, άξιοι να παρουσιαστούν μπροστά στην θαυματουργό Εικόνα; Αμαρτωλοί αυτοί, πρεσβεία αμαρτωλών; Ο Μητροπολίτης επέτρεψε, αλλά θα ευδοκήσει, θα δώσει συγχώρεση και η Παναγία; Αυτές οι σκέψεις τους βασανίζουν στις ώρες της σιωπής...

 

Ύστερα από μια κοπιώδη πορεία η επιτροπή-πρεσβεία, κατά το δειλινό της 22ας Οκτωβρίου, έφτανε στο Μοναστήρι, στον Προυσσό. Γονατιστοί μπροστά στην Θαυματουργό Εικόνα οι τρεις πρεσβύτες ευχαριστούν που τους αξίωσε να φτάσουν ως εκεί και προσεύχονται. Σε λίγο το Μοναστήρι παρουσιάζει εικόνα συναγερμού ικεσίας. Οι Πατέρες μαζεμένοι όλοι στην εκκλησία, με τον Κωνσταντίνο Καθηγούμενο, αναπέμπουν Παράκληση στην Θεομήτορα, ενώ τα πρόσωπα των Αγρινιωτών, που εξακολουθούν να είναι γονατιστοί μπροστά στην Εικόνα, τα αυλακώνουν τα δάκρυα. Είναι τα δάκρυα της μετανοίας.

Το άλλο πρωί γίνεται Δοξολογία και το βράδυ ολονύκτια Παράκληση. Η προετοιμασία για την μεταφορά της Εικόνας έχει αρχίσει το πρωί της 24ης Οκτωβρίου, μετά τον Όρθρο σχηματίζεται η πομπή και η Ιερά Θεωρία ξεκινάει… Εν τω μεταξύ στο Αγρίνιο έχουν ειδοποιηθεί. Από την πόλη και τα γύρω χιλιάδες οι πιστοί μετά την Παράκληση στην Μητρόπολη ξεκινάνε σε μια ολονύκτια πορεία μέσα στα βουνά. Τραβάνε όλοι με συντριβή και μετάνοια τόση που μεταρσιώνει προς τα Αραποκέφαλα, για να προϋπαντήσουν την Μεγαλόχαρη, την μόνη ελπίδα της σωτηρίας που τους απέμενε. Λιτανεία ψυχών είναι η πορεία τούτη με την ολονύκτια προσευχή. Το ίδιο πρωί οι χιλιάδες αυτές των πιστών συναντώνται με την θρησκευτική πομπή που φέρνει την Θαυματουργό Εικόνα πάνω σε μια από τις ψηλότερες κορφές των Αραποκέφαλων. Οι στιγμές αυτές, όπως τις περιγράφουν οι επιζώντες ακόμα γέροντες, είναι ασύλληπτες από την φαντασία σε κατάνυξη. Εκεί γίνεται η πρώτη μεγάλη Δέηση. Δέησις εις το όρος. Σε πέντε χιλιάδες υπολογίσθηκαν οι Χριστιανοί, που γονυπετείς γέμισαν τα γύρω φαράγγια και με δάκρυα μετανοίας πραγματικής παρακολούθησαν την Δέηση στην Παναγία. Και μετά από αυτήν ξαναρχίζει η πορεία. Η Θεία Εικόνα ακολουθούμενη από τις χιλιάδες των ευλαβουμένων προχωρεί να φτάσει το πρωί της επομένης στο χωριό Προστοβά, όπου ψέλνεται κατανυκτική Παράκληση και τις νυχτερινές ώρες φτάνει στα προάστια του Αγρινίου. Όταν η ιερή πομπή έφθασε στα πρόθυρα της πόλης, το Αγρίνιο μέσα είχε ερημωθή. Δεν είχαν μείνει παρά μόνον μερικά παιδιά στα καμπαναριά των εκκλησιών που χτυπούσαν χαρμόσυνα τις καμπάνες. Η πομπή τώρα προχωρεί προς την πόλη και κατευθύνεται στο Ναό της Αγίας Τριάδος, όπου αναπέμπεται ευχαριστήρια Δέηση και ακολουθεί Μεγάλη Παράκληση για την απαλλαγή του δοκιμαζόμενου λαού από την μάστιγα της τρομερής αρρώστιας. Και μετά όταν μπήκε η Εικόνα της Θεομήτορος στο Ναό, επί ένα εικοσιτετράωρο συνεχώς οι παπάδες δεν σταμάτησαν να ψέλνουν ομαδικές Παρακλήσεις των πιστών, ενώ άλλοι μεταλάμβαναν των Αχράντων Μυστηρίων.

