ΑΡΧΑΙΕΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ ΛΑΟΙ

 

ΣΥΡΙΑ - ΣΥΡΙΟΙ

 

Η ΣΥΡΙΑ

 

Χάρτης της Συρίας

Κράτος της Μέσης Ανατολής, με έκταση 185.180 τ.χλμ.

Πληθυσμός: 22.505.000 κάτ.

Εθνοφυλετικές ομάδες: 89% Σύριοι Άραβες, 6% Κούρδοι, 2% Αρμένιοι, 3% διάφοροι άλλοι (κυρίως Τσερκέζοι και Τούρκοι).

Θρησκεία: 90% Μουσουλμάνοι (εκ των οποίων 80% Σουνίτες, 7% Αλαουίτες, 2% Δρούζοι, 1% Ισμαηλίτες), 9% Χριστιανοί (ορθόδοξοι, αρμένιοι), 1% διάφοροι άλλοι.

Γλώσσα: αραβική, κουρδική, αρμενική και οι γλώσσες των μειονοτήτων.

Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Δαμασκός (1.711.000 κ). Άλλες πόλεις είναι: Χαλέπιο (2.301.570 κάτ.), Χάμα (325.000 κάτ.), Χομς (1.500.000 κάτ.), και η Λαττάκεια (ή Λαοδίκεια 650.558 κάτ.).

 

Η Συρία εκτείνεται από τον ποταμό Ευφράτη μέχρι τα βόρεια όρια της Παλαιστίνης. Η έκταση της ήταν διαφορετική κατά εποχές.

 

 

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ

 

Η Συρία, εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης, υπήρξε στην αρχαιότητα το σταυροδρόμι διαφόρων πολιτισμών. Πρέπει να κατοικήθηκε κατά τη 3η χιλιετία π.Χ. από λαούς σημιτικής κυρίως καταγωγής, όπως Αμορίτες, Χαναναίους, Φοίνικες, Χετταίους, Αραμαίους κ.ά. Αυτοί ήταν οργανωμένοι σε πόλεις-κράτη και συχνά συγκρούονταν μεταξύ τους. Παράλληλα παρατηρούνται εισβολές διαφόρων άλλων λαών ινδοευρωπαϊκής καταγωγής και υποταγή του ντόπιου πληθυσμού στους εκάστοτε κατακτητές, με άμεση συνέπεια την περιορισμένη αλλοίωση του σημιτικού χαρακτήρα του συριακού πολιτισμού.

Όταν εισέβαλαν στη Συρία οι Ινδοευρωπαίοι, τη 2η χιλιετία π.Χ., υπέταξαν τους Χετταίους και τους Χουρρίτες και με την καταπιεστική πολιτική τους ανάγκασαν ένα μέρος από τον ντόπιο πληθυσμό (τους Υξώς) να στραφεί εναντίον των Αιγυπτίων. Οι Αιγύπτιοι, με επικεφαλής το φαραώ Τούθμωσι Α', πέτυχαν να απωθήσουν τους εισβολείς και να καταλάβουν πολλά εδάφη που κατείχαν οι Χουρρίτες. Αργότερα ο φαραώ της Αιγύπτου Τούθμωσις Γ' κατέλαβε πολλές συριακές πόλεις, αφήνοντας το βόρειο τμήμα της χώρας στους Μιταννίτες, που μέχρι το 1400 το υπερασπίστηκαν από τις επιθέσεις των Χετταίων.

Το 1400 π.Χ. η Συρία καταλήφθηκε από τους Χετταίους. Έτσι άρχισε μια νέα περίοδος πολέμων ανάμεσα στους Χετταίους και στους Αιγύπτιους, που κατέληξε στο μοίρασμα της Συρίας, το 1278 π.Χ. την εποχή του Ραμσή Β', και εμπόδισε την ασσυριακή επέκταση.

 

Το 1200 π.Χ., όμως, διάφοροι λαοί που έρχονταν από τα δυτικά (Αραμαίοι) πήραν τη Συρία από τους Αιγύπτιους και εγκαινίασαν την αραμαϊκή περίοδο, που κράτησε δυο αιώνες. Το 717 π.Χ., μετά την κατάληψη της Συρίας από τους Ασσύριους, δημιουργήθηκε το ασσυριακό κράτος, που το 650 π.Χ. καταλύθηκε από τους Βαβυλώνιους με επικεφαλής το Ναβουχοδονόσορα Β'. Το 539 π.Χ., ο Κύρος κατέλαβε τη Βαβυλώνα η Συρία, η Παλαιστίνη και η Κύπρος αποτέλεσαν περσική σατραπεία μέχρι το 331 π.Χ., εποχή που κατακτήθηκαν από το Μέγα Αλέξανδρο. Στην περίοδο αυτή ιδιαίτερη ακμή γνώρισε η Τύρος, που υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα του ελληνικού κόσμου. Κάποιες από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Συρίας ήταν η Αντιόχεια, η Δαμασκός, η Απάμεια, η Σελεύκεια, η Παλμύρα, η Λαοδίκεια κ.α.

Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου και τις διαμάχες των διαδόχων του, η Συρία υποτάχτηκε στο Σέλευκο, που την έκανε διοικητικό κέντρο του μεγάλου βασιλείου του και ανέδειξε την Αντιόχεια σε ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα της εποχής. Με την παρακμή των Σελευκιδών η χώρα καταλήφθηκε από το βασιλιά της Αρμενίας Τιγράνη το 85 π.Χ., που την κράτησε στην κατοχή του μέχρι το 64 π.Χ., οπότε κατακτήθηκε από τον Πομπήιο. Αυτός εξαφάνισε τα τελευταία υπολείμματα της δυναστείας των Σελευκιδών, απώθησε τους Πάρθους και έκανε τη Συρία επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσα την Αντιόχεια στον Ορόντη.. Αυτή την περίοδο στη χώρα συγκεντρώθηκαν πολλοί φιλόσοφοι και άνθρωποι των γραμμάτων και δημιουργήθηκε μια σημαντική χριστιανική κοινότητα. Παράλληλα, όμως, αναπτύχθηκαν πολλές αιρέσεις, όπως ο Νεστοριανισμός, ο Μονοφυσιτισμός και ο Μονοθελητισμός.

