ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΩΝ ΑΜΜΩΝΙΤΩΝ

 

ΑΜΜΑΝ (ΡΑΒΒΑΘ)

 

ΑΜΜΑΝ, Η ΑΡΧΑΙΑ ΡΑΒΒΑΘ

 

Το Αμμάν

Το Αμμάν είναι η πρωτεύουσα του χασεμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας και του κυβερνείου του Αμμάν και η μόνη με σύγχρονη πολεοδομική υποδομή. Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ζερκά (Ουάντι Αμμάν). Κατοικείται από 2.125.400 ανθρώπους περίπου.

 

 

ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Τα πιο αρχαία ερείπια είναι της Χαλκολιθικής Περιόδου (περίπου 4000-3000 π.Χ.), μέχρι το τέλος της πρώιμης Εποχής του Χαλκού (περίπου 2200 π.Χ.). Αργότερα, η πόλη έγινε πρωτεύουσα των Αμμωνιτών, σημιτικού λαού που αναφέρεται συχνά στην Παλαιά Διαθήκη. Τόσο οι βιβλικές όσο και οι σύγχρονες ονομασίες έχουν τις ρίζες τους στον Άμμωνα. Οι Αμμωνίτες αποκαλούσαν την πόλη Ραββάθ Αμμών, ενώ στους ελληνιστικούς χρόνους η πόλη ονομάστηκε Φιλαδέλφεια.

 

Οι ισχυρή οχύρωσή της απέτρεψαν για πολλά χρόνια την κατάληψή της από τους Ισραηλίτες. Στην εποχή του Δαβίδ, ο Ιωάβ κατέλαβε την «βασιλική πόλη» και την «πόλη των υδάτων" (δηλαδή την ακρόπολη  στην κορυφή του οροπεδίου και την πόλη που ήταν χτισμένη κάτω στην κοιλάδα, στις όχθες του ποταμού). Στην ακρόπολη των Αμμωνιτών βρισκόταν και το κρεβάτι του γίγαντα Ωγ, βασιλιά της Βασάν, το οποίο ήταν σιδερένιο και το μήκος του ήταν περίπου 4,5 μέτρα (Δευτ. 3,11).

 

Στους κατοπινούς αιώνες η Ραββάθ Αμμών έπεσε σε παρακμή. Ακολούθως περιήλθε στη κατοχή των Ασσυρίων, των Περσών και στη συνέχεια των Ελλήνων. Μετά την κατάκτησή της από τον Πτολεμαίο Β' το Φιλάδελφο (285 π.Χ.) τον Έλληνα άρχοντα της Αιγύπτου μετονομάστηκε προς τιμήν του σε Φιλαδέλφεια. Η Φιλαδέλφεια έγινε τμήμα του βασιλείου των Ναβαταίων μέχρι και το 106 μ.Χ. όποτε κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους ενώ διατήρησε την ονομασία της μέχρι και τα βυζαντινά χρόνια. Την περίοδο εκείνη η πόλη ανήκε στη Δεκάπολη των Ελληνιστικών Χρόνων (1ος αίωνας π.Χ. - 2ος αιώνας μ.Χ.). Οι Ρωμαίοι ανοικοδόμησαν την πόλη και μερικά εξαιρετικά ερείπια αυτής της εποχής διασώζονται μέχρι σήμερα.

Τη μεγαλύτερη ακμή της γνώρισε στα πρώτα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το 324, μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, η Φιλαδέλφεια έγινε έδρα επισκοπής. Μια από τις εκκλησίες τις εποχής διασώζεται μέχρι σήμερα στην ακρόπολη του Αμμάν.

 

Αμμάν: Ο ναός του Ηρακλή (ρωμαϊκό κτίσμα)

Μετά την άνοδο του Ισλάμ, το Αμμάν καταλήφθηκε από τον Άραβα στρατηγό Γιαζίντ ιμπν Αμπί Σουφιάν το 635 μ.Χ. Η πόλη άνθισε υπό τα Χαλιφάτα των Ουμμεϋάδων (στη Δαμασκό) και των Αββασίδων (στη Βαγδάτη). Στην εποχή των Σταυροφόρων, η Ραββάθ Αμμών ήταν γνωστή τότε ως Αχαμάντ και ήταν προσωρινά στην κατοχή του πρίγκιπα της Υπεριορδανίας. Γύρω στο 1300 η πόλη επλήγη από έναν καταστροφικό σεισμό με αποτέλεσμα να σβήσει από τον χάρτη και να παραμείνει για αιώνες μια συλλογή από ερείπια.

Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Οθωμανός Σουλτάνος αποφάσισε να χτίσει ένα σιδηρόδρομο που θα συνέδεε τη Δαμασκό με την ιερή πόλη Μεδίνα, γεγονός που ευνόησε το Αμμάν καθιστώντας το έτσι μια στάση για τους προσκηνητές και ένα σημαντικό εμπορικό σταθμό.

 

Ύστερα από την ήττα των Οθωμανών στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο η Υπεριορδανία αποτέλεσε τμήμα της βρετανικής εντολής της Παλαιστίνης, αλλά η βρετανική κυβέρνηση την απέσπασε από τη δυτική Παλαιστίνη το 1921 και δημιούργησε το προτεκτοράτο του εμιράτου της Υπεριορδανίας. Το Αμμάν έγινε σύντομα πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους. Το Αμμάν παρέμεινε μια μικρή πόλη μέχρι το 1948, όταν στην περιοχή της εγκαταστάθηκε μεγάλος αριθμός Παλαιστινίων Αράβων προσφύγων μετά τον Αραβο-Ισραηλινό πόλεμο του 1948-1949.

 

 

 

Η ΑΡΧΑΙΑ ΡΑΒΒΑΘ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

(Β' Βασιλειών 11,1. 17,27. Α' Παραλειπομένων 20,1)

 

Το κρεβάτι του Ωγ

Στην Παλαιά Διαθήκη η Ραββάθ (Ραββά) ήταν η πρωτεύουσα των Αμμωνιτών (Β' Βασιλειών 11,1. Α' Παραλειπομένων 20,1). Ραββάθ- Χάρτης D6.

Ο Ναάς (Ναχάς) ήταν βασιλιάς των Αμμωνιτών την εποχή του Σαούλ (Α' Βασιλειών 11,1. Β' Βασιλειών 10,2. Α' Παραλειπομένων 19,1). Μετά τον θάνατό του τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Αννών (Ανάν) (Β' Βασιλειών 10,1-2. Α' Παραλειπομένων 19,1). Μετά τον Αννών αναφέρεται ο Μολχόμ, χωρίς να υπάρχει καμία συγγένεια μεταξύ τους (Β' Βασιλειών 12,30. Α' Παραλειπομένων 20,2). Μετά τον Μολχόμ αναφέρεται ο Ουεσβί, ο οποίος βοήθησε τον Δαβίδ, όταν αυτός εγκατέλειψε την Ιερουσαλήμ, μετά την εξέγερση του Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 17,24-29).

 

Στην ακρόπολη των Αμμωνιτών βρισκόταν και το κρεβάτι του γίγαντα Ωγ, βασιλιά της Βασάν, το οποίο ήταν σιδερένιο. Το μήκος του κρεβατιού του ήταν 9 πήχεις (4,5 περίπου μέτρα) και το πλάτος του 4 πήχεις (2,20 περίπου μέτρα) (Δευτερονόμιο 3,11). Ο Ωγ ήταν ο τελευταίος βασιλιάς των Αμορραίων και των Γιγάντων, που κατοικούσαν στη Βασάν. Την εποχή του Μωυσή, οι Ισραηλίτες θανάτωσαν τον Ωγ και τους γιους του, και κυρίεψαν τη Βασάν (Αριθμοί 21,33-35. Δευτερονόμιο 3,1-11. 29,6-7. Ιησούς του Ναυή 12,4-6. 13,12). Όταν γινόταν η οριοθέτηση της Χαναάν, η Ραββάθ αποτέλεσε όριο ανάμεσα στη φυλή Γαδ και στη χώρα των Αμμωνιτών (Ιησούς του Ναυή 13,25).

