ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α'- ΚΕΦ. 27-31

 

 

Η ΦΥΓΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΥΣ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27- Ο ΔΑΒΙΔ ΚΑΤΑΦΕΥΓΕΙ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΥΣ

                                    Ο Δαβίδ καταφεύγει στους Φιλισταίους

Α Βασ. 27,1        Καὶ εἶπε Δαυὶδ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ λέγων· νῦν προστεθήσομαι ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ εἰς χεῖρας Σαούλ, καὶ οὐκ ἔστι μοι ἀγαθόν, ἐὰν μὴ σωθῶ εἰς γῆν ἀλλοφύλων καὶ ἀνῇ Σαοὺλ τοῦ ζητεῖν με εἰς πᾶν ὅριον Ἰσραήλ, καὶ σωθήσομαι ἐκ χειρὸς αὐτοῦ.

Α Βασ. 27,1               Ο Δαυίδ εσκέφθη και είπε καθ' εαυτόν· “θα έλθη, φαίνεται, κάποια ημέρα, κατά την οποίαν θα πέσω εις τα χέρια του Σαούλ, πράγμα το οποίον δεν είναι καθόλου καλόν οι εμέ. Καλύτερα να φύγω και να σωθώ εις την γην των αλλοφύλων και έτσι ο Σαούλ θα σταματήση να με αναζητή μέσα εις τα όρια της χώρας των Ισραηλιτών και θα γλυτώσω από τα χέρια του”.

Α Βασ. 27,2        καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ οἱ ἑξακόσιοι ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθη πρὸς Ἀγχοῦς υἱὸν Ἀμμὰχ βασιλέα Γέθ.

Α Βασ. 27,2              Εξεκίνησεν ο Δαβίδ και οι εξακόσιοι άνδρες μαζή του και επορεύθησαν προς τον Αγχούς, τον υιόν του Αμμάχ, βασιλέα της Γέθ.

Α Βασ. 27,3        καὶ ἐκάθισε Δαυὶδ μετὰ Ἀγχοῦς, αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ, ἕκαστος καὶ ὁ οἶκος αὐτοῦ, καὶ Δαυὶδ καὶ ἀμφότεραι αἱ γυναῖκες αὐτοῦ, Ἀχινὰαχ Ἰεζραηλῖτις καὶ Ἀβιγαία ἡ γυνὴ Νάβαλ τοῦ Καρμηλίου.

Α Βασ. 27,3              Ο Δαυίδ μαζή με τους εξακοσίους άνδρας του εγκατεστάθη εκεί, εις την περιοχήν του Αγχούς, ο καθένας με την οικογένειάν του. Και ο Δαυίδ είχε μαζή του και τας δύο συζύγους του, την Αχινάαμ την Ιεσραηλίτιδα, και την Αβιγαίαν την σύζυγον του Ναβαλ του Καρμηλίου.

Α Βασ. 27,4        καὶ ἀνηγγέλη τῷ Σαοὺλ ὅτι πέφευγε Δαυὶδ εἰς Γέθ, καὶ οὐ προσέθετο ἔτι ζητεῖν αὐτόν.

Α Βασ. 27,4              Ανηγγέλθη δε στον Σαούλ ότι έχει φύγει πλέον ο Δαυίδ από την χώραν του Ισραήλ εις την χώραν της Γεθ και έτσι ο Σαούλ έπαυσε πλέον να τον αναζητή και να τον καταδιώκη.

Α Βασ. 27,5        καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀγχοῦς· εἰ δή εὕρηκεν ὁ δοῦλός σου χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, δότωσαν δή μοι τόπον ἐν μιᾷ τῶν πόλεων τῶν κατ᾿ ἀγρὸν καὶ καθήσομαι ἐκεῖ· καὶ ἱνατί κάθηται ὁ δοῦλός σου ἐν πόλει βασιλευομένη μετὰ σοῦ;

Α Βασ. 27,5              Είπε δε ο Δαυίδ προς τον Αγχούς· “εάν εγώ ο δούλος σου ευρήκα χάριν ενώπιόν σου, ας μου δώσης ως τοπον εγκαταστάσεώς μου μίαν από τας αγροτικάς πόλεις, δια να καθήσω εκεί. Διατί να κάθημαι εγώ ο δούλός σου εις την πόλιν αυτήν, όπου συ ως βασιλεύς έχεις την έδραν σου;”

Α Βασ. 27,6        καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τὴν Σεκελάκ· διὰ τοῦτο ἐγενήθη Σεκελὰκ τῷ βασιλεῖ τῆς Ἰουδαίας ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Α Βασ. 27,6              Πράγματι ο Αγχούς παρεχώρησεν εις αυτόν κατά την ημέραν εκείνην την πόλιν Σεκελάκ. Δια τούτο δε η πόλις Σεκελάκ ανήκει μέχρι της ημέρας που γράφονται αυτά, στον βασιλέα της Ιουδαίας.

Α Βασ. 27,7        καὶ ἐγενήθη ὁ ἀριθμὸς τῶν ἡμερῶν, ὧν ἐκάθισε Δαυὶδ ἐν ἀγρῷ τῶν ἀλλοφύλων τέσσαρας μῆνας.

Α Βασ. 27,7              Εμεινεν ο Δαυίδ εις την αγροτικήν εκείνην περιοχήν των Φιλισταίων επί τέσσαρες μήνας.

Α Βασ. 27,8        καὶ ἀνέβαινε Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ καὶ ἐπετίθεντο ἐπὶ πάντα τὸν Γεσιρὶ καὶ ἐπὶ τὸν Ἀμαληκίτην· καὶ ἰδοὺ ἡ γῆ κατῳκεῖτο ἀπὸ ἀνηκόντων ἡ ἀπὸ Γελαμψοὺρ τετειχισμένων καὶ ἕως γῆς Αἰγύπτου.

Α Βασ. 27,8              Από εκεί εξήρχετο ο Δαυίδ και οι άνδρες του και έκαναν επιδρομάς εναντίον της φυλής Γεσιρί και των Αμαληκιτών. Η δε περιοχή, την οποίαν κατοικούσαν οι ανήκοντες εις τας φυλάς αυτάς, εξετείνετο από τα οχυρά της Γελαμψούρ μέχρι της χώρας Αιγύπτου.

Α Βασ. 27,9        καὶ ἔτυπτε τὴν γῆν καὶ οὐκ ἐζωογόνει ἄνδρα ἢ γυναῖκα καὶ ἐλάμβανον ποίμνια καὶ βουκόλια καὶ ὄνους καὶ καμήλους καὶ ἱματισμόν, καὶ ἀνέστρεψαν καὶ ἤρχοντο πρὸς Ἀγχοῦς.

Α Βασ. 27,9              Ο Δαυίδ έκανεν επιδρομάς εις την χώραν αυτήν, εκτυπούσε τους κατοίκους, εθανάτωνεν άνδρας και γυναίκας και έπαιρνε τα πρόβατα, τα βόδια, τους όνους, τας καμήλους, τα ενδύματα και επέστρεφαν πάλιν προς τον Αγχούς.

Α Βασ. 27,10      καὶ εἶπεν Ἀγχοῦς πρὸς Δαυίδ· ἐπὶ τίνα ἐπέθεσθε σήμερον; καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀγχοῦς· κατὰ νότον τῆς Ἰουδαίας καὶ κατὰ νότον Ἰεσμεγὰ καὶ κατὰ νότον τοῦ Κενεζί.

Α Βασ. 27,10            Ο Αγχούς ηρώτα τον Δαυίδ· “εναντίον τίνος σήμερον έχεις επιτεθή;” Και ο Δαυίδ έλεγε προς τον Αγχούς· “στο νότια μέρη της Ιουδαίας, προς νότον Ιεσμεγά και προς νότον των Κενεζαίων”.

Α Βασ. 27,11      καὶ ἄνδρα καὶ γυναῖκα οὐκ ἐζωογόνησα τοῦ εἰσαγαγεῖν εἰς Γὲθ λέγων· μὴ ἀναγγείλωσιν εἰς Γὲθ καθ᾿ ἡμῶν λέγοντες· τάδε Δαυὶδ ποιεῖ, καὶ τόδε τὸ δικαίωμα αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ἐκάθητο Δαυὶδ ἐν ἀγρῷ τῶν ἀλλοφύλων.

Α Βασ. 27,11             Δεν άφηνεν εν τη ζωή ούτε άνδρα ούτε γυναίκα, δια να μη έλθουν ζώντες εις Γέθ, μήπως τυχόν, όπως έλεγε· “και καταθέσουν καταμαρτυρίαν εναντίον ημών λέγοντες· Ιδού, αυτά και αυτά πράττει ο Δαυίδ. Ιδού ο τρόπος της ενεργείας του Δαυίδ καθ' όλον το διάστημα, που παρέμενεν εις την περιοχήν των Φιλισταίων”.