Τον 5ο και 6ο αι. μ.Χ. η Συρία βρισκόταν κάτω από τη βυζαντινή κυριαρχία και γνώρισε μεγάλη παρακμή. Στις αρχές του 7ου αιώνα κατακτήθηκε από τους Πέρσες, αλλά στη συνέχεια οι Βυζαντινοί, με επικεφαλής τον Ηράκλειο Α', ανακατέλαβαν τη Συρία. Γρήγορα υποτάχτηκε στους Άραβες το 634 μ.Χ. χωρίς να προβάλει αντίσταση, εξαιτίας της δυσαρέσκειας που επικρατούσε για τους θρησκευτικούς διωγμούς και τους φόρους που είχαν επιβάλει οι Βυζαντινοί.

 

Με την εγκαθίδρυση στην εξουσία της δυναστείας των Ομμεϊαδών το 667 μ.Χ., άρχισε μια νέα ιστορική περίοδος για τη Συρία. Η πρωτεύουσά της, η Δαμασκός, έγινε πολιτιστικό και διοικητικό κέντρο της αραβικής αυτοκρατορίας, ενώ τα γράμματα και οι τέχνες γνώρισαν μεγάλη άνθιση. Τη δυναστεία των Ομμεϊαδών διαδέχτηκε η δυναστεία των Αββασιδών. Αυτοί έκαναν πρωτεύουσα τη Βαγδάτη και χώρισαν τη Συρία σε εμιράτα. Η γενικότερη πολιτική των Αββασιδών, οδήγησε τη Συρία σε παρακμή και έδωσε τη δυνατότητα στους Τουλουνίδες να την καταλάβουν (883 - 905 μ.Χ.). Ακολούθησαν οι Φατιμίδες (968 - 1078 μ.Χ.) και οι Σελτζουκίδες (1078 - 1154 μ.Χ.), που πέτυχαν προσωρινά να της ξαναδώσουν την αίγλη του παρελθόντος. Με το θάνατο του σουλτάνου Μαλίκ - σαχ το 1092 μ.Χ. άρχισε μια νέα περίοδος παρακμής. Στην περίοδο αυτή (11ος - 12ος αιώνας) ιδρύθηκαν από τους Σταυροφόρους η κομητεία της Τρίπολης, το βασίλειο της Ιερουσαλήμ, η ηγεμονία της Αντιόχειας και η κομητεία της Έδεσσας. Το 1187 μ.Χ. οι Αγιουβίτες της Αιγύπτου έδιωξαν τους χριστιανούς από την Παλαιστίνη και η Συρία για τρεις αιώνες βρέθηκε στην κατοχή τους.

Το 1516 οι Οθωμανοί με το Σελίμ Α' κατέλαβαν τη χώρα και την κράτησαν στην κατοχή τους ως το 1918. Η περίοδος αυτή τελείωσε με την ολοκληρωτική ήττα των Τούρκων στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Άγγλοι απελευθέρωσαν τη Συρία. Στα τέλη του ίδιου χρόνου γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν τη χώρα και το 1920. Εκείνη τη χρονιά ο Λίβανος αποσπάστηκε οριστικά από τη Συρία, για πρώτη φορά είχε ανεξαρτητοποιηθεί το 1860. Στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο οι Άγγλοι μαζί με ελεύθερες γαλλικές δυνάμεις έκαναν επέμβαση στη Συρία και το 1941 ο στρατηγός Κατρού κήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας.

 

 

 

ΟΙ ΣΥΡΙΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

 

ΓΕΝΙΚΑ

 

Στην Παλαιά Διαθήκη, η Συρία ήταν η περιοχή που κατοικούνταν από τους Αραμαίους. Την εποχή του Δαβίδ και του Σολομώντα, η Συρία αποτελείτο από μικρά βασιλεία, της Δαμασκού, της Ρεώβ, της Σωβά, της Μααχά, Γεσσούρ, Βαιθραάμ και Ιστώβ (Β' Βασιλειών 10,6. Γ' Βασιλειών 10,29. Δ' Βασιλειών 7,6. Α' Παραλειπομένων 19,6). Ο Καμουήλ, ο τρίτος γιος του Ναχώρ και της Μελχά, υπήρξε γενάρχης κάποιας φυλής Σύρων (Γένεση 22,21).

 

Οι αναφορές που υπάρχουν στην Αγία Γραφή για τη Συρία, είναι αρκετές. Η χώρα ήταν γύρω από τη Δαμασκό (Β' Βασιλειών 8,6), η οποία ήταν πρωτεύουσά της (Ησαΐας 7,8). Οι Αβάνα και Φαρφάρ ήταν ποταμοί της (Δ' Βασιλειών 5,12). Κυβερνιόταν από βασιλείς (Β' Βασιλειών 10,6. Γ' Βασιλειών 22,31, Δ' Βασιλειών 5,1). Οι κάτοικοί της αναφέρονται Σύροι (Α' Παραλειπομένων 19,15), και Σύριοι της Δαμασκού (Β' Βασιλειών 8,5). Την εποχή του Δαβίδ Σύροι κατοικούσαν και ανατολικά του Ιορδάνη (Β' Βασιλειών 10,16. Α' Παραλειπομένων 19,17). Μιλούσαν την αραμαϊκή γλώσσα (Δ' Βασιλειών 18,26). Ήταν ειδωλολάτρες (Κριτές 10,6. Δ' Βασιλειών 5,18) και πολεμοχαρείς (Γ' Βασιλειών 20,23-25). Επίσης ήταν εμπορικός λαός (Ιεζεκιήλ 27,18).

