ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΧΑΑΒ ΣΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛ - Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ

 

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΛΕΙ ΑΝΟΜΒΡΙΑ

ΚΑΙ Η ΦΥΓΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΧΕΙΜΑΡΡΟ ΧΟΡΡΑΘ

 

Ο προφήτης Ηλίας
στο χείμαρρο Χορράθ

Ο Αχαάβ, όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Αμβρί, κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ στον Ιούδα, ανέβηκε στο θρόνο του βασιλείου του Ισραήλ. Ο Αχαάβ έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, ξεπερνώντας στην ασέβεια όλους τους προκατόχους του. Και δεν του έφτανε αυτό, αλλά πήρε ακόμα για γυναίκα του την Ιεζάβελ, κόρη του Ιεθεβαάλ (Εθβαάλ), βασιλιά των Σιδωνίων, και λάτρεψε το Βάαλ και τον προσκύνησε. Έχτισε, μάλιστα, θυσιαστήριο στο Βάαλ, στον ομώνυμο ναό, που είχε χτίσει στη Σαμάρεια.

 

Την ίδια περίοδο εμφανίστηκε και ο προφήτης Ηλίας. Ο προφήτης, ως απεσταλμένος του Θεού, πηγαίνει στο βασιλιά Αχαάβ και προφητεύει ότι θ' ακολουθήσουν τρία χρόνια ανομβρίας στη χώρα. Έπειτα για ν' αποφύγει την οργή του Αχαάβ, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, κατέφυγε στο χείμαρρο Χορράθ, ανατολικά του Ιορδάνη. Εκεί οι κόρακες, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, του έφερναν ψωμί το πρωΐ και κρέας το βράδυ. Κι από το χείμαρρο έπινε νερό. Μετά όμως από μερικές ημέρες ξεράθηκε ο χείμαρρος, γιατί υπήρχε ανομβρία στη χώρα.

 

 

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΧΗΡΑ ΤΗΣ ΣΑΡΕΠΤΑ

 

Όταν ξεράθηκε ο χείμαρρος, ο προφήτης Ηλίας πήρε καινούρια εντολή από τον Κύριο, να πάει στη Σαρεπτά, στην περιοχή της Σιδώνας, και να μείνει εκεί. Ο Κύριος έδωσε εντολή σε μια χήρα να φροντίζει για την τροφή του προφήτη. Σηκώθηκε, λοιπόν, ο Ηλίας και πήγε στη Σαρεπτά.

Όταν έφτασε στην πύλη της πόλης, είδε μια χήρα που μάζευε ξύλα. Της φώναξε και της ζήτησε να του φέρει λίγο νερό σ' ένα κύπελλο για να πιει.  Ενώ αυτή πήγαινε να φέρει νερό, ο Ηλίας της φώναξε ξανά να του φέρει και λίγο ψωμί, από εκείνο που κρατούσε στο χέρι της. Εκείνη του απάντησε, ότι δεν είχε ψωμί, παρά μόνο μια χούφτα αλεύρι στο πιθάρι και λίγο λάδι στο δοχείο. Και ότι πήγε εκεί για να μαζέψει λίγα ξύλα, για να ετοιμάσει για κείνη και το γιο της ό,τι έχει απομείνει από το αλεύρι, και μετά να πεθάνουν από την πείνα.

Ο Ηλίας όμως της είπε να μην ανησυχεί και να πράξει όπως της είπε. Μόνο να φτιάξει πρώτα μια μικρή λαγάνα για κείνον κι έπειτα να φτιάξει για κείνη και το γιο της. Γιατί ο Κύριος είπε, ότι το πιθάρι με το αλεύρι δεν θ' αδειάσει και το λάδι στο δοχείο δεν θα λιγοστέψει, ως τη μέρα που ο Κύριος θα στείλει βροχή ξανά στη γη.

Πήγε, λοιπόν, η γυναίκα κι έκανε όπως της είπε ο προφήτης. Κι έμεινε ο Ηλίας στο σπίτι της και τρώγανε για πολλές μέρες. Πράγματι, το πιθάρι με το αλεύρι δεν άδειασε και το λάδι στο δοχείο δε λιγόστεψε, όπως ακριβώς είχε πει ο Κύριος μέσω του Ηλία.

