ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

 

ΧΕΒΡΩΝΑ (ΧΕΒΡΩΝ)

 

Η ΧΕΒΡΩΝΑ (ΧΕΒΡΩΝ)

 

Η Χεβρώνα

Η Χεβρώνα (Χεβρών) είναι πόλη της Παλαιστίνης στη Δυτική Όχθη και βρίσκεται περίπου 30 χλμ. νοτιοδυτικά της Ιερουσαλήμ. Ξεχωρίζει ως μια από τις αρχαιότερες τοποθεσίες της Μέσης Ανατολής που εξακολουθούν να κατοικούνται. Στην απογραφή του 2007, η Χεβρώνα είχε συνολικά 163.146 κατοίκους. Η Χεβρών, η οποία είναι ευνοημένη με πολυάριθμες πηγές και πηγάδια, περιβάλλεται από μεγάλη έκταση πρασίνου. Η πόλη χωρίζεται σε δύο τομείς, τον Η1 που ελέγχεται από τους Παλαιστίνιους και τον Η2 που ελέγχεται από τους Ισραηλινούς και αποτελεί το 20% της πόλης. Είναι κτισμένη σε υψόμετρο 930 μέτρων στα βουνά της Ιουδαίας.

 

Η πόλη είναι περισσότερο γνωστή ως ο τόπος ταφής των βιβλικών πατριαρχών Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ και των συζύγων τους. Οι τάφοι θεωρείται ότι βρίσκονται στο τύμβο των Πατριαρχών. Η Χεβρώνα είναι η δεύτερη ιερότερη πόλη στον Ιουδαϊσμό μετά την Ιερουσαλήμ. Η πόλη θεωρείται επίσης ιερή από τους Μουσουλμάνους, λόγω της σχέσης της με τον Αβραάμ, και θεωρείται ως μια από τις τέσσερεις ιερές πόλεις του Ισλάμ. Σύμφωνα με την Βίβλο, ο Δαβίδ την έκανε πρωτεύουσα του κράτους των Ιουδαίων για 7 χρόνια.

Το 1099 κατελήφθη από τους Σταυροφόρους και το 1187 από τους Μουσουλμάνους, με αρχηγό τον Σαλαντίν. Στις αρχές του 16ου αιώνα πέρασε στη κατοχή των Οθωμανών και το 1917 των Βρετανών και παρέμεινε σε βρετανική κατοχή μέχρι το 1948, όταν και τη Δυτική Όχθη κατέλαβαν οι Ιορδανοί. Το Ισραήλ κατέλαβε την περιοχή μετά τον πόλεμο των έξι ημερών. Η πόλη λόγω της ιερής σημασίας τόσο για τους Εβραίους όσο και τους Μουσουλμάνους αποτελεί σημείο τριβής ανάμεσα στις δύο θρησκείες. Χάρτης Β7.

 

 

 

Η ΧΕΒΡΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

(Γένεση 13,18. 23,2. 35,27. 37,14. Αριθμοί 13,23)

(Ιησούς του Ναυή 10,3. 11,21. 12,10. 14,15. 15,13. 15,54. 20,7. 21,11. Κριταί 1,10)

(Α' Βασιλειών 30,31. Β' Βασιλειών 2,11. 3,20. 5,5. 15,7. Γ' Βασιλειών 2,11. 2,35λ)

(Α' Παραλειπομένων 3,4. 6,40. Β' Παραλειπομένων 11,10)

 