 

 

ΟΙ ΣΥΡΙΟΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

 

Την εποχή του Δαβίδ οι Σύροι ήρθαν σε σύγκρουση μαζί του. Όταν ο Δαβίδ νίκησε στην Ημάθ τον Αδρααζάρ, το βασιλιά της Σουβά (Σωβά), όταν αυτός πήγαινε για να θέσει υπό την κυριαρχία του τους λαούς που ζούσαν κοντά στον Ευφράτη, οι Σύροι από τη Δαμασκό πήγαν για να βοηθήσουν τον Αδρααζάρ. Ο Δαβίδ νίκησε τους Σύρους, οι οποίοι ανέρχονταν σε 22.000 άντρες. Μετά ο Δαβίδ εγκατέστησε στρατιωτική φρουρά στη Δαμασκό και οι Σύροι έγιναν φόρου υποτελείς στον Δαβίδ (Β' Βασιλειών 8,3-6. Α' Παραλειπομένων 18,3-6).

 

Μετά από αρκετό καιρό, επειδή οι Αμμωνίτες πρόσβαλαν τους απεσταλμένους του Δαβίδ και φοβήθηκαν πόλεμο, έδωσαν 1000 ασημένια τάλαντα και πήραν μισθοφόρους από τη Συρία, 20.000 πεζούς από τα βασίλεια Βαιθραάμ και της Σουβά (Σωβά), 1000 άντρες από το βασιλιά της Μααχά (Μοοχά) και 12.000 άντρες από το βασίλειο της Ιστώβ. Συνολικά ήταν 32.000 πεζοί, ιππείς και πολεμικά άρματα.

Μόλις το 'μαθε ο Δαβίδ, έστειλε εναντίον τους τον αρχιστράτηγο Ιωάβ με όλο το στράτευμα. Οι Αμμωνίτες βγήκαν και παρατάχθηκαν σε θέση μάχης έξω από την πύλη της πρωτεύουσάς τους, ενώ οι μισθοφόροι από τη Συρία παρατάχθηκαν πιο πέρα στους αγρούς, απέναντι από τη Μαιδαβά.

Όταν ο Ιωάβ τους είδε, παρέταξε τους καλύτερους άντρες του απέναντι από τους Σύρους. Το υπόλοιπο του στρατού το έθεσε στις διαταγές του Αβεσσά, του αδερφού του, ο οποίος το παρέταξε απέναντι στους Αμμωνίτες. Ο Ιωάβ κι ο στρατός του νίκησαν τους Σύρους και τους έτρεψαν σε φυγή. Μόλις είδαν οι Αμμωνίτες ότι οι Σύροι τράπηκαν σε φυγή, έφυγαν κι αυτοί πανικόβλητοι από τον Αβεσσά και μπήκαν στην πόλη τους. Έτσι ο Ιωάβ σταμάτησε να πολεμάει τους Αμμωνίτες και γύρισε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 10,6-14. Α' Παραλειπομένων 19,6-15).

 

Όταν όμως οι Σύροι είδαν ότι νικήθηκαν από τους Ισραηλίτες, έκαναν γενική ανασυγκρότηση των δυνάμεων τους, για ν' ανακτήσουν την τιμή τους. Ο Αδρααζάρ πήρε με το μέρος του τους Σύρους που κατοικούσαν πέρα από τον ποταμό Χαλαμάκ, πέρα από τον Ιορδάνη. Αυτοί συγκεντρώθηκαν στην Αιλάμ με επικεφαλής τον Σωβάκ (Σωφά), αρχιστράτηγο του Αδρααζάρ. Όταν το έμαθε ο Δαβίδ, συγκέντρωσε το στρατό του, πέρασε τον Ιορδάνη και έφτασε στην Αιλάμ. Οι Σύροι παρατάχθηκαν απέναντι στο Δαβίδ και άρχισαν την επίθεση. Αλλά οι Ισραηλίτες τους νίκησαν και τους έτρεψαν σε φυγή. Κατέστρεψαν 7.000 άρματα και σκότωσαν 40.000 πεζούς και ιππείς. Ο Σωβάκ (Σωφά), ο αρχιστράτηγος του Αδρααζάρ, χτυπήθηκε και πέθανε στο πεδίο της μάχης. Οι ηγεμόνες που ως τότε ήταν υποτελείς στον Αδρααζάρ, συνθηκολόγησαν με τους Ισραηλίτες  κι έγιναν υποτελείς τους. Από τότε οι Σύροι δεν τόλμησαν πια να βοηθήσουν τους Αμμωνίτες (Β' Βασιλειών 10,15-19. Α' Παραλειπομένων 19,16-19).