 

Έπειτα από τα γεγονότα αυτά αρρώστησε ο γιος της γυναίκας. Η αρρώστια του ήταν πάρα πολύ βαριά, ώστε έσβησε πλέον η ζωή του. Τότε η γυναίκα είπε στον Ηλία: «Τι είμαι εγώ για σένα, άνθρωπε του Θεού; Ήρθες στο σπίτι μου για να θυμηθεί ο Κύριος της αμαρτίες μου και να θανατώσει το γιο μου;»

Τότε ο Ηλίας της ζήτησε να του φέρει το παιδί της. Το πήρε από την αγκαλιά της και το ανέβασε στο ανώγι, όπου έμενε ο ίδιος, και το ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι του. Προσευχήθηκε τότε στον Κύριο και του είπε, γιατί έκανε κακό στη χήρα που τον φιλοξενεί και άφησε να πεθάνει ο γιος της; Μετά φύσηξε πάνω στο παιδί τρεις φορές και προσευχήθηκε στον Κύριο να επιστρέψει πίσω η ψυχή του παιδιού.

Ο Κύριος άκουσε την επίκληση του Ηλία, ξαναγύρισε η ψυχή του παιδιού μέσα του και αναστήθηκε. Και τότε φώναξε δυνατά το παιδί. Ο Ηλίας πήρε το παιδί και το παρέδωσε στη μητέρα του, λέγοντας πως το παιδί της είναι ζωντανό. Εκείνη του απάντησε, ότι έχει πεισθεί πως είναι άνθρωπος του Θεού και πως ό,τι προφητεύει είναι πραγματικά λόγος του Κυρίου.

 

 

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΧΑΑΒ

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΙΕΡΕΙΣ ΤΟΥ ΒΑΑΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΣΤΑΡΤΗΣ

 

Ο προφήτης Ηλίας κάνει τη θυσία στον Κύριο

Μετά από πολύ καιρό, το τρίτο έτος της ξηρασίας, ο Κύριος έδωσε εντολή στον Ηλία να παρουσιαστεί στον Αχαάβ και του είπε ότι θα στείλει βροχή στη γη. Ξεκίνησε, λοιπόν, ο Ηλίας να πάει στον Αχαάβ, ενώ η πείνα λόγω της ανομβρίας είχε επιδεινωθεί στη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ εκείνες τις μέρες είχε καλέσει τον Αβδιού, τον αρχιοικονόμο του, ο οποίος σεβόταν πολύ τον Κύριο. Κι όταν η Ιεζάβελ είχε διατάξει να θανατώσουν τους προφήτες του Κυρίου, ο Αβδιού είχε πάρει εκατό προφήτες και τους είχε κρύψει από πενήντα σε δύο σπήλαια και τους προμήθευε ψωμί και νερό. Ο Αχαάβ, λοιπόν, είχε πει στον Αβδιού να πάνε σε όλες τις πηγές και στους χειμάρρους της χώρας, μήπως βρουν χορτάρι για να ταΐσουν τα άλογα και τα μουλάρια του παλατιού, πριν πεθάνουν μέσα στους στάβλους. Μοίρασαν, λοιπόν, τη χώρα ώστε να πάνε παντού. Ο Αχαάβ πήρε τον ένα δρόμο και ο Αβδιού πήρε τον άλλο δρόμο.

Στο δρόμο του ο Αβδιού συνάντησε τον προφήτη Ηλία. Ο Ηλίας του είπε να πάει και να πει στον κύριό του να τον συναντήσει. Ύστερα από τις αντιρρήσεις του Αβδιού, που φοβόταν μήπως η οργή του Αχαάβ πέσει πάνω του, ο Ηλίας τον καθησύχασε και τον διαβεβαίωσε πως η συνάντηση θα γίνει και δεν θα πάθει τίποτα. Έτσι ο Αβδιού πήγε και βρήκε τον Αχαάβ και του έδωσε το μήνυμα του προφήτη. Πράγματι ο Αχαάβ πήγε να συναντήσει τον Ηλία. Μόλις τον είδε, του είπε: «Εσύ είσαι που αναστατώνεις τον ισραηλιτικό λαό;» Ο Ηλίας του απάντησε: «Δεν αναστατώνω εγώ τον λαό, αλλά εσύ και η οικογένεια του πατέρα σου, επειδή αρνηθήκατε να υπακούσετε τις εντολές του Κυρίου και λατρέψατε το Βάαλ. Τώρα, λοιπόν, στείλε και συγκέντρωσε όλους τους Ισραηλίτες, στο όρος Κάρμηλος, όπως επίσης και τους 450 ιερείς του Βάαλ καθώς και τους 400 ιερείς των δασών της Αστάρτης, τους προστατευόμενους της βασίλισσας Ιεζάβελ».

