ΑΡΧΑΙΕΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ ΛΑΟΙ

 

ΜΩΑΒ- ΜΩΑΒΙΤΕΣ

 

Τα βασίλεια της Παλαιστίνης

Η ΜΩΑΒ

 

Αρχαία αραιοκατοικημένη χώρα μεταξύ της Αραβικής ερήμου και της Νεκρής Θάλασσας, που αποτελεί τη σημερινή Ιορδανία. Το όνομά της το πήρε από το γιο του Λωτ, Μωάβ, και τους απογόνους του, που εγκαταστάθηκαν εκεί, αφού έδιωξαν τους ιθαγενείς Ομίν. Πρωτεύουσα ήταν η Αρ Μωάβ ή Βαβάθ Μωάβ. Ως πρωτεύουσα μνημονεύεται και η Κιρχαρέσεθ.

Η Μωάβ βρισκόταν μεταξύ Αμμων και Εδώμ και συνόρευε δυτικά με τη Νεκρά Θάλασσα, νότια με τον ποταμό Ζέρεδ, που χύνεται στο νοτιότερο άκρο της Νεκράς Θάλασσας, βόρεια με τον ποταμό Αρνών, που καταλήγει στο ύψος του μέσου της Νεκράς Θάλασσας και ανατολικά με την έρημο. Τα σύνορα της χώρας άλλαζαν συνέχεια, ανάλογα με την έκβαση των πολέμων με τους γείτονες Εβραίους. Εξαφανίστηκε από το προσκήνιο τον 6ο αι. π.Χ., όταν η περιοχή καταλήφθηκε από φυλές της Αραβικής ερήμου. Σήμερα η γη της Μωάβ είναι μια άγονη έρημος.


ΟΙ ΜΩΑΒΙΤΕΣ

 

Αρχαίος λαός σημιτικής καταγωγής, που κατοικούσε στην περιοχή Μωάβ. Οι Μωαβίτες εγκαταστάθηκαν στο έδαφος της Μωάβ το 13ο π.Χ. αιώνα και ανέπτυξαν κατά τον 9ο π.Χ. αιώνα αξιόλογο πολιτισμό.

Ήταν κυρίως ποιμενικός λαός και η χώρα τους έγινε ονομαστή για τα πλούσια βοσκοτόπια και το καλό κρασί της. Είχαν την ίδια γλώσσα, την ίδια θρησκεία και τα ίδια έθιμα με τους Ισραηλίτες, τους οποίους θεωρούσαν συγγενείς. Σύμφωνα με τη Μωαβική πλάκα ή πλάκα του Μησά, φαίνεται πως μιλούσαν ένα συνδυασμό σημιτικής και χαναανιτικής γλώσσας, πολύ συγγενική στην εβραϊκή. Κύρια θεότητά τους ήταν ο Χαμώς (Χεμώς), τον οποίο τιμούσαν θυσιάζοντας κατάδικους.

Οι Μωαβίτες, που ήταν φόρου υποτελείς στο Ισραήλ την εποχή των Δαβίδ και Σολομώντα, απέκτησαν προσωρινά την ανεξαρτησία τους με το μεγάλο βασιλιά τους Μησά (9ος π.Χ. αιώνας). Όταν όμως ο Ναβουχοδονόσορ κατέστρεψε το βασίλειο του Ισραήλ, αφομοιώθηκαν σιγά σιγά από τους Άραβες κι έπαψαν να υπάρχουν ως έθνος.

 

 

 

ΟΙ ΜΩΑΒΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΩΑΒΙΤΕΣ

 

Η χώρα των Μωαβιτών ήταν η Μωάβ και βρισκόταν ανατολικά της Νεκράς Θάλασσας, κοντά στον ποταμό Αρνών (Αριθμοί 21,29. Ιερεμίας 48,46). Γενάρχης των Μωαβιτών ήταν ο Μωάβ, γιος του Λωτ, μετά από αιμομιξία με τη μεγαλύτερή του κόρη (Γένεση 19,37). Εγκαταστάθηκαν στη γη των Εμμαίων, αφού πρώτα τους έδιωξαν (Δευτερονόμιο 2,9-11). Ο ποταμός Αρνών αποτελούσε το βόρειο σύνορο της Μωάβ (Κριταί 11,18) και ήταν το όριο μεταξύ των Μωαβιτών και των Αμορραίων (Αριθμοί 21,13).