 

 

ΟΙ ΣΥΡΙΟΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ

 

Οι βασιλιάδες της Συρίας και των Χετταίων προμηθεύονταν άλογα και πολεμικές άμαξες από τους εμπόρους του Σολομώντα. Οι έμποροι του Σολομώντα πήγαιναν στην Αίγυπτο ή σε αγορά που γινόταν στη Θεκωέ, και αγόραζαν άρματα προς 600 αργυρούς σίκλους το καθένα και άλογα προς 150 αργυρούς σίκλους το καθένα. Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι το κάθε άρμα κόστιζε 100 αργυρούς σίκλους και κάθε άλογο κόστιζε 50 αργυρούς σίκλους το καθένα. Στη συνέχεια οι έμποροι του Σολομώντα τα μεταπωλούσαν στους βασιλιάδες των Χετταίων, της Συρίας και σε άλλους που κατοικούσαν στα παράλια της Μεσογείου Θαλάσσης (Γ' Βασιλέων 10,28-29. Β' Παραλειπομένων 1,16-17).

Πολλές από τις γυναίκες του βασιλιά Σολομώντα ήταν αλλόφυλες και ήταν κόρες ειδωλολατρών, οι οποίες κατάγονταν από τους Μωαβίτες, τους Αμμωνίτες, τους Σύριους, τους Ιδουμαίους, τους Χετταίους, τους Αμορραίους κλπ. Ο Σολομώντας προσκολλήθηκε σ' αυτές και αγάπησε και τα έθνη τους, πράγμα το οποίο είχε απαγορεύσει ο Κύριος στους Ισραηλίτες. Ο Σολομών έχτισε ακόμη ειδωλολατρικούς ναούς και θυσιαστήρια στις κορυφές γύρω από την Ιερουσαλήμ, και τέλεσε εκεί θυσίες σε θεούς ειδωλολατρών. Σ' αυτούς τους ναούς και σ' αυτά τα θυσιαστήρια οι γυναίκες του Σολομώντα προσέφεραν θυμίαμα και θυσίες στους θεούς τους (Γ' Βασιλέων 11,1-8. 11,33).

 

Μετά τη νίκη του Δαβίδ κατά του Αδρααζάρ, βασιλιά του Σουβά, γύρω από τον Ραζών το Βαραμεθίτη, συγκεντρώθηκαν αρκετοί και αποτέλεσαν ληστρική συμμορία. Αργότερα ο Ραζών με τους άνδρες του κατέλαβαν τη Δαμασκό και ανακηρύχτηκε βασιλιάς. Με ορμητήριο τη Δαμασκό ο Ραζών κατέστη μάστιγα για τους Ισραηλίτες στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Σολομώντα (Γ' Βασιλέων 11,14. 11,23-25).

 

 

ΟΙ ΣΥΡΙΟΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΣΑ, ΤΟΥ ΑΧΑΑΒ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΩΣΑΦΑΤ

 

Όταν βασίλευε ο Ασά στον Ιούδα, επειδή ο Βαασά, βασιλιάς του Ισραήλ, εκστράτευσε  εναντίον του βασιλείου του Ιούδα και οχύρωσε τη Ραμά, έτσι ώστε κανένας από τους κατοίκους του Ιούδα να μη μπορεί να κυκλοφορήσει ελεύθερα από την πλευρά αυτή. Τότε ο Ασά πήρε όλο το ασήμι και το χρυσάφι που υπήρχε στα θησαυροφυλάκια του ναού του Κυρίου και του βασιλικού ανακτόρου και τα έστειλε με τους δούλους του στη Δαμασκό, στο βασιλιά της Συρίας γιο του Άδερ, που ήταν γιος του Ταβερεμμάν και εγγονός του Αζίν, με το μήνυμα να συνάψουν συμφωνία οι δυο τους, έτσι ώστε να διαλύσει τη συμμαχία του με το Βαασά, βασιλιά του Ισραήλ, για ν' αποσύρει το στρατό του από την περιοχή του Ιούδα.

Ο Άδερ δέχτηκε την πρόταση του βασιλιά Ασά κι έστειλε τους στρατηγούς του εναντίον των πόλεων του Ισραήλ. Όταν το έμαθε ο Βαασά σταμάτησε να οχυρώνει τη Ραμά και επέστρεψε στην πόλη Θερσά (Γ' Βασιλέων 15,16-22. Β' Παραλειπομένων 16,1-6). Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ιωσαφάτ στον Ιούδα, για ένα μικρό διάστημα, δεν υπήρχε βασιλιάς στη Συρία (Γ' Βασιλέων 16,28ε).

 

Όταν ο προφήτης Ηλίας κατέφυγε στο όρος Χωρήβ για να γλιτώσει από την οργή της βασίλισσας Ιεζάβελ, ο Κύριος τον έστειλε να πάει στη Δαμασκό κι όταν φτάσει εκεί, να χρίσει ως βασιλιά της Συρίας, τον Αζαήλ (Γ' Βασιλέων 19,15).

Επί βασιλείας Αχαάβ οι Σύριοι προσπάθησαν να εισβάλουν στο βασίλειο του Ισραήλ δύο φορές, απωθήθηκαν όμως, την πρώτη στη Σαμάρεια (Γ' Βασιλειών 20,1-21) και τη δεύτερη στην Αφέκ (Γ' Βασιλειών 20,26-34). Έτσι ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ), βασιλιάς των Συρίων, συγκέντρωσε όλο το στρατό του, που αποτελούνταν από συμμαχία 32 βασιλιάδων, με ιππικό και πολεμικά άρματα, και πολιόρκησε την πόλη της Σαμάρειας, με σκοπό να την κυριέψει. Ο Σύρος βασιλιάς έστειλε αγγελιοφόρους στον Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, και του είπαν ότι, όλη του η περιουσία, οι γυναίκες του και οι γιοι του ανήκουν σ' αυτόν. Ο Αχαάβ του αποκρίθηκε ότι όλα του τα υπάρχοντα ανήκουν σ' αυτόν.

