ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

 

ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

 

 

ΟΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ

ΠΕΤΡΟΥ Α'

ΠΕΤΡΟΥ Β'

ΙΩΑΝΝΟΥ Α'

ΙΩΑΝΝΟΥ Β'

ΙΩΑΝΝΟΥ Γ'

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΟΥΔΑ

ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ

ΑΠΟΣΤ. ΠΕΤΡΟΣ

ΕΥΑΓΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ

ΙΟΥΔΑΣ Ο ΘΕΑΔΕΛΦΟΣ

 

 

 

ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

 

«Καθολικές» ονομάζονται οι επιστολές: Ιακώβου, Α' και Β' Πέτρου, Α', Β' και Γ' Ιωάννου και Ιούδα, οι οποίες ακολουθούν στην Καινή Διαθήκη μετά την προς Εβραίους επιστολή. Οι επτά αυτές επιστολές, που επιγράφονται όχι με το όνομα παραληπτών, όπως οι άλλες επιστολές της Καινής Διαθήκης, αλλά με το όνομα συγγραφέα τους, ονομάζονται "καθολικές", γιατί απευθύνονται στο σύνολο της Εκκλησίας ή σε ομάδα εκκλησιών και σε μία επιμέρους κοινότητα (εξαίρεση η Β' Ιωάννου) ή σε κάποιο πρόσωπο (εξαίρεση η Γ' Ιωάννου).

 

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ 

 

Ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος

Η πρώτη από τις καθολικές επιστολές έχει ως αποστολέα τον Ιάκωβο, ο οποίος προσδιορίζεται ως "δούλος του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού" και απευθύνεται στους Χριστιανούς που είναι σκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται προφανώς για τον αδελφόθεο Ιάκωβο, Το παραινετικό και προτρεπτικό ύφος της και ο αυθεντικός τρόπος με τον οποίον εκφράζεται ο συγγραφέας της, δείχνουν πράγματι ότι το κείμενο αυτό προέρχεται από μια ηγετική μορφή της πρώτης εκκλησίας, μορφή που είχε σεβαστή θέση στις συνειδήσεις των αναγνωστών.

 

Τα θέματα που αναπτύσσονται στην επιστολή είναι τα ακόλουθα: α) Το νόημα των πειρασμών και ο τρόπος αντιμετώπισης τους. β) Η διαγωγή των πλουσίων έναντι των φτωχών της κοινότητας και η μεροληπτική προς τους πλουσίους στάση ορισμένων διδασκάλων. γ) Η σημασία των έργων για την πίστη. Πολλές δοκιμασίες της κοινότητας προέρχονται από την αδυναμία μελών της να χαλιναγωγήσουν τη γλώσσα τους, ενώ τέλειος είναι αυτός που ελέγχει τη γλώσσα του. δ) Πραγματική σοφία είναι αυτή που προέρχεται από το Θεό και εκδηλώνεται με ανάλογο τρόπο ζωής. ε) Η προσκόλληση στα αγαθά του κόσμου αποβαίνει τελικά έχθρα προς το Θεό. Η κρίση όμως του Θεού θα είναι αυστηρή για όσους παραγνωρίζουν το θέλημα του και στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις κάνουν σχέδια που αντιστρατεύονται την εντολή του Θεού. στ) Οι πιστοί πρέπει να δείξουν καρτερία γιατί πλησιάζει η κρίση, να προσεύχονται, να εξομολογούνται τα αμαρτήματα τους και να προσπαθούν να επαναφέρουν τους αμαρτωλούς από την πλάνη στην οδό του Θεού.