Η Χεβρών ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, στην ορεινή περιοχή του Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 11,21. 15,13. 15,54. 20,7. 21,11. Κριταί 1,10. 1,20. Β' Βασιλειών 2,11. 5,5. Α' Παραλειπομένων 3,4. 6,40. Β' Παραλειπομένων 11,10). Το αρχαίο όνομα της Χεβρών, ήταν «Αρβόκ» ή «Κιριάθ-αρβά» ή Καριαθαρβοκσεφέρ (Πόλη του Αρβά), και προέρχεται από τον Αρβά, τον Ανακίμ, που ήταν ο ιδρυτής της (Γένεση 23,2. Ιησούς του Ναυή 14,15. 15,54. 20,7. 21,11. Κριτές 1,10). Η Χεβρών αναφέρεται ως η μητρόπολη των Ενάκ (Ιησούς του Ναυή 21,11). Η Χεβρών αναφέρεται συχνά στην Αγία Γραφή. Μετά τους Ανακίμ, γενάρχης της Χεβρών ήταν ο Χεβρών, εγγονός του Μαρισά και απόγονος του Χάλεβ (Α' Παραλειπομένων 2,42). Ήταν μια από τις έξι πόλεις καταφυγής των Ισραηλιτών, που ξεχώρισε ο Ιησούς του Ναυή (Ιησούς του Ναυή 20,7). Ακόμη υπήρξε ιερατική πόλη και ήταν μια από τις πόλεις που παραχώρησε η φυλή του Ιούδα στους Λευίτες και στην οικογένεια του Καάθ (Ιησούς του Ναυή 21,10-12). Η Χεβρών υπήρξε η πρώτη πρωτεύουσα του βασιλείου του Ιούδα και η έδρα του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 2,11). Χάρτης Β7.

 

 

Η ΧΕΒΡΩΝ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ

 

Ο τύμβος των Πατριαρχών

Όταν ο Αβραάμ είχε αποχωριστεί από το Λωτ, μετά από εμφάνιση του Κυρίου, έφυγε από τη Βαιθήλ και εγκαταστάθηκε κοντά στη Δρυ Μαμβρή, στη Χεβρών (Γένεση 13,14-18). Η Σάρρα, η γυναίκα του Αβραάμ, πέθανε στη Χεβρών. Ο Αβραάμ αγόρασε έναν αγρό, από τον Εφρών τον Χετταίο, μαζί με το σπήλαιο Μαχπελά, που είναι απέναντι από τη Μαμβρή, και εκεί έθαψε τη Σάρρα (Γένεση κεφ. 23).

Οι πατριάρχες Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ έμειναν για κάποιο διάστημα εγκαταστάθηκαν στη Χεβρών (Γένεση 35,27. 37,14). Η Σάρρα πέθανε εκεί και θάφτηκε σε μια σπηλιά στην κοντινή Μαχπελά. Αυτή η σπηλιά, την οποία αγόρασε ο Αβραάμ μαζί με τη γύρω έκταση από τον Εφρών τον Χετταίο, έγινε ο οικογενειακός τάφος τους, και εκεί τάφηκε και ο ίδιος ο Αβραάμ (Γένεση 25,9-10), όπως επίσης και ο Ισαάκ (Γένεση 35,27-29), η Ρεβέκκα, ο Ιακώβ (Γένεση 49,29-30. 50,13) και η Λεία. Ο Ιακώβ, όταν ο Ιωσήφ πουλήθηκε στην Αίγυπτο από τ' αδέρφια του ήταν εγκαταστημένος στη Χεβρών (Γένεση 37,14).

 

 

Η ΧΕΒΡΩΝ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΤΟΥ ΝΑΥΗ

 

Τον καιρό που ο Μωυσής έστειλε τους 12 κατασκόπους στη Γη της Επαγγελίας, κατοικούσαν στη Χεβρών οι γιγαντόσωμοι απόγονοι του Ανάκ (Ενάχ). Οι κατάσκοποι ξεκίνησαν από την έρημο Φαράν, έλεγξαν όλη τη χώρα από την έρημο Σιν έως τη Ροόβ που βρίσκεται βόρεια και πάει ο δρόμος προς την Αϊμάθ. Μετά επέστρεψαν στην έρημο και έφτασαν στη Χεβρών, όπου κατοικούσαν ο Αχιμά (Αχιμάν), ο Σουσί (Σεσσί) και ο Θολαμί (Θελαμί), γιοι του γίγαντα Ανάκ (Ενάκ). Η Χεβρώνα είχε κτιστεί 7 χρόνια πριν χτιστεί η Τάνις (Τανίν) της Αιγύπτου. Έφτασαν ως την Εσκώλ, απ' όπου κατασκόπευσαν την πόλη. Εκεί έκοψαν μια κληματόβεργα με ένα τσαμπί σταφύλι που το σήκωναν δύο, περασμένο σ' ένα ξύλο. Έκοψαν επίσης ρόδια και σύκα (Αριθμοί 13,21-23).