Αλλά οι αγγελιοφόροι του Σύρου βασιλιά ξαναπήγαν πάλι στον Αχαάβ και του είπαν ότι, ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) ζήτησε να του παραδώσει όλο το ασήμι και το χρυσάφι, καθώς όλες τις γυναίκες του και τους γιους του. Την επόμενη μέρα θα πήγαιναν οι άνθρωποι του Σύρου βασιλιά να ψάξουν μέσα στο ανάκτορό του και να πάρουν ότι πολύτιμο είχε (Γ' Βασιλέων 21,1-6).

 

Τότε ο Αχαάβ κάλεσε όλους τους πρεσβυτέρους της χώρας και τους είπε για τις απαιτήσεις του Σύρου βασιλιά. Οι πρεσβύτεροι του είπαν να μην υποχωρήσει. Έτσι ο Αχαάβ απάντησε αρνητικά στους αγγελιοφόρους του Σύρου βασιλιά.

Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) ξανάστειλε τους αγγελιοφόρους του στον Αχαάβ και τον απείλησε ότι θα καταστρέψει όλη τη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ του απάντησε με την εξής παροιμία: «Ας μην καυχάται ο καμπούρης όπως ο ορθός». Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) γλεντούσε με τους άλλους βασιλιάδες στις σκηνές, όταν άκουσε την απάντηση του Αχαάβ. Αμέσως τότε έδωσε διαταγή να κάνουν χαρακώματα γύρω από τη Σαμάρεια (Γ' Βασιλέων 21,7-12).

 

Τότε ένας προφήτης του Κυρίου πλησίασε τον Αχαάβ και του είπε, πως θα του παραδώσει όλο το στρατό των Συρίων για να μάθει ποιος είναι ο Κύριος, ο αληθινός Θεός. Έτσι ο Αχαάβ επιθεώρησε το στρατό του, που αποτελούνταν από 7.000 άντρες και τους νέους που είχαν στρατολογηθεί από τους άρχοντες των επαρχιών και ήταν 230 άντρες. Το μεσημέρι ο Αχαάβ ξεκίνησε για πόλεμο, την ώρα που ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) γλεντούσε στις σκηνές με τους άλλους βασιλιάδες. Τότε ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) έστειλε μια περίπολο, η οποία του ανέφερε ότι βγήκε στρατός από τη Σαμάρεια. Ο Σύρος βασιλιάς διέταξε το στρατό του να συλλαμβάνουν όσους βγαίνουν από την πόλη.

Οι Ισραηλίτες ανάγκασαν τους Σύριους να υποχωρήσουν και τους έτρεψαν σε φυγή. Έπειτα τους καταδίωξαν και ο Σύρος βασιλιάς σώθηκε ανεβαίνοντας πάνω στο άλογο κάποιου στρατιώτη. Ο στρατός του Αχαάβ επέφερε μεγάλη καταστροφή στους Σύριους και πήραν ως λάφυρα πολλά άλογα και άρματα (Γ' Βασιλέων 21,13-22).

 

Οι άνθρωποι του Σύρου βασιλιά του είπαν, πως ο Θεός των Ισραηλιτών είναι Θεός των βουνών, γι' αυτό και νίκησαν. Την επόμενη φορά να τους πολεμήσουν στην πεδιάδα και τότε θα είναι σίγουρη η νίκη τους. Ακόμη τον συμβούλεψαν να διώξει τους άλλους βασιλιάδες και να βάλει στη θέση τους σατράπες. Και μετά να ετοιμάσουν το στρατό και ν' αναπληρώσουν αυτούς που χάθηκαν, να φέρουν άλλους ιππείς και άμαξες στη θέση αυτών που χάθηκαν και μετά να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες στην πεδιάδα και τότε σίγουρα θα τους νικήσουν.

Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) άκουσε τη συμβουλή τους και δέχτηκε να την ακολουθήσει. Έτσι μετά από ένα χρόνο συγκέντρωσε στρατό και εκστράτευσε εναντίον της Αφέκ (Αφεκά) για να πολεμήσει εκεί τους Ισραηλίτες.

Οι Ισραηλίτες είχαν προετοιμαστεί κι αυτοί και είχαν ανεφοδιαστεί. Έτσι στρατοπέδευσαν απέναντι από τους Σύριους. Αυτοί έμοιαζαν σαν δύο μικρά κοπάδια κατσικιών, ενώ οι Σύριοι είχαν πλημμυρίσει όλη την περιοχή.

Τότε ο προφήτης του Κυρίου πλησίασε τον Αχαάβ και του είπε πως, επειδή οι Σύριοι είπαν ότι ο Κύριος, ο Θεός των Ισραηλιτών, είναι Θεός των βουνών και όχι Θεός των πεδιάδων, θα τους παραδώσει στην εξουσία του κι έτσι θα μάθουν ότι ο Κύριος είναι ο αληθινός Θεός.

Οι δύο στρατοί έμειναν στρατοπεδευμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον εφτά μέρες. Την έβδομη μέρα άρχισε η μάχη και οι Ισραηλίτες θανάτωσαν 100.000 πεζούς Σύριους. Όσοι επέζησαν κατέφυγαν στην Αφεκά, αλλά το τείχος της πόλης έπεσε πάνω τους και σκοτώθηκαν άλλοι 27.000 Σύριοι στρατιώτες (Γ' Βασιλέων 21,23-30).

 

Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) τράπηκε σε φυγή και κρύφτηκε φοβισμένος στον κοιτώνα του ανακτόρου του. Τότε ο Σύρος βασιλιάς είπε στους υπηρέτες του, ότι έχει ακούσει πως οι βασιλιάδες των Ισραηλιτών είναι άνθρωποι ευσπλαχνικοί. Να φορέσουν, λοιπόν, πένθιμα σάκκους αντί για ρούχα, να βάλουν σχοινιά στο κεφάλι τους και να πάνε στο βασιλιά του Ισραήλ, μήπως και τους χαρίσει τη ζωή.