Α Βασ. 27,12      καὶ ἐπιστεύθη Δαυὶδ ἐν τῷ Ἀγχοῦς σφόδρα λέγων· ᾔσχυνται αἰσχυνόμενος ἐν τῷ λαῷ αὐτοῦ ἐν Ἰσραὴλ καὶ ἔσται μοι δοῦλος εἰς τὸν αἰῶνα.

Α Βασ. 27,12            Ετσι δε ο Δαυίδ απέκτησε πολύ μεγάλην εμπιστοσύνην εκ μέρους του Αγχούς, διότι αυτός εσκέπτετο και έλεγε· “ο Δαυίδ πολεμών εναντίον των Ισραηλιτών έχει μισηθή από τους Ισραηλίτας. Δια τούτο δε και θα είναι εις εμέ παντοτεινός υπηρέτης και δούλος”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28- Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ  

Ο ΣΑΟΥΛ ΚΑΙ Η ΜΑΝΤΙΣΣΑ

                                    Προετοιμασία των Φιλισταίων εναντίον του Ισραήλ

Α Βασ. 28,1        Καὶ ἐγενήθη ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ συναθροίζονται ἀλλόφυλοι ἐν ταῖς παρεμβολαῖς αὐτῶν ἐξελθεῖν πολεμεῖν μετὰ Ἰσραήλ, καὶ εἶπεν Ἀγχοῦς πρὸς Δαυίδ· γινώσκων γνώσῃ ὅτι μετ᾿ ἐμοῦ ἐξελεύσῃ εἰς πόλεμον σὺ καὶ οἱ ἄνδρες σου.

Α Βασ. 28,1               Κατά τας ημέρας εκείνας συνηθροίσθησαν τα επί μέρους στρατεύματα των Φιλισταίων εις μίαν στρατιάν, δια να πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών. Ο Αγχούς είπε τότε προς τον Δαυίδ· “γνωρίζεις βέβαια καλά, ότι θα εξέλθης εις πόλεμον συ και οι άνδρες σου μαζή με εμέ”.

Α Βασ. 28,2        καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀγχοῦς· οὕτω νῦν γνώσῃ ἃ ποιήσει ὁ δοῦλός σου· καὶ εἶπεν Ἀγχοῦς πρὸς Δαυίδ· οὕτως ἀρχισωματοφύλακα θήσομαί σε πάσας τὰς ἡμέρας.

Α Βασ. 28,2              Ο Δαυίδ απήντησε προς τον Αγχούς· “έτσι τώρα θα μάθης καλύτερα εκείνα τα κατορθώματα, τα οποία θα πραγματοποιήση ο δούλος σου”. Ο Αγχούς απήντησε προς τον Δαυίδ· “και εγώ σε εγκαθιστώ αρχηγόν της προσωπικής μου σωματοφυλακής”.

 

                                    Ο Σαούλ συμβουλεύεται τη μάντισσα

Α Βασ. 28,3        Καὶ Σαμουὴλ ἀπέθανε, καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς Ἰσραὴλ καὶ θάπτουσιν αὐτὸν ἐν Ἀρμαθαὶμ ἐν πόλει αὐτοῦ. καὶ Σαοὺλ περιεῖλε τοὺς ἐγγαστριμύθους καὶ τοὺς γνώστας ἀπὸ τῆς γῆς.

Α Βασ. 28,3              Ο Σαμουήλ απέθανεν, όπως προηγουμένως ελέχθη, όλοι δε οι Ισραηλίται εθρήνησαν αυτόν μετά κοπετών και δακρύων και τον έθαψαν εις την πόλιν Αρμαθαίμ. Πριν η αποθάνη ο Σαμουήλ, ο Σαούλ είχε καταδιώξει τους εγγαστριμύθους και εκείνους, οι οποίοι εκαλούσαν, δήθεν, νεκρούς από τον άδην.

Α Βασ. 28,4        καὶ συναθροίζονται οἱ ἀλλόφυλοι καὶ ἔρχονται καὶ παρεμβάλλουσιν εἰς Σωμάν, καὶ συναθροίζει Σαοὺλ πάντα ἄνδρα Ἰσραήλ, καὶ παρεμβάλλουσιν εἰς Γελβουέ.

Α Βασ. 28,4              ΟΙ Φιλισταίοι λοιπόν συνηθροίσθησαν, ήλθον και εστρατοπέδευσαν εις την πόλιν Σωμάν. Ο δε Σαούλ συνεκέντρωσεν όλους τους Ισραηλίτας πολεμιστάς, οι οποίοι και εστρατοπέδευσαν απέναντι στο όρος Γελβουέ.

Α Βασ. 28,5        καὶ εἶδε Σαοὺλ τὴν παρεμβολὴν τῶν ἀλλοφύλων καὶ ἐφοβήθη, καὶ ἐξέστη ἡ καρδία αὐτοῦ σφόδρα.

Α Βασ. 28,5              Ο Σαούλ είδε το στρατόπεδον των Φιλισταίων και κατελήφθη από φόβον. Εδειλίασεν η καρδία του πάρα πολύ.

Α Βασ. 28,6        καὶ ἐπηρώτησε Σαοὺλ διὰ Κυρίου, καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ Κύριος ἐν τοῖς ἐνυπνίοις καὶ ἐν τοῖς δήλοις καὶ ἐν τοῖς προφήταις.

Α Βασ. 28,6              Ηθέλησε να μάθη δια την έκβασιν του πολέμου και ηρώτησε τον Κυριον. Ο Κυριος όμως δεν απήντησεν εις αυτόν, ούτε με τα ενύπνια, ούτε με την “δήλωσιν” και την “αλήθειαν”, ούτε με κανέναν από τους προφήτας.

Α Βασ. 28,7        καὶ εἶπε Σαοὺλ τοῖς παισὶν αὐτοῦ· ζητήσατέ μοι γυναῖκα ἐγγαστρίμυθον, καὶ πορεύσομαι πρὸς αὐτὴν καὶ ζητήσω ἐν αὐτῇ· καὶ εἶπαν οἱ παῖδες αὐτοῦ πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ γυνὴ ἐγγαστρίμυθος ἐν Ἀενδώρ.

Α Βασ. 28,7              Είπε τότε ο Σαούλ στους δούλους του· “αναζητήσατε και φροντίσατε να μου βρήτε γυναίκα μάντισσαν, δια να μεταβώ προς αυτήν και να την συμβουλευθώ”. Είπαν οι δούλοι του προς αυτόν· “ιδού, υπάρχει μία μάντισσα εις Αενδώρ”.

Α Βασ. 28,8        καὶ συνεκαλύψατο Σαοὺλ καὶ περιεβάλετο ἱμάτια ἕτερα καὶ πορεύεται αὐτὸς καὶ δύο ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἔρχονται πρὸς τὴν γυναῖκα νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτῇ· μάντευσαι δή μοι ἐν τῷ ἐγγαστριμύθῳ καὶ ἀνάγαγέ μοι ὃν ἐὰν εἴπω σοι.

Α Βασ. 28,8              Μετημφιέσθη ο Σαούλ, έβγαλε τα βασιλικά ενδύματα και εφόρεσεν άλλα και με δύο άνδρας μαζή του ήλθον προς την γυναίκα την μάντισσαν κατά το διάστημα της νυκτός και ο Σαουλ της είπε· “φανέρωσε σε παρακαλώ, εις ημάς το μέλλον φέρουσα από τον άδην πνεύμα, το οποίον εγώ θα σου είπω και το οποίον θα ομιλήση δια της κοιλίας σου”.

Α Βασ. 28,9        καὶ εἶπεν αὐτῷ ἡ γυνή· ἰδοὺ δὴ σὺ οἶδας ὅσα ἐποίησε Σαούλ, ὡς ἐξωλόθρευσε τοὺς ἐγγαστριμύθους καὶ τοὺς γνώστας ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ ἱνατί σὺ παγιδεύεις τὴν ψυχήν μου θανατῶσαι αὐτήν;

Α Βασ. 28,9              Απήντησε προς αυτόν η μάντισσα· “συ γνωρίζεις πολύ καλά όσα έκαμε εναντίον των μάντεων ο Σαούλ, πως δηλαδή εξωλόθρευσε τους μάντεις και εκείνους οι οποίοι γνωρίζουν να καλούν πνεύματα από την γην. Διατί λοιπόν συ εκθέτεις εις παγίδα κινδύνου την ζωήν μου, ώστε να με θανατώση ο Σαούλ;”

Α Βασ. 28,10      καὶ ὤμοσεν αὐτῇ Σαοὺλ λέγων· ζῇ Κύριος, εἰ ἀπαντήσεταί σοι ἀδικία ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ.

Α Βασ. 28,10            Ο Σαουλ ωρκίσθη εις την γυναίκα και είπε· “ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον ότι κανένα απολύτως κακόν δεν θα επέλθη εις σε από αυτήν την πράξιν σου.

