ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

 

ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΕΦΡΑΙΜ

ΕΝΟΤΗΤΑ 5

ΕΛΩΝ (ΕΛΩΜ)

(Ιησούς του Ναυή 19,43. 19,48)

 

Η Ελών (Ελώμ) ήταν αρχαία πόλη του νότιου Ισραήλ, η οποία βρισκόταν στα όρια της φυλής Εφραίμ (Ιησούς του Ναυή 15,48), ενώ αρχικά ήταν μια από τις πόλεις της φυλής Δαν (Ιησούς του Ναυή 19,43).

 

Η πόλη Ελών (Ελώμ) ήταν μια από τις πόλεις, η οποία μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, δόθηκε στη φυλή Δαν, μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή (Ιησούς του Ναυή 19,43).

Η φυλή Δαν κατά την εγκατάστασή της στη Χαναάν, δεν καταδίωξε τους Αμορραίους, οι οποίοι πίεζαν συνεχώς τους Ισραηλίτες που κατοικούσαν στην ορεινή περιοχή και δεν τους άφηναν να κατεβαίνουν στην πεδιάδα. Έτσι η φυλή Δαν μετά την εκδίωξή της από τους Αμορραίους, εγκαταστάθηκε στο Βορρά ενώ οι Αμορραίοι εξακολούθησαν να κατοικούν στην Ελώμ και στη Σαλαμίν, μέχρι που η φυλή Εφραίμ, λίγο καιρό αργότερα, τους υπέταξε και τους έκανε φόρου υποτελείς (Ιησούς του Ναυή 19,47-48).

 

 

ΜΕΡΓΑΒ

(Γ' Βασιλειών 5,14β)

 

Η Μεργάβ ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, που βρίσκεται στα όρια της φυλής Εφραίμ (Γ' Βασιλέων 5,14β). Η πόλη κατοικούνταν τους Χαναναίους (Γ' Βασιλέων 5,14β).

Η φυλή του Εφραίμ κατά την εγκατάστασή της στη γη Χαναάν, αρχικά δεν εξολόθρευσε τους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Γαζέρ, οι οποίοι ζούσαν ως φόρου υποτελείς  ανάμεσα στους Ισραηλίτες μέχρι που ο Φαραώ, εκστράτευσε εναντίον της φυλής Εφραίμ, την οποία κατέλαβε και κατέκαψε, ενώ τους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Γαζέρ τους φόνευσε (Ιησούς του Ναυή 16,10. Κριταί 1,29. Γ' Βασιλέων 5,14β). Κατόπιν ο Φαραώ υπέταξε τους Χαναναίους, που κατοικούσαν στη Μεργάβ (Γ' Βασιλέων 5,14β). Την Γαζέρ και τη Μεργάβ, τις έδωσε ο Φαραώ ως προίκα στην κόρη του, την οποία πήρε ως σύζυγο ο Σολομώντας (Ιησούς του Ναυή 16,10. Κριταί 1,29. Γ' Βασιλέων 5,14β).

 

 

ΣΑΛΑΜΙΝ (ΘΑΛΑΒΙΝ, ΣΑΑΛΑΒΒΙΝ)  

(Ιησούς του Ναυή 19,42. 19,48. Κριταί 1,35)

 

Η Σαλαμίν (Θαλαβίν, Σααλαββίν) ήταν αρχαία πόλη του νότιου Ισραήλ, η οποία βρισκόταν στα όρια της φυλής Εφραίμ (Ιησούς του Ναυή 15,48), ενώ αρχικά ήταν μια από τις πόλεις της φυλής Δαν (Ιησούς του Ναυή 19,42).

 

Η πόλη Σαλαμίν (Σααλαββίν) ήταν μια από τις πόλεις, η οποία μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, δόθηκε στη φυλή Δαν, μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή (Ιησούς του Ναυή 19,42).

Η φυλή Δαν κατά την εγκατάστασή της στη Χαναάν, δεν καταδίωξε τους Αμορραίους, οι οποίοι πίεζαν συνεχώς τους Ισραηλίτες που κατοικούσαν στην ορεινή περιοχή και δεν τους άφηναν να κατεβαίνουν στην πεδιάδα. Έτσι η φυλή Δαν μετά την εκδίωξή της από τους Αμορραίους, εγκαταστάθηκε στο Βορρά ενώ οι Αμορραίοι έχτισαν πόλεις στα ορεινά και κατοικούσαν σ' αυτές, όπως την Ελώμ, την Σαλαμίν (Θαλαβίν) και Μυρσινώνα, μέχρι που η φυλή Εφραίμ, λίγο καιρό αργότερα, τους υπέταξε και τους έκανε φόρου υποτελείς (Ιησούς του Ναυή 19,47-48. Κριταί 1,34-35).