Ντύθηκαν, λοιπόν, με πένθιμους σάκκους, έβαλαν σχοινιά στο κεφάλι τους και παρουσιάστηκαν στο βασιλιά του Ισραήλ και του είπαν, πως ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) σε παρακαλεί να τον αφήσεις να ζήσει. Το ίδιο σε παρακαλούμε κι εμείς. Ο Αχαάβ απάντησε εάν ζει ακόμα αδερφός του ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ). Οι άντρες του Σύρου βασιλιά το θεώρησαν σαν καλό σημάδι και είπαν πως ο αδερφός του ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ). Ο Αχαάβ τους είπε να πάνε και να τον φέρουν μπροστά του.

Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) πήγε στον Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, κι αυτός τον ανέβασε στην άμαξά του. Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) είπε στον Αχαάβ, ότι θα του επιστρέψει όλες τις πόλεις που είχε πάρει ο πατέρας του από τον πατέρα του και του έδινε το δικαίωμα να χτίσει για τον εαυτό του αγορές στη Δαμασκό, όπως είχε ο πατέρας μου στη Σαμάρεια. Με αυτή τη συμφωνία ο Αχαάβ συμφώνησε και τον άφησε ελεύθερο (Γ' Βασιλέων 21,30-34).

 

Η πόλη Ρεμμάθ (Ραμώθ) της Γαλαάδ την εποχή του βασιλιά Αχαάβ είχε καταλειφθεί από τους Σύριους (Γ' Βασιλέων 22,3). Ο Αχαάβ, ο βασιλιάς του Ισραήλ, συμφώνησε με τον Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα, να πολεμήσουν μαζί στη Γαλαάδ για να πάρουν πίσω τη Ρεμμάθ (Ραμώθ) από τους Σύριους. Στην εκστρατεία του Αχαάβ συνέβαλαν και οι ψευδοπροφήτες του με τις ευνοϊκές τους προβλέψεις, παρά τις αντίθετες προβλέψεις του προφήτη Μιχαία (Γ' Βασιλέων 22,1-28. Β' Παραλειπομένων 18,2-27).

Έτσι ο Αχαάβ, βασιλιάς του Ισραήλ, και ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα, πήγαν στη Γαλαάδ για να πάρουν από τους Σύριους τη Ρεμμάθ (Ραμμώθ). Ο Αχαάβ είπε στον Ιωσαφάτ, ότι θα πάρει τη στολή ενός στρατιώτη και θα πάει να πολεμήσει ως ένας απλός στρατιώτης και πρότεινε στον Ιωσαφάτ να φορέσει τη δική του βασιλική στολή. Έτσι ο Αχαάβ μπήκε στη μάχη ντυμένος ως απλός στρατιώτης. Ο βασιλιάς των Συρίων είχε δώσει στους 32 αρχηγούς των πολεμικών αρμάτων του ρητή διαταγή να μη χτυπήσουν κανέναν, ούτε απλό στρατιώτη ούτε αξιωματικό, παρά μόνο το βασιλιά του Ισραήλ.

Οι αρχηγοί των πολεμικών αρμάτων, όταν είδαν τον Ιωσαφάτ θεώρησαν πως αυτός ήταν ο βασιλιάς του Ισραήλ κι έτρεξαν καταπάνω του να τον χτυπήσουν. Αλλά ο Ιωσαφάτ έβγαλε μια πολεμική κραυγή και οι αρχηγοί των πολεμικών αρμάτων, όταν είδαν ότι δεν ήταν αυτός ο βασιλιάς του Ισραήλ, σταμάτησαν να τον καταδιώκουν. Αλλά ένας από αυτούς τέντωσε το τόξο και το βέλος τυχαία χτύπησε τον Αχαάβ και τον σκότωσε. Έτσι με το θάνατο του Αχαάβ σταμάτησε ο πόλεμος εναντίον των Συρίων (Γ' Βασιλέων 22,29-37. Β' Παραλειπομένων 18,28-34).

 

Λίγα χρόνια αργότερα οι Μωαβίτες, οι Αμμωνίτες, οι Εδωμίτες και οι Μιναίοι εξεστράτευσαν να πολεμήσουν εναντίον του Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα. Αγγελιαφόροι πληροφόρησαν τον Ιωσαφάτ ότι μεγάλος στρατός που είχε φτάσει από τη Συρία και πέρα από την Νεκρά Θάλασσα, στρατοπέδευσε στην Ασασάν Θαμάρ (Εγγαδί) (Β' Παραλειπομένων 20,1-2).

 

 

ΟΙ ΣΥΡΙΟΙ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΕΛΙΣΑΙΟΣ

 

Ο Ναιμάν (Νεεμάν), την εποχή του προφήτη Ελισαίου, ήταν αρχιστράτηγος του στρατού της Συρίας και ήταν μεγάλος και αξιοθαύμαστος ενώπιον του βασιλέως του, διότι ο Θεός μέσω αυτού έσωσε τη Συρία από τους εχθρούς της. Ήταν γενναίος άνθρωπος, αλλά έπασχε από λέπρα.

Ο Ναιμάν πήρε μαζί του πολλά δώρα και ξεκίνησε για τη Σαμάρεια. Παρουσιάστηκε στον βασιλιά του Ισραήλ και του έδωσε επιστολή του βασιλιά της Συρίας. Με την επιστολή αυτή ο βασιλιάς της Συρίας παρακαλούσε το βασιλιά του Ισραήλ να φροντίσει για τη θεραπεία του Ναιμάν. Όταν διάβασε την επιστολή ο βασιλιάς του Ισραήλ θύμωσε και άρχισε να συλλογίζεται πως ο βασιλιάς της Συρίας ζητάει κάποια πρόφαση για πόλεμο (Δ' Βασιλειών 5,1-8).