Α Βασ. 28,11      καὶ εἶπεν ἡ γυνή· τίνα ἀναγάγω σοι; καὶ εἶπε· τὸν Σαμουὴλ ἀνάγαγέ μοι.

Α Βασ. 28,11             Η γυνή ηρώτησε· “ποιόν θέλεις από τους νεκρούς να καλέσω;” Και ο Σαουλ είπε· “κάλεσέ μου τον Σαμουήλ”.

Α Βασ. 28,12      καὶ εἶδεν ἡ γυνὴ τὸν Σαμουὴλ καὶ ἀνεβόησε φωνῇ μεγάλῃ· καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ πρὸς Σαούλ· ἱνατί παρελογίσω με; καὶ σὺ εἶ Σαούλ.

Α Βασ. 28,12            Η γυνή είδε τον Σαμουήλ να ανεβαίνη και έκραξε με φωνήν μεγάλην και είπεν η γυναίκα προς τον Σαούλ· “διατί με εξηπάτησες; Συ είσαι ο Σαούλ” !

Α Βασ. 28,13      καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ βασιλεύς· μὴ φοβοῦ, εἰπὸν τίνα ἑώρακας. καὶ εἶπεν αὐτῷ ἡ γυνή· θεοὺς ἑώρακα ἀναβαίνοντας ἐκ τῆς γῆς.

Α Βασ. 28,13            Ο βασιλεύς της απήντησε· “μη φοβήσαι. Πές μου ποιόν είδες”. Είπεν εις αυτόν η γυναίκα· “εγώ είδα θεούς να αναβαίνουν από την γην”.

Α Βασ. 28,14      καὶ εἶπεν αὐτῇ· τί ἔγνως; καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἄνδρα ὄρθιον ἀναβαίνοντα ἐκ τῆς γῆς, καὶ οὗτος διπλοΐδα ἀναβεβλημένος. καὶ ἔγνω Σαούλ, ὅτι οὗτος Σαμουήλ, καὶ ἔκυψεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

Α Βασ. 28,14            Ο βασιλεύς την ηρώτησε· “τι ακριβώς είδες;” Εκείνη απήντησεν· “είδα ένα όρθιον άνδρα να ανεβαίνη από τον άδην και αυτός ήτο ενδεδυμένος διπλοΐδα”. Αμέσως ο Σαουλ αντελήφθη ότι αυτός ήτο ο Σαμουήλ. Εσκυψε μέχρις εδάφους το πρόσωπόν του και επροσκύνησε τον Σαμουήλ.

Α Βασ. 28,15      καὶ εἶπε Σαμουήλ· ἱνατί παρηνώχλησάς μοι ἀναβῆναί με; καὶ εἶπε Σαούλ· θλίβομαι σφόδρα, καὶ οἱ ἀλλόφυλοι πολεμοῦσιν ἐν ἐμοί, καὶ ὁ Θεὸς ἀφέστηκεν ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ οὐκ ἐπακήκοέ μοι ἔτι καὶ ἐν χειρὶ τῶν προφητῶν καὶ ἐν τοῖς ἐνυπνίοις· καὶ νῦν κέκληκά σε γνωρίσαι μοι τί ποιήσω.

Α Βασ. 28,15            Ο Σαμουήλ είπε προς τον Σαούλ· “διατί με ηνώχλησες και με εκάλεσες να αναβώ εδώ;” Απήντησεν ο Σαούλ· “ευρίσκομαι υπό το κράτος μεγάλης θλίψεως. Οι αλλόφυλοι πολεμούν εναντίον μου, ο Θεός έχει απομακρυνθή από εμέ, δεν με ακούει πλέον, αν και τον παρακαλώ προς τούτο. Δεν μου απαντά ούτε δια των προφητών ούτε με τα ενύπνια. Και τώρα σε έχω καλέσει, δια να μου καταστήσης γνωστόν και να με συμβουλεύσης τι πρέπει να κάμω”.

Α Βασ. 28,16      καὶ εἶπε Σαμουήλ· ἱνατί ἐπερωτᾷς με; καὶ Κύριος ἀφέστηκεν ἀπὸ σοῦ καὶ γέγονε μετὰ τοῦ πλησίον σου·

Α Βασ. 28,16            Ο Σαμουήλ του απήντησε· “διατί με ερωτάς; Εγώ δεν ημπορώ πλέον εις τίποτε να σε βοηθήσω, διότι ο Κυριος έχει απομακρυνθή από σε και συμπαρίσταται προστάτης και βοηθός του πλησίον σου, δηλαδή του Δαυίδ.

Α Βασ. 28,17      καὶ πεποίηκε Κύριός σοι καθὼς ἐλάλησε Κύριος ἐν χειρί μου, καὶ διαῤῥήξει Κύριος τὴν βασιλείαν σου ἐκ χειρός σου καὶ δώσει αὐτὴν τῷ πλησίον σου τῷ Δαυίδ.

Α Βασ. 28,17            Ο Κυριος έκαμεν εναντίον σου ο,τι είχε προφητεύσει δι' εμού. Θα διαρρήξη ο Κυριος και θα αφαιρέση από σε την βασιλείαν σου και θα την δώση στον πλησίον σου, στον Δαυίδ.

Α Βασ. 28,18      διότι οὐκ ἤκουσας φωνῆς Κυρίου καὶ οὐκ ἐποίησας θυμὸν ὀργῆς αὐτοῦ ἐν Ἀμαλήκ, διὰ τοῦτο τὸ ῥῆμα ἐποίησε Κύριός σοι ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ.

Α Βασ. 28,18            Τούτο δέ, διότι δεν υπήκουσες εις την φωνήν του Κυρίου, ώστε να πολεμήσης τους Αμαληκίτας και να εκτελέσης εναντίον αυτών όσα η δικαία οργή του επέβαλλε. Δι' αυτόν τον λόγον θα επιφέρη ο Κυριος κατά την ημέραν αυτήν τιμωρίαν εναντίον σου.

Α Βασ. 28,19      καὶ παραδώσει Κύριος τὸν Ἰσραὴλ μετὰ σοῦ εἰς χεῖρας ἀλλοφύλων, καὶ αὔριον σὺ καὶ οἱ υἱοί σου μετὰ σοῦ πεσοῦνται, καὶ τὴν παρεμβολὴν Ἰσραὴλ δώσει Κύριος εἰς χεῖρας ἀλλοφύλων.

Α Βασ. 28,19            Ο Κυριος θα παραδώση μαζή με σε και όλους τους Ισραηλίτας εις τα χέρια των αλλοφύλων. Αύριον συ και τα παιδιά σου θα φονευθούν από τους Φιλισταίους και ολόκληρος η παρεμβολή των Ισραηλιτών θα δοθή από τον Κυριον εις τα χέρια των Φιλισταίων”.

Α Βασ. 28,20      καὶ ἔσπευσε Σαοὺλ καὶ ἔπεσεν ἑστηκὼς ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἐφοβήθη σφόδρα ἀπὸ τῶν λόγων Σαμουήλ· καὶ ἐν αὐτῷ οὐκ ἦν ἰσχὺς ἔτι, οὐ γὰρ ἔφαγεν ἄρτον ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ ὅλην τὴν νύκτα ἐκείνην.

Α Βασ. 28,20           Ανεστατώθη πολύ ο Σαούλ από τον λόγον εκείνον, έπεσε καθ' όλον το μήκος του σώματός του εις την γην και κατέκειτο εις αυτήν, διότι εφοβήθη πάρα πολύ από τα λόγια του Σαμουήλ. Δεν έμεινε πλέον καμμία δύναμις μέσα του. Δεν έφαγε τίποτε όλην εκείνην την ημέραν και όλην την νύκτα”.

Α Βασ. 28,21      καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ πρὸς Σαοὺλ καὶ εἶδεν ὅτι ἔσπευσε σφόδρα, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ δὴ ἤκουσεν ἡ δούλη σου τῆς φωνῆς σου καὶ ἐθέμην τὴν ψυχήν μου ἐν τῇ χειρί μου καὶ ἤκουσα τοὺς λόγους, οὓς ἐλάλησάς μοι·

Α Βασ. 28,21            Η μάντισσα γυνή επλησίασε προς τον Σαούλ, τον είδε τόσον πολύ θλιμμένον και είπε προς αυτόν· “ιδού λοιπόν ήκουσεν η δούλη σου την παράκλησίν σου και εξέθεσα την ζωήν μου εις κίνδυνον, διότι υπήκουσα εις τα λόγια, τα οποία μου είπες.

Α Βασ. 28,22      καὶ νῦν ἄκουσον δὴ φωνῆς τῆς δούλης σου, καὶ παραθήσω ἐνώπιόν σου ψωμὸν ἄρτου, καὶ φάγε, καὶ ἔσται σοι ἰσχύς, ὅτι πορεύῃ ἐν ὁδῷ.

Α Βασ. 28,22           Ακουσε λοιπόν τώρα και την παράκλησιν της δούλης σου· Θα παραθέσω ενώπιόν σου ένα κομμάτι ψωμί να φάγης και έτσι θα επανέλθη εις σε η δύναμις, διότι θα βαδίσης δρόμον πολύν”.

