ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

 

ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΙΟΥΔΑ

ΕΝΟΤΗΤΑ 8- ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΤΩΝ ΛΕΥΪΤΩΝ

 

ΧΕΒΡΩΝ

(Γένεση 13,18. 23,2. 35,27. 37,14. Αριθμοί 13,23)

(Ιησούς του Ναυή 10,3. 12,10. 14,15. 15,54. 20,7. 21,11. Κριτές 1,10)

(Α' Βασιλειών 30,31. Β' Βασιλειών 2,11. 3,20. 15,7. Γ' Βασιλειών 2,11. 2,35λ)

(Α' Παραλειπομένων 2,42. Β' Παραλειπομένων 11,10)

 

Η Χεβρών ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, στην ορεινή περιοχή του Ιούδα. Η Χεβρών βρίσκεται περίπου 30 χλμ. νοτιοδυτικά της Ιερουσαλήμ. Ξεχωρίζει ως μια από τις αρχαιότερες τοποθεσίες της Μέσης Ανατολής που εξακολουθούν να κατοικούνται. Η Χεβρών, η οποία είναι ευνοημένη με πολυάριθμες πηγές και πηγάδια, περιβάλλεται από μεγάλη έκταση πρασίνου.

Το αρχαίο όνομα της Χεβρών, ήταν «Αρβόκ» ή «Κιριάθ-αρβά» ή Καριαθαρβοκσεφέρ (Πόλη του Αρβά), και προέρχεται από τον Αρβά, τον Ανακίμ, που ήταν ο ιδρυτής της (Γένεση 23,2. Ιησούς του Ναυή 14,15. 15,54. 20,7. 21,11. Κριτές 1,10). Η Χεβρών αναφέρεται ως η μητρόπολη των Ενάκ (Ιησούς του Ναυή 21,11). Η Χεβρών αναφέρεται συχνά στην Αγία Γραφή. Μετά τους Ανακίμ, γενάρχης της Χεβρών ήταν ο Χεβρών, εγγονός του Μαρισά και απόγονος του Χάλεβ (Α' Παραλειπομένων 2,42). Ήταν μια από τις έξι πόλεις καταφυγής των Ισραηλιτών, που ξεχώρισε ο Ιησούς του Ναυή (Ιησούς του Ναυή 20,7). Ακόμη υπήρξε ιερατική πόλη και ήταν μια από τις πόλεις που παραχώρησε η φυλή του Ιούδα στους Λευίτες και στην οικογένεια του Καάθ (Ιησούς του Ναυή 21,10-12). Η Χεβρών υπήρξε η πρώτη πρωτεύουσα του βασιλείου του Ιούδα και η έδρα του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 2,11). Χάρτης Β7.

 

 

 

ΑΪΛΩΜ (ΑΙΑΛΩΝ)

(Ιησούς του Ναυή 15,44. 21,14. Β' Παραλειπομένων 11,10)

 

Η Αϊλώμ (Αιαλών) ήταν αρχαία πόλη του νότιου Ισραήλ, η οποία βρισκόταν στην πεδιάδα της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,33. 15,44. Β' Παραλειπομένων 11,10). Η Αϊλώμ υπήρξε ακόμη ιερατική πόλη (Ιησούς του Ναυή 21,14).

 

Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η πόλη Αϊλώμ, μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,44). Η Αϊλώμ υπήρξε ιερατική πόλη και ήταν η τρίτη πόλη που, μαζί με τα βοσκοτόπια της, παραχώρησε η φυλή του Ιούδα στους Λευίτες και στην οικογένεια του Καάθ (Ιησούς του Ναυή 21,14).

Την εποχή των βασιλέων, ο εγγονός του Δαβίδ, ο βασιλιάς Ροβοάμ, ανοικοδόμησε και οχύρωσε την Αϊλώμ, όπως κι άλλες πόλεις του βασιλείου του Ιούδα. Αυτές τις πόλεις τις οχύρωσε με τείχη και εγκατέστησε σ' αυτές φρούραρχους. Τις εφοδίασε με ασπίδες και δόρατα και γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα, όπως λάδι και κρασί, κι έτσι τις κατέστησε πολύ ισχυρές (Β' Παραλειπομένων 11,5-12).