 

Όταν ο Ιάκωβος υπογραμμίζει ότι «ο άνθρωπος δικαιώνεται από τα έργα κι όχι μόνο από την πίστη» (2,24) δεν στρέφεται κατά της γνωστής παύλειας διδασκαλίας, αλλά κατά της παρερμηνείας της από ορισμένους χριστιανούς. Όσο κι αν ο τόνος είναι διαφορετικός στους δύο συγγραφείς, ο Απόστολος Παύλος τονίζει ιδιαίτερα την πίστη, ο Ιάκωβος τα έργα. Πρόκειται για την ίδια διδασκαλία και στους δύο, για την πίστη που εκδηλώνεται με έργα. Ούτε για τον Παύλο είναι δυνατή η πίστη που δεν «εκδηλώνεται έμπρακτα με αγάπη» (Γαλ 5,6), ούτε για τον Ιάκωβο μπορούν να υπάρχουν έργα χωρίς πίστη. Όπως η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή (Ιακ 2,26), έτσι και τα έργα, ιδίως τα έργα του νόμου, δεν σώζουν τον άνθρωπο αν δεν έχει πίστη στον Ιησού Χριστό.

 

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΕΤΡΟΥ Α'

 

Απόστολος Πέτρος

Ο Απόστολος Πέτρος έγραψε δύο Καθολικές Επιστολές, οι οποίες δεν είναι μεγάλες σε έκταση, είναι όμως πλούσιες σε θεολογικές και φιλοσοφικές ιδέες. Ονομάστηκαν Καθολικές γιατί απευθύνονται σ' όλους τους Χριστιανούς.

 

Η Α' επιστολή του Πέτρου (64 μ.Χ.) απευθύνεται προς τους Χριστιανούς που κατοικούν στα βόρεια και δυτικά μέρη της Μ. Ασίας. Η επιστολή αναφέρεται κυρίως στον εξαγνισμό και την υπακοή.

Από το περιεχόμενο της επιστολής συνάγεται ότι οι παραλήπτες βρίσκονταν σε κατάσταση κοινωνικού διωγμού και θλίψης, ακόμη και για το όνομα του "Χριστιανού" που έφεραν (4,14). Δεν πρόκειται για γενικευμένο διωγμό των Χριστιανών από τις ρωμαϊκές αρχές, αλλά μάλλον για τοπικές δυσχέρειες και κοινωνικές πιέσεις των Χριστιανών εκ μέρους των συμπατριωτών τους. Ο Πέτρος τους προτρέπει να αντλούν δύναμη από τα παθήματα του Χριστού, ο οποίος «έπαθεν» επί του Σταυρού για τις αμαρτίες μας (3,18 - 4,1). Είχαν ανάγκη ενίσχυσης οι Χριστιανοί αναγνώστες του, γιατί, όπως φαίνεται, ήταν καινούριοι στο Χριστιανισμό, και η έλλειψη μεγάλης εμπειρίας στη νέα πίστη ήταν δυνατό να οδηγήσει σε κλονισμό της συνείδησής τους.

 

Μετά το προοίμιο υπενθυμίζει ο Απόστολος στους Χριστιανούς αναγνώστες του ότι οφείλουν ευχαριστία στο Θεό για την αναγέννηση τους και τους συνιστά εμμονή στην πίστη παρά τις δοκιμασίες τους ενόψει της βεβαιότητας των μελλόντων αγαθών για τα οποία μίλησαν οι Προφήτες. Ως αναγεννημένα παιδιά του Θεού οι Χριστιανοί που εξαγοράστηκαν με το αίμα του Χριστού από την προηγούμενη αμαρτωλή κατάστασή τους, οφείλουν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της νέας ζωής. Να επιδιώκουν την αγιότητα, να ασκούν την αγάπη, να είναι ενωμένοι με το Χριστό, ώστε σαν ζωντανά λιθάρια του πνευματικού ναού, που έχει θεμέλιο το Χριστό, να προσφέρουν στο Θεό την αληθινή λατρεία.

Στη συνέχεια μεταφέρει ο ιερός συγγραφέας τις γενικές αυτές υποδείξεις στις επί μέρους εκδηλώσεις της ζωής. Μετά από την υπόμνηση της επερχόμενης κρίσης του Θεού ο ιερός συγγραφέας επανέρχεται στο θέμα των δοκιμασιών και των θλίψεων των Χριστιανών. Τέλος δίνει συμβουλές στους ηλικιωμένους, στους νεώτερους και στους πιστούς γενικά.