Α Βασ. 28,23      καὶ οὐκ ἐβουλήθη φαγεῖν· καὶ παρεβιάζοντο αὐτὸν οἱ παῖδες αὐτοῦ καὶ ἡ γυνή, καὶ ἤκουσε τῆς φωνῆς αὐτῶν καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῆς γῆς καί ἐκάθισεν ἐπὶ τὸν δίφρον.

Α Βασ. 28,23            Ο Σαούλ δεν ηθέλησε να φάγη. Επέμεναν όμως στούτο οι συνοδοί του δούλοι και η γυνή η μάντισσα. Ηκουσεν επί τέλους την παράκλησίν των, εσηκώθη από το έδαφος και εκάθησεν εις ένα δίφρον.

Α Βασ. 28,24      καὶ τῇ γυναικὶ ἦν δάμαλις νομὰς ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἔσπευσε καὶ ἔθυσεν αὐτὴν καὶ ἔλαβεν ἄλευρα καὶ ἐφύρασε καὶ ἔπεψεν ἄζυμα

Α Βασ. 28,24           Η γυναίκα αυτή είχε μίαν καλοθρεμμένην δάμαλιν στο σπίτι της, έσπευσε και την έσφαξεν επήρεν αλεύρι, το εζύμωσε και έψησε λαγάνες.

Α Βασ. 28,25      καὶ προσήγαγεν ἐνώπιον Σαοὺλ καὶ ἐνώπιον τῶν παιδῶν αὐτοῦ, καὶ ἔφαγον. καὶ ἀνέστησαν καὶ ἀπῆλθον τὴν νύκτα ἐκείνην.

Α Βασ. 28,25            Προσέφερεν αυτά στον Σαούλ και στους συνοδεύοντας αυτόν νεαρούς υπηρέτας του, οι οποίοι και έφαγον. Επειτα δε εσηκώθησαν και ανεχώρησαν την ιδίαν εκείνην νύκτα δια το στρατόπεδόν των.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29- ΟΙ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ ΑΠΟΠΕΜΠΟΥΝ ΤΟ ΔΑΒΙΔ

                                    Οι Φιλισταίοι αποπέμπουν το Δαβίδ

Α Βασ. 29,1        Καὶ συναθροίζουσιν ἀλλόφυλοι πάσας τὰς παρεμβολὰς αὐτῶν εἰς Ἀφέκ, καὶ Ἰσραὴλ παρενέβαλεν ἐν Ἀενδὼρ τὴν ἐν Ἰεζραέλ.

Α Βασ. 29,1               Οι Φιλισταίοι συνεκέντρωσαν όλα τα στρατεύματά των εις Αφέκ, οι δε Ισραηλίται εστρατοπέδευσαν εις Αενδώρ, εις την κοιλάδα της Ιεζραέλ.

Α Βασ. 29,2        καὶ οἱ σατράπαι τῶν ἀλλοφύλων παρεπορεύοντο εἰς ἑκατοντάδας καὶ χιλιάδας, καὶ Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ παρεπορεύοντο ἐπ᾿ ἐσχάτων μετὰ Ἀγχοῦς.

Α Βασ. 29,2              Οι σατράπαι των Φιλισταίων επροπορεύοντο επί κεφαλής στρατιωτικών τμημάτων εκατόν και χιλίων ανδρών, ο δε Δαυίδ και οι άνδρες του ακολουθούσαν τελευταίοι μαζή με τον Αγχούς.

Α Βασ. 29,3        καὶ εἶπον οἱ σατράπαι τῶν ἀλλοφύλων· τίνες οἱ διαπορευόμενοι οὗτοι; καὶ εἶπεν Ἀγχοῦς πρὸς τοὺς στρατηγοὺς τῶν ἀλλοφύλων· οὐχ οὗτος Δαυὶδ ὁ δοῦλος Σαοὺλ βασιλέως Ἰσραήλ; γέγονε μεθ᾿ ἡμῶν ἡμέρας τοῦτο δεύτερον ἔτος, καὶ οὐχ εὕρηκα ἐν αὐτῷ οὐθὲν ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἐνέπεσε πρός με καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Α Βασ. 29,3              Οι σατράπαι των Φιλισταίων, όταν είδαν τον Δαυίδ, είπαν προς τον Αγχούς· “ποίοι είναι αυτοί, οι οποίοι προχωρούν μαζή μας;” Ο Αγχούς απήντησεν στους στρατηγούς τούτους των Φιλισταίων· “δεν τον γνωρίζετε; Αυτός είναι ο Δαυίδ, ο δούλος του βασιλέως των Ισραηλιτύν, του Σαούλ. Ευρίσκεται μαζή μας δεύτερον τούτο έτος. Τιποτε κατά το διάστημα αυτό άξιον μομφής δεν ευρήκα εις αυτόν από την ημέραν, που έπεσεν εις τα χέρια μου μέχρι της σημερινής ημέρας”.

Α Βασ. 29,4        καὶ ἐλυπήθησαν ἐπ᾿ αὐτῷ οἱ στρατηγοὶ τῶν ἀλλοφύλων καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ἀπόστρεψον τὸν ἄνδρα καὶ ἀποστραφήτω εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ, οὗ κατέστησας αὐτὸν ἐκεῖ, καὶ μὴ ἐρχέσθω μεθ᾿ ἡμῶν εἰς τὸν πόλεμον καὶ μὴ γινέσθω ἐπίβουλος τῆς παρεμβολῆς· καὶ ἐν τίνι διαλλαγήσεται οὗτος τῷ κυρίῳ αὐτοῦ; οὐχὶ ἐν ταῖς κεφαλαῖς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων;

Α Βασ. 29,4              Οι στρατηγοί των αλλοφύλων επικράνθησαν εναντίον του Αγχούς και του είπαν· “πες στον άνδρα αυτόν να επιστρέψη στον τόπον του, εκεί όπου συ τον έχεις εγκαταστήσει και να μη έλθη μαζή μας στον πόλεμον, διότι υπάρχει φόβος να γίνη προδότης των στρατευμάτων μας. Και ποιός ημπορεί να γνωρίζη τον τρόπον, με τον οποίον ο Δαυίδ θα ήθελε να συνδιαλλαγή με τον κύριόν του; Πιθανόν να προτείνη εις αυτόν τας κεφαλάς των ανδρών του στρατεύματός μας.

Α Βασ. 29,5        οὐχ οὗτος Δαυίδ, ᾧ ἐξῆρχον ἐν χοροῖς λέγοντες· ἐπάταξε Σαοὺλ ἐν χιλιάσιν αὐτοῦ καὶ Δαυὶδ ἐν μυριάσιν αὐτοῦ;

Α Βασ. 29,5              Αυτός δεν είναι ο Δαυίδ, προς χάριν του οποίου έσυραν τον χορόν αι γυναίκες και έψαλλαν· Εφόνευσεν ο Σαούλ χιλιάδας και ο Δαυίδ εφόνευσε μυριάδας;

Α Βασ. 29,6        καὶ ἐκάλεσεν Ἀγχοῦς τὸν Δαυὶδ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ζῇ Κύριος, ὅτι εὐθὴς σὺ καὶ ἀγαθὸς ἐν ὀφθαλμοῖς μου, καὶ ἡ ἔξοδός σου και ἡ εἴσοδός σου μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῇ παρεμβολῇ, καὶ ὅτι οὐχ εὕρηκα κατὰ σοῦ κακίαν ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἥκεις πρός με ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας· καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς τῶν σατραπῶν οὐκ ἀγαθὸς σύ·

Α Βασ. 29,6              Ο Αγχούς εκάλεσε τον Δαυίδ και του είπεν· “ορκίζομαι στον ζώντα Θεόν, ότι συ υπήρξες έντιμος και ειλικρινής ενώπιόν μου και γενικώς η συμπεριφορά σου στο στράτευμα ήτο τέτοια, ώστε τίποτε το αξιοκατάκριτον δεν έχω να σου κατηγορήσω από την ημέραν, που έχεις έλθει μαζή μου μέχρι σήμερα. Εις τα μάτια όμως των σατραπών δεν είσαι ευάρεστος.

Α Βασ. 29,7        καὶ νῦν ἀνάστρεφε καὶ πορεύου εἰς εἰρήνην, καὶ οὐ μὴ ποιήσῃς κακίαν ἐν ὀφθαλμοῖς τῶν σατραπῶν τῶν ἀλλοφύλων.

Α Βασ. 29,7              Τωρα λοιπόν γύρισε πίσω, πήγαινε εις οδόν ειρήνης, δια να μη τυχόν και ιδής την κακίαν των σατραπών να εκσπά εναντίον σου”.