 

Η Αγία Γραφή αναφέρει πλήθος περιστατικών που έχουν σχέση με την Μωάβ. Οι Μωαβίτες ήταν ειδωλολατρικός λαός (Γ' Βασιλειών 11,7) και λάτρευαν τον Χαμώς (Αριθμοί 21,29. Γ' Βασιλέων 11,5. 11,33) και τον Βάαλ-φεγώρ (Αριθμοί 25,2-3. 25,5), τον οποίο λάτρευαν στο όρος Φεγώρ (Αριθμοί 25,18) και στον οποίο πρόσφεραν και ανθρωποθυσίες.

Οι Μωαβίτες ήταν λαός υπερήφανος (Ησαΐας 16,6. Ιερεμίας 48,29), δεισιδαίμονες (Ιερεμίας 27,3-9), πλούσιοι και αλαζόνες (Ιερεμίας 48,7), δυνατοί και πολεμοχαρείς (Ιερεμίας 48,14).

Στην Αγία Γραφή αναφέρεται ότι οι κάτοικοι της Ισραηλιτικής πόλης Χωζηβά, μετανάστευσαν για λίγο στη Μωάβ (Α' Παραλειπομένων 4,22). Στην πεδιάδα της Μωάβ κατοικούσε ο Σααρίν, απόγονος του Βενιαμίν (Α' Παραλειπομένων 8,8). Ο Αδάδ, βασιλιάς των Εδωμιτών, νίκησε τους Μαδιανίτες στην κοιλάδα της Μωάβ (Γένεση 36,35. Παραλειπομένων Α' 1,46. Ιώβ 17δ).

 

Οι σχέσεις μεταξύ Μωαβιτών και Ισραηλιτών ήταν λιγότερο φιλικές και περισσότερο εχθρικές. Η εχθρότητα τους είχε τις ρίζες της στην άρνηση των Μωαβιτών να επιτρέψουν στους Ισραηλίτες να περάσουν μέσα από τη χώρα τους, όταν βάδιζαν προς τη Χαναάν.

 

 

ΟΙ ΜΩΑΒΙΤΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ

 

Λαοί της Παλαιάς Διαθήκης

Οι Αμορραίοι, λίγα χρόνια πριν οι Ισραηλίτες μπουν στη Χαναάν, έκαναν πόλεμο με τους Μωαβίτες, κατέλαβαν όλη την περιοχή των Μωαβιτών, από την Αροήρ έως τον ποταμό Αρνών. Οι Αμορραίοι κατέστρεψαν τους ναούς και τα είδωλα του θεού των Μωαβιτών Χαμώς. Κατέστρεψαν την Εσεβών και όλες τις πόλεις των Μωαβιτών στην περιοχή αυτή και έβαλαν φωτιά σ' αυτές. Ως και οι γυναίκες των Αμορραίων πήραν μέρος στους εμπρησμούς αυτούς. Όλοι οι Μωαβίτες, άντρες και γυναίκες, που ζούσαν στην περιοχή αυτή έγιναν αιχμάλωτοι των Αμορραίων (Αριθμοί 21,26-30).

 

Οι σχέσεις τους με το λαό Ισραήλ δεν ήταν φιλικές. Όταν οι Μωαβίτες και οι άλλοι λαοί που κατοικούσαν στη Χαναάν, έμαθαν ότι οι Ισραηλίτες πέρασαν την Ερυθρά θάλασσα και ο στρατός των Αιγυπτίων καταποντίστηκε, τρόμαξαν και τους έπιασε πανικός (Έξοδος 15,14-15). Όταν ο Μωυσής έστειλε αγγελιοφόρους στο βασιλιά της Μωάβ και του ζητούσε να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να περάσουν μέσα από τη χώρα του ειρηνικά, εκείνος αρνήθηκε (Κριταί 11,17). Ο Θεός δεν επέτρεψε στο Μωυσή να κάνει πόλεμο με τους Μωαβίτες, γιατί την περιοχή της Μωάβ, την έδωσε στους απογόνους του Λωτ (Δευτερονόμιο 2,9).