 

Μετά τις πρώτες ώρες από την άφιξη της Προυσιώτισσας στην πόλη, το κακό είχε σταματήσει.
Οι άρρωστοι, και οι κατάκοιτοι ακόμα που δεν μπορούσαν να σηκωθούν από το κρεβάτι, τώρα κατά δεκάδες, τελείως υγιείς, έσπευδαν στην Αγία Τριάδα για να ευχαριστήσουν την Μεγαλόχαρη. Το θαύμα είχε συντελεσθεί ομαδικά. Η ζωή στο Αγρίνιο ξανάρχιζε να παίρνει το ρυθμό της.

 

Αλλά μόνον η πόλη του Αγρινίου είχε απαλλαγή από το κακό. Όλη η γύρω περιοχή από όπου δεν πέρασε η προς το Αγρίνιο πορεία, το Αιτωλικό, το Μεσολόγγι, θερίζονταν ακόμα από την αρρώστια με ρυθμό συνεχώς αυξανόμενο. Το θανατικό ήταν τόσο που οι παπάδες δεν προλάβαιναν ούτε καν μια ευχή να διαβάσουν στους νεκρούς.

Οι επιτροπές που φτάνουν από τα γειτονικά χωριά και από τις δύο πόλεις, το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό, αντιδρούν. Αλληλομάχονται για την προτεραιότητα της μεταφοράς της Εικόνας. Αλλά και οι Αγρινιώτες δεν εννοούν να επιτρέψουν να απομακρυνθεί η Εικόνα της Παναγίας από την διασωθείσα πόλη πριν προσκυνήσει όλος ο λαός και πριν ψάλλει την μεγάλη ευχαριστήρια Δοξολογία. Κάποιοι, οι ψυχραιμότεροι από το πλήθος των κατοίκων, με επικεφαλής τον Ηγούμενο, πρωτοστατούν σε μια προσπάθεια συμβιβασμού και αποφυγής του κακού που απειλείται από μια σύγκρουση των κατοίκων. Η προσπάθεια αυτή και οι σχετικές διαπραγματεύσεις κράτησαν για αρκετές ημέρες, ώστε δόθηκε ο καιρός στους Αγρινιώτες να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους, που εν τω μεταξύ είχαν αυξηθεί. Ήθελαν τώρα η Εικόνα να λειτουργηθεί σε όλες τις εκκλησίες της πόλης. Έτσι, στις 27 Οκτωβρίου, στο Ναό της Αγίας Τριάδος ψέλνεται κατανυκτικώτατα η ειδική ακολουθία με την οποία λιτανεύεται η πάνσεπτη Εικόνα της Προυσιώτισσας και κατόπιν σχηματίζεται ιερή πομπή η οποία δια μέσου των κεντρικότερων οδών της πόλης μεταφέρει την Εικόνα στον παλαιό Ναό του Αγίου Χριστοφόρου, που βρίσκεται έξω από το Αγρίνιο επάνω σε έναν λόφο. Εκεί εψάλη η Μεγάλη Παράκληση μετά από την οποία ο Ηγούμενος έδωσε την εξήγηση ότι η φοβερή αρρώστια δεν ήταν παρά μια δοκιμασία του πληθυσμού της πόλης για την εκτροπή από τον δρόμο της πίστεως και ανέλυσε τις υποχρεώσεις που δημιουργεί πια για τους Αγρινιώτες η δοθείσα Χάρις της Θεομήτορος. Ακολούθησε 24ωρο προσκύνημα μετά το οποίο, κατά τα πέντε εικοσιτετράωρα που ακολούθησαν, η Εικόνα μεταφέρθηκε διαδοχικά και λιτανεύθηκε στους Ναούς της Ζωοδόχου Πηγής και του Αγίου Δημητρίου. Στο διάστημα αυτό του προσκυνήματος ολόκληρος ο πληθυσμός εξομολογείται και μεταλαβαίνει των Αχράντων Μυστηρίων. Η ζωή και η κίνηση στην πόλη αποκαθίστανται, κανένας άρρωστος δεν υπάρχει, κανένας θάνατος δεν σημειώνεται. 