Α Βασ. 29,8        καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀγχοῦς· τί πεποίηκά σοι καὶ τί εὗρες ἐν τῷ δούλῳ σου ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἤμην ἐνώπιόν σου καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ὅτι οὐ μὴ ἔλθω πολεμήσας τοὺς ἐχθροὺς τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως;

Α Βασ. 29,8              Είπεν ο Δαυίδ προς τον Αγχούς· “τι κακόν έκαμα εις σε και τι αδίκημα ευρήκες εις εμέ τον δούλον σου, από την ημέραν κατά την οποίαν παρουσιάσθην ενώπιόν σου μέχρι της ημέρας αυτής, ώστε να μη λάβω μέρος στον πόλεμον του κυρίου μου, του βασιλέως, εναντίον των εχθρών του;”

Α Βασ. 29,9        καὶ ἀπεκρίθη Ἀγχοῦς πρὸς Δαυίδ· οἶδα ὅτι ἀγαθὸς σὺ ἐν ὀφθαλμοῖς μου, ἀλλ᾿ οἱ σατράπαι τῶν ἀλλοφύλων λέγουσιν· οὐχ ἥξει μεθ᾿ ἡμῶν εἰς πόλεμον.

Α Βασ. 29,9              Ο Αγχούς απήντησε προς τον Δαυίδ· “γνωρίζω πολύ καλά ότι συ εφάνης έντιμος και καλός ενώπιόν μου, αλλά οι σατράπαι των αλλοφύλων λέγουν και επιμένουν· Αυτός δεν θα έλθη μαζή μας στον πόλεμον.

Α Βασ. 29,10      καὶ νῦν ὄρθρισον τὸ πρωΐ σὺ καὶ οἱ παῖδες τοῦ κυρίου σου οἱ ἥκοντες μετὰ σοῦ, καὶ πορεύεσθε εἰς τὸν τόπον, οὗ κατέστησα ὑμᾶς ἐκεῖ, καὶ λόγον λοιμὸν μὴ θῇς ἐν καρδίᾳ σου, ὅτι ἀγαθὸς σὺ ἐνώπιόν μου· καὶ ὀρθρίσατε ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ φωτισάτω ὑμῖν, καὶ πορεύθητε.

Α Βασ. 29,10            Και τώρα, λοιπόν, σηκωθήτε λίαν πρωι, συ και οι άνδρες που σε ακολουθούν, οι δούλοι αυτοί του πρώην κυρίου σου του Σαούλ, και επανέλθετε στον τόπον, όπου εγώ σας έχω εγκαταστήσει. Καμμίαν δε κακήν σκεψιν μη βάλης στο μυαλό σου, ότι τάχα, εγώ έχω κάτι εναντίον σου, διότι συ απεδείχθης αγαθός και καλός ενώπιόν μου. Σηκωθήτε, λοιπόν, συ και οι άνδρες σου πρωϊ και μόλις φωτίση αναχωρήσατε”.

Α Βασ. 29,11      καὶ ὤρθρισε Δαυὶδ αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἀπελθεῖν καὶ φυλάσσειν τὴν γῆν τῶν ἀλλοφύλων, καὶ οἱ ἀλλόφυλοι ἀνέβησαν πολεμεῖν ἐπὶ Ἰσραήλ.

Α Βασ. 29,11             Ο Δαυίδ και οι μετ' αυτού άνδρες ηγέρθησαν λίαν πρωϊ, δια να αναχωρήσουν και να επιστρέψουν και φυλάξουν την χώραν των αλλοφύλων. Οι αλλόφυλοι ανέβησαν και ήρχισαν τον πόλεμόν των εναντίον των Ισραηλιτών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30- Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΜΑΛΗΚΙΤΩΝ

                                    Η νίκη του Δαβίδ κατά των Αμαληκιτών

Α Βασ. 30,1        Καὶ ἐγενήθη εἰσελθόντος Δαυὶδ καὶ τῶν ἄνδρῶν αὐτοῦ τὴν Σεκελὰκ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, καὶ Ἀμαλὴκ ἐπέθετο ἐπὶ τὸν νότον καὶ ἐπὶ τὴν Σεκελὰκ καὶ ἐπάταξε τὴν Σεκελὰκ καὶ ἐνεπύρισαν αὐτὴν ἐν πυρί·

Α Βασ. 30,1               Ο Δαυίδ κατά την τρίτην ημέραν από της αναχωρήσεώς του επέστρεψε μαζή με τους άνδρας του εις την Σεκελάκ. Οι Αμαληκίται εν τω μεταξύ είχαν επιτεθή νοτίως της Παλαιστίνης εναντίον της Σεκελάκ, την κατέλαβαν και την παρέδωσαν στο πυρ.

Α Βασ. 30,2        καὶ τὰς γυναῖκας καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῇ ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου οὐκ ἐθανάτωσαν ἄνδρα καὶ γυναῖκα, ἀλλ᾿ ᾐχμαλώτευσαν καὶ ἀπῆλθον εἰς τὴν ὁδὸν αὐτῶν.

Α Βασ. 30,2              Κανένα όμως από τους κατοίκους δεν εφόνευσαν, αλλά όλους όσοι ευρίσκοντο εις αυτήν, από μικρού έως μεγάλου, άνδρας και γυναίκας, τους επήραν αιχμαλώτους και επανήλθον εις την πατρίδα των.

Α Βασ. 30,3        καὶ ἦλθε Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἰδοὺ ἐμπεπύρισται ἐν πυρί, αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῶν ᾐχμαλωτευμένοι.

Α Βασ. 30,3              Εφθασεν ο Δαυίδ με τους άνδρας του εις την πόλιν Σεκελάκ και ιδού, ήτο ολόκληρος παραδεδομένη εις τας φλόγας, αι δε γυναίκες αυτών και τα παιδιά των και αι θυγατέρες των είχαν αιχμαλωτισθή.

Α Βασ. 30,4        καὶ ᾖρε Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ τὴν φωνὴν αὐτῶν καί ἔκλαυσαν, ἕως ὅτου οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς ἰσχὺς ἔτι τοῦ κλαίειν.

Α Βασ. 30,4              Ο Δαυίδ και όλοι οι άνδρες, που ήσαν μαζή του, έβγαλαν μεγάλην κραυγήν και έκλαυσαν τόσον πολύ, ώστε δεν τους είχεν απομείνει πλέον ισχύς να κλαύσουν περισσότερον.

Α Βασ. 30,5        καὶ ἀμφότεραι αἱ γυναῖκες Δαυὶδ ᾐχμαλωτεύθησαν, Ἀχινόομ ἡ Ἰεζραηλῖτις καὶ Ἀβιγαία ἡ γυνὴ Νάβαλ τοῦ Καρμηλίου.

Α Βασ. 30,5              Και αι δύο γυναίκες του Δαυίδ είχον επίσης αιχμαλωτισθή, η Αχινόομ η Ισραηλίτις και η Αβιγαία η σύζυγος του Ναβαλ του Καρμηλίου.

Α Βασ. 30,6        καὶ ἐθλίβη Δαυὶδ σφόδρα, ὅτι εἶπεν ὁ λαὸς λιθοβολῆσαι αὐτόν, ὅτι κατώδυνος ψυχὴ παντὸς τοῦ λαοῦ, ἑκάστου ἐπὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὰς θυγατέρας αὐτοῦ· καὶ ἐκραταιώθη Δαυὶδ ἐν Κυρίῳ Θεῷ αὐτοῦ.

Α Βασ. 30,6              Ο Δαυίδ ελυπήθη πάρα πολύ δι' αυτά και διότι ο λαός του είχεν αποφασίσει να τον λιθοβολήση. Η ψυχή όλων επονούσε βαθύτατα, διότι τα παιδιά και αι θυγατέρες ενός εκάστου από αυτούς, είχαν αιχμαλωτισθή. Ο Δαυίδ μέσα εις την μεγάλην του αυτήν οδύνην ενισχύθη από τον Κυριον και Θεόν του.

Α Βασ. 30,7        καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀβιάθαρ τὸν ἱερέα υἱὸν Ἀχιμέλεχ· προσάγαγε τὸ ἐφούδ.

Α Βασ. 30,7              Είπε τότε ο Δαυίδ προς τον αρχιερέα Αβιάθαρ, τον υιόν του Αχιμέλεχ· “φέρε εδώ και φόρεσε το εφούδ”.

Α Βασ. 30,8        καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ διά τοῦ Κυρίου λέγων· εἰ καταδιώξω ὀπίσω τοῦ γεδδοὺρ τούτου, εἰ καταλήψομαι αὐτούς; καὶ εἶπεν αὐτῷ· καταδίωκε, ὅτι καταλαμβάνων καταλήψῃ αὐτοὺς καὶ ἐξαιρούμενος ἐξελῇ.

Α Βασ. 30,8              Αφού ο αρχιερεύς εφόρεσε το εφούδ, ο Δαυίδ ηρώτησε τον Κυριον μέσω του εφούδ και είπε· “να επιτεθώ εναντίον αυτών των ληστών; Θα τους καταβάλω;” Ο Κυριος απήντησε προς αυτόν· “καταδίωξέ τους διότι ασφαλώς θα τους καταβάλης και θα απελευθερώσης τους αιχμαλώτους”.

