ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

 Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ

 

Η ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ 

 

Ο Μωυσής

Ο Ιωσήφ και παιδιά του Ιακώβ που πήγαν μαζί του στην Αίγυπτο, πέθαναν καθώς και ολόκληρη εκείνη η γενιά. Οι απόγονοί τους όμως πολλαπλασιάζονταν και πλήθαιναν έτσι που όλη η χώρα γέμισε απ' αυτούς. Εκεί έζησαν ειρηνικά για τετρακόσια ολόκληρα χρόνια (1600 - 1200 π. Χ.).

Τότε στο θρόνο της Αιγύπτου ανέβηκε ένας νέος βασιλιάς, ο Ραμσής Β' (1290-1224 π.Χ.), που δε γνώριζε τον Ιωσήφ. Η αύξηση του αριθμού των Ισραηλιτών ανησύχησε το Φαραώ. Αυτό που έκαμε το βασιλιά της Αιγύπτου ν' ανησυχήσει περισσότερο, ήταν μη τυχόν έρθει καιρός που οι Ισραηλίτες κυριέψουν την Αίγυπτο και βάλουν δικούς τους βασιλείς.

Για να προλάβει λοιπόν αυτό το κακό ο Φαραώ και για να εμποδίσει τον Ισραηλιτικό λαό να αυξάνει, υποχρέωσε τους Ισραηλίτες να εργάζονται ως δούλοι σε δημόσια και βαριά έργα κάτω από άθλιες συνθήκες. Τους υποχρέωσε λοιπόν, να χτίζουν πολιτείες και τείχη, έτσι ώστε από τους κόπους ν' αδυνατίζουν και να χάνονται. Με τον τρόπο αυτό έχτισαν για το Φαραώ τις πόλεις Πιθώμ και Ραμεσσή, που χρησίμευαν για την αποθήκευση εφοδίων. Όμως οι Ισραηλίτες με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο δε λιγόστευαν, παρά πλήθαιναν και δυνάμωναν περισσότερο. Οι Αιγύπτιοι συνέχισαν, λοιπόν, να τους καταδυναστεύουν. Τους έκαναν τη ζωή αβάστακτη με τη σκληρή δουλειά. Τους φόρτωναν όλες τις αγροτικές δουλειές, και κάθε λογής αγγαρεία.

 

Τότε ο βασιλιάς της Αιγύπτου έδωσε την ακόλουθη διαταγή στη Σεπφώρα και στην Φουά, που ήταν μαίες των Εβραίων να σκοτώνουν όλα τα νεογέννητα παιδιά των Ισραηλιτών:  «Όταν ξεγεννάτε τις Εβραίες, να προσέχετε τι παιδί γεννιέται: Αν είναι αγόρι, θα το σκοτώνετε. Αν είναι κορίτσι, θα το αφήνετε να ζει». Οι μαίες όμως φοβήθηκαν το Θεό και δεν έκαναν αυτό που τις είχε διατάξει ο βασιλιάς των Αιγυπτίων. ’φηναν, λοιπόν, όλα τα παιδιά να ζουν.

Τότε ο βασιλιάς κάλεσε τις μαίες και τις επιτίμησε για την παρακοή τους. Οι μαίες έλεγαν πως δεν πρόφταιναν τις Ισραηλίτισσες στη γέννα τους, γιατί ήταν γερές και γεννούσαν χωρίς τη βοήθεια τους. Τότε ο Φαραώ έβγαλε διαταγή  για όλο το λαό του και είπε να ρίχνουν στο Νείλο κάθε αγόρι των Ισραηλιτών: «Κάθε αγόρι που γεννιέται απ' τους Εβραίους να το ρίχνετε στο Νείλο. Τα κορίτσια να τα αφήνετε να ζουν».

 

 

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ 

 

Η σωτηρία του Μωυσή

Εκείνη την εποχή ένα αντρόγυνο Ισραηλιτών από τη φυλή Λευΐ, ο Αμβράμ και η Ιωχαβέδ, δεν φοβήθηκαν τη διαταγή του Φαραώ και με κίνδυνο της ζωής τους, όταν είδαν πόσο ωραίο ήταν το παιδί, το έκρυψαν για τρεις μήνες, ώστε να μην θανατωθεί. Δεν ήταν όμως δυνατό να το κρύβει περισσότερο. Πήρε λοιπόν ένα καλάθι από πάπυρο, το άλειψε με πίσσα, έβαλε μέσα το παιδί και το άφησε στις καλαμιές, στις όχθες του Νείλου. Έβαλε και την κόρη της Μαριάμ να παρακολουθεί από μακριά τι θα γίνει.