 

Περίπου 40 χρόνια αργότερα, ο Αδωνιβεζέκ, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, όταν έμαθε τι έκαναν οι Ισραηλίτες στην Ιεριχώ και στη Γαΐ, και την παράδοση της Γαβαών, έστειλε αγγελιαφόρους στον Ελάμ, βασιλιά της Χεβρών, στον Φιδών, βασιλιά της Ιεριμούθ, στον Ιεφθά, βασιλιά της Λαχίς, και στον Δαβίν, βασιλιά της Οδολλάμ, για να πολεμήσουν εναντίον των Γαβαωνιτών, διότι συμμάχησαν με τους Ισραηλίτες. Έτσι οι πέντε Ιεβουσαίοι (Αμορραίοι) βασιλιάδες, επιτέθηκαν και πολιόρκησαν τη Γαβαών με όλα τους τα στρατεύματα (Ιησούς του Ναυή 10,1-5).

Οι Γαβαωνίτες έστειλαν μήνυμα στον Ιησού του Ναυή, στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα και του ζητούσαν βοήθεια. Αμέσως ο Ιησούς έφυγε μαζί με όλο το στρατό του και μετά από ολονύκτια πορεία επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον των πέντε Ιεβουσαίων (Αμορραίων) βασιλιάδων.

Οι Ιεβουσαίοι (Αμορραίοι) μόλις αντίκρυσαν τους Ισραηλίτες πανικοβλήθηκαν και οι Ισραηλίτες τους καταδίωκαν και τους σκότωναν. Και καθώς έτρεχαν πανικόβλητοι, ο Θεός έριξε εναντίον τους χοντρό χαλάζι, σαν πέτρες, με αποτέλεσμα πιο πολλοί σκοτώθηκαν από το χαλάζι παρά από τους Ισραηλίτες στη μάχη.  

Και επειδή η μάχη κράτησε ως το βράδυ χωρίς να νικήσουν ολοκληρωτικά, τότε ο Ιησούς του Ναυή παρακάλεσε τον Κύριο να σταματήσει τον ήλιο, ώσπου να τελειώσουν τη μάχη. Πράγματι, ο ήλιος στάθηκε, καταμεσής του ουρανού και δεν πήγαινε να δύσει κι αυτό κράτησε σχεδόν μια μέρα (Ιησούς του Ναυή 10,6-15).

Οι πέντε βασιλιάδες πανικόβλητοι, τράπηκαν σε φυγή και κρύφτηκαν σε μια σπηλιά. Κάποιοι τους είδαν και το ανάγγειλαν στον Ιησού, ο οποίος διέταξε να κλείσουν την είσοδο με μεγάλες πέτρες και να εγκαταστήσουν φρουρά. Κατόπιν χτύπησαν τους Ιεβουσαίους, την ώρα που έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν. Όσοι απ' αυτούς μπόρεσαν να ξεφύγουν, κατέφυγαν στις οχυρωμένες πόλεις τους. Στο τέλος ο Ιησούς διέταξε να βγάλουν τους πέντε βασιλιάδες από τη σπηλιά και έδωσε εντολή στους αρχηγούς του στρατού να βάλουν τα πόδια τους πάνω στον τράχηλο των βασιλιάδων αυτών, ως ένδειξη εξουσίας και δύναμης. Έπειτα τους θανάτωσε και τους κρέμασε σε πέντε ξύλα, όπου έμειναν κρεμασμένοι ως το βράδυ. Πριν νυχτώσει τους κατέβασαν και τους έριξαν στην ίδια σπηλιά, όπου είχαν κρυφτεί και έφραξαν την είσοδο της σπηλιάς με μεγάλες πέτρες (Ιησούς του Ναυή 10,16-27).