Α Βασ. 30,9        καὶ ἐπορεύθη Δαυίδ, αὐτὸς καὶ οἱ ἑξακόσιοι ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἔρχονται ἕως τοῦ χειμάῤῥου Βοσόρ, καὶ οἱ περισσοὶ ἔστησαν.

Α Βασ. 30,9              Ο Δαυίδ εβάδισεν αυτός και οι εξακόσιοι άνδρες του και έφθασαν μέχρι του χειμάρρου Βοσόρ. Εκεί οι βραδυπορήσαντες έμειναν πίσω.

Α Βασ. 30,10      καὶ κατεδίωξεν ἐν τετρακοσίοις ἀνδράσιν, ὑπέστησαν δὲ διακόσιοι ἄνδρες, οἵτινες ἐκάθισαν πέραν τοῦ χειμάῤῥου τοῦ Βοσόρ.

Α Βασ. 30,10            Ο Δαυίδ με τους υπολοίπους τετρακοσίους άνδρας συνέχισε την πορείαν εις καταδίωξιν των Αμαληκιτών, ενώ οι άλλοι διακόσιοι άνδρες εκάθισαν πέραν από τον χείμαρρον Βοσόρ.

Α Βασ. 30,11      καὶ εὑρίσκουσιν ἄνδρα Αἰγύπτιον ἐν ἀγρῷ καὶ λαμβάνουσιν αὐτὸν καὶ ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς Δαυίδ·

Α Βασ. 30,11             Καθώς προχωρούσαν οι τετρακόσιοι με τον Δαυίδ, ευρήκαν εις κάποιον αγρόν ένα άνδρα Αιγύπτιον, τον συνέλαβαν και τον ωδήγησαν ενώπιον του Δαυίδ.

Α Βασ. 30,12      καὶ διδόασιν αὐτῷ ἄρτον, καὶ ἔφαγε, καὶ ἐπότισαν αὐτὸν ὕδωρ· καὶ διδόασιν αὐτῷ κλάσμα παλάθης, καὶ ἔφαγε, καὶ κατέστη τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ, ὅτι οὐ βεβρώκει ἄρτον καὶ οὐ πεπώκει ὕδωρ τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας.

Α Βασ. 30,12            Εδωσαν εις αυτόν τροφήν και έφαγε, έδωσαν νερό και έπιε. Του έδωσαν επίσης μερικά σύκα, τα οποία έφαγε, και τοιουτοτρόπως αυτός συνήλθεν από την λιποθυμίαν του, διότι είχε τρεις ημέρας και τρεις νύκτας να φάγη άρτον και να πίη νερό.

Α Βασ. 30,13      καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· τίνος σὺ εἶ καὶ πόθεν εἶ; καὶ εἶπε τὸ παιδάριον τὸ Αἰγύπτιον· ἐγώ εἰμι δοῦλος ἀνδρὸς Ἀμαληκίτου, καὶ κατέλιπέ με ὁ Κύριός μου, ὅτι ἠνωχλήθην ἐγὼ σήμερον τριταῖος.

Α Βασ. 30,13             Τον ηρώτησεν ο Δαυίδ· “τίνος είσαι συ; Από που κατάγεσαι;” Και ο νεαρός εκείνος Αιγύπτιος είπεν· “εγώ είμαι δούλος ενός Αμαληκίτου και ο κύριός μου με εγκατέλιπε, διότι τρίτην αυτήν ημέραν εγώ ήμην ασθενής.

Α Βασ. 30,14      καὶ ἡμεῖς ἐπεθέμεθα ἐπὶ τὸν νότον τοῦ Χολθὶ καὶ ἐπὶ τὰ τῆς Ἰουδαίας μέρη καὶ ἐπὶ νότον Χελοὺβ καὶ τὴν Σεκελὰκ ἐνεπυρίσαμεν ἐν πυρί.

Α Βασ. 30,14            Ημείς είμεθα εκείνοι, οι οποίοι είχομεν επιτεθή προς τας νοτίας περιοχάς της Παλαιστίνης, εναντίον των φυλών Χολθί, εις τα μέρη της Ιουδαίας προς νότον, εις την περιοχήν εκείνην, η οποία ανήκει στον Χαλεβ και ημείς επίσης παρεδώσαμεν στο πυρ την Σεκελάκ”.

Α Βασ. 30,15      καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· εἰ κατάξεις με ἐπὶ τὸ γεδδοὺρ τοῦτο; καὶ εἶπεν· ὄμοσον δή μοι κατὰ τοῦ Θεοῦ μὴ θανατώσειν με καὶ μὴ παραδοῦναί με εἰς χεῖρας τοῦ κυρίου μου, καὶ κατάξω σε ἐπὶ τὸ γεδδοὺρ τοῦτο.

Α Βασ. 30,15             Του είπεν ο Δαυίδ· “ημπορείς να με οδηγήσης εις αυτήν την συμμορίαν;” Ο δε Αιγύπτιος απήντησεν· “ορκίσου μου ενώπιον του Θεού ότι δεν θα με φονεύσης η δεν θα με παραδώσης εις τα χέρια του κυρίου μου, και εγώ αναλαμβάνω να σε οδηγήσω εναντίον αυτής της συμμορίας”.

Α Βασ. 30,16      καὶ κατήγαγεν αὐτὸν ἐκεῖ, καὶ ἰδοὺ οὗτοι διακεχυμένοι ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς ἐσθίοντες καὶ πίνοντες καὶ ἑορτάζοντες ἐν πᾶσι τοῖς σκύλοις τοῖς μεγάλοις, οἷς ἔλαβον ἐκ γῆς ἀλλοφύλων καὶ ἐκ γῆς Ἰούδα.

Α Βασ. 30,16            Πράγματι ο νεαρός εκείνος Αιγύπτιος δούλος, ωδήγησε τον Δαυίδ στο μέρος, όπου ευρίσκετο η συμμορία των Αμαληκιτών. Και ιδού, οι Αμαληκίται είχαν διασκορπισθή εις την περιοχήν εκείνην τρώγοντες και πίνοντες και πανηγυρίζοντες δια τα πολλά και μεγάλα λάφυρα, τα οποία είχαν πάρει από την γην των αλλοφύλων και από την γην του Ιούδα.

Α Βασ. 30,17      καὶ ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτοὺς Δαυὶδ καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς ἀπὸ ἑωσφόρου ἕως δείλης καὶ τῇ ἐπαύριον, καὶ οὐκ ἐσώθη ἐξ αὐτῶν ἀνὴρ ὅτι ἀλλ᾿ ἢ τετρακόσια παιδάρια, ἃ ἦν ἐπιβεβηκότα ἐπὶ τὰς καμήλους καὶ ἔφυγον.

Α Βασ. 30,17             Ο Δαυίδ επετέθη αιφνιδίως εναντίον των και τους εκτύπα από το πρωϊ έως το βράδυ και έως την άλλην ημέραν. Κανείς από αυτούς δεν εσώθη ει μη μόνον τετρακόσιοι νέοι, οι οποίοι είχον καβαλικεύσει καμήλας και έφυγαν ολοταχώς.

Α Βασ. 30,18      καὶ ἀφείλατο Δαυὶδ πάντα, ἃ ἔλαβον οἱ Ἀμαληκῖται, καὶ ἀμφοτέρας τὰς γυναῖκας αὐτοῦ ἐξείλατο.

Α Βασ. 30,18            Ο Δαυίδ ξαναπήρε πάλιν και διέσωσεν όλα όσα είχαν λαφυραγωγήσει οι Αμαληκίται, διέσωσε δε και τας δύο γυναίκας του.

Α Βασ. 30,19      καὶ οὐ διεφώνησεν αὐτοῖς ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου καὶ ἀπὸ τῶν σκύλων καὶ ἕως υἱῶν καὶ θυγατέρων καὶ ἕως πάντων, ὧν ἔλαβον αὐτῶν· τὰ πάντα ἐπέστρεψε Δαυίδ.

Α Βασ. 30,19            Τιποτε από όσα είχαν οι Ισραηλίται δεν εχάθηκε ούτε μικρόν ούτε μεγάλον από τα λάφυρα ούτε φυσικά οι αιχμαλωτισθέντες υιοί και αι θυγατέρες των. Γενικώς όλα όσα είχαν λαφυραγωγήσει οι Αμαληκίται, ο Δαυίδ τα επήρε πίσω και επέστρεφεν εις την Σεκελάκ.

Α Βασ. 30,20      καὶ ἔλαβε πάντα τὰ ποίμνια καὶ τὰ βουκόλια καὶ ἀπήγαγεν ἔμπροσθεν τῶν σκύλων, καὶ τοῖς σκύλοις ἐκείνοις ἐλέγετο· ταῦτα τὰ σκῦλα Δαυίδ.