 

 

ΑΣΣΑ (ΑΣΑ, ΑΣΝΑ)

(Ιησούς του Ναυή 15,33. 19,41. 21,16)

 

Η Άσσα (Ασά, Ασνά) ήταν αρχαία πόλη του νότιου Ισραήλ, η οποία βρισκόταν στην πεδιάδα της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,33), ενώ αρχικά ήταν μια από τις πόλεις της φυλής Δαν (Ιησούς του Ναυή 19,41). Η Άσσα (Ασά) υπήρξε ακόμη ιερατική πόλη (Ιησούς του Ναυή 21,16).

 

Η πόλη Άσσα (Ασά, Ασνά) ήταν μια από τις πόλεις, η οποία μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, δόθηκε στη φυλή Δαν, μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή (Ιησούς του Ναυή 19,41). Μετά την εκδίωξη όμως της φυλής Δαν από τους Αμορραίους, η φυλή Δαν εγκαταστάθηκε στο Βορρά (Ιησούς του Ναυή 19,47-48) και αργότερα η φυλή Ιούδα προφανώς κατέλαβε την πόλη Άσσα (Ασά), η οποία αναφέρεται ως μια από τις πόλεις της πεδινής περιοχής του Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,33). Η Άσσα (Ασά) υπήρξε ιερατική πόλη και ήταν η έβδομη πόλη που, μαζί με τα βοσκοτόπια της, παραχώρησε η φυλή του Ιούδα στους Λευίτες και στην οικογένεια του Καάθ (Ιησούς του Ναυή 21,16).

 

 

ΒΑΙΘΣΑΜΥΣ (ΒΑΙΘ-ΣΕΜΕΣ)   

(Ιησούς του Ναυή 15,10. 21,16. Α' Βασιλειών 6,12. Γ' Βασιλειών 4,9)

 

Η Βαιθσαμύς (Βαιθ-Σεμές) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, δυτικά της Ιερουσαλήμ, στα όρια της φυλής Ιούδα. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται ως "Πόλη του Ήλιου" (Ιησούς του Ναυή 15,10). Η Βαιθσαμύς (Βαιθ-Σεμές) υπήρξε ακόμη ιερατική πόλη (Ιησούς του Ναυή 21,16). Χάρτης A2.

 

Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τους Ισραηλίτες, τα βόρεια σύνορα της φυλής Ιούδα ξεκινούσαν από τις εκβολές του Ιορδάνη στη Νεκρά Θάλασσα, περνούσαν από πολλές τοποθεσίες, μετά περνούσαν από το όρος Εφρών και κατόπιν συνέχιζαν προς την πόλη Βαάλ, δηλαδή την Κιριάθ-Ιαρίμ, μετά προχωρούσαν δυτικά και μετά νότια προς το όρος Ασσάρ, μετά βόρεια προς την πόλη Ιαρίν (Χασλών) και προς την Πόλη του Ήλιου (Βαιθ-Σεμές) και προχωρούσαν προς νότο από τη βόρεια πλευρά της Ακκαρών (Εκρών), και μετά από μερικές τοποθεσίες κατέληγαν στη Μεσόγειο θάλασσα (Ιησούς του Ναυή 15,5-11).

Η Βαιθσαμύς (Βαιθ-Σεμές) υπήρξε ιερατική πόλη και ήταν η ένατη πόλη που, μαζί με τα βοσκοτόπια της, παραχώρησε η φυλή του Ιούδα στους Λευίτες και στην οικογένεια του Καάθ (Ιησούς του Ναυή 21,16).

 

Όταν οι Φιλισταίοι αποφάσισαν να επιστρέψουν την Κιβωτό της Διαθήκης στους Ισραηλίτες, έπραξαν, όπως τους είπαν οι ιερείς και οι μάντεις. Πήραν δύο αγελάδες που μόλις γέννησαν το πρώτο τους μοσχάρι, τις έζεψαν σε μια άμαξα, πάνω στην οποία τοποθέτησαν την Κιβωτό και το κιβώτιο με τα χρυσά ομοιώματα. Οι αγελάδες πήραν ίσια το δρόμο προς τη Βαιθσαμύς. Ακολουθούσαν πάντα τον ίδιο δρόμο, χωρίς να παρεκκλίνουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ενώ οι ηγεμόνες των Φιλισταίων ακολουθούσαν πίσω από την άμαξα, μέχρι τα σύνορα της Βαιθσαμύς (Α' Βασιλειών 6,10-12).

Οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς θέριζαν τα σιτάρια στην πεδιάδα. Όταν αντίκρυσαν την Κιβωτό, χάρηκαν πολύ που την είδαν. Η άμαξα συνέχισε την πορεία της και μπήκε στο χωράφι του Ωσηέ, που κατοικούσε στη Βαιθσαμύς, και σταμάτησε εκεί, κοντά σ' ένα μεγάλο βράχο. Οι Λευίτες της πόλης κατέβασαν την Κιβωτό του Κυρίου και το κιβώτιο με τα χρυσά αντικείμενα και τα τοποθέτησαν πάνω στο βράχο. Μετά έσχισαν τα ξύλα της άμαξας και πρόσφεραν τις αγελάδες ως ολοκαύτωμα στον Κύριο. Οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς πρόσφεραν κι αυτοί ολοκαυτώματα και άλλες θυσίες στον Κύριο (Α' Βασιλειών 6,13-15). Μνημείο αυτού του γεγονότος είναι ο μεγάλος βράχος, που πάνω του τοποθέτησαν την Κιβωτό της Διαθήκης και ο οποίος βρίσκεται στο χωράφι του Ωσηέ του Βαιθσεμίτη (Α' Βασιλειών 6,18).

Η οργή όμως του Κυρίου έπεσε βαριά πάνω στους κατοίκους της Βαιθσαμύς, επειδή ξεσκέπασαν και είδαν την Κιβωτό και γι' αυτό ο Κύριος θανάτωσε 70 άνδρες κι άλλους 50.000 άντρες. Ο λαός πένθησε για τη μεγάλη συμφορά που τους έφερε ο Θεός και είπαν «ποιος μπορεί να σταθεί μπροστά στον Κύριο, στον Άγιο αυτόν Θεό»; Έτσι έστειλαν αγγελιοφόρους στους κατοίκους της Καριαθιαρίμ και τους ζήτησαν να μεταφέρουν την Κιβωτό στον τόπο τους (Α' Βασιλειών 6,19-21).

 

Ο Δακάρ ήταν πατέρας ενός από τους δώδεκα διοικητές επαρχιών, που είχε ορίσει ο Σολομώντας, για να εφοδιάζουν με τρόφιμα το βασιλιά και τον οίκο του. Ο γιος του Δακάρ είχε στη δικαιοδοσία του την περιοχή που αποτελείται από τις πόλεις Μεχαμάς, Σαλαβίν, Βαιθσαμύς και από την Αιλών έως την Βηθανάν (Γ' Βασιλειών 4,7. 4,9).

 

 

ΔΑΒΙΡ (ΔΕΒΕΙΡ, ΚΑΡΙΑΘΣΕΦΑΡ)

(Ιησούς του Ναυή 10,38. 12,13. 15,49. 21,15. Κριταί 1,11)

 

Η Δαβίρ (Δεβείρ) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, νότια της Χεβρών. Τ' όνομα της Δαβίρ πριν καταληφθεί από τους Ισραηλίτες, ήταν Καριαθσεφάρ, δηλαδή ''Πόλις Γραμμάτων'' (Ιησούς του Ναυή 15,15. 15,49. Κριταί 1,11). Η Δαβίρ υπήρξε ακόμη ιερατική πόλη (Ιησούς του Ναυή 21,15). Δεβείρ- Χάρτης Β7.

 

Την εποχή του Μωυσή και του Ιησού του Ναυή την πόλη την κατοικούσαν οι Γίγαντες (Ιησούς του Ναυή 11,21-22). Όταν ο Ιησούς του Ναυή κατέλαβε τις πόλεις της νότιας Χαναάν, μετά τη Χεβρών πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη Δαβίρ (Δεβείρ), καθώς και όλες τις γύρω πόλεις. Την πόλη την κυρίεψε ο Γοθονιήλ, γιος του Κενέζ και ανιψιός του Χάλεβ. Οι Ισραηλίτες σκότωσαν όλους τους κατοίκους της πόλης, το βασιλιά της και οτιδήποτε ανέπνεε σ' αυτή (Ιησούς του Ναυή 10,38-39. 15,15-19. Κριταί 1,11-15). Ο βασιλιάς της Δαβίρ ήταν ένας από τους 29 Χαναναίους βασιλιάδες που νίκησε ο Ιησούς του Ναυή κατά την κατάληψη της Χαναάν (Ιησούς του Ναυή 12,13).