 

Ο Αχαάβ συγκέντρωσε τους Ισραηλίτες και όλους τους ψευδοπροφήτες στο όρος Κάρμηλος. Ο Ηλίας πλησίασε το λαό και τους είπε, ως πότε θα αμφιταλαντεύεται ποιος θεός είναι ο αληθινός; Ο Κύριος ή ο Βάαλ; Εάν ο Κύριος είναι ο αληθινός Θεός ν' ακολουθήσουν αυτόν κι αν είναι ο Βάαλ ν' ακολουθήσουν εκείνον. Τους είπε ακόμη ότι είναι ο μόνος προφήτης του Κυρίου που απόμεινε στο βόρειο βασίλειο, ενώ οι προφήτες (ιερείς) του Βάαλ είναι 450 και 400 οι προφήτες των δασών της Αστάρτης. Ύστερα ζήτησε να φέρουν δύο μοσχάρια, το ένα για τους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης και το άλλο για τον ίδιο. Έπειτα να κομματιάσουν τα μοσχάρια και να τα βάλουν πάνω στα ξύλα, χωρίς όμως να βάλουν φωτιά. Το ίδιο θα κάνει κι εκείνος. Στο τέλος οι ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης θα επικαλεστούν το όνομα του θεού τους και ο ίδιος θα επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου. Όποιος θεός ακούσει την προσευχή και στείλει φωτιά στο θυσιαστήριο, αυτός θα είναι ο αληθινός θεός. Κι όλος ο λαός συμφώνησε μαζί του.

 

Τότε οι ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης πήραν το μοσχάρι, το ετοίμασαν για τη θυσία κι έπειτα προσευχήθηκαν στο Βάαλ να βάλει φωτιά στο θυσιαστήριο. Έτρεχαν και χοροπηδούσαν γύρω από το θυσιαστήριο παρακαλώντας το Βάαλ ν' απαντήσει στις προσευχές τους. Αλλά ο Βάαλ ούτε τους άκουγε ούτε τους απαντούσε.

Είχε φτάσει μεσημέρι και ο Ηλίας άρχισε να τους ειρωνεύεται και να τους εμπαίζει να φωνάξουν πιο δυνατά, γιατί θεός θα ήταν απασχολημένος ή θα κοιμόταν. Τότε εκείνοι άρχισαν να φωνάζουν πιο δυνατά και να κάνουν χαρακιές στο σώμα τους, όπως συνήθιζαν, με ξίφη και με λόγχες, ώσπου το αίμα άρχισε να τρέχει πάνω τους. Είχε φτάσει απόγευμα αλλά καμιά φωνή ή απάντηση δεν ερχόταν, ούτε κάποιο σημάδι ότι είχαν εισακουστεί.

 

Ο προφήτης Ηλίας
και οι ιερείς του Βάαλ

Τότε ο Ηλίας είπε στους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης ν' απομακρυνθούν και ετοίμασε κι αυτός το μοσχάρι για το ολοκαύτωμα. Είπε τότε στο λαό να πλησιάσει. Πήρε τότε δώδεκα πέτρες, όσες ήταν οι φυλές του Ισραήλ, και ξανάχτισε το θυσιαστήριο του Κυρίου, που είχε καταστραφεί. Ήταν το θυσιαστήριο στο οποίο ο Κύριος είχε δώσει στον Ιακώβ τ' όνομα Ισραήλ. Ύστερα έκανε γύρω από το θυσιαστήριο ένα μεγάλο αυλάκι. Στοίβαξε τα ξύλα πάνω στο θυσιαστήριο, κομμάτιασε το μοσχάρι και το τοποθέτησε πάνω στα ξύλα. Ύστερα ζήτησε να φέρουν τέσσερις κάδους νερό και να τους χύσουν πάνω στα ξύλα. Αυτό το επανέλαβαν άλλες δύο φορές και το νερό έτρεξε γύρω από το θυσιαστήριο, και γέμισε το αυλάκι.