Στη συνέχεια ο Ναιμάν πήγε στο σπίτι του Ελισαίου έχοντας ως συνοδεία ιππικό και πολεμικά άρματα. Ο Ελισαίος του είπε να πλυθεί εφτά φορές στον Ιορδάνη και θα θεραπευτεί από τη λέπρα. Ο Ναιμάν οργίστηκε γιατί πίστευε πως ο Ελισαίος θα τον θεράπευε αμέσως. Αλλά έπειτα από τις συμβουλές των δούλων του υποχώρησε. Πήγε στον Ιορδάνη και πλύθηκε στα νερά του εφτά φορές, όπως του είπε ο Ελισαίος. Κι αμέσως τότε καθαρίστηκε από την αρρώστια του κι έγινε καλά. Αμέσως μετά πήγε στον Ελισαίο και του πρόσφερε αρκετά δώρα. Έπειτα όμως από την άρνηση του προφήτη να δεχτεί τα δώρα, ο Ναιμάν αναχώρησε για την πατρίδα του (Δ' Βασιλειών 5,9-19).

 

Την εποχή που ο βασιλιάς των Συρίας ήταν σε πόλεμο με τους Ισραηλίτες, συσκέφτηκε με τους αξιωματούχους του και αποφάσισε σε ποιο σημείο θα στρατοπεδεύσει. Στο μεταξύ, ο Ελισαίος φωτισμένος από το Θεό, έστειλε άνθρωπο στον βασιλιά των Ισραηλιτών και του έλεγε να μην περάσει από εκείνο, γιατί έχουν στρατοπεδεύσει οι Σύριοι κι έχουν στήσει ενέδρα. Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών έστειλε στρατιώτες να επιτηρούν το σημείο εκείνο που του υπέδειξε ο προφήτης και κάθε φορά που οι Σύριοι έστηναν ενέδρα, ο Ελισαίος ειδοποιούσε το βασιλιά κι αυτός έπαιρνε τις προφυλάξεις του (Δ' Βασιλειών 6,8-10).

Ο βασιλιάς της Συρίας θύμωσε και κάλεσε τους αξιωματούχους του και τους ζήτησε να μάθουν, ποιος είναι αυτός που τον προδίδει στο βασιλιά των Ισραηλιτών. Ένας από τους αξιωματούχους του είπε, πως ο προφήτης Ελισαίος ήταν αυτός που φανερώνει τις θέσεις των Συρίων στους Ισραηλίτες, όπως κι αυτά που λέει στο παλάτι. Έτσι ο βασιλιάς των Συρίων διέταξε να μάθουν που μένει. Εκείνοι του είπαν στη Δωθαΐμ. Τότε έστειλε ισχυρό στρατό, ιππικό και πολεμικά άρματα για να τον συλλάβουν.

Ο στρατός των Συρίων έφτασε στη Δωθαΐμ το βράδυ και περικύκλωσε την πόλη. Οι Σύριοι επιτέθηκαν με σκοπό να συλλάβουν τον προφήτη. Τότε ο Ελισαίος προσευχήθηκε στον Κύριο, για να χτυπήσει το στρατό των Συρίων με τύφλωση. Πράγματι ο Κύριος τύφλωσε τους Σύριους και ο Ελισαίος είπε στους προελαύνοντες στρατιώτες να τον ακολουθήσουν, για να τους οδηγήσει στον άνθρωπο που ζητάνε. Ο Ελισαίος τους οδήγησε στη Σαμάρεια. Όταν ο στρατός των Συρίων μπήκε μέσα στη Σαμάρεια, ο Ελισαίος προσευχήθηκε στον Κύριο για να τους ανοίξει τα μάτια. Τότε είδαν ότι βρισκόντουσαν μέσα στην πόλη.

Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών όταν είδε τους Σύριους εγκλωβισμένους μέσα στην πόλη, ζήτησε την άδεια του προφήτη για να τους χτυπήσει. Ο Ελισαίος του είπε πως δεν έχει το δικαίωμα να τους χτυπήσει, γιατί δεν ήταν δικοί του αιχμάλωτοι. Παρά μόνο να τους δώσει φαγητό και νερό και μετά να τους αφήσει ελεύθερους να φύγουν. Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών έπραξε όπως του είπε ο Ελισαίος. Τους έδωσε φαγητό και νερό και τους άφησε ελεύθερους να φύγουν. Από τότε σταμάτησαν οι Σύριοι τις ληστρικές επιδρομές στο βασίλειο του Ισραήλ. Μετά από τα γεγονότα αυτά ο γιος Άδερ, βασιλιάς της Συρίας, συγκέντρωσε το στρατό του και επιτέθηκε εναντίον της Σαμάρειας, την οποία και πολιόρκησε. Έτσι έπεσε μεγάλη πείνα μέσα στην πόλη (Δ' Βασιλειών 6,11-31).

