ΑΡΧΑΙΕΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ ΛΑΟΙ

 

ΑΡΑΒΙΑ - ΑΡΑΒΕΣ

 

Η ΑΡΑΒΙΑ

 

Τα αραβικά κράτη

Η έκτασή της Αραβίας μαζί με τα νησιά φτάνει στα 3.400.000 τ.χλμ. Ο πληθυσμός της είναι 12.500.000. Βρίσκεται ανάμεσα στο Ιράκ, στην Ιορδανία και βρέχεται από τον Περσικό κόλπο και τον κόλπο του Ομάν, από την Αραβική θάλασσα, τον κόλπο του Άντεν και την Ερυθρά θάλασσα. Ένα σημαντικό μέρος του εδάφους της αποτελείται από ερήμους και είναι ακατοίκητο. Υπάρχουν βουνά απομονωμένα, χωρίς φυτά, έρημοι και στέπες.

 

Στη χερσόνησο της Αραβίας βρίσκονται 7 κράτη και κρατίδια.

1) Σαουδική Αραβία. Έχει 28.686.633 κατ. και έκταση 1.750.000 τ.χλμ. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι Βεδουίνοι. Παλιά ονομαζόταν και ως  «νησί των νομάδων». Πρωτεύουσά της είναι το Ελ Ριάντ (1.793.000 κάτ.). Βρίσκεται μέσα σε μια όαση, στο κέντρο της χερσονήσου. Άλλες πόλεις είναι η Μέκκα, όπου γεννήθηκε ο Μωάμεθ και όπου βρίσκεται ο μεγάλος ιερός λίθος Καάμπα μέσα σ' ένα τεράστιο τέμενος, η Μεδίνα (463.000 κάτ.), όπου βρίσκεται ο τάφος του Μωάμεθ και η Τζέντα (983.000 κάτ.).

Η Σαουδική Αραβία είναι βασίλειο που ιδρύθηκε από τον εμίρη του Νέγκεντ, τον Ιμπν Σαούντ,  το 1932 και προήλθε από την ένωση των Βασιλείων του Nέγκεντ και της Χετζάζ, καθώς και των εμιράτων του Ασίρ, του Νατζτάν και του Αλ-Χάσα, τα οποία μέχρι τότε κυβερνούσαν αντίστοιχα αντιβασιλιάδες και εμίρηδες.

2) Υεμένη. Βόρεια. (έκταση 195.000 τ.χλμ., κάτ. 6.077.000), στη νοτιοδυτική άκρη της χερσονήσου.

3) Υεμένη Νότια. (έκταση 332.968 τ.χλμ., κάτ. 2.093.000), στη νοτιοδυτική άκρη της χερσονήσου.

4) Κουβέιτ. (έκταση 17.818 τ.χλμ., κάτ. 1.688.000). Πλουσιότατο σεϊχάτο στον Περσικό κόλπο.

5) Μπαχρέιν. Περιλαμβάνει 3 μικρά νησιά και είναι σεϊχάτο.

6. Κατάρ. Νησιωτικό κρατίδιο στον Περσικό κόλπο.

7. Σουλτανάτα Ομάν και Μασκάτ, στον κόλπο του Ομάν, στη νοτιοανατολική άκρη της χερσονήσου.

 

 

ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ

 

Λαός σημιτικής καταγωγής, που ανήκει στη λεγόμενη αραβική γλωσσική οικογένεια και κατοικεί στη Μέση Ανατολή και στη βόρεια Αφρική. Το σύνολο του αραβικού πληθυσμού ξεπερνά τα 90.000.000 και κατοικεί σε μια έκταση 14.000.000 τ.χλμ.

Τα κυριότερα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά των Αράβων είναι το δολιχοκέφαλο κρανίο, το μέτριο μέχρι ψηλό ανάστημα, τα μαύρα ή, πιο σπάνια, καστανά μαλλιά και μάτια, η κυρτή και λεπτή μύτη, το μικρό στόμα, τα σαρκώδη χείλη και το μελαψό δέρμα.