Ο Ηλίας προσευχήθηκε με μεγάλη κραυγή στον ουρανό και ζήτησε από τον Κύριο ν' ακούσει την προσευχή του και να στείλει φωτιά στο θυσιαστήριο, ώστε να μάθει ο λαός ότι αυτός είναι ο Κύριος, ο μόνος αληθινός θεός. Τότε έπεσε φωτιά από τον ουρανό και έκαψε εντελώς το ολοκαύτωμα και τα ξύλα, κι έκαψε ακόμα τις πέτρες και το χώμα, καθώς και το νερό που υπήρχε στο αυλάκι. Όταν ο λαός είδε αυτό το θαυμαστό γεγονός, έπεσε στο έδαφος και προσκύνησε τον Κύριο. Τότε ο Ηλίας είπε στο λαό να συλλάβουν τους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης, και ύστερα τους πήγαν στο χείμαρρο Κισσών και τους έσφαξαν εκεί.

 

 

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΚΑΤΑΦΕΥΓΕΙ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΧΩΡΗΒ

 

Στη συνέχεια ο προφήτης Ηλίας ανήγγειλε στον Αχαάβ το τέλος της ξηρασίας. Σε λίγη ώρα τα σύννεφα σκοτείνιασαν τον ουρανό και ξέσπασε μεγάλη βροχή. Ο Αχαάβ στο μεταξύ διηγήθηκε στην Ιεζάβελ όλα όσα έκανε ο Ηλίας και πώς κατέσφαξε όλους τους προφήτες του Βάαλ και της Αστάρτης. Τότε εκείνη οργισμένη έστειλε αγγελιοφόρο στον Ηλία και τον απείλησε με θάνατο για όσα έκανε.

Ο Ηλίας για να γλιτώσει τη ζωή του, έφυγε και πήγε στο βουνό του Θεού, το Χωρήβ. Εκεί βρήκε καταφύγιο σε μια σπηλιά. Εκεί του παρουσιάστηκε ο Κύριος και τον έστειλε να πάει στη Δαμασκό και να χρίσει ως βασιλιά της Συρίας, τον Αζαήλ. Μετά να χρίσει τον Ιού, γιο του Ναμεσσί, ως βασιλιά στον Ισραήλ και τον Ελισαίο, γιο του Σαφάτ, να τον χρίσει προφήτη για να τον διαδεχτεί.

Όταν ο Ηλίας αναχώρησε από εκεί, συνάντησε τον Ελισαίο, γιο του Σαφάτ, που όργωνε. Μπροστά του πήγαιναν δώδεκα ζευγάρια βόδια κι εκείνος οδηγούσε το δωδέκατο. Ο Ηλίας τον πλησίασε και του πέταξε πάνω του το μανδύα του.

Τότε ο Ελισαίος κατανόησε αυτή την πράξη, άφησε τα βόδια κι έτρεξε πίσω από τον Ηλία. Τον παρακάλεσε να πάει ν' αποχαιρετήσει τον πατέρα του και μετά θα τον ακολουθήσει. Έτσι ο Ελισαίος πήρε τα βόδια του και τα θυσίασε στον Κύριο. Με τα ξύλα του αλετριού έβρασε το κρέας και το μοίρασε στο λαό κι έφαγαν. Ύστερα ακολούθησε τον Ηλία κι έγινε υπηρέτης του.

 

 

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΕΛΕΓΧΕΙ ΤΟΝ ΑΧΑΑΒ ΓΙΑ ΤΟ ΦΟΝΟ ΤΟΥ ΝΑΒΟΥΘΑΙ

 

Ο προφήτης Ηλίας ελέγχει τον Αχαάβ

Μετά απ' αυτά τα γεγονότα ο Ναβουθαί, που καταγόταν από την Ιεζράελ, είχε ένα αμπελώνα κοντά στο ανάκτορο του Αχαάβ. Μια μέρα ο Αχαάβ ζήτησε από το Ναβουθαί να του δώσει τον αμπελώνα, επειδή ήταν κοντά στο ανάκτορό του. Ως αντάλλαγμα θα του έδινε έναν άλλο αμπελώνα, καλύτερο απ' αυτόν ή το αντίτιμό του εάν προτιμούσε.