Ακόμη ο Ιησούς του Ναυή εξολόθρευσε τους γίγαντες Ενακίμ (Ανακίμ), που ζούσαν στη Χεβρών, στη Δαβίρ, στην Αναβώθ και σ' ολόκληρη την ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα και του Ισραήλ. Τους αφάνισε και κατέστρεψε τις πόλεις τους (Ιησούς του Ναυή 11,21-22).

Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η πόλη Δαβίρ, μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,49). Η Δαβίρ υπήρξε ιερατική πόλη και ήταν η έκτη πόλη που, μαζί με τα βοσκοτόπια της, παραχώρησε η φυλή του Ιούδα στους Λευίτες και στην οικογένεια του Καάθ (Ιησούς του Ναυή 21,15).

 

 

ΛΕΒΝΑ (ΛΙΒΝΑ, ΛΕΜΝΑ)  

(Ιησούς του Ναυή 10,29. 12,15. 15,11. 15,42. 21,13)

 

Η Λεβνά (Λιβνά, Λεμνά) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, νοτιοδυτικά της Ιερουσαλήμ, η οποία βρισκόταν στην πεδιάδα της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,33. 15,42. 21,13). Η Λεβνά υπήρξε ακόμη ιερατική πόλη (Ιησούς του Ναυή 21,13). Λιβνά- Χάρτης Β6.

 

Όταν ο Ιησούς του Ναυή κατέλαβε τις πόλεις της νότιας Χαναάν, μετά την Μακηδδά κατέλαβε την πόλη Λεβνά (Λιβνά). Οι Ισραηλίτες σκότωσαν όλους τους κατοίκους της πόλης και οτιδήποτε ανέπνεε σ' αυτήν, και φέρθηκαν στο βασιλιά της, όπως στο βασιλιά της Ιεριχώς (Ιησούς του Ναυή 10,29-30). Ο βασιλιάς της Λεβνά ήταν ένας από τους 29 Χαναναίους βασιλιάδες που νίκησε ο Ιησούς του Ναυή κατά την κατάληψη της Χαναάν (Ιησούς του Ναυή 12,15).

Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τους Ισραηλίτες, τα βόρεια σύνορα της φυλής Ιούδα ξεκινούσαν από τις εκβολές του Ιορδάνη στη Νεκρά Θάλασσα, περνούσαν από πολλές τοποθεσίες, μετά από την πόλη Ιαρίν (Χασλών) και προς την Πόλη του Ήλιου (Βαιθ-Σεμές) και προχωρούσαν προς νότο από τη βόρεια πλευρά της Ακκαρών (Εκρών), και στη συνέχεια περνούσαν από την Σοκχώθ (Σικρών), μετά πήγαιναν νότια, περνούσαν από τη Λεβνά και κατέληγαν στη Μεσόγειο θάλασσα (Ιησούς του Ναυή 15,5-11).

Όταν έγινε η διανομή της Χαναάν, η πόλη Λεβνά (Λιβνά), μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,42). Η Λεβνά υπήρξε ιερατική πόλη και ήταν μια από τις πόλεις που, μαζί με τα βοσκοτόπια της, παραχώρησε η φυλή του Ιούδα στους Λευίτες και στην οικογένεια του Καάθ (Ιησούς του Ναυή 21,13).

 

 

ΤΑΝΩ (ΤΑΝΥ)  

(Ιησούς του Ναυή 15,34. 21,16)

 

Η Τανώ (Τανύ) ήταν αρχαία πόλη του νότιου Ισραήλ, η οποία βρισκόταν στην πεδιάδα της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,33-34). Η Τανώ (Τανύ) υπήρξε ακόμη ιερατική πόλη (Ιησούς του Ναυή 21,16).

 

Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η πόλη Τανώ, μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15,34). Η Τανώ (Τανύ) υπήρξε ιερατική πόλη και ήταν η όγδοη πόλη που, μαζί με τα βοσκοτόπια της, παραχώρησε η φυλή του Ιούδα στους Λευίτες και στην οικογένεια του Καάθ (Ιησούς του Ναυή 21,16).