Γενικά οι κάτοικοι της Αραβίας αποτελούνται από γνήσιους Άραβες, από μιγάδες (μεταξύ Σημιτών και Αράβων), και τους "Μπανού-κουντάιρ", που προήλθαν από επιμειξία Αράβων και νέγρων. Όλοι οι Αραβες είναι μουσουλμάνοι και θεωρούν κέντρο του Μωαμεθανισμού την Αραβία, πατρίδα και τόπο εκκίνησης του Μωάμεθ.

Τον καθαρότερο, από φυλετική άποψη, τύπο αποτελούν οι Άραβες που κατοικούν στη νότια Αραβία οι ονομαζόμενοι Αριμπά καθώς και ορισμένα βεδουίνικα φύλα που ζουν ως νομάδες στη βόρεια και στην κεντρική Αραβία. Αντίθετα οι Άραβες που κατοικούν στα παράλια της Αραβικής χερσονήσου, στη βόρεια Αφρική και στη Μεσοποταμία αποτελούν, από ανθρωπολογική πάντοτε άποψη, τύπο που προέκυψε από επιμειξία Αράβων με φοινικικά, τουρκικά και νεγροειδή στοιχεία.

 

 

ΙΣΤΟΡΙΑ

Α) Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΟΧΗ

 

Η Αραβική χερσόνησος πιστεύεται ότι υπήρξε τόπος καταγωγής όλων των σημιτικών λαών. Σύμφωνα με στοιχεία, υπήρξαν τρεις διαφορετικές εγκαταστάσεις αραβικών φύλων στην αραβική χερσόνησο. Τα πρώτα αραβικά φύλα, για τα οποία έχουμε ελάχιστες πληροφορίες, εγκαταστάθηκαν στο νότιο τμήμα της Αραβικής χερσονήσου και είχαν επικεφαλής το Θαμούδ και τον Αδ. Τα αραβικά φύλα που ακολούθησαν και των οποίων σαν γενάρχης αναφέρεται ο Καχλάν, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της σημερινής Υεμένης και της Συρίας. Τέλος τα μεταγενέστερα αραβικά φύλα που ανήκαν στη λεγόμενη φυλή Μουσταρίβα και που είχαν σαν γενάρχη τους τον Ισμαήλ, γιο του Αβραάμ και της Άγαρ, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της σημερινής Σαουδικής Αραβίας.

Εξαιτίας όμως του άγονου εδάφους της Αραβίας, πολλοί από τους κατοίκους μετανάστευσαν σε πιο εύφορες περιοχές. Οι Ακκαδοί π.χ. κατοίκησαν στη Μεσοποταμία. οι Εβραίοι στην Παλαιστίνη και οι Αιθίοπες στη δυτική ακτή της Ερυθράς θάλασσας.

Ένα μεγάλο μέρος του αραβικού πληθυσμού, οι λεγόμενοι Βεδουίνοι και κυρίως όσοι ζούσαν στις μεγάλες στεπώδεις περιοχές της Αραβικής χερσονήσου, ζούσε κατά τρόπο νομαδικό. Οι αραβικοί αυτοί πληθυσμοί ζούσαν σύμφωνα με το λεγόμενο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα. Το νερό, οι βοσκές, η γη γενικά ήταν ιδιοκτησία της φυλής που αποτελούσε και την ανώτερη μορφή της κοινωνικής οργάνωσης. Άμεση υποδιαίρεση της φυλής ήταν τα γένη. Το κάθε γένος το συγκροτούσαν οι "πατριαρχικές" οικογένειες που αποτελούσαν και το κύτταρο της κοινωνικής οργάνωσης. Επικεφαλής της φυλής ήταν ο σεΐχης που κυβερνούσε με τη βοήθεια ενός συμβουλίου από αντιπροσώπους των γενών. Ένα άλλο στοιχείο, το οποίο γνωρίζουμε είναι ότι στις αρχές της 1ης χιλιετηρίδας π.Χ. υπήρχαν στην κοινωνική ζωή των αραβικών πληθυσμών ισχυρές επιβιώσεις μητριαρχικών θεσμών.

 

Στο Νότο από το 1200 π.Χ. αναπτύχθηκαν βασίλεια που έδωσαν υψηλά δείγματα πολιτισμού. Πρώτο γνωστό υπήρξε το βασίλειο του Μάιν ή των Μιναίων (1200 - 650 π.Χ.). Μετά ακολούθησαν το βασίλειο του Σαβά ή Σάμπα (950 - 115 π.Χ.), το Καταμπάν και το Χαντραμάουτ (Χατραμούτ).

Η εξουσία ήταν στα χέρια του βασιλιά που αρχικά τουλάχιστον, περιοριζόταν από ένα συμβούλιο προεστών. Βάση της οικονομίας στα βασίλεια αυτά ήταν η γεωργία, που γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη χάρη στα μεγάλα αρδευτικά έργα. Η κατεργασία του λίθου είχε φτάσει σε αξιοθαύμαστη τελειότητα, έχουν διασωθεί κοσμήματα, μεταλλικά αντικείμενα και είδη κεραμικής, εξαιρετικά δείγματα του αρχαίου αραβικού πολιτισμού.

Το βασίλειο του Σαβά έγινε πλούσιο και δυνατό με το εμπόριο. Προμήθευε σμύρνα, λιβάνι, μπαχαρικά και πολύτιμους λίθους από την Ινδία και τα μεταπουλούσαν στις φοινικικές, αιγυπτιακές και στις άλλες μεσογειακές πόλεις. Η διακίνηση των εμπορευμάτων γινόταν με καραβάνια. Από την πρωτεύουσα του Σάμπα, τη Μαρίμπ, ξεκινούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις καραβάνια που μετάφεραν το πολύτιμο εμπόρευμα.

Τον 4ο π.Χ. αιώνα ένας άλλος αραβικός λαός, οι Ναβαταίοι, ίδρυσαν το βασίλειο της Πέτρας στην περιοχή της σημερινής Ιορδανίας. Οι Ναβαταίοι βοήθησαν τους Ρωμαίους το 24 π.Χ. σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να καταλάβουν το βασίλειο του Σαβά, το οποίο τότε κυβερνούσαν οι Χιμιαρίτες. Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα οι Ρωμαίοι κατέλαβαν το βασίλειο των Ναβαταίων και το έκαναν επαρχία της Αραβίας Η εξάπλωση των Ρωμαίων σήμανε το τέλος της εμπορικής και πολιτικής κυριαρχίας των Αράβων. Τα ρωμαϊκά πλοία που διέσχιζαν την Ερυθρά θάλασσα και τον Ινδικό ωκεανό παραμέρισαν τα καραβάνια, που ως τότε αποτελούσαν το κυριότερο μεταφορικό μέσο του εμπορίου.

 

Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισε στα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια και η περιοχή της δυτικής Αραβίας και κυρίως η περιοχή της Χετζάζης όπου βρισκόταν η πόλη Μέκκα, εμπορικό κέντρο που έπαιζε σημαντικό ρόλο στο εμπόριο μεταξύ των βυζαντινών περιοχών και της Ινδίας.

Από τα προχριστιανικά ακόμα χρόνια οι Άραβες επεκτάθηκαν και έξω από τα όρια της Αραβικής χερσονήσου. Έτσι στα τέλη του 5ου μ.Χ. αιώνα ιδρύθηκε, στα σύνορα Παλαιστίνης και Υπεριορδανίας, το βασίλειο των Χασανιδών που ήταν υποτελές στους Βυζαντινούς. Επίσης στην περιοχή της Μεσοποταμίας τον 4ο μ.Χ αιώνα σχηματίστηκε το βασίλειο της φυλής Λάχμ, που αργότερα έγινε υποτελές στους Πέρσες. Ακόμα μεγάλος αριθμός Αράβων είχε εγκατασταθεί στην περιοχή της Άνω Αιγύπτου. Οι εγκαταστάσεις αυτές αραβικών πληθυσμών στην Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, στη Συρία και στη Μεσοποταμία διευκόλυναν τον εξαραβισμό των περιοχών αυτών ύστερα από την κατάκτησή τους από τους Άραβες.

 

 

Β) Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ

 

Ο αραβικός κόσμος

Η οικονομική ανάπτυξη, η αποσύνθεση της κοινοτικής ιδιοκτησίας των γενών, η ισχυροποίηση της αριστοκρατίας της Μέκκας, οι πιέσεις από τις επιθετικές ενέργειες των Βυζαντινών, των Αιθιόπων και των Περσών και η διαμόρφωση ενιαίας αραβικής γλώσσας, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ίδρυση ενιαίου αραβικού κράτους στη χερσόνησο της Αραβίας. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε στην ενοποιητική αυτή διαδικασία, η εμφάνιση στις αρχές του 7ου μ.Χ. αιώνα του Ισλαμισμού ή Μωαμεθανισμού, όπως ονομάστηκε από το όνομα του ιδρυτή της, του Μωάμεθ.

Ο Μωάμεθ, έμπορος από τη Μέκκα, που ανήκε στη φυλή των Κουρεϊσιτών και στο γένος των Χασιμιτών, έγινε ο κήρυκας της νέας θρησκείας, που ήταν μονοθεϊστική. Η νέα θρησκεία καταργούσε τη διαίρεση κατά φυλές και κήρυσσε ότι όλοι οι πιστοί είναι αδερφοί. Η Μεδίνα και η Μέκκα ήταν οι πρώτες πόλεις που προσχώρησαν στη θρησκεία του Μωάμεθ. Η αντίδραση προς τη νέα θρησκεία υπήρξε σφοδρότατη, τελικά όμως ο Μωάμεθ και οι οπαδοί του, ύστερα από σκληρές μάχες, κατόρθωσαν να επικρατήσουν. Έτσι, όταν ο προφήτης πέθανε, το 632 μ.Χ. όλες σχεδόν οι φυλές της Αραβικής χερσονήσου είχαν συνενωθεί.

 

Ύστερα από το θάνατο του Μωάμεθ, ο διάδοχός του Αμπού Μπάκρ καθώς και ο κατοπινός χαλίφης Ομάρ (634 - 644 μ.Χ.) ολοκλήρωσαν τη διαδικασία ενοποίησης των αραβικών φυλών και μάλιστα καθοδήγησαν τις πρώτες καταχτητικές ενέργειες των Αράβων. Συγκεκριμένα στα χρόνια του Αμπού Μπάκρ άρχισαν οι πόλεμοι εναντίον του Βυζαντίου και της Περσίας. Έτσι το 640 οι Άραβες κατάκτησαν όλη την Παλαιστίνη και τη Συρία, το 642 την Αίγυπτο και το 651 ολοκλήρωσαν την κατάχτηση της Περσίας (Ιράν). Τέλος, κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Ομεϋάδων, οι Άραβες κατέλαβαν και εδραίωσαν την εξουσία τους σε μεγάλο τμήμα της Ισπανίας (711 μ.Χ.). Η εικόνα του πρώτου αραβικού κράτους και του εκτεταμένου αραβικού χαλιφάτου που δημιουργήθηκε, ύστερα από τις κατακτήσεις αυτές, ήταν πολύ διαφορετική. Στη θέση του πρώτου σχετικά μικρού κράτους είχαμε στα τέλη του 7ου μ.Χ. αιώνα μια τεράστια αυτοκρατορία.

Η αραβική χερσόνησος έχασε τη σημασία που είχε αρχικά, όταν το 661 το χαλιφάτο μεταφέρθηκε στη Δαμασκό και ακόμα περισσότερο όταν πρωτεύουσα των μουσουλμάνων έγινε η Βαγδάτη, αμέσως μετά το 750 μ.Χ.

 

Η εγκατάλειψη των πρώτων αρχών του "Κορανίου" σχετικά με την ισότητα των πιστών και η συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια των συγγενών των διάφορων χαλίφηδων προκάλεσαν, με την πάροδο του χρόνου, πολυάριθμες αγροτικές εξεγέρσεις, οι οποίες, με τη σειρά τους, οδήγησαν βαθμιαία στην αποσύνθεση του τεράστιου αραβικού κράτους. Έτσι η μουσουλμανική αυτοκρατορία διασπάστηκε σε μικρά ανεξάρτητα κρατίδια, που πολλές φορές βρίσκονταν σε διαμάχη μεταξύ τους. Έτσι, σχηματίστηκαν μια σειρά από κράτη όπως το κράτος της Αιγύπτου, το οποίο αργότερα υπόταξε την Παλαιστίνη και τη Συρία, το κράτος του Μαρόκου, το οποίο κυβέρνησε η δυναστεία των Ιδρισιδών, το κράτος της Αλγερίας και της Τύνιδας με επικεφαλής τη δυναστεία των Αγλαβιδών (800 - 900 μ.Χ.) κ.ά. Η βορειοδυτική ακτή κατακτήθηκε από τους Αιγυπτίους και στο νότο κυριάρχησαν τοπικές δυναστείες. Οι Καρματαίοι, που πίστευαν σε μια επαναστατική μουσουλμανική αίρεση, ίδρυσαν το 899 μ.Χ. ένα κράτος στον Περσικό κόλπο και απόχτησαν τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της κεντρικής Αραβίας.

 

Οι αγροτικές επαναστάσεις, οι διαμάχες των φεουδαρχών και των διάφορων αιρέσεων οδήγησαν στη βαθμιαία αποδυνάμωση των αραβικών κρατών. Έτσι τον 11ο αιώνα κινήθηκαν προς τη Μέση Ανατολή τουρκικές ορδές και κατέλαβαν τα βόρεια σύνορα της Αραβίας. Το 1250 μ.Χ. η δυτική πλευρά έπεσε στα χέρια των Μαμελούκων Τούρκων, που διοικούσαν την Αίγυπτο. Η περίοδος της Τουρκοκρατίας διάρκεσε από το 1517 μέχρι το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, οπότε, με τη βοήθεια των Άγγλων, οι Άραβες επαναστάτησαν και αποτίναξαν τον τουρκικό ζυγό.

 

 

Γ) Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ

 

Κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα η Πορτογαλία εγκατάστησε στις νοτιοανατολικές και ανατολικές ακτές της Αραβίας σταθμούς ανεφοδιασμού και εμπορίου, ενώ το εσωτερικό της χερσονήσου δε φαινόταν να ενδιαφέρει τα συμφέροντα του δυτικού κόσμου. Το 18ο αιώνα η νότια ακτή του Περσικού κόλπου το σημερινό Ομάν, απόκτησε μεγάλη φήμη από τη δράση πειρατικών ομάδων και η Μεγάλη Βρετανία εγκατάστησε το 1820 δυνάμεις που έλεγχαν τις ακτές. Οι Βρετανοί κατέλαβαν το Άντεν, εξαιτίας της στρατηγικής του θέσης και τελικά, μετά από συμφωνία με την οθωμανική αυτοκρατορία το 1905 η Μεγάλη Βρετανία απόκτησε τον έλεγχο της αραβικής ακτής από την είσοδο της Ερυθράς θάλασσας ως την κορυφή του Περσικού κόλπου.

 

Η ιστορία της δυναστείας Σαούντ ξεκίνησε από την κεντρική Αραβία το 1744. Εκείνη τη χρονιά ο Μοχάμεντ Ιμπν Σαούντ, ηγεμόνας της πόλης Αντ Ντιριγιάχ κοντά στο Ριάντ, ένωσε τις δυνάμεις του με έναν διάσημο μουσουλμάνο λόγιο και ιμάμη, τον Μοχάμεντ Ιμπν Αμπντ Αλ Γουαχάμπ, και δημιούργησαν μια μουσουλμανική κίνηση, τους Βαχαμπί, με σκοπό να επαναφέρουν όλους τους αραβικούς πληθυσμούς της χερσονήσου στην άσκηση του ορθόδοξου ισλαμισμού. Αυτή η συμμαχία του 18ου αιώνα αποτελεί και τη βάση της σημερινής δυναστείας της Σαουδικής Αραβίας.

Έτσι το πρώτο βασίλειο των Σαούντ ιδρύθηκε το 1756 με την εγκατάσταση του Μοχάμεντ Ιμπν Αμπντ Αλ Γουαχάμπ στο Ντιριγιάχ. Ο οίκος των Σαούντ και οι σύμμαχοί του σύντομα εξελίχθηκαν στο επικρατέστερο βασίλειο στην Αραβία, ελέγχοντας σχεδόν όλη τη σημερινή επικράτεια της Σαουδικής Αραβίας και τις ιερές πόλεις της Μέκκα και της Μεδίνα. Η επέκταση των Σαούντ ανησύχησε τον οθωμανό σουλτάνο, ο οποίος ζήτησε από τον Μοχάμεντ Αλί Πασά να επανακτήσει τις περιοχές για λογαριασμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Αλί με τους γιους του, Τουσούν Πασά και Ιμπραήμ Πασά, κατέφερε τελικά να εξουδετερώσει τον στρατό των Σαούντ το 1818 και τελικά να αποδυναμώσει την κυριαρχία του Αλ Σαούντ στην ευρύτερη περιοχή.

 

Μετά από μία περίοδο αναδόμησης που ακολούθησε τη διάλυση του πρώτου βασιλείου των Σαούντ, η οικογένεια επέστρεψε στην εξουσία και ίδρυσε το δεύτερο βασίλειο των Σαούντ, το οποίο ήταν πανίσχυρο, το 1824 στη Νέγκεντ (Νέζντ), με πρωτεύουσα το Ριάντ. Το βασίλειο αυτό μετά από αλλεπάλληλες συγκρούσεις με τους οθωμανούς Τούρκους καταλήφτηκε τελικά το 1891 με τη βοήθεια των Τούρκων από τον Αλ Ρασίντ του Χαίλ.

 

Το τρίτο βασίλειο ιδρύθηκε από τον Ιμπν Σαούντ, ο οποίος το 1902 κατέλαβε το Ριάντ, προγονική πρωτεύουσα της δυναστείας των Αλ Σαούντ, από την αντίπαλη οικογένεια των Αλ Ρασίντ. Συνεχίζοντας την επέκτασή τους η δυναστεία των Σαούντ, ο Αμπντούλ Αζίζ υπέταξε το Αλ Χασά, την υπόλοιπη περιοχή του Νέγκεντ, και προσάρτησε το βασίλειο του Xετζάζ (Xιτζάζ ή Χεγιάζ) και τις ισλαμικές περιοχές των Αγίων Τόπων, το διάστημα 1913-1926. Το 1932 τα δύο βασίλεια, της Νέγκεντ και της Χετζάζ, δημιούργησαν το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας.

Η Αραβία απαλλάχτηκε από την τουρκική κυριαρχία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Σ' αυτό βοήθησε το κίνημα ανεξαρτησίας που είχε αναπτυχθεί στα δυτικά της χερσονήσου και στο οποίο συμμετείχε ο Τόμας Έντουαρντ Λώρενς, ο γνωστός σαν Λώρενς της Αραβίας.

 

Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν να σχηματίζονται ανεξάρτητη αραβικά κράτη. Η κίνηση αυτή ενισχύθηκε, ιδιαίτερα μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε ξέσπασαν μια σειρά από απελευθερωτικά κινήματα, τα οποία ύστερα από σκληρούς, και συχνά πολυαίμακτους αγώνες, οδήγησαν στην ανεξαρτησία πολλών αραβικών κρατών, όπως είναι το κράτος της Αιγύπτου, της Συρίας, του Ιράκ, της Λιβύης, του Λιβάνου, του Σουδάν, της Αλγερίας, του Μαρόκου, της Τυνησίας καθώς και των κρατών της Αραβικής χερσονήσου.

Ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετώπισε ο αραβικός κόσμος στα μεταπολεμικά χρόνια είναι η διαμάχη με το Ισραήλ και το Παλαιστινιακό ζήτημα. Η διαμάχη αυτή, που πολλές φορές πήρε αιματηρό χαρακτήρα (1956, 1967, 1974) αποτελεί και σήμερα το κύριο πρόβλημα του αραβικού κόσμου.

 

  

 

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΑΒΩΝ

 

Πριν τον Ισλαμισμό η θρησκεία των Αράβων έμοιαζε, σε πολλά σημεία με τη θρησκεία των άλλων σημιτικών λαών. Μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε σαν πολυθεϊστική φυσιολατρία. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ήταν ο αστρικός χαρακτήρας των κυριότερων θεών, που ταυτίζονταν με ουράνια σώματα, (π.χ. Ο Ήλιος που ονομαζόταν Σαμς, απεικονιζόταν με τη μορφή μιας θεάς). Άλλοι θεοί ήταν ο Αλμακάχ, ο Αμ και ο Άταρ. Ιδιαίτερα διαδομένη ήταν και η λιθολατρία. Από τους πιο σημαντικούς ιερούς λίθους είναι ο λίθος της Καάμπα στη Μέκκα.

Μετά τον Μωάμεθ οι Άραβες είναι Μουσουλμάνοι, κυρίως σουνίτες. Η Σαουδική Αραβία είναι το επίκεντρο της μουσουλμανικής θρησκείας και αυτό το μαρτυρούν και οι «ιερές» πόλεις: η Μέκκα (όπου γεννήθηκε ο Μωάμεθ) και η Μεδίνα (όπου είναι θαμμένος).

 

 

ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

 

Στην Αγία Γραφή με τη λέξη Αραβία εννοείται η περιοχή νότια της Παλαιστίνης και Άραβες στην Παλαιά Διαθήκη ονομάζονται οι νομαδικές εκείνες φυλές της ερήμου, που αρχικά ζούσαν στο βορειότερο τμήμα της αραβικής χερσονήσου και αργότερα κινήθηκαν προς τη νότια και ανατολική περιοχή της Ιουδαίας. Μόνο σε συγκεκριμένα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης (Β' Παραλειπομένων 21,16. Νεεμίας 2,19. 6,1), όπου οι Άραβες είναι στην ίδια κατηγορία με τους Αιθίοπες, και στην Καινή Διαθήκη (Πράξεις 2,11. Γαλάτας 1,17. 4,25), η λέξη Άραβας εμφανίζεται με τη γενικότερη σημασία. Οι Άραβες στην παλαιότερη ισραηλιτική ιστορία ήταν γνωστοί ως Αμαληκίτες ή ως απόγονοι της Χεττούρα. Οι Άραβες ήταν νομαδικός λαός, και στο μεγαλύτερο διάστημα της 1ης χιλιετηρίδας εμφανίζονται κυρίως ως επιδρομείς.

 

Η πρώτη αναφορά της Αγίας Γραφής για την Αραβία γίνεται στη βασιλεία του Σολομώντα, όπου οι βασιλείς της έστελναν κάθε χρόνο χρυσάφι, ασήμι, και μέρος από τα εμπορεύματά της (Γ' Βασιλειών 10,15. Β' Παραλειπομένων 9,14). Ο Δαβίδ στους Ψαλμούς αναφέρει, ότι οι βασιλιάδες των Αράβων και του Σαβά θα φέρουν δώρα υποτέλειας στο γιο και διάδοχό του Σολομώντα. Και λίγο παρακάτω αναφέρει, ότι στον Σολομώντα θα δοθεί ο χρυσός της Αραβίας (Ψαλμός 71,10. 71,15). Ανάμεσα στην Ιδουμαία και την Αραβία, βρισκόταν η Αυσίτιδα, η οποία ονομαζόταν αρχικά Ιωβάβ και στην οποία ζούσε ο πολύπαθος Ιώβ (Ιώβ 1,1. 42,17β).

 

Οι Άραβες την εποχή του βασιλιά του Ιούδα Ιωσαφάτ, δεν τόλμησαν να πολεμήσουν εναντίον του. Μάλιστα του πρόσφεραν 7.700 κριάρια από τα κοπάδια τους για να έχουν ειρήνη μαζί του (Β' Παραλειπομένων 17,11).

 

Αργότερα ενώθηκαν με τους Φιλισταίους εναντίον του Ιωράμ (Β' Παραλειπομένων 21,16), τον οποίο και νίκησαν. Τα διάφορα αραβικά φύλα υπέταξαν διαδοχικά οι βασιλείς του Ιούδα, Ιωσαφάτ και Οζίας (Β' Παραλειπομένων 17,11. 26,7) και ξαναεμφανίστηκαν αργότερα, για να αντιδράσουν στο έργο του Νεεμία (Β' Έσδρας 12,19) και στους αγώνες των Μακκαβαίων (Α' Μακκαβαίων 5,39). Αναφέρεται επίσης ότι κατά την ανοικοδόμηση του τείχους, κορόιδευαν (Νεεμίας 2,19. 4,7. 6,1). Ο Ησαΐας αναφέρει την ''κατά Αραβίας όραση'' (21,13), ενώ στο βιβλίο του Ιερεμίας (3,2), σκιαγραφείται η ηθική κατάπτωσή τους.

Κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα μια ομάδα Αράβων, οι Ναβαταίοι, ανέπτυξαν έναν αξιόλογο πολιτισμό βασισμένο στο εμπόριο, με επίκεντρο την Πέτρα. Στην εποχή της Καινής Διαθήκης η κυριαρχία των Ναβαταίων εκτεινόταν προς την περιοχή ανατολικά της Δαμασκού, όπου φαίνεται ότι υπήρχε αντιπρόσωπος του βασιλιά τους Αρέτα (Β' Κορινθίους 11,32).

Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ότι μεταξύ των παρόντων την ημέρα της Πεντηκοστής ήταν και Άραβες (Πράξεις 2,11). Επίσης, ο απ. Παύλος επισκέφθηκε την Αραβία (Γαλάτας 1,17).

 

 

 

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΑΡΑΒΩΝ

 

Η γλώσσα των Αράβων είναι η αραβική, η οποία ανήκει στη μεγάλη ομοεθνία των λεγόμενων σημιτικών γλωσσών και συγκεκριμένα στη νότια ομάδα της δυτικής σημιτικής και συγγενεύει με την αιθιοπική ή γκεεζική γλώσσα. Διακρίνεται για το πλούσιο λεξιλόγιό της. Μιλιέται από εκατομμύρια Άραβες και είναι κατανοητή από το σύνολο των μουσουλμάνων.

 

 

Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΡΑΒΩΝ

 

Η προσφορά των Αράβων στους τομείς των γραμμάτων και των επιστημών ήταν τεράστια. Στα Μαθηματικά θεωρούνται οι θεμελιωτές της Άλγεβρας, ενώ σημαντική είναι η συμβολή τους στη Γεωμετρία και στην Τριγωνομετρία. Ανακάλυψαν την ποτάσσα, το θειικό οξύ και άλλες ουσίες πλουτίζοντας τις γνώσεις της Χημείας. Στην Ιατρική στηρίχτηκαν στα έργα του Ιπποκράτη και του Γαληνού και έκαναν ουσιαστικές προόδους στην Ανατομία και στη Χειρουργική. Σημαντική ήταν η συμβολή τους στην Αρχιτεκτονική με πολλά σημαντικά έργα (όπως το μεγάλο τζαμί της Κόρντοβα, το Αλκαζάρ της Σεβίλης κ.ά.). Σημαντική πρόοδο πραγματοποίησαν στη Βοτανική, στην Ορυκτολογία, στην Αστρονομία, στη Γεωγραφία, αλλά και στην ιστοριογραφία, στη λογοτεχνία και ειδικότερα στην ποίηση. Η αραβική μουσική επίσης αναπτύχθηκε ιδιαίτερα, επηρεάζοντας τη μουσική κυρίως των Περσών και των Ισπανών. Τέλος σημαντική υπήρξε η προσφορά τους και στη Φιλοσοφία.