Ο Ναβουθαί αρνήθηκε να παραχωρήσει την προγονική του κληρονομιά. Έτσι η γυναίκα του Αχαάβ, η Ιεζάβελ, έστειλε ένα έγγραφο εξ ονόματος του Αχαάβ, στους πρεσβυτέρους και στους άρχοντες της Ιεζράελ, και τους συνιστούσε να κηρύξουν νηστεία στην πόλη κι έπειτα να θέσουν το Ναβουθαί ως κατηγορούμενο ενώπιον του λαού. Να βάλουν και δύο διεφθαρμένους ανθρώπους να ψευδομαρτυρήσουν εναντίον του και να τον κατηγορήσουν ότι βλασφήμησε το Θεό και το βασιλιά, έτσι ώστε να καταδικαστεί σε θάνατο.

Οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες της Ιεζράελ έκαναν όπως τους παρήγγειλε η Ιεζάβελ. Ο Ναβουθαί καταδικάστηκε για βλασφημία και τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό. Όταν ο Αχαάβ έμαθε από την Ιεζάβελ ότι ο Ναβουθαί πέθανε, έσχισε τα ρούχα του και φόρεσε ένα σάκκο ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Έπειτα όμως πήγε στον αμπελώνα του Ναβουθαί για να τον πάρει στην κατοχή του.

 

Τότε ο Κύριος είπε στον Ηλία να πάει να συναντήσει τον Αχαάβ, που εκείνη την ώρα βρισκόταν στον αμπελώνα του Ναβουθαί και να του πει: «Επειδή φόνευσες τον Ναβουθαί και πήρες τον αμπελώνα του, ο Κύριος λέει ότι, στον τόπο που οι χοίροι και τα σκυλιά έγλυψαν το αίμα του Ναβουθαί, στον ίδιο τόπο θα γλύψουν και το δικό σου αίμα και οι πόρνες θα λουστούν στο αίμα σου».

Ο Ηλίας μετέφερε στον Αχαάβ τα λόγια του Κυρίου. Του είπε ακόμη ότι επειδή με τις πράξεις του δυσαρέστησε κι εξόργισε τον Κύριο, και παρέσυρε και το λαό στην αμαρτία, γι' αυτό ο Κύριος θα του προξενήσει συμφορές και θα εξολοθρεύσει την οικογένειά του, όπως έκανε με τις οικογένειες του Ιεροβοάμ και του Βαασά. Όσο για την Ιεζάβελ, ο Κύριος είπε: «τα σκυλιά θα φάνε την Ιεζάβελ μπροστά στο τείχος της Ιζράελ».

 

Όταν ο Αχαάβ άκουσε τα λόγια του Ηλία, έσκισε τα ρούχα του, ντύθηκε πένθιμα φορώντας ένα σάκκο και περιφερόταν κλαίγοντας. Κι επειδή ο Αχαάβ είχε νηστέψει και είχε πενθίσει το φόνο του Ναβουθαί, ο Κύριος είπε στον Ηλία: «Είδες πώς ταπεινώθηκε ο Αχαάβ ενώπιόν μου; Επειδή λοιπόν ταπεινώθηκε, δε θα καταστρέψω την οικογένειά του στις μέρες του, αλλά στις μέρες του γιου του».

 

 

Ζ) Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΧΑΑΒ ΣΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛ

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΡΙΟΥΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΧΑΑΒ

 

Επί βασιλείας Αχαάβ οι Σύριοι προσπάθησαν να εισβάλουν στο βασίλειο του Ισραήλ δύο φορές, απωθήθηκαν όμως, την πρώτη στη Σαμάρεια και τη δεύτερη στην Αφέκ. Έτσι ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ), βασιλιάς των Συρίων, συγκέντρωσε όλο το στρατό του, που αποτελούνταν από συμμαχία 32 βασιλιάδων, με ιππικό και πολεμικά άρματα, και πολιόρκησε την πόλη της Σαμάρειας, με σκοπό να την κυριέψει. Στη μάχη που ακολούθησε οι Ισραηλίτες ανάγκασαν τους Σύριους να υποχωρήσουν και τους έτρεψαν σε φυγή. Έπειτα τους καταδίωξαν και ο Σύρος βασιλιάς σώθηκε ανεβαίνοντας πάνω στο άλογο κάποιου στρατιώτη. Ο στρατός του Αχαάβ επέφερε μεγάλη καταστροφή στους Σύρους και πήραν ως λάφυρα πολλά άλογα και άρματα.