 

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΕΤΡΟΥ Β'

 

H Β' επιστολή Πέτρου (67 μ.Χ.) χαρακτηρίζεται και ως «αντιαιρετική», γιατί δίνει μία κατοχυρωμένη απάντηση στους αμφισβητίες της ορθής πίστης. Συνάμα έχει και «απολογητική» διάθεση, αφού αναπτύσσει την πίστη της χριστιανικής κοινότητας χρησιμοποιώντας επιχειρήματα που απαντούν τόσο στην ιουδαϊκή και την ευρύτερη χριστιανική παράδοση όσο και στη θύραθεν γραμματεία.

 

Το θέμα με το οποίο ασχολείται η Β' Πέτρου είναι τελείως διαφορετικό από το θέμα της Α' Πέτρου. Εδώ αντιμετωπίζεται η σφαλερή και πολύ επικίνδυνη για την εκκλησία διδασκαλία των ελευθεριαζόντων αιρετικών, οι οποίοι παρεξηγώντας ριζικά το κήρυγμα του Παύλου περί ελευθερίας από το Νόμο κήρυτταν την ασυδοσία και ειρωνεύονταν την πίστη στην επερχόμενη Παρουσία του Κυρίου.

 

Ο συγγραφέας της επιστολής προτρέπει τους αναγνώστες του να αποφεύγουν τη φθορά του κόσμου και να γίνουν «μέτοχοι της θείας φύσεως», να συνοδεύουν την πίστη τους με ενάρετη ζωή και να μην αμφιβάλλουν για την υπόσχεση της Παρουσίας, η οποία προανακρούεται ήδη στο γεγονός της Μεταμόρφωσης του Χριστού και στις προφητικές αναγγελίες. Αυτοί που αρνούνται την Παρουσία είναι ασύδοτοι ψευδοδιδάσκαλοι, η δράση των οποίων έχει προβλεφθεί και δεν πρέπει να αιφνιδιάσει τους Χριστιανούς. Οι αιρετικοί αυτοί αρνούνται με τη ζωή τους τον Κύριο και Σωτήρα τους. Για την ασύδοτη ζωή τους θα τιμωρηθούν, όπως οι διάφοροι ασεβείς του παρελθόντος. Οι προφητείες για την εμφάνιση των αιρετικών που εμπαίζουν τις θείες επαγγελίες θα εκπληρωθούν, όπως επίσης θα εκπληρωθεί και η επαγγελία της Παρουσίας.

Εάν αργεί, αυτό οφείλεται στο ότι ο Θεός υπολογίζει το χρόνο με διαφορετικά μέτρα από τους ανθρώπους και στο ότι δίνει έτσι με την αργοπορία ευκαιρίες μετάνοιας σ' όλους τους ανθρώπους. Η ημέρα του Κυρίου θα έρθει σαν κλέφτης, και θα τη συνοδεύει η ολοκληρωτική καταστροφή του παλαιού κόσμου και η εγκατάσταση καινούριου ουρανού και καινούριας γης, όπου θα βασιλεύει η δικαιοσύνη. Ενόψει αυτής της προσδοκίας πρέπει η ζωή του πιστού να είναι άψογη. Τέλος, προτρέπονται οι αναγνώστες να προοδεύουν στη χάρη και στη γνώση του Κυρίου και η επιστολή τελειώνει με δοξολογία στον Ιησού Χριστό.

 

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ Α'

 

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης

Οι επιστολές του Ιωάννη γράφτηκαν στην Έφεσο στα τέλη του 1ου αιώνα.

Η επιστολή Α' είναι εγκύκλιος και απευθύνεται σε πολλές εκκλησίες. Ο απόστολος Ιωάννης αποσκοπεί μ' αυτήν στην καταπολέμηση των αιρετικών, όπως ο Κήρινθος, οι οποίοι αρνούνται την πραγματική ενανθρώπιση του Λόγου του Θεού.

Εναντίον των αιρετικών αυτών, τους οποίους χαρακτηρίζει "αντίχριστους", προβάλλει ο Ιωάννης το μαρτυρημένο και από την εμπειρία των αποστόλων βεβαιωμένο ιστορικό γεγονός της ενσάρκωσης και του θανάτου του Ιησού Χριστού, γεγονός που φανερώνει την αγάπη του Θεού προς την ανθρωπότητα.

