ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ

 

 

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α'

  

Απόστολος Παύλος

Από όσα λέγει ο Απόστολος στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του συνάγεται ότι η επιστολή αυτή γράφτηκε γύρω στο έτος 55 μ.Χ. από την Έφεσο, προς το τέλος της εκεί τριετούς παραμονής του. Μετά το κήρυγμα του Ευαγγελίου στην Αθήνα ο Παύλος πήγε στην Κόρινθο, πρωτεύουσα της Αχαΐας, όπου έμεινε και κήρυξε επί 18 μήνες. Εκεί ίδρυσε την τοπική εκκλησία με την οποία και μετά την αναχώρηση του διατήρησε προσωπική επαφή. Στις δύο προς Κορινθίους επιστολές που μας διασώζονται, γίνονται αναφορές και για άλλες επιστολές που έστειλε ο Παύλος προς την Εκκλησία της Κορίνθου (Α 'Κορ 5,9. Β 'Κορ 2,4).

 

Αφορμή για τη συγγραφή της επιστολής αποτέλεσε το γεγονός ότι η Εκκλησία αυτή παρουσιάστηκαν ορισμένα προβλήματα και αντιμετώπιζε κάποια ερωτήματα, όπως:

Α) Στην εκκλησία της Κορίνθου είχαν δημιουργηθεί «μερίδες», όπου η κάθε μια από τις οποίες έδειχνε θαυμασμό και εκτίμηση σ' έναν Απόστολο, που τον θεωρούσε ανώτερο από τους άλλους. Ο Παύλος αφιερώνει τα 4 πρώτα κεφάλαια της επιστολής για να καταπολεμήσει τη διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας της Κορίνθου.

Β) Ο Παύλος επιπλήττει την Εκκλησία της Κορίνθου για τη χαλαρή στάση της απέναντι στην πορνεία και για την ανοχή της απέναντι σ' έναν αιμομίκτη.

Γ) Οι Χριστιανοί δεν επιτρέπεται να προσφεύγουν στα εθνικά δικαστήρια για την επίλυση των διαφορών τους, αλλά πρέπει να τις επιλύουν μόνοι τους.

Δ) Με επιστολή τους οι Κορίνθιοι υπέβαλαν στον Παύλο ερωτήματα σχετικά με το «γάμο» και την «παρθενία», με τα «ειδωλόθυτα», με τη «θεία λατρεία», με το «Κυριακό δείπνο», με τα πνευματικά «χαρίσματα», με την «ανάσταση των νεκρών».

Σε όλα αυτά ο Παύλος δίνει απαντήσεις.

 

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ 

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β'

 

Μετά τη συγγραφή της Α' προς Κορινθίους επιστολής έφτασαν στην Εκκλησία της Κορίνθου ιουδαΐζοντες Χριστιανοί ιεραπόστολοι και με το κήρυγμα τους υπονόμευαν την αποστολική αυθεντία του Παύλου, διδάσκοντας παράλληλα προς την νέα πίστη και την τήρηση του Μωσαϊκού νόμου. Ο Παύλος πληροφορείται τα γεγονότα καθώς βρίσκεται στην Έφεσο στο τέλος της τριετούς εκεί ιεραποστολικής του δραστηριότητας και επειδή δεν δέχεται τη σχετικοποίηση ή νόθευση του χριστιανικού Ευαγγελίου που κήρυξε, πορεύεται πάλι προς την Κόρινθο. Καθ' οδόν λοιπόν προς την πόλη αυτή, κάπου από την Μακεδονία ή στους Φιλίππους, κατά το έτος 56 μ.Χ., γράφει την Β' προς Κορινθίους.

 

Στη Β' προς Κορινθίους επιστολή δεν βρίσκουμε κανένα υπαινιγμό για τα θέματα που απασχόλησαν τον Απόστολο στην Α' επιστολή. Στην Β' επιστολή κυριαρχεί άλλη ατμόσφαιρα και το ύφος της είναι πιο συναισθηματικό. Ο Απόστολος εκδηλώνει τον πλούτο της καρδιάς του προς τα πνευματικά του παιδιά, τα οποία στη σωτήρια οικονομία του Ιησού Χριστού, σαν πατέρας τους γέννησε με το κήρυγμα του Ευαγγελίου και εκθέτει τις υπέρ του Χριστού κακοπάθειές του.

Όλα αυτά αναγκάζεται να τα γράψει εξαιτίας των κατηγόρων του, των ιουδαϊζόντων Χριστιανών, οι οποίοι αφού τάραξαν τις Εκκλησίες της Γαλατίας, ήρθαν και στην Κόρινθο για να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των Χριστιανών ως προς το κύρος του αποστολικού αξιώματος του Παύλου.

Η Β' προς Κορινθίους επιστολή, στην οποία αντιμετωπίζει ο Παύλος τις κατηγορίες αυτές (χάρη του Ευαγγελίου και των Χριστιανών της Κορίνθου και όχι για τον εαυτό του) και μιλάει για το μεγαλείο αλλά και για τις κακοπάθειές του Αποστόλου, ανήκει, μαζί με την προς Φιλήμονα, στις πιο προσωπικές και συναισθηματικές επιστολές του.

 

Η επιστολή αυτή μπορεί σε γενικές γραμμές να διαιρεθεί σε τρεις μεγάλες ενότητες:

Α) Η σχέση του Παύλου με την Εκκλησία της Κορίνθου. Ο Απόστολος πέρασε ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο στην Μ. Ασία, τόσο που πλησίασε τα όρια του θανάτου. Θέλει να το γνωρίζουν αυτό οι Κορίνθιοι, τους οποίους δεν μπόρεσε να επισκεφτεί όπως τους υποσχέθηκε, όχι από αδιαφορία αλλά ενδιαφερόμενος να μην τους λυπήσει. Στη συνέχεια υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του αποστολικού του αξιώματος καθώς και την υπεροχή της διακονίας της νέας διαθήκης σε σχέση προς τη διακονία της παλαιάς. Η διακονία βέβαια αυτή συνοδεύεται από πολλές θλίψεις και στενοχώριες αλλά και από τη σταθερή ελπίδα ότι θα υπερνικηθεί ο Θάνατος με την ανάσταση. Η διακονία εκδηλώνεται ακόμη ως πρεσβεία υπέρ του Χριστού για τη συμφιλίωση του κόσμου.

Β) Οδηγίες για τη λογία υπέρ των Χριστιανών των Ιεροσολύμων.

Γ) Απολογία του Παύλου και υπεράσπιση του αποστολικού του αξιώματος. Με ύφος γεμάτο πάθος και αγάπη για τους αναγνώστες του υπεραμύνεται ο Παύλος της αποστολικής του ιδιότητας, την οποία χαρακτηρίζει ως διακονία της νέας διαθήκης, αντιπαραθέτοντας την προς την διακονία της παλαιάς, την οποία ασκούν οι ιουδαΐζοντες.