 

 

ΣΑΛΗΜ

(Γένεση 14,18. 33,18)

 

Κατά την Παλαιά Διαθήκη η Σαλήμ ήταν πόλη που βρισκόταν κοντά στη Συχέμ, η οποία ήταν γνωστή ως πόλη των Σικίμων (Γένεση 33,18). Η περιοχή αυτή μετά την διανομή της Χαναάν ανήκει στα όρια της φυλής Εφραίμ.

 

Βασιλιάς της Σαλήμ την εποχή των Πατριαρχών ήταν ο Μελχισεδέκ, ο οποίος ήταν και ιερέας του Κυρίου. Καθώς ο Αβραάμ επέστρεφε μετά τη συντριβή του Χοδολλογομόρ, τον προϋπάντησαν ο βασιλιάς των Σοδόμων και ο Μελχισεδέκ, στην κοιλάδα Σαβύ. Ο Μελχισεδέκ έφερε στον Αβραάμ ψωμί και κρασί και τον ευλόγησε. Ο Αβραάμ τότε έδωσε στο Μελχισεδέκ το ένα δέκατο απ' όλα του τα λάφυρα (Γένεση 14,17-20).

Ο Ιακώβ μετά τη συμφιλίωσή του με τον Ησαύ, προχώρησε προς την τοποθεσία Σουκκώθ, όπου εγκαταστάθηκε για κάποιο διάστημα και μετά εγκαταστάθηκε κοντά στην Σαλήμ, σ' ένα κομμάτι αγρού που το αγόρασε από τον Εμμώρ, τον άρχοντα της περιοχής και πατέρα του Συχέμ, για εκατό νομίσματα. Εκεί έστησε θυσιαστήριο και προσευχήθηκε στον Κύριο (Γένεση 33,17-19).

 

Μια μέρα ο Συχέμ, παρέσυρε τη  Δείνα, την κόρη του Ιακώβ, πλάγιασε μαζί της και τη βίασε. Τη συμπάθησε όμως και πήγε με τον πατέρα του στον Ιακώβ, για να του μιλήσει και να τη ζητήσει για γυναίκα του.

Οι γιοι του Ιακώβ όμως, είχαν οργιστεί,  και απάντησαν στο Συχέμ και στον πατέρα του το Εμμώρ με πονηριά και αρνήθηκαν να δώσουν την αδερφή τους σε άνθρωπο απερίτμητο. Γι' αυτό τους ζήτησαν να περιτμηθούν όλοι οι άντρες της πόλης για να μπορούν να κατοικήσουν μαζί τους και να γίνουν ένας λαός.

Τα λόγια τους αυτά φάνηκαν σωστά στον Εμμώρ και στο Συχέμ, γιατί ο νέος αγαπούσε την κόρη του Ιακώβ. Πήγαν λοιπόν στην πόλη τους και έπεισαν όλους τους άντρες της να κάνουν περιτομή. Αλλά την τρίτη μέρα, οι δυο γιοι του Ιακώβ, ο Συμεών και ο Λευί, αδερφοί της Δείνας, πήραν τα ξίφη τους, μπήκαν στην ανυποψίαστη πόλη και έσφαξαν όλους τους άντρες. Έσφαξαν τον Εμμώρ και το Συχέμ, πήραν τη Δείνα και έφυγαν. Οι υπόλοιποι γιοί του Ιακώβ όρμησαν στα πτώματα και λεηλάτησαν την πόλη, γιατί οι κάτοικοί της είχαν ατιμάσει την αδερφή τους. Τους πήραν τα ζώα τους και ότι υπήρχε στην πόλη. Πήραν για λάφυρα τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους και ότι βρήκαν στα σπίτια. Αλλά ο Ιακώβ λυπήθηκε βαθιά και τους επέπληξε αυστηρά γι' αυτό που κάνανε (Γένεση κεφ. 34).