 

Μετά το προοίμιο, στο οποίο ο Ιωάννης ως αυτόπτης και αυθεντικός μάρτυρας των γεγονότων της ζωής του Χριστού γράφει προς τους χριστιανούς, ώστε να έχουν «κοινωνία» με τον Πατέρα και τον Υιό, αναπτύσσει καταρχήν σε τι συνίσταται αυτή η κοινωνία. Εφόσον ο Θεός είναι φως, όποιος έχει κοινωνία μ' αυτόν οφείλει να ζει "μέσα στο φως" και μακριά από την αμαρτία. Η κοινωνία αυτή φαίνεται έμπρακτα με την τήρηση των εντολών όποιος αγαπά τον αδερφό του βρίσκεται στο φως. Η αγάπη όμως προς τον κόσμο και την αμαρτία του κόσμου είναι ασυμβίβαστη με την αγάπη προς το Θεό. Αυτοί που αρνούνται ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, είναι αντίχριστοι.

Στη συνέχεια ο Ιωάννης παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των παιδιών του Θεού. Αυτοί αναμένουν τον Κύριο, δεν έχουν σχέση με την αμαρτία αλλά με τη δικαιοσύνη, αγαπούν τους αδερφούς τους όχι με λόγια αλλά με έργα, αποφεύγουν το πνεύμα της πλάνης που είναι η διδασκαλία των αντίχριστων αιρετικών.

Μετά επανέρχεται στο κεντρικό θέμα της αγάπης. Ο Θεός από αγάπη έστειλε τον Υιό του στον κόσμο. Απ' αυτό απορρέει η υποχρέωση του χριστιανού να αγαπάει τον αδερφό του και η αγάπη αυτή προς τον αδερφό είναι απόδειξη της κοινωνίας με το Θεό. Η αγάπη δίνει παρρησία στο χριστιανό και τον απαλλάσσει από το φόβο της κρίσης και της τιμωρίας. Η αγάπη προς το Θεό, εάν δεν συνοδεύεται από την αγάπη προς τον αδερφό, είναι ψεύτικη. Αγάπη προς το Θεό σημαίνει τήρηση των εντολών του και η τήρηση των εντολών εξασφαλίζει τη νίκη επί των δαιμονικών δυνάμεων του κόσμου, νικά όμως τον κόσμο όποιος πιστεύει στον σαρκωθέντα Χριστό.

 

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ Β'

 

Η Β' επιστολή Ιωάννου δεν έχει εγκύκλιο χαρακτήρα, αλλά απευθύνεται σε κάποια συγκεκριμένη εκκλησιαστική κοινότητα, στην οποία ο απόστολος συστήνεται ως "ο πρεσβύτερος", επισημαίνοντας με τον τρόπο αυτό την αυθεντία του. Ο απόστολος γράφει ότι η αγάπη συνίσταται στην τήρηση των εντολών του Θεού και εφιστά την προσοχή των μελών της στη δράση των πλάνων και αντίχριστων που δεν ομολογούν ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός που έγινε άνθρωπος. Συνοψίζει δηλαδή στη μικρή αυτή επιστολή τα δύο κεντρικά θέματα της Α' επιστολής του. Αναγγέλλει την επικείμενη επίσκεψη του και κλείνει την επιστολή με χαιρετισμούς της κοινότητας στην οποία βρίσκεται.

Η επιστολή είναι ένα δείγμα της χριστιανικής σκέψης της εποχής εκείνης, και μας παρουσιάζει την άμυνα της εκκλησίας απέναντι στους ψευδοδιδάσκαλους. Τονίζεται βεβαίως έντονα η εντολή της αγάπης, αλλά χαράσσεται μια σαφής διαχωριστική γραμμή απέναντι στους αιρετικούς.