Οι Ισραηλίτες πριν μπουν στη Χαναάν, στρατοπέδευσαν βόρεια του ποταμού Αρνών, που βρίσκεται στα σύνορα των Μωαβιτών με τους Αμορραίους (Αριθμοί 21,13. Κριταί 11,18). Κατόπιν στρατοπέδευσαν στη Μανθαναείν, κι από κει στη Νααλιήλ, και μετά στη Βαμώθ, και τέλος στην Ιανήν, που βρισκόταν στην κοιλάδα της Μωάβ, κοντά στο όρος Ναβαύ (Αριθμοί 21,18-19).

 

Όταν οι Ισραηλίτες στρατοπέδευσαν στη πεδιάδα της Μωάβ, στον Ιορδάνη, ο Βαλάκ, βασιλιάς των Μωαβιτών, έμαθε αυτά που είχαν κάνει οι Ισραηλίτες στους Αμορραίους, φοβήθηκε πολύ και έστειλε άρχοντες αγγελιοφόρους στο Βαλαάμ, και του ζήτησε να καταραστεί τους Ισραηλίτες. Αυτός όμως αρνήθηκε και μάλιστα προφήτεψε την μελλοντική καταστροφή της Μωάβ από τους Ισραηλίτες (Αριθμοί κεφ. 22-24. 24,17). Ο Θεός δεν επέτρεψε, να γίνει δεκτός στη λατρεία του, κάποιος που ήταν Αμμωνίτης ή Μωαβίτης, ακόμα κι ως τη δέκατη γενιά των απογόνων τους, διότι αυτοί αρνήθηκαν να προμηθεύσουν με τρόφιμα και νερό τους Ισραηλίτες, όταν αυτοί βγήκανε από την Αίγυπτο και ήταν έξω από τη Χαναάν. Αντίθετα, έστειλαν και κάλεσαν το Βαλαάμ, για να καταραστεί τους Ισραηλίτες (Δευτερονόμιο 23,4-6).

Μετά το περιστατικό αυτό οι Ισραηλίτες είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή Σαττείν, κοντά στην κοιλάδα της Μωάβ. Εκεί άρχισε να πορνεύεται με τις Μωαβίτισσες και τις Μαδιανίτισσες. Αυτές τους προσκάλεσαν να συμμετάσχουν στις θυσίες των θεών τους και λάτρεψαν το Βάαλ. Ο Θεός οργίστηκε πάρα πολύ με τους Ισραηλίτες που πήραν μέρος στη λατρεία του Βάαλ και άρχισε να θανατώνει τους Ισραηλίτες. Τότε ο Φινεές, γιος του Ελεάζαρ, πήρε ένα δόρυ και μ' αυτό σκότωσε ένα Ισραηλίτη, που είχε φέρει στο στρατόπεδο μια Μαδιανίτισσα. Τότε σταμάτησε η συμφορά του Κυρίου ανάμεσα στους Ισραηλίτες (Αριθμοί 25,1-17).

 

Ο Μωυσής, αφού ευλόγησε τους Ισραηλίτες (Δευτερονόμιο 33,1-29), από την Αραβώθ της κοιλάδας Μωάβ ανέβηκε στο όρος Νεβώ, στην κορυφή Φασγά, απέναντι από την Ιεριχώ. Από κει ο Κύριος του έδειξε τη Χαναάν (Δευτερονόμιο 32,48-52. 34,1-4) και αμέσως μετά πέθανε εκεί πάνω στο βουνό. Ο Κύριος τον έθαψε σε μια κοιλάδα της Μωάβ, κάπου στη Γαΐ, κοντά στο ναό του Φογώρ. Κανένας μέχρι σήμερα δεν ξέρει πού βρίσκεται ο τάφος του (Δευτερονόμιο 31,2. 34,5-8).

Ο Μωυσής πέθανε στο βουνό Φασγά, που βρίσκεται στη γη Μωάβ (Δευτερονόμιο 34,1-5). Αρνήθηκαν στους Ισραηλίτες να περάσουν μέσα από το έδαφός τους κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο και την πορεία τους προς τη γη Χαναάν (Κριτές 11,17-18).

 

 

ΟΙ ΜΩΑΒΙΤΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΡΙΤΩΝ

 

Μετά το θάνατο του Ιησού του Ναυή, οι Ισραηλίτες άρχισαν να ξεχνούν τις παραδόσεις τους και τον Κύριο και λάτρεψαν άλλους θεούς. Λάτρεψαν τον Βάαλ και την Αστάρτη, καθώς και τους θεούς της Αράδ, της Σιδώνας, των Μωαβιτών, των Αμμωνιτών και των Φιλισταίων (Ιησούς του Ναυή 24,33. Κριτές 10,6. Α' Βασιλειών 12,10). Γι' αυτό ο Κύριος οδήγησε εναντίον τους τον Εγλώμ, βασιλιά της Μωάβ.  Αυτός έκανε συμμαχία με τους Αμμωνίτες και τους Αμαληκίτες. Αυτοί επιτέθηκαν στους Ισραηλίτες και κυρίεψαν την Ιεριχώ. Έτσι οι Ισραηλίτες έγιναν δούλοι, φόρου υποτελείς στον Εγλώμ για 18 χρόνια (Ιησούς του Ναυή 24,33. Κριταί 3,12-14. Α' Βασιλειών 12,9).

Ο Αώδ, ως απεσταλμένος του Θεού και Κριτής των Ισραηλιτών, πήγε να προσφέρει τον φόρο υποτέλειας, στον Εγλώμ, βασιλιά της Μωάβ.  Ο Αώδ κάποια στιγμή που έμεινε μόνος του με το βασιλιά, τον σκότωσε μ' ένα μαχαίρι και στη συνέχεια έφυγε μπροστά από τους φρουρούς, που δεν αντιλήφθηκαν τίποτα. Όταν η ώρα πέρασε, οι φρουροί βρήκαν το βασιλιά τους νεκρό. Στο μεταξύ ο Αώδ, όσο αυτοί καθυστερούσαν, έφτασε στην ορεινή περιοχή της φυλής  Εφραίμ και συγκέντρωσε τους Ισραηλίτες για πόλεμο εναντίον των Μωαβιτών. Στη μάχη που έγινε, σκοτώθηκαν περίπου δέκα χιλιάδες Μωαβίτες, οι οποίοι έγιναν υποτελείς στους Ισραηλίτες (Κριταί 3,15-30).

 

Από την Μωάβ καταγόταν η Ρουθ και η Ορφά, οι οποίες ήταν νύφες της Νωεμίν (Ρουθ 1,4). Επειδή είχε πέσει πείνα στη χώρα, ο Ελιμέλεχ πήγε να μείνει προσωρινά στη Μωάβ μαζί με τη γυναίκα του τη Νωεμίν και τους δύο γιους του, τον Μααλών και τον Χελαιών. Ο Ελιμέλεχ με τους δύο γιους του πέθαναν στη Μωάβ και η Νωεμίν μαζί με τη νύφη της τη Ρουθ εγκαταστάθηκαν ξανά στη Βηθλεέμ της φυλής Ιούδα, όπου η Ρουθ παντρεύτηκε το Βοόζ και απόκτησαν τον Ωβήδ, που ήταν ο πατέρας του Ιεσσαί και παππούς του Δαβίδ (Ρουθ κεφ. 1-4).

 

 

ΟΙ ΜΩΑΒΙΤΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ

 

Οι Μωαβίτες ήταν ένας από τους λαούς, τους οποίους αντιμετώπισε ο Σαούλ και νίκησε (Α' Βασιλειών 14,47). Ο Δαβίδ όταν ήταν σε αντιπαράθεση με τον Σαούλ, πήγε στο βασιλιά της Μωάβ και πήρε την άδεια ν' αφήσει εκεί τους γονείς του, οι οποίοι έμειναν εκεί για όσο διάστημα ο Δαβίδ παρέμεινε στην περιοχή (Α' Βασιλειών 22,3-4).

Στα χρόνια της βασιλείας του Δαβίδ, οι Μωαβίτες επιτέθηκαν και πολιόρκησαν την πόλη Καβασαήλ. Κατά τη μάχη αυτή ο Βαναίας, ένας από τους τριάντα επιλέκτους και ανδρείους του Δαβίδ, έκανε πολλά κατορθώματα και σκότωσε δύο Μωαβίτες αρκετά δυνατούς (Α' Παραλειπομένων 11,22).

Ο Δαβίδ αργότερα χτύπησε τους Μωαβίτες και τους νίκησε. Ανάγκασε τους αιχμαλώτους να πέσουν καταγής και τους μέτρησε με σχοινιά. Τους χώρισε σε δύο ομάδες και διέταξε οι μισοί να θανατωθούν και οι άλλοι μισοί ν' αφεθούν στη ζωή. Κι έγιναν οι Μωαβίτες φόρου υποτελείς στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 8,2. Α' Παραλειπομένων 18,2). Ο Δαβίδ το ασήμι και το χρυσάφι που είχε πάρει από όλα τα έθνη, τα οποία είχε υποτάξει, από τους Εδωμίτες, τους Μωαβίτες, τους Αμμωνίτες, τους Φιλισταίους, τους Αμαληκίτες, καθώς και το βασίλειο του Σουβά, το αφιέρωσε στον Κύριο (Β' Βασιλειών 8,11-12. Α' Παραλειπομένων 18,11).

 

Κάποιες από τις γυναίκες του βασιλιά Σολομώντα κατάγονταν από τη Μωάβ. Αυτές, μαζί με τις άλλες γυναίκες του Σολομώντα, που κατάγονταν από άλλα έθνη, τελικά τον οδήγησαν στην αποστασία από το Θεό. Ο Σολομώντας προσκολλήθηκε σ' αυτές και αγάπησε και τα έθνη τους, πράγμα το οποίο είχε απαγορεύσει ο Κύριος στους Ισραηλίτες. Ο Σολομών παρασύρθηκε από τις αλλόφυλες γυναίκες του και έχτισε ειδωλολατρικούς ναούς και θυσιαστήρια στις κορυφές γύρω από την Ιερουσαλήμ, και τέλεσε εκεί θυσίες σε θεούς ειδωλολατρών. Έτσι ο Σολομών έχτισε ναούς για τον Χαμώς, το θεό των Μωαβιτών, για τον θεό των Αμμωνιτών, καθώς επίσης και για την Αστάρτη, τη θεότητα των Σιδωνίων. Σ' αυτούς τους ναούς και σ' αυτά τα θυσιαστήρια οι γυναίκες του Σολομώντα προσέφεραν θυμίαμα και θυσίες στους θεούς τους (Γ' Βασιλέων 11,1-8. 11,33).

 

 

ΟΙ ΜΩΑΒΙΤΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΧΑΑΒ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΩΣΑΦΑΤ

 

Μετά το θάνατο του Αχαάβ, την εποχή του βασιλιά Οχοζία, οι Μωαβίτες κατεπάτησαν τη συνθήκη υποτέλειας, που είχαν συνάψει με τους Ισραηλίτες και επαναστάτησαν (Δ' Βασιλειών 1,1). Έτσι οι Μωαβίτες, οι Αμμωνίτες, οι Εδωμίτες και οι Μιναίοι εξεστράτευσαν να πολεμήσουν εναντίον του Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα. Ο στρατός τους έφτασε μέχρι την Ασασάν Θαμάρ (Εγγαδί), δυτικά της Νεκράς Θάλασσας.

Ο Ιωσαφάτ φοβήθηκε και ζήτησε την βοήθεια του Θεού. Συγκέντρωσε το λαό στην αυλή του Ναού στην Ιερουσαλήμ και προσευχήθηκε στον Κύριο. Ο Θεός τους απάντησε να μην φοβηθούν γιατί θα είναι μαζί τους (Β' Παραλειπομένων 20,1-19).

 

Το επόμενο πρωϊνό ο στρατός του Ιωσαφάτ πήγε στην έρημο Θεκωέ. Όταν έφευγε από την Ιερουσαλήμ, ο Ιωσαφάτ όρισε ψαλμωδούς να προπορεύονται του στρατού και να δοξολογούν τον Κύριο. Όταν ο στρατός του Ιωσαφάτ έφτασε στο πεδίο της μάχης και οι ψαλμωδοί δοξολογούσαν τον Κύριο, ο Κύριος έκανε ώστε οι Αμμωνίτες και οι Μωαβίτες να μάχονται εναντίον των Εδωμιτών. Κι έτσι πολέμησαν ο ένας εναντίον του άλλου και αλληλοεξοντώθηκαν. Όταν οι Αμμωνίτες και οι Μωαβίτες νίκησαν τους Εδωμίτες, τότε πολέμησαν μεταξύ τους. Ο στρατός του Ιωσαφάτ είχε ανεβεί σε κάποιο ύψωμα της ερήμου και παρατηρούσαν το στρατό των εχθρών που πολεμούσαν μεταξύ τους και αλληλοεξοντώθηκαν σχεδόν όλοι (Β' Παραλειπομένων 20,20-26).

 

Η Μωάβ την εποχή του Αχαάβ και του Ιωσαφάτ ήταν υποτελής στο βασίλειο του Ισραήλ. Ο Μωσά (Μεσά), βασιλιάς της Μωάβ, είχε πολλά κοπάδια. Εξαιτίας μιας αποτυχημένης επανάστασής του πλήρωνε κάθε χρόνο στο βασιλιά του Ισραήλ 100.000 αρνιά και 100.000 κριάρια ακούρευτα. Όταν όμως πέθανε ο Αχαάβ, ο Μωσά αρνήθηκε να πληρώσει το φόρο στο νέο βασιλιά. Ο Ιωράμ έστειλε ανθρώπους στον Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα, και του ζήτησε να τον βοηθήσει στον πόλεμο κατά της Μωάβ. Ο Ιωσαφάτ δέχτηκε. Έτσι ο Ιωράμ και ο Ιωσαφάτ, μαζί με τον βασιλιά της Εδώμ προχώρησαν για να πολεμήσουν τους Μωαβίτες. Μετά από 7 ημέρες πορεία, εκεί που έφτασαν δεν υπήρχε νερό για το στρατό και για τα ζώα τους. Τότε οι τρεις βασιλιάδες ξεκίνησαν για να συναντήσουν τον προφήτη Ελισαίο για να πάρουν τη γνώμη του.

Ο Ελισαίος για χάρη του Ιωσαφάτ του είπε ν' ανοίξουν μέσα στον ξηροπόταμο λάκκους και με τη βοήθεια του Θεού θα γεμίσει με νερό. Και ο Κύριος θα παραδώσει τη χώρα των Μωαβιτών στην εξουσία τους και θα καταστρέψουν τη Μωάβ (Δ' Βασιλειών 3,4-19).

 

Πράγματι το επόμενο πρωϊνό, όταν προσφέρθηκε η θυσία στον Κύριο, η περιοχή γέμισε με νερό. Στο μεταξύ, όταν οι Μωαβίτες πληροφορήθηκαν ότι οι τρεις βασιλιάδες εκστράτευσαν εναντίον τους, φοβήθηκαν και ετοιμάστηκαν για πόλεμο. Παρατάχτηκαν στα σύνορα της χώρας τους. Το πρωΐ όταν είδαν τον ήλιο να πέφτει πάνω στα νερά, τα είδαν να είναι κόκκινα σαν το αίμα. Νόμισαν πως οι τρεις βασιλιάδες πολέμησαν μεταξύ τους και αλληλοεξοντώθηκαν. Έτσι ξεκίνησαν για να πάρουν τα λάφυρα των εχθρών. Οι Μωαβίτες όρμησαν στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών και των Ιδουμαίων, αλλά οι Ισραηλίτες και οι Ιδουμαίοι τους νίκησαν και τους έτρεψαν σε φυγή. Έπειτα μπήκαν στη χώρα των Μωαβιτών και κατέστρεψαν όλες τις πόλεις. Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή, ώστε δεν έμειναν παρά μόνο οι πέτρες από τις κατεστραμένες πόλεις. Οι Ισραηλίτες που χειρίζονταν τις σφενδόνες, περικύκλωσαν την πρωτεύουσα της Μωάβ και την κατέλαβαν. Όταν ο βασιλιάς της Μωάβ είδε ότι έχασε τον πόλεμο, πήρε μαζί του 700 άνδρες και προσπάθησε να επιτεθεί στους Ιδουμαίους, αλλά δεν το κατόρθωσε. Τότε πήρε τον πρωτότοκο γιο του και τον προσέφερε θυσία ολοκαυτώματος πάνω στα τείχη της πόλεως. Οι Ισραηλίτες, όταν είδαν αυτή την τραγική θυσία, συγκλονίστηκαν και αποχώρησαν από την Μωάβ (Δ' Βασιλειών 3,20-27).

 

 

ΟΙ ΜΩΑΒΙΤΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ

 

Αργότερα οι Μωαβίτες με το βασιλιά τους Μωσά (εβρ. Μέσα) οι Μωαβίτες επαναστάτησαν, ανέκτησαν την ελευθερία τους και επέκτειναν την επικράτεια τους (Στήλη του Μέσα), για να γίνουν αργότερα υποτελείς πρώτα στους Ασσυρίους και μετά στους Βαβυλώνιους. Από τότε οι Μωαβίτες έπαψαν να παίζουν ρόλο ως έθνος στην ιστορία και μνημονεύονται μεταξύ των άλλων μικρών χαναανιτικών φύλων (Β' Έσδρ. 9,1). Οι προφήτες του Ιούδα συχνά αναφέρονται στους Μωαβίτες, των οποίων τη διαγωγή περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα και προλέγουν την καταστροφή τους (Ησ. κεφ. 15-16. Ιερ. κεφ. 31. Ιεζ. 25,8-11 κλπ.).

Ο Κύριος είχε προφητεύσει μέσω των προφητών για το τέλος της Μωάβ (Αμώς 2,1-3). Στον Ησαΐα (κεφ. 15,26), αναφέρεται με κάθε λεπτομέρεια η καταστροφή του, η οποία εκπληρώθηκε από τον βασιλιά της Ασσυρίας. Για την κρίση της Μωάβ μίλησαν και οι Ιεζεκιήλ (25,8-11) και Ιερεμίας (κεφ. 48), ενώ ο Σοφονίας προλέγει την ολοκληρωτική της καταστροφή εξαιτίας της υπερηφάνειας (2,8-11). Οι αναφορές στη Μωάβ σταματούν μετά την κατάκτησή τους από τους Βαβυλώνιους.

 

Η Μωάβ αναφέρεται και στους Ψαλμούς. Οι Μωαβίτες αναφέρονται ως εχθροί των Ισραηλιτών. Οι Ασσύριοι, μάλιστα, βοήθησαν τους απογόνους του Λωτ, τους Μωαβίτες και τους Αμμωνίτες εναντίον των Ισραηλιτών (Ψαλμοί 82,7. 82,9). Ο Δαβίδ αναφέρει για τη Μωάβ, πως θα γίνει η λεκάνη της ελπίδας του Θεού και προλέγει την κυριαρχία των Ισραηλιτών πάνω στη Μωάβ (Ψαλμοί 59,10. 107,10).