Όταν ο Ιησούς του Ναυή κατέλαβε τις πόλεις της νότιας Χαναάν, μετά την πόλη Οδολλάμ, ο Ιησούς του Ναυή και οι Ισραηλίτες πολιόρκησαν και κατέλαβαν την Χεβρών. Σκότωσαν όλους τους κατοίκους της πόλης και οτιδήποτε ανέπνεε σ' αυτήν (Ιησούς του Ναυή 10,36-37). Ο βασιλιάς της Χεβρών ήταν ένας από τους 29 Χαναναίους βασιλιάδες που νίκησε ο Ιησούς του Ναυή κατά την κατάληψη της Χαναάν (Ιησούς του Ναυή 12,10).

Την πόλη πολιόρκησε και κατέλαβε ο Χάλεβ. Η πόλη κατά τη διανομή της Χαναάν, με εντολή του Ιησού του Ναυή, δόθηκε στο Χάλεβ, ως αντάλλαγμα για την πίστη που έδειξε στο Θεό και την εμπιστοσύνη στο Μωυσή (Ιησούς του Ναυή 14,6-14). Τη Χεβρών την εποχή εκείνη την κατοικούσαν την εποχή εκείνη οι γίγαντες Ενακίτες. Η πόλη λεγόταν τότε Αρβόκ ή Κιριάθ-Αρβά (πόλη του Αρβά, ο Αρβά ήταν ο πιο μεγαλόσωμος άνθρωπος ανάμεσα στους Ενακίτες) (Ιησούς του Ναυή 14,15. Κριτές 1,10).

Ο Χάλεβ, σύμφωνα με εντολή του Ιησού του Ναυή,  κατέλαβε τη Χεβρών, η οποία ήταν η πρωτεύουσα των Ενακιτών και από κει εξόρμησε και εξολόθρευσε τους τρεις γιούς του Ενάκ, τον Αχιμά (Αχιμάν), τον Σουσί (Σεσσί) και τον Θολαμί (Θελαμί), οι οποίοι κατοικούσαν στις πόλεις τους (Ιησούς του Ναυή 10,36-37. 15,13-14. Κριταί 1,10. 1,20). Ο Ιησούς του Ναυή εξολόθρευσε τους γίγαντες Ενακίμ (Ανακίμ), που ζούσαν στη Χεβρών, στη Δαβίρ, στην Αναβώθ και σ' ολόκληρη την ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα και του Ισραήλ. Τους αφάνισε και κατέστρεψε τις πόλεις τους. Δεν απόμεινε πια απόγονος του γίγαντα Ενάκ (Ανάκ) στη χώρα, παρά μόνο μερικοί στη Γάζα, στη Γεθ και στην Ασεδώθ (Ιησούς του Ναυή 11,21-22. Κριτές 1,10).

Η κατάληψη της Χεβρών και της Δαβίρ αναφέρεται στο κεφάλαιο 10,36-39, αλλά και στα κεφάλαια 14,6-15 και 15,13-17. Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές επιχειρήσεις του Ιησού του Ναυή, αλλά για μία. Η πρώτη στο κεφάλαιο 10 αναφέρεται περιληπτικά, ενώ στα κεφάλαια 14 και 15 αναλυτικά, λόγω της σπουδαιότητας των πόλεων αυτών, αλλά και επειδή σχετίζονται με το Χάλεβ.

 

 

Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η Χεβρών, μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,54).

Η Χεβρών ήταν μια από τις έξι πόλεις καταφυγής που ξεχώρισε ο Ιησούς του Ναυή, όπου μπορούσε να καταφύγει κάθε φονιάς, που είχε σκοτώσει άνθρωπο χωρίς να το θέλει. Οι πόλεις καταφυγής χρησίμευαν ως άσυλο και καταφύγιο γι' αυτόν, για να μην τον σκοτώσει ο εκδικητής του θύματος, έως ότου οδηγηθεί ενώπιον του λαού για να δικαστεί ή μέχρις ότου πεθάνει ο αρχιερέας, που ιεράτευε εκείνη την εποχή. Τότε μόνο μπορούσε ο φονιάς να επιστρέψει στο σπίτι του (Ιησούς του Ναυή 20,1-9. 20,13).

 

Η Χεβρών υπήρξε επίσης ιερατική πόλη. Ήταν μια από τις πόλεις που παραχώρησε η φυλή του Ιούδα στους Λευίτες και στην οικογένεια του Καάθ. Οι αγροί της πόλης και οι κωμοπόλεις γύρω από αυτή ανήκαν στον Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή και συνεργάτη του Ιησού του Ναυή. Η ορεινή περιοχή κοντά στη Χεβρών, καθώς και οι βοσκήσιμες εκτάσεις, δόθηκαν στην οικογένεια του Καάθ (Ιησούς του Ναυή 21,10-12).

 

 

Η ΧΕΒΡΩΝ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

 

Στη Χεβρών, περίπου τέσσερις αιώνες αργότερα, όταν ο Δαβίδ νίκησε τους Αμαληκίτες και πήρε πίσω όλους τους αιχμαλώτους που είχαν πάρει μαζί τους, πήρε πίσω και όλα τα λάφυρα που είχαν πάρει οι Αμαληκίτες από την επιδρομή τους στο νότιο Ιούδα. Τα λάφυρα αυτά τα μοίρασε στους άνδρες του και στις πόλεις απ' όπου είχε περάσει και τον είχαν βοηθήσει. Μεταξύ των πόλεων αυτών ήταν και η Χεβρών (Α' Βασιλειών 30,26-27).

 

Μετά το θάνατο του Σαούλ, ο Δαβίδ μαζί με τις δυο γυναίκες του, την Αχινόομ και την Αβιγαία, και τους άνδρες του με τις οικογένειες τους, εγκαταστάθηκαν, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, στη Χεβρών και στις γύρω πόλεις. Εκεί οι άνδρες του Ιούδα έχρισαν το Δαβίδ βασιλιά της φυλής Ιούδα (Β' Βασιλειών 2,1-3). Στη Χεβρών πήγαιναν καθημερινά πολεμιστές απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ, έτσι που σχηματίστηκε ένα στράτευμα τεράστιο. Όλοι αυτοί ήταν ετοιμοπόλεμοι άνδρες, οι οποίοι ενώθηκαν με το στρατό του Δαβίδ και αποδέχτηκαν το βασιλικό του αξίωμα. Ήταν καλογυμνασμένοι, έμπειροι για πόλεμο, εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλα και αποφασισμένοι να βοηθήσουν το Δαβίδ με όλη τους την καρδιά (Α' Παραλειπομένων 12,24-41).

 

Ο βασιλιάς Δαβίδ

Ο Δαβίδ βασίλεψε για εφτά χρόνια κι έξι μήνες στη Χεβρών, η οποία έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του βασιλείου του Ιούδα (Β' Βασιλειών 2,11. 5,5. Γ' Βασιλειών 2,11). Στη Χεβρών ο Δαβίδ απέκτησε αρκετούς γιους, τον Αμνών, τον Δαλουΐα ή Δαμνιήλ, τον Αβεσσαλώμ, τον Ορνία ή Αδωνία, τον Σαβατία ή Σαφατία και τον Ιεθεραάμ ή Ιεθραάμ (Β' Βασιλειών 3,2-5. Α' Παραλειπομένων 3,1-3).

 

Ο Αβεννήρ, αρχιστράτηγος του Σαούλ και του Ιεβοσθέ, μετά τη διαμάχη του με τον Ιεβοσθέ, προσχώρησε στην παράταξη του Δαβίδ. Ο Αβεννήρ αφού έπεισε τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και της φυλής Βενιαμίν, να δεχτούν το Δαβίδ ως βασιλιά όλου του Ισραήλ, μετά πήγε στη Χεβρών με 20 άνδρες για να το αναγγείλει στο Δαβίδ. Ο Δαβίδ ετοίμασε συμπόσιο στη Χεβρών γι' αυτόν και τους άνδρες του (Β' Βασιλειών 3,17-21).

Όταν ο Ιωάβ, ο αρχιστράτηγος του Δαβίδ, έφτασε στη Χεβρών ύστερα από μια εκστρατεία, και έμαθε ότι ο Αβεννήρ επισκέφτηκε το Δαβίδ και αποχώρησε ειρηνικά, τότε θύμωσε με το Δαβίδ που τον άφησε να φύγει έτσι. Μετά έστειλε αγγελιοφόρους στον Αβεννήρ και μια κάποια πρόφαση τον γύρισαν πίσω στη Χεβρών. Τότε ο Ιωάβ τον πήρε παράμερα δήθεν για να του μιλήσει κρυφά, κι εκεί τον χτύπησε στα νεφρά και τον σκότωσε, επειδή κι εκείνος είχε σκοτώσει τον αδερφό του τον Ασαήλ. Κατά την ταφή του Αβεννήρ στη Χεβρών, ο Δαβίδ και όλος ο στρατός θρήνησαν και έκλαψαν πάνω στον τάφο του (Β' Βασιλειών 3,22-39).

Λίγο καιρό αργότερα, ο Ρεκχά (Ρηχάβ) και ο Βαανά δολοφόνησαν τον Ιεβοσθέ μέσα στο σπίτι του και, αναμένοντας ανταμοιβή για την πράξη τους, έφεραν το κεφάλι του στον Δαβίδ στη Χεβρών. Ο Δαβίδ όμως φρόντισε να τιμωρηθούν για την αχρεία πράξη τους. Πρόσταξε τους άνδρες του και σκότωσαν τους δύο γιους του Ρεμμών. Μετά τους έκοψαν τα χέρια και τα πόδια και τους κρέμασαν κοντά στην πηγή της Χεβρών. Έπειτα πήραν το κεφάλι του Ιεβοσθέ και το έθαψαν στον τάφο του Αβεννήρ (Β' Βασιλειών 4,5-12).

 

Οι πρεσβύτεροι, απ' όλες τις φυλές των Ισραηλιτών ήρθαν στο Δαβίδ, στη Χεβρών, και έχρισαν το Δαβίδ βασιλιά όλου του Ισραήλ (Β' Βασιλειών 5,1-5. Α' Παραλειπομένων 3,4. 11,1-3). Μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ μετέφερε την πρωτεύουσά του από τη Χεβρών στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,6-9). Α' Παραλειπομένων 11,4-7).

Μερικά χρόνια αργότερα, ο γιος του Δαβίδ ο Αβεσσαλώμ επέστρεψε στη Χεβρών, όπου ξεκίνησε την αποτυχημένη του εξέγερση κατά του πατέρα του. Από κει ο Αβεσσαλώμ έστειλε ανθρώπους σ' όλες τις φυλές του Ισραήλ και τους μήνυσε για τις προθέσεις του, οι οποίοι και ενίσχυσαν τη συνωμοσία κατά του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 15,7-12). Από τη Χεβρών καταγόταν ο Ιεμενί, πατέρας του Γηρά και παππούς του Σεμεΐ, συγγενής του Σαούλ από τη φυλή Βενιαμίν (Γ' Βασιλειών 2,35λ).

 

 

Η ΧΕΒΡΩΝ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ

 

Αργότερα, ο εγγονός του Δαβίδ, ο βασιλιάς Ροβοάμ, ανοικοδόμησε και οχύρωσε τη Χεβρών, όπως κι άλλες πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. Αυτές τις πόλεις τις οχύρωσε με τείχη και εγκατέστησε σ' αυτές φρούραρχους. Τις εφοδίασε με ασπίδες και δόρατα και γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα, όπως λάδι και κρασί, κι έτσι τις κατέστησε πολύ ισχυρές (Β' Παραλειπομένων 11,5-12).

Μετά την ερήμωση του Ιούδα από τους Βαβυλωνίους και την επιστροφή των Ιουδαίων εξορίστων, μερικοί από τους επαναπατρισμένους Ιουδαίους εγκαταστάθηκαν στη Χεβρών (Κιριάθ‐αρβά).—Νε 11:25.