 

Μια μέρα η κόρη του Φαραώ ήρθε να λουστεί στο Νείλο. Κάποια στιγμή, εκείνη είδε το καλάθι ανάμεσα στα καλάμια κι έστειλε τη δούλη της να το πάρει. Το άνοιξε κι είδε μέσα ένα μικρό αγόρι που έκλαιγε. Τότε το λυπήθηκε και είπε. «Αυτό είναι εβραιόπουλο». Τότε η αδερφή του παιδιού, που παρακολουθούσε κρυφά τη σκηνή, ρώτησε την κόρη του Φαραώ: «Να πάω να σου φωνάξω μια τροφό από τις Εβραίες, να σου θηλάζει το παιδί;»

Η κόρη του Φαραώ της λέει: «Πήγαινε». Πάει το κορίτσι και φωνάζει τη μητέρα του παιδιού. «Πάρε αυτό το παιδί και θήλασε το για μένα, κι εγώ θα σου δίνω την αμοιβή σου», της είπε η κόρη του Φαραώ.

Έτσι πήρε η γυναίκα το παιδί και το θήλαζε. Όταν το παιδί μεγάλωσε, το έφερε στη θυγατέρα του Φαραώ. Εκείνη το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «επειδή τον έβγαλα απ' το νερό».

 

 

Ο ΜΩΥΣΗΣ ΣΤΗ ΓΗ ΜΑΔΙΑΜ

 

Όταν ο Μωυσής είχε πια μεγαλώσει, πήγε μια μέρα να δει τους συμπατριώτες του. Καθώς παρακολουθούσε τις βαριές δουλειές που τους υποχρέωναν να κάνουν, βλέπει κι έναν Αιγύπτιο να χτυπάει έναν Εβραίο συμπατριώτη του. Κοίταξε τριγύρω, κι όταν είδε πως δεν ήταν εκεί κανείς, σκότωσε τον Αιγύπτιο και τον έκρυψε στην άμμο.

Ο Μωυσής για ν' αποφύγει την εκδίκηση του Φαραώ,  κρύφτηκε και κατέφυγε στη Μαδιάμ, βορειοδυτικά της αραβικής χερσονήσου.  Εκεί ο Μωυσής έμεινε κοντά στον ιερέα Ραγουήλ (Ιοθόρ) και πήρε για γυναίκα τη θυγατέρα του τη Σεπφώρα. Έμεινε κοντά του σαράντα χρόνια βόσκοντας τα πρόβατά του. Με την Σεπφώρα απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ και τον Ελιέζερ.

Ύστερα από πολύν καιρό πέθανε ο βασιλιάς της Αιγύπτου. Αυτός που τον διαδέχτηκε ήταν ο Μερνεπτά (1224 - 1204 π.Χ.). Οι Ισραηλίτες όμως εξακολουθούσαν να στενάζουν στη σκλαβιά και να φωνάζουν για βοήθεια. Ο Θεός όμως που έβλεπε τα βάσανα τους και άκουε τους αναστεναγμούς τους, αποφάσισε να τους ελευθερώσει. Για το σκοπό αυτό διάλεξε το Μωυσή.

 

  

 

Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ

 

Η κλήση του Μωυσή

Μια μέρα που ο Μωυσής έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του Ιοθόρ (Ραγουήλ) στο όρος Χωρήβ, είδε να βγαίνουν φλόγες από μια βάτο, χωρίς όμως η βάτος να καίγεται. Πλησίασε να δει τι συμβαίνει και τότε άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέει να βγάλει τα σαντάλια του και να μη προχωρήσει περισσότερο, γιατί ο τόπος είναι ιερός.