 

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ Γ'

 

Ο χρόνος συγγραφής και της Γ' επιστολής πρέπει να τοποθετηθεί επίσης στα τέλη του 1ου αιώνα. Η Γ' επιστολή Ιωάννου έχει προσωπικό χαρακτήρα και αποστέλλεται "προς τον αγαπητό Γάιο" τον οποίο επαινεί, γιατί ζει σύμφωνα με την αλήθεια και φιλοξένησε περιοδεύοντες χριστιανούς ιεραποστόλους. Φαίνεται ότι ο Γάιος ήταν ηγέτης κάποιας εκκλησίας στη Μ. Ασία και πολύ αγαπητός στον Ιωάννη. Δεν γνωρίζουμε ποιος ήταν ο μνημονευόμενος Διοτρεφής, για τον οποίο γράφει ο απόστολος ότι αγαπά τα πρωτεία, δεν δέχεται τους απεσταλμένους (προφανώς του Ιωάννη) και δεν συμμορφώνεται προς την επιστολή του. Το πιθανότερο είναι ότι ο Διοτρεφής ήταν κάποιος φιλόδοξος ταραχοποιός ο οποίος αμφισβητούσε την αυθεντία των αποστόλων προβάλλοντας τον εαυτό του ως ηγέτη.

Στο τέλος της επιστολής ο ιερός συγγραφέας επαινεί κάποιον Δημήτριο, κάνει λόγο για επικείμενη επίσκεψη του και στέλνει χαιρετισμούς.

 

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΟΥΔΑ 

 

Ο Ιούδας ο Θεάδελφος

Η επιστολή απευθύνεται «προς τους αγαπημένους που κάλεσε ο Θεός Πατέρας και διατηρεί κοντά στον Ιησού Χριστό», όμως δεν γνωρίζουμε πού βρίσκονται οι παραλήπτες της, όπως επίσης δεν γνωρίζουμε πού βρίσκεται ο συγγραφέας, ο οποίος συστήνεται «ως Ιούδας, δούλος του Ιησού Χριστού και αδερφός του Ιακώβου». Επικαλείται τον Ιάκωβο ο οποίος είναι γνωστή ηγετική προσωπικότητα της πρώτης εκκλησίας, συνεπώς και των παραληπτών της επιστολής.

 

Ο συγγραφέας αναγκάστηκε να στείλει εσπευσμένα την επιστολή αυτή εξαιτίας των αιρετικών που εμφανίστηκαν στους κόλπους της Εκκλησίας και αποτελούσαν με τη διδασκαλία τους και τη φιλελεύθερη ζωή τους κίνδυνο για τους πιστούς. Ζητεί από τους Χριστιανούς παραλήπτες «να συνεχίσουν τον αγώνα για την πίστη, που μια για πάντα δόθηκε στο λαό του Θεού» (στ. 3). Οι αιρετικοί χαρακτηρίζονται ως «ασεβείς», γιατί παρερμηνεύουν τη χάρη του Θεού θεωρώντας την ως δικαιολογία για την ανήθικη ζωή τους και αρνούνται «ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μοναδικός Κύριος μας» (στ. 4). Υπενθυμίζει τις σκληρές τιμωρίες του Θεού προς τους ασεβείς κατά το παρελθόν και προειδοποιεί ότι και για τους αιρετικούς αυτούς έρχεται η αυστηρή τιμωρία του Θεού, εφόσον μιμούνται τις αμαρτίες των ασεβών του παρελθόντος. Προτρέπει τους αναγνώστες να ενθυμούνται «τα προφητικά λόγια των Αποστόλων του Κυρίου», τους συμβουλεύει και τελειώνει την επιστολή με δοξολογία στο Σωτήρα Θεό.

Με όσα γράφει ο ιερός συγγραφέας δέχεται ότι ο Χριστιανισμός δεν περιορίζεται μόνο στην καθαρότητα του δόγματος αλλά εκτείνεται και στην καθαρότητα του ήθους. Το ένα χωρίς το άλλο δεν αποτελεί ολοκληρωμένο Χριστιανισμό, πράγμα άλλωστε που με διαφορετική ορολογία και διαφορετικές παραστάσεις υπογραμμίζουν όλοι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης.