ΑΡΧΑΙΕΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ ΛΑΟΙ

 

ΧΕΤΤΑΙΟΙ

 

Η αυτοκρατορία των Χετταίων

ΟΙ ΧΕΤΤΑΙΟΙ Ή ΧΙΤΤΙΤΕΣ

 

Οι Χετταίοι ήταν ένας αρχαίος λαός, που εμφανίστηκε στη Μικρά Ασία στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. και ίδρυσε ένα ισχυρότατο κράτος, με αξιόλογο πολιτισμό. Οι Χετταίοι εθνικά ήταν συγγενείς με τους Ουρρίτες.

 

 

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΧΕΤΤΑΙΩΝ

 

Όταν οι Χετταίοι ήρθαν στην κεντρική Μικρά Ασία, μάλλον από τον Καύκασο, το δεύτερο ήμισυ της 3ης χιλιετίας π.Χ., συνάντησαν εκεί έναν αυτόχθονα λαό, τους Χάτι, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην ίδια περιοχή από την 3η χιλιετία π.Χ.. Βαθμιαία οι δυο λαοί αναμείχτηκαν και οι Χάτι απορροφήθηκαν από τους κατακτητές. Τόσο η κάθοδος όσο και η ανάμειξη πρέπει να έγιναν ειρηνικά, χωρίς βίαιες επιδρομές, και σταδιακά.

Οι Χετταίοι έφεραν μαζί τους και την τέχνη επεξεργασίας του σιδήρου. Ήταν οι πρώτοι και οι μοναδικοί στην εποχή τους που ήξεραν να επεξεργάζονται τον σίδηρο. Αυτό τους έδινε μια ισχυρή υπεροχή, αφού οι άλλες σύγχρονες τους φυλές πολιτισμικά βρίσκονταν ακόμα στην εποχή του χαλκού. Οι Χετταίοι μπόρεσαν και κράτησαν την τέχνη της επεξεργασίας του σιδήρου για εύλογους λόγους μυστική και γι' αυτό είχαν το μονοπώλιο της τέχνης και των προϊόντων του σιδήρου.

 

Η ιστορία των Χετταίων χωρίζεται σε δυο μεγάλες περιόδους: στο αρχαίο και μεγάλο βασίλειο και στη νέα χετταϊκή αυτοκρατορία.

Το Μέγα Βασίλειο των Χετταίων είχε μεγάλη έκταση και περιελάμβανε μεγάλες εκτάσεις της Μικράς Ασίας, κατά καιρούς δε και την μισή σημερινή Συρία. Πρωτεύουσα ήταν η Χαττούσα στον βορά. Οι πληροφορίες για τους πρώτους βασιλιάδες είναι ελάχιστες. Αναφέρονται αόριστα βασιλιάδες της Κουσσάρα, της πρώτης πρωτεύουσας των Χετταίων, όπως ο Πιτχκάνα και ο γιος του Ανίτα. Αυτοί γύρω στα 1800 π.Χ. είχαν καταλάβει πολλές αυτόνομες πόλεις της κεντρικής Μ. Ασίας και είχαν δημιουργήσει ένα ενιαίο κράτος. Οι Χετταίοι βασιλιάδες είχαν μεγάλη φήμη, αφού οι Φαραώ της Αιγύπτου και οι αυτοκράτορες της Βαβυλωνίας τους αναγνώριζαν ως ισάξιούς τους και έτρεφαν διπλωματικές αλλά και εμπορικές σχέσεις μαζί τους.

 

Ιδρυτής του αρχαίου βασιλείου όμως φαίνεται ήταν πιθανότατα ο Λαβάρνα Α΄ (1680 - 1650 π.Χ.). Ανάμεσα στις πόλεις που κατέλαβε ήταν η Τυβάνυβα (αρχ. Τύανα), η Χύπισνα (Κυβίστρα), η Λύσνα (Λύστρα). Ο γιος και διάδοχός του Χαττούσμις Α΄ (1650 - 1620 π.Χ.) συμπλήρωσε τη συγκρότηση του κράτους και εγκαινίασε επεκτατική πολιτική. Ο θετός γιος του, Μούρσιλις Α΄ (1620 - 1590 π.Χ.), συνέχισε την κατακτητική πολιτική του προκατόχου του. Υπέταξε τους Χουρρίτες της Συρίας και μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους στη Χαττούσα. Ακολούθησε μια περίοδος εσωτερικών ανωμαλιών, που οδήγησαν στην παρακμή του κράτους.

Την περίοδο της παρακμής διαδέχτηκε η νέα αυτοκρατορία, στη διάρκεια της οποίας οι Χετταίοι έφτασαν στο απόγειο της δύναμής τους. Πρώτος βασιλιάς της νέας δυναστείας ήταν ο Τουνταλίγιας Β΄, για τον οποίο υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες. Ο βασιλιάς Σουπιλουλιούμας Α΄ (1380 - 1340 π.Χ.), σπουδαία φυσιογνωμία με στρατηγικά προσόντα, κατόρθωσε με σειρά εκστρατειών να κατακτήσει τη βόρεια Συρία και να διαλύσει το κράτος των Μιταννί στον άνω Ευφράτη.

Οι γιοι του Σουπιλουλιούμα, Αρνουβάντας Γ΄ (1335 - 1334 π.Χ.) και Μούρσιλις Β΄ (1334 - 1306 π.Χ.), εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμίά των τελευταίων Φαραώ της 18ης δυναστείας της Αιγύπτου και κατόρθωσαν να επεκτείνουν προς τα νότια τα σύνορα και την επιρροή τους. Ο Μούρσιλις, όπως αναφέρουν τα χρονικά του, είχε δημιουργήσει σχέσεις με τους Αχαιούς, που είχαν εγκατασταθεί στη Ρόδο και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.

Χετταίοι πολεμιστές

Ο διάδοχος του Μούρσιλι, Μουβατάλλις (1306 - 1282 π.Χ.), στράφηκε νοτιοανατολικά για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την αιγυπτιακή απειλή. Συγκέντρωσε το στρατό και τους συμμάχους του και ετοιμάστηκε για την αναπόφευκτη σύρραξη. Πράγματι, το 1285 π.Χ., ο Φαραώ Ραμσής Β' ξεκίνησε, επικεφαλής μεγάλης στρατιάς, με σκοπό να πολεμήσει εναντίον των Χετταίων και να αποκαταστήσει την παλιά αιγυπτιακή δύναμη. Η αναμέτρηση έγινε στη μάχη του Καντές και κατέληξε στην πανωλεθρία του Ραμσή και την οριστική εγκατάλειψη των επεκτατικών βλέψεων των Αιγυπτίων. Ούτε και οι Χετταίοι όμως θα επιχειρήσουν πια εκστρατείες στα νότια. Η Μάχη του Καντές (1274 π.Χ.) μεταξύ Αιγύπτου και Χετταίων είναι η δεύτερη γνωστή μάχη στην ιστορία της ανθρωπότητας (η πρώτη είναι η Μάχη της Μεγιδδώ) Ο Μουβατάλλις υπέγραψε συνθήκη, που καθόριζε τα σύνορα των δυο κρατών στο ύψος της Βηρυτού.

Αργότερα, ο αδελφός και διάδοχος του Μουβατάλλις, Χαπούσιλις Γ΄ (1275 - 1250), υπέγραψε με το Ραμσή νέα συνθήκη ειρήνης (1269 π.Χ.). Η συνθήκη αυτή είναι η πρώτη γνωστή συνθήκη ειρήνης στην ιστορία της ανθρωπότητας, αντίγραφό της οποίας βρίσκεται σήμερα ως σύμβολο στο κτίριο του ΟΗΕ στην Νέα Υόρκη.

Το Μέγα Βασίλειο των Χετταίων περιελάμβανε και μια σειρά μικρότερων υποταγμένων και συνορευόντων φιλικών κρατών, π.χ. το Ταρχουντασσά και την Καρκεμισίδα.

 

Στο τέλος του 13ου αιώνα η ανατολική Μεσόγειος συγκλονίστηκε από πολεμικές συγκρούσεις και επιδρομές. Η εισβολή των ινδοευρωπαϊκών λαών της θάλασσας, που στα μέσα του 12ου αιώνα π.Χ. αποβιβάστηκαν στις ακτές της ανατολικής Μεσογείου, βρήκε το κράτος των Χετταίων σε άσχημη κατάσταση. Οι μεγαλύτερες πόλεις των Χετταίων καταστράφηκαν από εμπρησμούς ή εγκαταλείφθηκαν.

Η τελευταία αναλαμπή της αυτοκρατορίας των Χετταίων μοιάζει να είναι η καταναυμάχηση του στόλου της Αλασίας στην Κύπρο το 1185 π.Χ. και η επιβολή φόρου σε χρυσάφι και χαλκό. Λίγο αργότερα η αυτοκρατορία των Χετταίων διαλύθηκε και υποτάχτηκε σε νέες ισχυρές δυνάμεις, όπως οι Φρύγες και οι Ασσύριοι που πρόβαλαν στο προσκήνιο.

Το τέλος του Βασιλείου των Χετταίων σημαδεύει και τον τερματισμό του μονοπωλίου της επεξεργασίας του Σιδήρου, το οποίο οι Χετταίοι κατείχαν από τον 17ο π.Χ. αιώνα. Από τον 12ο π.Χ. αιώνα και μετά η τέχνη αυτή διαδόθηκε σε όλη την Ανατολή και στην Μεσόγειο.

 

 

Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΧΕΤΤΑΙΩΝ

 

Η αυτοκρατορία των Χετταίων είχε ομοσπονδιακή οργάνωση. Ανώτατος άρχοντας ήταν ο βασιλιάς που, για πρώτη φορά στην ιστορία της αρχαίας Ανατολής, δεν είχε θεϊκό χαρακτήρα. Περιοριζόταν μάλιστα στην άσκηση της εξουσίας από ένα συμβούλιο ευγενών, που αρχικά είχε το προνόμιο να ορίζει το διάδοχο. Η κληρονομική διαδοχή του θρόνου καθιερώθηκε στο τέλος του 16ου αιώνα π.Χ., την εποχή του βασιλιά Τελεπινούς.

Τα ερείπια της Χαττούσας, της πρωτεύουσας του βόρειου κράτους των Χετταίων, ανακαλύφθηκαν στο σημερινό τουρκικό χωριό Μπογάζκιοϊ το 1906. Η πόλη περιβαλλόταν από ισχυρά τείχη, με περίμετρο 5 - 6 χλμ., με πολλούς πύργους και έξι πύλες διακοσμημένες με γλυπτές παραστάσεις σφιγγών και λιονταριών. Βρέθηκαν τα λείψανα πέντε ανακτόρων, καθένα από τα οποία ήταν συγκρότημα οικημάτων με κεντρική αυλή.

 

Οι Χετταίοι μιλούσαν μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα του ανατολικού κλάδου, καλούμενη χεττιτική γλώσσα. Η συγκριτική έρευνα της χεττιτικής γλώσσας αποκάλυψε ότι πρόκειται για γλώσσα που έχει υποστεί την επίδραση των διαφόρων ασιατικών γλωσσών, αλλά ο πυρήνας της είναι ινδοευρωπαϊκός και επομένως είναι συγγενής με την ελληνική, την ινδική και γενικά την ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα.

Στον τομέα της λογοτεχνίας έχουν σωθεί θαυμαστά κείμενα με επικό και μυθολογικό χαρακτήρα, που αφηγούνται τις περιπέτειες θεών και ηρώων.

 

 

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΩΝ ΧΕΤΤΑΙΩΝ

 

Η θρησκεία των Χετταίων διέφερε από τη θρησκεία των σημιτικών λαών της Ανατολής και φαίνεται ότι αποτέλεσε συγκερασμό θρησκευτικών στοιχείων από τους λαούς, με τους οποίους ήρθαν σε επαφή. Υπήρχαν θεότητες μεσοποταμιακής καταγωγής, χουρριτικής, ινδοευρωπαϊκής και των αυτόχθονων Χάτι.

Κύριες θεότητες ήταν ο θεός της καταιγίδας και της βροντής Τεσχούμπ και η θεά του ήλιου Αρίννα. Άλλοι θεοί ήταν η Σαούσκα, που ταυτίστηκε με τη σημιτική Ιστάρ και την ελληνική Αφροδίτη, ο Τελεπίνος, θεός της βλάστησης, η Κουμπάμπα (φρυγική Κυβήβη και ελληνική Κυβέλη).

 

 

 

 ΟΙ ΧΕΤΤΑΙΟΙ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

Μετά την καταστροφή της αυτοκρατορίας των Χετταίων το 1200 π.Χ. περίπου, ένα μέρος του λαού εγκαταστάθηκε στη βόρεια Συρία, στην κοιλάδα του Ορόντη, όπου και κυριάρχησαν σε πολλές πόλεις μεταξύ των οποίων ήταν η Χαρχεμίς στη Κιλικία. Οι λαοί αυτοί καλούμενοι πλέον ως «Νεοχετταίοι» ή «Συροχετταίοι» είναι εκείνοι που αναφέρονται στη περίοδο των Βασιλέων του Ισραήλ.

 

Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει συχνά τόσο την φυλή των Χετταίων, όσο και συγκεκριμένα πρόσωπα. Αναφορές βρίσκουμε συγκεκριμένα σε τέσσερα από τα πέντε βιβλία του Πεντάτευχου καθώς επίσης στο βιβλίο Ιησού του Ναυή και στο Βιβλίο των Κριτών.

Οι Χετταίοι ήταν απόγονοι του Χετ, γιου του Χαναάν και εγγονού του Χάμ (Γένεση 10,15. Α' Παραλειπομένων 1,13). Σύμφωνα με την εβραϊκή Βίβλο η γενέθλια πόλη του γενάρχη των Χετταίων Χετ, είναι η Κάδης της Συρίας. Οι Χετταίοι ήταν μια από τις δέκα φυλές που κατοικούσαν στη Χαναάν (Γένεση 15,18-20. Έξοδος 3,8. 3,17. 13,5. 23,23. 32,2, 34,11. Δευτερονόμιο 7,1. Ιησούς του Ναυή 3,10). Κατοικούσαν στα ορεινά της Χαναάν και είχαν ως κύρια ασχολία το εμπόριο.

 

 

ΟΙ ΧΕΤΤΑΙΟΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ

 

Στην εποχή του Αβραάμ οι Χετταίοι κατοικούσαν στη Χεβρών (Γένεση 23,1-20). Ο Εφρών ήταν Χετταίος στην καταγωγή (Γένεση 49,30). Ο Αβραάμ αγόρασε από τον Εφρών τον Χετταίο ένα κτήμα, το οποίο το χρησιμοποίησε ως οικογενειακό τάφο. Κατά την αγορά του κτήματος, ο Αβραάμ απευθύνθηκε στους Χετταίους κατοίκους της Χεβρών ως μάρτυρες (Γένεση κεφ. 23). Ο Ησαύ σε ηλικία 40 ετών παντρεύτηκε γυναίκες Χετταίες από τη Χαναάν. Την Ιουδίθ, κόρη του Χετταίου Βεώχ και τη Βασεμάθ, κόρη του Ελών του Χετταίου (Γένεση 26,34).

 

 

ΟΙ ΧΕΤΤΑΙΟΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ ΣΤΗ ΧΑΝΑΑΝ

 

Όταν οι Ισραηλίτες πήγαν να κατασκοπεύσουν τη γη Χαναάν, βρήκαν Χετταίους οι οποίοι ζούσαν στα ορεινά μέρη της περιοχής (Αριθμοί 13,30). Όταν οι βασιλιάδες σε όλη την πεδινή και ορεινή περιοχή της Χαναάν, δηλαδή οι βασιλιάδες των Χετταίων, των Αμορραίων, των Χαναναίων, των Φερεζαίων, των Ευαίων, των Γεργεσαίων και των Ιεβουσαίων, έμαθαν τις πρώτες νίκες και τα κατορθώματα των Ισραηλιτών, συνασπίστηκαν για να πολεμήσουν ενωμένοι τον Ιησού του Ναυή και τους Ισραηλίτες. Ο Ιαβίν, βασιλιάς της Ασώρ, έστειλε αγγελιαφόρους και συμμάχησε με τον Ιωβάβ, βασιλιά της Μαρών, τον Συμοών, βασιλιά της Αζίφ, το βασιλιά της Σιδώνας, καθώς και με άλλους βασιλιάδες των ορεινών περιοχών της βόρειας Χαναάν, καθώς και στους λαούς που κατοικούσαν στις περιοχές δυτικά και ανατολικά της Χαναάν. Όλοι αυτοί οι βασιλιάδες ένωσαν τις δυνάμεις τους για πόλεμο κατά των Ισραηλιτών και ξεκίνησαν με αναρίθμητο στρατό, με πάρα πολλά άλογα και άμαξες, και στρατοπέδευσαν κοντά στη λίμνη Μαρών (Σαμαχωνίτιδα λίμνη) (Ιησούς του Ναυή 9,1. 11,1-5).

Ο Ιησούς του Ναυή και οι πολεμιστές του, με τη βοήθεια του Κυρίου, τους επιτέθηκαν με ορμή αιφνιδιαστικά στη λίμνη Μαρών, τους χτύπησαν και τους καταδίωξαν. Τους κατατρόπωσαν και τους σκότωσαν όλους και δεν ξέφυγε κανένας (Ιησούς του Ναυή 11,6-9. 12,8). Σύμφωνα με τις Αγία Γραφή, οι Ισραηλίτες κατέλαβαν σταδιακά, όλη τη Χαναάν, εξολοθρεύοντας τις φυλές των Χαναναίων, των Αμορραίων, των Φερεζαίων, των Ευαίων, των Ιεβουσαίων, των Χετταίων και των Γεργεσαίων (Ιησούς του Ναυή 24,11).

 

Μετά την κατάληψη της Βαιθήλ από τους Ισραηλίτες των φυλών Εφραίμ και Μανασσή, η οποία τότε ονομαζόταν Λουζά, και την εξόντωση των κατοίκων της, ο μοναδικός επιζών από την πόλη, ο οποίος είχε δείξει το πέρασμα στους Ισραηλίτες για να μπουν στη Βαιθήλ, μαζί με όλους τους συγγενείς του, πήγε στη χώρα των Χετταίων, κι εκεί έχτισε μια πόλη που την ονόμασε επίσης Λουζά (Κριταί 1,22-26).

 

Οι Χετταίοι ήταν ένας από τους λαούς, που άφησε ο Κύριος, για να δοκιμάζει την πίστη των Ισραηλιτών, οι οποίοι μετά την εγκατάστασή τους στη Χαναάν και το θάνατο του Ιησού του Ναυή, άρχισαν να ξεχνούν τις παραδόσεις τους και τον Κύριο. Οι Ισραηλίτες έζησαν μαζί τους ειρηνικά, παρά την αντίθετη εντολή του Θεού, πήραν τις κόρες τους για γυναίκες τους, και έδωσαν τις δικές τους κόρες στους γιους εκείνων και λάτρεψαν άλλους θεούς (Ιησούς του Ναυή 24,33. Κριταί 2,22-23. 3,1-6).

 

 

ΟΙ ΧΕΤΤΑΙΟΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ

 

Όταν ο Δαβίδ διωκόταν από τον Σαούλ, τον ακολουθούσαν και Χετταίοι (Α' Βασιλειών 26,6). Ο Αβιμέλεχ ήταν ένας από τους πρώτους άνδρες, που ακολούθησαν το Δαβίδ μετά την αντιπαράθεσή του με το Σαούλ και ήταν Χετταίος στην καταγωγή (Α' Βασιλειών 26,6). Ο Ουρίας, ο στρατηγός του Δαβίδ και ο σύζυγος της Βηρσαβεέ, τον οποίο ο Δαβίδ τον έστειλε στην πρώτη γραμμή της μάχης για να σκοτωθεί, ήταν Χετταίος (Β' Βασιλειών 11,3).

Πολλές από τις γυναίκες του βασιλιά Σολομώντα ήταν αλλόφυλες και ήταν κόρες ειδωλολατρών, οι οποίες κατάγονταν από τους Μωαβίτες, τους Αμμωνίτες, τους Σύριους, τους Ιδουμαίους, τους Χετταίους, τους Αμορραίους κλπ. Ο Σολομώντας προσκολλήθηκε σ' αυτές και αγάπησε και τα έθνη τους, πράγμα το οποίο είχε απαγορεύσει ο Κύριος στους Ισραηλίτες. Ο Σολομών έχτισε ακόμη ειδωλολατρικούς ναούς και θυσιαστήρια στις κορυφές γύρω από την Ιερουσαλήμ, και τέλεσε εκεί θυσίες σε θεούς ειδωλολατρών. Σ' αυτούς τους ναούς και σ' αυτά τα θυσιαστήρια οι γυναίκες του Σολομώντα προσέφεραν θυμίαμα και θυσίες στους θεούς τους (Γ' Βασιλέων 11,1-8. 11,33).

 

Οι βασιλιάδες της Συρίας και των Χετταίων προμηθεύονταν άλογα και πολεμικές άμαξες από τους εμπόρους του Σολομώντα. Οι έμποροι του Σολομώντα πήγαιναν στην Αίγυπτο ή σε αγορά που γινόταν στη Θεκωέ, και αγόραζαν άρματα προς 600 αργυρούς σίκλους το καθένα και άλογα προς 150 αργυρούς σίκλους το καθένα. Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι το κάθε άρμα κόστιζε 100 αργυρούς σίκλους και κάθε άλογο κόστιζε 50 αργυρούς σίκλους το καθένα. Στη συνέχεια οι έμποροι του Σολομώντα τα μεταπωλούσαν στους βασιλιάδες των Χετταίων, της Συρίας και σε άλλους που κατοικούσαν στα παράλια της Μεσογείου Θαλάσσης (Γ' Βασιλέων 10,28-29. Β' Παραλειπομένων 1,16-17).

 

Μόλις, κατά τα χρόνια της βασιλείας του Σολομώντα μπόρεσαν οι Ισραηλίτες να επιβληθούν πλήρως στους παλιούς κατοίκους της Χαναάν. Έτσι, λοιπόν, αυτοί που είχαν απομείνει μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών, δηλαδή οι εναπομείναντες κάτοικοι των Χαναναίων, των Χετταίων, των Αμορραίων, των Φερεζαίων, των Ευαίων, των Ιεβουσαίων και των Γεργεσαίων, που δεν μπόρεσαν οι Ισραηλίτες να εξολοθρεύσουν, ο Σολομών τους υποχρέωσε σε εργασίες και τους έκανε φόρου υποτελείς (Γ' Βασιλέων 10,22β-γ. Β' Παραλειπομένων 8,7-8).

 

Οι Χετταίοι μαζί με τους Αιγύπτιους αναφέρονται και στην πολιορκία της Σαμάρειας από τους Σύριους. Με την παρέμβαση του Θεού οι Σύριοι τη νύχτα άκουσαν μεγάλο θόρυβο, σαν να προέρχονταν από μεγάλο στρατό και πολεμικά άρματα. Τότε νόμισαν πως ο βασιλιάς των Ισραηλιτών πήρε μισθοφορικό στρατό από τους Χετταίους και τους Αιγύπτιους και επιτέθηκε εναντίον τους. Έτσι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή μέσα στη νύχτα λύοντας την πολιορκία (Δ' Βασιλειών 7,6-7).