KAINH ΔΙΑΘΗΚΗ

 

Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΣΣΙΑ

 

Το όραμα των Ισραηλιτών για το Μεσσία

 

Ο ισραηλιτικός λαός, κρατώντας την υπόσχεση που είχε δώσει ο Θεός στους πρωτόπλαστους, ζούσε και τρεφόταν με την ελπίδα ότι μια μέρα θα σταλεί ο Μεσσίας να τον λυτρώσει. Οι Πατριάρχες και Προφήτες κάθε τόσο επαναλάμβαναν, την αγγελία αυτής της μεγάλης ελπίδας και περιέγραφαν ζωηρά όλα τα περιστατικά τού ερχομού Του: τη ζωή Του, το χαρακτήρα Του, τη διδασκαλία και τα έργα Του.

Όσο περνούσαν τα χρόνια και πλησίαζε ο καιρός να πραγματοποιηθεί η υπόσχεση του Θεού, τόσο πιο ζωντανή και έντονη γινόταν η προσδοκία τους. Τον περίμεναν σαν βασιλιά, ωραίο, πράο, γλυκό και αξιαγάπητο. Η χάρη, που θα πλημμύριζε το εσωτερικό Του, θα ξεχυνόταν πλούσια από τα χείλη Του και θα αιχμαλώτιζε τις ανθρώπινες καρδιές. Θα ήταν δοξασμένος και δυνατός, θα τους ελευθέρωνε από τους κατακτητές που αιώνες πολλούς τους καταπίεζαν και θα βασίλευε αιώνια. Η βασιλεία Του θα ήταν βασιλεία δικαιοσύνης, αγάπης, χαράς και ειρήνης και θα απλωνόταν σ' όλα τα σημεία της οικουμένης. Θα ήταν ακόμα ο Μεσσίας στοργικός ποιμένας όλης της γης, άριστος νομοθέτης και κριτής δίκαιος.

Με το όραμα αυτό του Μεσσία πέρασαν οι Ισραηλίτες όλα τα δύσκολα χρόνια της ιστορίας τους. Όμως οι πάμπολλες εθνικές τους περιπέτειες τους έκαναν να τον περιμένουν ως σωτήρα μόνο του έθνους των και όχι ολόκληρου του κόσμου. Κατάντησαν να τον πιστεύουν σαν επίγειο βασιλιά, που θα ερχόταν να τους ελευθερώσει από τους Ρωμαίους και όχι ως πνευματικό βασιλιά, που θα ελευθέρωνε όλους τους ανθρώπους από τη σκλαβιά της αμαρτίας. Γι’ αυτό και όταν ήρθε, βλέποντας τις ελπίδες τους να διαψεύδονται, αρνήθηκαν να πιστέψουν σ’ Αυτόν και τον ανέβασαν πάνω στο Σταυρό.

 

 

Οι Ιουδαίοι τής διασποράς

 

Το ισραηλιτικό έθνος είχε πολλές περιπέτειες. Τους τελευταίους πριν από τον Χριστό αιώνες υποδουλώθηκε διαδοχικά στους Ασσύριους, Βαβυλώνιους, Πέρσες, Έλληνες και Ρωμαίους. Στο διάστημα των περιπετειών τους αυτών, άλλοι από τους Ισραηλίτες σύρθηκαν αιχμάλωτοι στη Συρία και στη Βαβυλώνα, και άλλοι αναγκάστηκαν να εκπατρισθούν στην Αίγυπτο, στη Μικρά Ασία, στην Ελλάδα, στη Ρώμη και αλλού. Όλοι αυτοί που ζούσαν μακριά από την πατρίδα τους λέγονταν Ιουδαίοι της διασποράς. Και δεν ήταν λίγοι. Σε αριθμό ξεπερνούσαν εκείνους που ζούσαν μέσα στην Παλαιστίνη. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν έξυπνοι και πλούσιοι κι επηρέαζαν πολύ τις τοπικές διοικήσεις.