 

Μετά την ήττα του Αννών (Ανάν) από τους Ισραηλίτες, τον επόμενο χρόνο, ο Δαβίδ έστειλε τον Ιωάβ, επικεφαλής του ισραηλιτικού στρατού, να πολεμήσει τους Αμμωνίτες. Οι Ισραηλίτες λεηλάτησαν τη χώρα των Αμμωνιτών και πολιόρκησαν την πρωτεύουσα Ραββάθ (Ραββά), ενώ ο Δαβίδ είχε παραμείνει στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 11,1. Α' Παραλειπομένων 20,1). Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αυτής, ο Δαβίδ ζήτησε με επιστολή από τον Ιωάβ να βάλει τον Ουρία τον Χετταίο στην πρώτη γραμμή της μάχης έτσι ώστε να χτυπηθεί από τους Αμμωνίτες και να σκοτωθεί. Ο Ιωάβ τοποθέτησε τον Ουρία απέναντι σ' ένα σημείο, που ήξερε ότι το υπερασπίζονταν οι πιο αξιόμαχοι άντρες του εχθρού. Σε μια τους έξοδο, οι άντρες της πόλης επιτέθηκαν στο στρατό του Ιωάβ και τους κυνήγησαν μέχρι την πεδιάδα. Εκεί οι άνδρες του Ιωάβ τους απέκρουσαν και τους κυνήγησαν μέχρι την πύλη της πόλης. Τότε από τα τείχη οι τοξότες της Ραββάθ σκότωσαν αρκετούς από τους άντρες του Δαβίδ. Τότε σκοτώθηκε κι ο Ουρίας ο Χετταίος (Β' Βασιλειών 11,14-17).

Ο Ιωάβ είχε σχεδόν καταλάβει την πόλη (την «βασιλική πόλη» και την «πόλη των υδάτων") και τότε έστειλε αγγελιοφόρους να πουν στο Δαβίδ, να έρθει με τον υπόλοιπο στρατό και να καταλάβει την πόλη. Έτσι ο Δαβίδ κυρίεψε τη Ραββάθ, την πρωτεύουσα των Αμμωνιτών, που ήταν χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ιαβώκ. Κατόπιν πήρε το στέμμα από το κεφάλι του βασιλιά Μολχόμ και το φόρεσε στο κεφάλι του. Το βάρος του ήταν ένα χρυσό τάλαντο και είχε πάνω του ένα πολύτιμο λίθο. Ακόμη ο Δαβίδ πήρε πάρα πολλά λάφυρα.  Έβγαλε από την πόλη τους κατοίκους της και τους σκότωσε. Το ίδιο έκανε και με όλες τις άλλες πόλεις των Αμμωνιτών (Β' Βασιλειών 12,26-31. Α' Παραλειπομένων 20,1-3).

 

Λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Δαβίδ έφτασε στη Μαναΐμ (Μαχαναΐμ), μετά την εξέγερση του Αβεσσαλώμ, ο Ουεσβί από τη Ραββάθ, γιος του Ναάς, πρώην βασιλιά των Αμμωνιτών, ο Μαχίρ, γιος του Αμιήλ, από την Λωδαβάρ και ο Βερζελλί, από την Ρωγελλίμ της Γαλαάδ, έφεραν στο Δαβίδ διάφορα οικιακά σκεύη και τρόφιμα για να φάνε ο Δαβίδ και ο στρατός που τον ακολουθούσε. Στην Παλαιά Διαθήκη, πάντως, δεν αναφέρεται αν ο Ουεσβί έγινε βασιλιάς των Αμμωνιτών μετά τον Μολχόμ (Β' Βασιλειών 17,24-29).