 

Μετά από ένα χρόνο ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) συγκέντρωσε στρατό και εκστράτευσε εναντίον της Αφέκ για να πολεμήσει τους Ισραηλίτες. Ο στρατός του Αχαάβ είχε προετοιμαστεί και είχε ανεφοδιαστεί. Οι δύο στρατοί έμειναν στρατοπεδευμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον εφτά μέρες. Την έβδομη μέρα άρχισε η μάχη και οι Ισραηλίτες θανάτωσαν 100.000 πεζούς Σύριους. Όσοι επέζησαν κατέφυγαν στην Αφέκ, αλλά το τείχος της πόλης έπεσε πάνω τους και σκοτώθηκαν άλλοι 27.000 Σύριοι στρατιώτες.

Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) τράπηκε σε φυγή και στη συνάντηση που είχε με τον Αχαάβ, του επέστρεψε όλες τις πόλεις που είχε πάρει ο πατέρας του από τον πατέρα του και του έδωσε το δικαίωμα να χτίσει για τον εαυτό του αγορές στη Δαμασκό, όπως είχε ο πατέρας μου στη Σαμάρεια. Με αυτή τη συμφωνία ο Αχαάβ συμφώνησε και τον άφησε ελεύθερο.

 

Η πόλη Ρεμμάθ (Ραμώθ) της Γαλαάδ την εποχή του βασιλιά Αχαάβ είχε καταλειφθεί από τους Σύριους. Ο Αχαάβ, ο βασιλιάς του Ισραήλ, συμφώνησε με τον Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα, να πολεμήσουν μαζί στη Γαλαάδ για να πάρουν πίσω τη Ρεμμάθ (Ραμώθ) από τους Σύριους. Στην εκστρατεία του Αχαάβ συνέβαλαν και οι ψευδοπροφήτες του με τις ευνοϊκές τους προβλέψεις, παρά τις αντίθετες προβλέψεις του προφήτη Μιχαία.

Έτσι ο Αχαάβ, βασιλιάς του Ισραήλ, και ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα, πήγαν στη Γαλαάδ για να πάρουν από τους Σύριους τη Ρεμμάθ (Ραμμώθ). Ο Αχαάβ είπε στον Ιωσαφάτ, ότι θα πάρει τη στολή ενός στρατιώτη και θα πάει να πολεμήσει ως ένας απλός στρατιώτης και πρότεινε στον Ιωσαφάτ να φορέσει τη δική του βασιλική στολή. Έτσι ο Αχαάβ μπήκε στη μάχη ντυμένος ως απλός στρατιώτης. Ο βασιλιάς των Συρίων είχε δώσει στους 32 αρχηγούς των πολεμικών αρμάτων του ρητή διαταγή να μη χτυπήσουν κανέναν, ούτε απλό στρατιώτη ούτε αξιωματικό, παρά μόνο το βασιλιά του Ισραήλ.

Οι αρχηγοί των πολεμικών αρμάτων, όταν είδαν τον Ιωσαφάτ θεώρησαν πως αυτός ήταν ο βασιλιάς του Ισραήλ κι έτρεξαν καταπάνω του να τον χτυπήσουν. Αλλά ο Ιωσαφάτ έβγαλε μια πολεμική κραυγή και οι αρχηγοί των πολεμικών αρμάτων, όταν είδαν ότι δεν ήταν αυτός ο βασιλιάς του Ισραήλ, σταμάτησαν να τον καταδιώκουν. Αλλά ένας από αυτούς τέντωσε το τόξο και το βέλος τυχαία χτύπησε τον Αχαάβ και τον σκότωσε. Έτσι με το θάνατο του Αχαάβ σταμάτησε ο πόλεμος εναντίον των Συρίων.

Μετά πήραν το σώμα του Αχαάβ και το έφεραν στη Σαμάρεια, όπου το έθαψαν εκεί. Στην πηγή της Σαμάρειας, όπου έπλυναν το άρμα του βασιλιά, εκεί πήγαιναν οι χοίροι και τα σκυλιά κι έγλυφαν το αίμα του, ενώ οι πόρνες λουζόντουσαν στο νερό της πηγής, όπου υπήρχε ακόμη το αίμα του Αχαάβ, όπως είχε πει ο Κύριος με τον προφήτη Ηλία στον Αχαάβ.