Μετά από μερικές μέρες τέσσερις λεπροί άνδρες βρίσκονταν έξω από την πύλη της Σαμάρειας. Αυτοί λοιπόν αποφάσισαν να πάνε στο στρατόπεδο των Σύρων, μήπως τους λυπηθούν και τους δώσουν λίγα τρόφιμα. Κι έτσι σηκώθηκαν και καθώς είχε πέσει το σκοτάδι, μπήκαν στο στρατόπεδο των Σύρων. Και στο στρατόπεδο δεν βρισκόταν κανένας στρατιώτης. Ο Κύριος έκαμε, ώστε οι Σύριοι ν' ακούσουν κάποιο μεγάλο θόρυβο, σαν να προέρχονταν από μεγάλο στρατό και πολεμικά άρματα. Τότε νόμισαν πως ο βασιλιάς των Ισραηλιτών πήρε μισθοφορικό στρατό από τους Χετταίους και τους Αιγύπτιους και επιτέθηκε εναντίον τους. Έτσι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή μέσα στη νύχτα, αφήνοντας πίσω στο στρατόπεδο τις σκηνές και τ' άλογά τους.

Οι λεπροί μπήκαν στο στρατόπεδο και πήραν ότι μπορούσαν. Έπειτα ανήγγειλαν στην Σαμάρεια το χαρμόσυνο γεγονός. Τότε όλος ο λαός της Σαμάρειας, αφού βεβαιώθηκαν ότι οι Σύριοι έφυγαν, πήγαν στο στρατόπεδο των Σύρων και επιδόθηκαν σε λεηλασίες (Δ' Βασιλειών 7,3-20).

 

Μερικά χρόνια αργότερα ο Ελισαίος πήγε στη Δαμασκό. Ο γιος Άδερ, ο βασιλιάς της Συρίας, ήταν άρρωστος. Ο βασιλιάς είπε στον Αζαήλ, να πάρει δώρα και να πάει να συναντήσει τον προφήτη και να τον ρωτήσει εάν θα θεραπευτεί από την ασθένεια. Ο Αζαήλ πήρε πολλά δώρα, 40 φορτώματα καμηλών, και πήγε να συναντήσει τον Ελισαίο. Όταν ο Αζαήλ συνάντησε τον Ελισαίο τον ρώτησε για την ασθένεια του βασιλιά της Συρίας.

Ο Ελισαίος του είπε πως ο βασιλιάς της Συρίας θα θεραπευτεί, αλλά ο Κύριος του υπέδειξε πως θα πεθάνει με άλλο τρόπο. Τότε ο Ελισαίος στάθηκε μπροστά στον Αζαήλ και τον παρατηρούσε. Τότε προφήτευσε πως ο Αζαήλ θα γίνει βασιλιάς της Συρίας και θα γίνει αιτία για πολλά κακά στους Ισραηλίτες. Ο Αζαήλ έφυγε από τον Ελισαίο και ξαναγύρισε στο παλάτι, όπου είπε στο βασιλιά της Συρίας πως θα θεραπευτεί από την αρρώστια και θα ζήσει. Την επόμενη όμως μέρα πήρε ένα σκέπασμα, το βούτηξε μέσα στο νερό και μ' αυτό τύλιξε ασφυκτικά το πρόσωπο του βασιλιά και τον έπνιξε. Κι έτσι ο Αζαήλ έγινε βασιλιάς στη Συρία (Δ' Βασιλειών 8,7-15).

 

 

ΟΙ ΣΥΡΙΟΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ

 

Επί βασιλείας Ιηού, ο Αζαήλ κατέλαβε την περιοχή ανατολικά του Ιορδάνη (Δ' Βασιλειών 10,32-33), ενώ επί βασιλείας Ιωάζαχ, νίκησε τον Ισραήλ και κατέλαβε πολλές πόλεις, τις οποίες όμως, ανακατέλαβε ο Ιωάς, γιος του Ιωάχαζ (Δ' Βασιλειών 13,25). Γύρω στο 735 π.Χ., ο Ρεσίν της Συρίας και ο Φεκά του Ισραήλ για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της Ασσυρίας, συμμάχησαν και επιτέθηκαν εναντίον της Ιερουσαλήμ (Δ' Βασιλειών 16,5. Ησαΐας 7,1). Δεν μπόρεσαν όμως να νικήσουν.

Οι Πέρσες αργότερα κυρίευσαν τη Συρία για να έρθει τελικά κάτω από την κυριαρχία του Μέγα Αλέξανδρου, το 331 π.Χ.. Το 64 π.Χ. επί Καίσαρα Αυγούστου, υποτάχθηκε στους Ρωμαίους και μαζί με την Κιλικία αποτέλεσε ρωμαϊκή επαρχία (Λουκάς 2,2).

 

Αρκετές προφητείες γράφηκαν για τη Συρία: το κράτος της θα παρακμάσει και θα παύσει να είναι βασίλειο (Ησαΐας 17,1-3), οι κάτοικοί της θα αιχμαλωτιστούν (Αμώς 1,5) και θα αφανιστούν (Ιερεμίας 48,26), η Δαμασκός θα καταστραφεί με φωτιά (Ιερεμίας 48,27, Αμώς 1,4), η αμαρτία και η αποστασία της θα φέρουν τιμωρία και συμφορά (Αμώς 1,3).

Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ότι επί Καίσαρα Αυγούστου, όπου η Συρία ήταν ρωμαϊκή επαρχία, έπαρχος της ήταν ο Κυρηναίος (Λουκάς 2,2). Αναφέρεται επίσης πως κηρύχτηκε το ευαγγέλιο και ιδρύθηκαν εκκλησίες στη Συρία (Πράξεις 15,23-41). Αυτό έγινε από Χριστιανούς που διέφυγαν στην Αντιόχεια και σε άλλες περιοχές, εξ αιτίας  του διωγμού που ακολούθησε μετά το λιθοβολισμό του Στεφάνου (Πράξεις 11,9), αλλά και από τον Απόστολο Παύλο (Γαλάτας 1,21). Η Εκκλησία της Αντιόχειας είχε μεγάλη πνευματική πρόοδο (Πράξεις 13,1. 15,23-35).