Οι Ιουδαίοι της διασποράς διατηρούσαν στενές σχέσεις με την πατρίδα τους. Τα Ιεροσόλυμα ήταν γι’ αυτούς ο «ομφαλός» της γης. Ο ναός των Ιεροσολύμων αποτελούσε το σύμβολο τής κοινής πίστεως. Τα θρησκευτικά και τα πατριωτικά τους αισθήματα ήταν σφιχτά δεμένα μεταξύ τους και φρόντιζαν να τα αναζωογονούν πηγαίνοντας συχνά για προσκύνημα στη χώρα των πατέρων τους.

Θρησκευτικό κέντρο των Ιουδαίων της διασποράς αποτελούσε η Συναγωγή. Πήγαιναν εκεί κάθε Σάββατο για να προσευχηθούν, να ακούσουν το λόγο του Θεού, αλλά και να αναβαφτιστούν θρησκευτικά και εθνικά. Με τους Ιουδαίους της διασποράς δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό και να πιστέψουν σ’ Αυτόν και πολλοί ειδωλολάτρες, οι οποίοι, ανάλογα με την πρόοδό τους στη νέα θρησκεία, ονομάζονταν «φοβούμενοι ή σεβόμενοι τον Θεόν» και «προσήλυτοι». Έτσι όχι μόνο οι Ιουδαίοι της διασποράς διατήρησαν την ελπίδα για τον ερχομό του Μεσσία, αλλά προετοιμάστηκαν κατάλληλα και οι ειδωλολάτρες.

 

 

Ο πόθος της λυτρώσεως στους ειδωλολάτρες

 

Οι ειδωλολατρικοί λαοί, απομακρυσμένοι από τη σωστή πίστη, βρίσκονταν σε μεγάλη ηθική κατάπτωση. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν δούλοι και δεν είχαν κανένα δικαίωμα στη ζωή. Η δικαιοσύνη και η ελευθερία ήταν πράγματα άγνωστα στους πιο πολλούς. Οι γυναίκες είχαν πολύ κατώτερη θέση μέσα στην οικογένεια και στην κοινωνία. Τα παιδιά δεν είχαν κανένα δικαίωμα στη ζωή. Οι θρησκείες και οι φιλοσοφίες είχαν ξεπέσει και δεν μπορούσαν πια να ικανοποιήσουν τους λαούς. Όλοι ζητούσαν λίγη δικαιοσύνη, ελευθερία, αλήθεια. Όλοι περίμεναν κάποιον να τους λυτρώσει.

Τη νοσταλγία αυτή και τον πόθο της λυτρώσεως καλλιέργησαν στους ειδωλολάτρες, εκτός από τους Ιουδαίους της διασποράς, και ορισμένοι φωτισμένοι φιλόσοφοι και ποιητές, όπως ο Αισχύλος, ο Σωκράτης κι ο Πλάτωνας στην Ελλάδα, ο Οράτιος, ο Οβίδιος και ο Βιργίλιος στη Ρώμη, και άλλοι γνωστοί και άγνωστοι στην Αίγυπτο, στην Περσία και σε άλλους λαούς. Όλοι αυτοί μιλούσαν για τον ξεπεσμό των ανθρώπων, την ανάγκη ενός λυτρωτή και την ελπίδα για τον ερχομό Του.

Έτσι παράλληλα με τους Ιουδαίους και οι ειδωλολατρικοί λαοί προετοιμάστηκαν κατάλληλα και περίμεναν με αγωνία μια μεταβολή στο καλύτερο. Ποθούσαν ένα λυτρωτή και σωτήρα. Ποιος όμως είχε τη δύναμη να διδάξει την αλήθεια στον κόσμο και να φέρει αυτή την πολυπόθητη αλλαγή; Κανένας άνθρωπος δεν ήταν ικανός γι’ αυτό. Μόνο ο Υϊός και Λόγος του Θεού θα έφερνε την πραγματική λύτρωση και σ’ αυτόν στρεφόταν με νοσταλγία η «προσδοκία των Εθνών», όπως είχε προφητέψει ο πατριάρχης Ιακώβ.