Ο Μωυσής έβγαλε τα σαντάλια του και έπεσε στα γόνατα. Ο Κύριος του είπε: «Πήγαινε και πες στους Ισραηλίτες ότι σου παρουσιάστηκε ο Κύριος και σου είπε, ότι είδε τη δυστυχία σας. κουσε τους στεναγμούς σας και κατέβηκε να σας λυτρώσει από τη δουλεία της Αιγύπτου και να σας οδηγήσω στη γη της επαγγελίας, σε μια χώρα εύφορη όπου ρέει γάλα και μέλι. Μετά θα πας λοιπόν στο Φαραώ και θα του πεις να αφήσει ελεύθερο το λαό μου.»

Ο Μωυσής ρώτησε: «Κύριε, και εάν δεν με πιστέψουν τι θα τους πω»;

Τότε ο Θεός φανέρωσε στο Μωυσή το όνομα Του: «Εγώ ειμί ο Ών (που σημαίνει "εκείνος που είμαι"). Είμαι ο Θεός των προγόνων σας, ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Αυτό είναι το "όνομα" μου στον αιώνα, και με αυτό θα με επικαλούνται όλες οι γενιές.

 

Ταραγμένος ο Μωυσής ρώτησε: «Κύριε, ποιος είμαι εγώ για να ζητήσω από το Φαραώ να ελευθερώσει τους Ισραηλίτες;»

Ο Κύριος του είπε ότι θα τον στηρίξει στο δύσκολο έργο του και για να τον δεχτούν οι Ισραηλίτες ως αρχηγό τους και εκπρόσωπο του Θεού, αλλά και να πειστεί ο Φαραώ να αφήσει ελεύθερους τους συμπατριώτες του,  τον όπλισε με δύναμη να εκτελέσει τρία θαύματα που θα αποτελούσαν σημεία για την προέλευση του διορισμού του, και επειδή ήταν βραδύγλωσσος του έδωσε ως βοηθό τον αδερφό του Ααρών.

 

 

  

 

Η ΦΑΝΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ 

 

Η φανέρωση του Θεού ονομάζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας Θεοφάνεια και γίνεται πάντοτε με πρωτοβουλία του Θεού. Ο τρόπος, ο χρόνος και ο τόπος της φανέρωσής του είναι δική του επιλογή, ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος να καταλάβει ότι είναι ξεχωριστό γεγονός.

Ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο άμεσα όπως στο Μωυσή (προσωπική Θεοφάνεια), και έμμεσα μέσα από τα γεγονότα της ιστορίας. Ακόμη, αναπτύσσει με τον  άνθρωπο προσωπική σχέση και επικοινωνία, αφού συζητά μαζί του από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας, δείχνοντας έτσι πόσο τον τιμά.

 

 

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

Το όνομα του Θεού γράφεται στα εβραϊκά με τέσσερα γράμματα (Ιαβέ) και διαβάζεται Γιαχβέ. Όταν αργότερα (τον 3ο αι. π.Χ.) η Παλαιά Διαθήκη μεταφράστηκε στα ελληνικά το όνομα αποδόθηκε με τη φράση «εγώ ειμί ο Ων» και σημαίνει: ο ων, ο υπάρχων, ο ζων. Οι ιδιότητες του χαρακτηρίζονται με τα επίθετα: Παντογνώστης, Πάνσοφος, Παντοδύναμος, Παντοκράτωρ, που δημιούργησε τα πάντα, προνοεί, συντηρεί και κυβερνά τον κόσμο.

 

Όταν ο Θεός είπε στο Μωυσή το όνομα του, «εγώ ειμί ο Ων», φανέρωσε στους ανθρώπους ότι δεν είναι μια δύναμη αόριστη, που κατευθύνει τον κόσμο από μακριά, αλλά ότι είναι πρόσωπο, είναι Πατέρας γεμάτος αγάπη και στοργή για τα παιδιά του.

Κανένα όνομα ή λέξη που ερμηνεύει και αναφέρεται στον υλικό κόσμο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το Θεό. Τα ονόματα χρησιμοποιούνται για να ξεχωρίζουν όμοια όντα και πράγματα  μεταξύ τους. Όμως άλλος Θεός όμοιος δεν υπάρχει. Είναι παρών παντού και είναι πάντα κοντά μας. Με τη φανέρωση του στο Μωυσή, προετοίμασε τους ανθρώπους να καταλάβουν ποιος θα ήταν ο ρόλος του στην ιστορία του λαού του και ολοκλήρου του ανθρώπινου γένους.