 

Στο Μεσολόγγι η επάρατη νόσος συνεχίζει να αποδεκατίζει τους κατοίκους. Καθημερινά πεθαίνουν από την γρίπη 25-30 άτομα, τα οποία μεταφέρονται με κάρα και θάβονται κατά το πλείστον χωρίς την συνοδεία ούτε ιερέως καν. Μια επιτροπή κατευθύνεται στην Ναύπακτο και αμέσως λαμβάνει την άδεια του Μητροπολίτου για την μεταφορά της Εικόνας στην πόλη. Πράγματι, την 1η Νοεμβρίου 1918, η Εικόνα φτάνει με τον σιδηρόδρομο στον σταθμό του Μεσολογγίου, όπου οι κάτοικοι αναμένουν από τη βαθιά νύκτα παρά το γεγονός ότι έριχνε καταρρακτώδη βροχή. Πολλοί από τους επιστήμονες και τους προκρίτους της πόλης προέτρεπαν το πλήθος να επανέλθει στα σπίτια του και εξέφραζαν την πεποίθηση ότι οι θάνατοι από την γρίπη τουλάχιστο θα τριπλασιασθούν. Ο λαός όμως ανέμενε καρτερικώτατα. Με την άφιξη της Εικόνας της Παναγίας της Προυσιώτισσας εψάλη στον σιδηροδρομικό σταθμό κατανυκτική Παράκληση και στην συνέχεια έγινε η είσοδος της Εικόνας στην πόλη.

 

Το μέγα θαύμα συντελείται. Μάρτυρες παρίστανται όλοι οι κάτοικοι.
Κατά το Μεσονύκτιο, ενώ όλοι προσεύχονταν αρχίζει να πνέει σφοδρότατος άνεμος που ξερίζωσε πολλές δεκάδες δένδρων της πόλης.
Από το πρωΐ της 2ας Νοεμβρίου 1918 κανένας θάνατος δεν σημειώθηκε στο Μεσολόγγι.
Οι κάτοικοι με πρωτοφανή ευλάβεια προσέρχονταν μπροστά στην Αγία Εικόνα ψάλλοντας την Παράκληση, προσφέροντας διάφορα αφιερώματα, χρυσό, άργυρο κλπ, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς την Παντοδύναμο Μητέρα του Θεού.

 

Στο Αιτωλικό επικρατεί η ίδια κατάσταση.
Οι κάτοικοι πεθαίνουν κατά δεκάδες. Η μεταφορά της Εικόνας πραγματοποιείται από την πόλη του Μεσολογγίου. Στον σιδηροδρομικό σταθμό έχουν προσέλθει όλοι, πλην ελαχίστων, οι οποίοι ανέμεναν την ιερή πομπή στο τέρμα της μεγάλης ανατολικής γέφυρας.
Διαπρύσιοι κήρυκες του συντελεσθέντος θαύματος της καταπαύσεως της νόσου μεταξύ των άλλων και ο δήμαρχος Κων. Σταράμος, καθώς και οι Παντ. Μόσχος, Χρ. Γαζώτης, Παντ. Σκόνδρας, Χρ. Μπογιατζής, Ανδρ. Λιαπίκος κα.

Απειράριθμα θαύματα διηγούνται πολλοί των κατοίκων….

 

Το παραπάνω κείμενο, προέρχεται από το αρχείο του αειμνήστου Γυμνασιάρχου τής πόλεως του Αγρινίου, Γεωργίου Πάστρα. Πρόκειται, για ένα μεγάλο αρχειακό κείμενο πού επιγράφεται: «εκτάκτου ενδιαφέροντος ρεπορτάζ του ανταποκριτού μας κ. Θ. Λιαπίκου» και αναφέρεται σε θαύματα της Παναγίας Προυσιώτισσας.