Α Βασ. 30,20            Επήρεν ο Δαυίδ τα πρόβατα και τα βόδια· ωδηγούσαν δε αυτά εμπρός από τα άλλα λάφυρα και διαλαλούσαν· “αυτά είναι τα λάφυρα του Δαυίδ”.

Α Βασ. 30,21      καὶ παραγίνεται Δαυὶδ πρὸς τοὺς διακοσίους ἄνδρας τοὺς ὑπολειφθέντας τοῦ πορεύεσθαι ὀπίσω Δαυὶδ καί ἐκάθισεν αὐτοὺς ἐν τῷ χειμάῤῥῳ τοῦ Βοσόρ, καὶ ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν Δαυὶδ καὶ εἰς ἀπάντησιν τοῦ λαοῦ τοῦ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ προσήγαγε Δαυὶδ ἕως τοῦ λαοῦ, καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν τὰ εἰς εἰρήνην.

Α Βασ. 30,21            Ο Δαυίδ μαζή με τους τετρακοσίους άνδρας του, ήλθεν στους διακοσίους άλλους άνδρας, οι οποίοι βραδυπορούντες είχον υπολειφθή πίσω από τον Δαυίδ και είχαν παραμείνει στον χείμαρρον Βοσόρ. Αυτοί εξήλθον εις προυπάντησιν του Δαυίδ και εις προυπάντησιν των άλλων στρατιωτών που ήσαν μαζή με αυτόν. Οταν επλησίασεν ο Δαυίδ έως αυτούς, εκείνοι τον εχαιρέτησαν ειρηνικώς και τον ηρώτησαν δια τα συμβάντα.

Α Βασ. 30,22      καὶ ἀπεκρίθη πᾶς ἀνὴρ λοιμὸς καὶ πονηρὸς τῶν ἀνδρῶν τῶν πολεμιστῶν τῶν πορευθέντων μετὰ Δαυὶδ καὶ εἶπον, ὅτι οὐ κατεδίωξαν μεθ᾿ ἡμῶν, οὐ δώσομεν αὐτοῖς ἐκ τῶν σκύλων, ὧν ἐξειλόμεθα, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ἕκαστος τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα αὐτοῦ ἀπαγέσθωσαν καὶ ἀποστρεφέτωσαν.

Α Βασ. 30,22            Από τον στρατόν του Δαυίδ μερικοί φαύλοι και πονηροί άνδρες, από εκείνους τους πολεμιστάς που είχαν πορευθή μαζή με τον Δαυίδ, είπαν· “αυτοί οι βραδυπορήσαντες δεν μας ηκολούθησαν εις την εκστρατείαν· λοιπόν δεν θα δώσωμεν εις αυτούς τίποτε από τα λάφυρα, τα οποία επήραμεν. Ειμή μόνον ο καθένας των θα πάρη την γυναίκα του και τα παιδιά του και ας γυρίσουν πίσω”.

Α Βασ. 30,23      καὶ εἶπε Δαυίδ· οὐ ποιήσετε οὕτως μετὰ τὸ παραδοῦναι τὸν Κύριον ἡμῖν καὶ φυλάξαι ἡμᾶς καὶ παρέδωκε Κύριος τὸν γεδδοὺρ τὸν ἐπερχόμενον ἐφ᾿ ἡμᾶς εἰς χεῖρας ἡμῶν.

Α Βασ. 30,23            Ο Δαυίδ απήντησε· “δεν θα κάμετε έτσι, διότι ο Κυριος παρέδωσε τους εχθρούς μας εις τα χέρια μας. Ο Κυριος μας διεφύλαξεν από την επιδρομήν των ληστών τους οποίους και παρέδωκεν εις τα χέρια μας.

Α Βασ. 30,24      καὶ τίς ἐπακούσεται ὑμῶν τῶν λόγων τούτων; ὅτι οὐχ ἧττον ἡμῶν εἰσι· διότι κατὰ τὴν μερίδα τοῦ καταβαίνοντος εἰς τὸν πόλεμον, οὕτως ἔσται ἡ μερὶς τοῦ καθημένου ἐπὶ τὰ σκεύη· κατὰ τὸ αὐτὸ μεριοῦνται.

Α Βασ. 30,24            Ποιός δέ ποτέ θα ακούση αυτά τα λόγια σας και θα τα εγκρίνη; Αυτοί που, βραδυπορούντες έμειναν πίσω, δεν είναι καθόλου κατώτεροι από ημάς. Δι' αυτό όποια μερίδα θα πάρη εκείνος, που έλαβε μέρος στον πόλεμον, την ίδια μερίδα από τα λάφυρα θα πάρη και εκείνος ο οποίος εκάθισε και εφύλασσε τας αποσκευάς των πολεμούντων. Η αυτή μερίς θα δοθή εις όλους”.

Α Βασ. 30,25      καὶ ἐγενήθη ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπάνω, καὶ ἐγένετο εἰς πρόσταγμα καὶ εἰς δικαίωμα τῷ Ἰσραὴλ ἕως τῆς σήμερον.

Α Βασ. 30,25            Από την ημέραν εκείνην και έπειτα έγινε αυτό εντολή και νόμος στον ισραηλιτικόν λαόν μέχρι της ημέρας αυτής.

Α Βασ. 30,26      Καὶ ἦλθε Δαυὶδ εἰς Σεκελὰκ καὶ ἀπέστειλε τοῖς πρεσβυτέροις τῶν σκύλων Ἰούδα καὶ τοῖς πλησίον αὐτοῦ λέγων· ἰδοὺ ἀπὸ τῶν σκύλων τῶν ἐχθρῶν Κυρίου·

Α Βασ. 30,26            Ο Δαυίδ ήλθεν εις την Σεκελάκ και έστειλεν από τα λάφυρα στους πρεσβυτέρους της φυλής Ιούδα και στους συνδεομένους με αυτόν δια φιλίας λέγων· “ιδού, ένα δώρον από τα λάφυρα των εχθρών του Θεού”.

Α Βασ. 30,27      τοῖς ἐν Βαιθσοὺρ καὶ τοῖς ἐν Ῥαμὰ νότου καὶ τοῖς ἐν Ἰεθθὸρ

Α Βασ. 30,27            Τα δώρα αυτά εδόθησαν εις αυτούς, που κατοικούσαν την Βαιθσούρ, εις αυτούς που κατοικούσαν την Ραμά, προς νότον της Παλαιστίνης, και εις εκείνους που κατοικούσαν εις την Ιεθθόρ.

Α Βασ. 30,28      καὶ τοῖς ἐν Ἀροὴρ καὶ τοῖς ἐν Ἀμμαδὶ καὶ τοῖς ἐν Σαφὶ καὶ τοῖς ἐν Ἐσθιὲ

Α Βασ. 30,28            Ακόμη δε και εις εκείνους οι οποίοι ήσαν εις την Αροήρ, εις την Αμμαδί, εις την Σαφί και εις την Εσθιέ.

Α Βασ. 30,29      καὶ τοῖς ἐν Γὲθ καὶ τοῖς ἐν Κινὰν καὶ τοῖς ἐν Σαφὲκ καὶ τοῖς ἐν Θιμὰθ καὶ τοῖς ἐν Καρμήλῳ καὶ τοῖς ἐν ταῖς πόλεσι τοῦ Ἱεραμηλὶ καὶ τοῖς ἐν ταῖς πόλεσι τοῦ Κενεζὶ

Α Βασ. 30,29            Και εις εκείνους οι οποίοι κατοικούσαν την Γέθ, την Κινάν, την Σαφέκ, εις αυτούς που κατοικούσαν εις Θιμάθ, στο Καρμηλον, εις την πόλιν Ιεραμηλί και στους κατοίκους των πόλεων Κενεζί.

Α Βασ. 30,30      καὶ τοῖς ἐν Ἱεριμοὺθ καὶ τοῖς ἐν Βηρσαβεὲ καὶ τοῖς ἐν Νομβὲ

Α Βασ. 30,30            Επίσης έδωκεν εις όσους κατοικούσαν εις Ιεριμούθ, εις Βηρσαβεέ και εις Νομβέ.

Α Βασ. 30,31      καὶ τοῖς ἐν Χεβρὼν καὶ εἰς πάντας τοὺς τόπους, οὓς διῆλθε Δαυὶδ ἐκεῖ, αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ.

Α Βασ. 30,31             Εδωσεν στους κατοίκους της Χεβρών και γενικώς έστειλε δώρα εις όλους τους τόπους από τους οποίους επέρασαν αυτός και οι άνδρες του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31- ΟΙ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ ΝΙΚΟΥΝ ΤΟΥΣ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ 

                                     Η νίκη των Φιλισταίων - Ο θάνατος του Σαούλ

Α Βασ. 31,1        Καὶ οἱ ἀλλόφυλοι ἐπολέμουν ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ ἔφυγον οἱ ἄνδρες Ἰσραὴλ ἐκ προσώπου τῶν ἀλλοφύλων, καὶ πίπτουσι τραυματίαι ἐν τῷ ὄρει τῷ Γελβουέ.

Α Βασ. 31,1                Οι αλλόφυλοι επολέμησαν εναντίον των Ισραηλιτών, οι Ισραηλίται ενικήθησαν και ετράπησαν εις φυγήν. Επεσαν δε πολλοί Ισραηλίται νεκροί, στο όρος Γελβουέ.

Α Βασ. 31,2        καὶ συνάπτουσιν οἱ ἀλλόφυλοι τῷ Σαοὺλ καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ, καὶ τύπτουσιν ἀλλόφυλοι τὸν Ἰωνάθαν καὶ τὸν Ἀμιναδὰβ καὶ τὸν Μελχισᾶ υἱοὺς Σαούλ.

Α Βασ. 31,2               Οι Φιλισταίοι κατεδίωξαν τον Σαούλ και τους υιούς του και εφόνευσαν οι αλλόψυλοι τον Ιωνάθαν, τον Αμιναδάβ και τον Μελχισά, υιούς του Σαούλ.

Α Βασ. 31,3        καὶ βαρύνεται ὁ πόλεμος ἐπὶ Σαούλ, καὶ εὑρίσκουσιν αὐτὸν οἱ ἀκοντισταί, ἄνδρες τοξόται, καὶ ἐτραυματίσθη εἰς τά ὑποχόνδρια.

Α Βασ. 31,3               Ο πόλεμος διεξήγετο με ιδιαιτέραν σκληρότητα εις την περιοχήν, όπου ευρίσκετο ο Σαούλ. Ευρήκαν αυτόν οι Φιλισταίοι ακοντισταί, οι οποίοι και τον ετραυμάτισαν επάνω από τον ομφαλόν.

Α Βασ. 31,4        καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸν αἴροντα τὰ σκεύη αὐτοῦ· σπάσαι τὴν ῥομφαίαν σου καὶ ἀποκέντησόν με ἐν αὐτῇ, μὴ ἔλθωσιν οἱ ἀπερίτμητοι οὗτοι καὶ ἀποκεντήσωσί με καὶ ἐμπαίξωσί μοι. καὶ οὐκ ἐβούλετο ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβήθη σφόδρα· καὶ ἔλαβε Σαοὺλ τὴν ῥομφαίαν καὶ ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτήν.

Α Βασ. 31,4               Ο Σαούλ είπε προς τον υπηρέτην, που εβάσταζε τα όπλα· “βγάλε την ρομφαίαν σου και φόνευσέ με με αυτήν, δια να μη έλθουν οι απερίτμητοι Φιλισταίοι και με διατρυπήσουν με τας λόγχας των και με εξευτελίσουν. Αλλά ο υπηρέτης, που εβάσταζε τα όπλα του Σαούλ, δεν ηθέλησε να τον φονεύση, διότι εφοβήθη πάρα πολύ. Επήρεν ο Σαούλ την ρομφαίαν του και έπεσεν επάνω εις αυτήν.

Α Βασ. 31,5        καὶ εἶδεν ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ ὅτι τέθνηκε Σαούλ, καὶ ἐπέπεσε καὶ αὐτὸς ἐπὶ τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ καὶ ἀπέθανε μετ᾿ αὐτοῦ.

Α Βασ. 31,5               Ο υπηρέτης που εβάσταζε τα όπλα του Σαούλ, όταν είδεν ότι εκείνος απέθανεν, έπεσε και αυτός επάνω εις την ρομφαίαν του και απέθανε μαζή με τον Σαούλ.

Α Βασ. 31,6        καὶ ἀπέθανε Σαοὺλ καὶ οἱ τρεῖς υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ κατὰ τὸ αὐτό.

Α Βασ. 31,6               Ετσι, κατά την ημέραν εκείνην, απέθανον μαζή ο Σαουλ, τα τρία του παιδιά και αυτός που εβάσταζε τα όπλα του.

Α Βασ. 31,7        καὶ εἶδον οἱ ἄνδρες Ἰσραὴλ οἱ ἐν τῷ πέραν τῆς κοιλάδος καὶ οἱ ἐν τῷ πέραν τοῦ Ἰορδάνου ὅτι ἔφυγον οἱ ἄνδρες Ἰσραὴλ καὶ ὅτι τέθνηκε Σαοὺλ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, καὶ καταλείπουσι τὰς πόλεις αὐτῶν καὶ φεύγουσι· καὶ ἔρχονται οἱ ἀλλόφυλοι καὶ κατοικοῦσιν ἐν αὐταῖς.

Α Βασ. 31,7               Οι Ισραηλίται, οι οποίοι ευρίσκοντο πέραν από την κοιλάδα και όσοι ήσαν πέραν από τον Ιορδάνην, όταν είδαν ότι οι άλλοι Ισραηλίται ετράπησαν εις φυγήν, ότι ο Σαούλ και οι υιοί του εφονεύθησαν, αφήκαν και αυτοί τας πόλεις των και έφυγαν. Ηλθον οι Φιλισταίοι και εγκατεστάθησαν εις τας πόλεις αυτάς.

Α Βασ. 31,8        καὶ ἐγενήθη τῇ ἐπαύριον ἔρχονται οἱ ἀλλόφυλοι ἐκδιδύσκειν τοὺς νεκροὺς καὶ εὑρίσκουσι τὸν Σαοὺλ καὶ τοὺς τρεῖς υἱοὺς αὐτοῦ πεπτωκότας ἐπὶ τὰ ὄρη Γελβουέ.

Α Βασ. 31,8               Την επομένην ημέραν οι αλλόφυλοι ήλθαν να λεηλατήσουν τους νεκρούς. Ευρήκαν τον Σαούλ και τα τρία του παιδιά να κατάκεινται νεκροί στο όρος Γελδουέ.

Α Βασ. 31,9        καί ἀποστρέφουσιν αὐτὸν καὶ ἐξέδυσαν τὰ σκεύη αὐτοῦ καὶ ἀποστέλλουσιν αὐτὰ εἰς γῆν ἀλλοφύλων κύκλῳ εὐαγγελίζοντες τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν καὶ τῷ λαῷ.

Α Βασ. 31,9               Αναποδογύρισαν τον Σαούλ, τον εξέδυσαν, επήραν τα όπλα του ως τρόπαια της νίκης των και τα περιέφεραν εις τας χώρας των Φιλισταίων, εντός των ναών όπου υπήρχον τα είδωλα, εις όλον τον λαόν, διαλαλούντες την νίκην των.

Α Βασ. 31,10      καὶ ἀνέθηκαν τὰ σκεύη αὐτοῦ εἰς τὸ Ἀσταρτεῖον καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ κατέπηξαν ἐν τῷ τείχει Βαιθσάν.

Α Βασ. 31,10             Τα όπλα του Σαουλ τα αφιέρωσαν στον ναόν της Αστάρτης, το δε σώμα του το εκάρφωσαν στο τείχος της Βαιθσάν.

Α Βασ. 31,11      καὶ ἀκούουσιν οἱ κατοικοῦντες Ἰαβὶς τῆς Γαλααδίτιδος ἃ ἐποίησαν οἱ ἀλλόφυλοι τῷ Σαούλ·

Α Βασ. 31,11              Οι κάτοικοι της Ιαβίς η οποία ανήκει εις την περιοχήν Γαλαάδ, επληροφορήθησαν τι εκαμαν οι Φιλισταίοι στον Σαούλ.

Α Βασ. 31,12      καὶ ἀνέστησαν πᾶς ἀνὴρ δυνάμεως καὶ ἐπορεύθησαν ὅλην τὴν νύκτα καὶ ἔλαβον τὸ σῶμα Σαοὺλ καὶ τὸ σῶμα Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ τείχους Βαιθσὰν καὶ φέρουσιν αὐτοὺς εἰς Ἰαβὶς καὶ κατακαίουσιν αὐτοὺς ἐκεῖ.

Α Βασ. 31,12             Μερικοί δε γενναίοι άνδρες ηγέρθησαν, εβάδισαν όλην την νύκτα και επήραν το σώμα του Σαούλ και το σώμα του παιδιού του, του Ιωνάθαν, από το τείχος Βαιθσάν, τα έφεραν εις την Ιαβίς και τα έκαυσαν εκεί.

Α Βασ. 31,13      καὶ λαμβάνουσι τὰ ὀστᾶ αὐτῶν καὶ θάπτουσιν ὑπὸ τὴν ἄρουραν τὴν ἐν Ἰαβὶς καὶ νηστεύουσιν ἑπτὰ ἡμέρας.

Α Βασ. 31,13             Επήραν τα απολειφθέντα από το πυρ οστά και τα έθαψαν κάτω από καλλιεργημένην γην εις την Ιαβίς. Εις ένδειξιν δε πένθους ενήστευσαν επί επτά ημέρας.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31