ΟΙ ΚΡΙΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

ΓΟΘΟΝΙΗΛ (ΟΘΝΙΗΛ) 

 

Ο ΓΟΘΟΝΙΗΛ

 

Ο Γοθονιήλ ή Οθνιήλ ήταν ο πρώτος Κριτής του Ισραήλ μετά τον Ιησού του Ναυή και ελευθερωτής του από τη σκλαβιά του βασιλιά της Μεσοποταμίας Χουσαρσαθαΐμ. Ήταν και διοικητής του Ισραήλ για σαράντα χρόνια. Ήταν γιος του Κένεζ ή Κενά και αδερφός του Σαραΐα (Σεραΐα) (Α' Παραλειπομένων 4,13. Ιησούς του Ναυή 15,17. Κριταί 1,13. 3,9). Γιοι του Γοθονιήλ ήταν ο Αθάθ (Χαθάθ) και ο Μαναθί (Μεοναθάν) (Α' Παραλειπομένων 4,13). Ήταν νεότερος ανιψιός του Χάλεβ (Ιησούς του Ναυή 15,17. 3,9). Η σύζυγός του Ασχάν (Ασχά), κόρη του Χάλεβ, είχε δοθεί στον Γοθονιήλ ως δώρο για την κατάκτηση της πόλης Δαβείρ (Ιησούς του Ναυή 15,17. Κριταί 1,13). Ο Γοθονιήλ κατοικούσε στη χώρα Ναγέβ (Ιησούς του Ναυή 15,19).

 

Όταν ο Ιησούς του Ναυή κατέλαβε τις πόλεις της νότιας Χαναάν, μετά τη Χεβρών πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη Δαβίρ (Δεβείρ), καθώς και όλες τις γύρω πόλεις. Την πόλη την κυρίεψε ο Γοθονιήλ, γιος του Κενέζ και ανιψιός του Χάλεβ. Οι Ισραηλίτες σκότωσαν όλους τους κατοίκους της πόλης, το βασιλιά της και οτιδήποτε ανέπνεε σ' αυτή. Ο Χάλεβ ως ανταμοιβή του έδωσε για γυναίκα του, την κόρη του Ασχάν (Αχσά), μαζί με την Άνω και Κάτω Γολαθμαΐν (Ιησούς του Ναυή 10,38-39. 15,15-19. Κριταί 1,11-15).

 

Οι Ισραηλίτες είχαν δυσαρεστήσει με τις πράξεις τους τον Κύριο, τον λησμόνησαν και λάτρεψαν το Βάαλ και την Αστάρτη. Γι' αυτό ο Κύριος ξέσπασε οργισμένος εναντίον τους και τους παρέδωσε στον Χουσαρσαθαΐμ, βασιλιά της Μεσοποταμίας κι έγιναν υποτελείς του για οχτώ χρόνια.

Τότε οι Ισραηλίτες επικαλέστηκαν τον Κύριο κι αυτός τους έστειλε τον Γοθονιήλ, γιο του Κενέζ, νεότερου αδερφού του Χάλεβ, για να τους ελευθερώσει. Το Πνεύμα του Κυρίου ήρθε στον Γοθονιήλ και αναδείχθηκε Κριτής των Ισραηλιτών. Ο Γοθονιήλ βγήκε να πολεμήσει τον Χουσαρσαθαΐμ, κι ο Κύριος τον παρέδωσε στην εξουσία του και τον νίκησε ολοσχερώς. Έτσι η χώρα ησύχασε για σαράντα χρόνια. Έπειτα πέθανε ο Γοθονιήλ, ο γιος του Κενέζ (Κριταί 3,7-11).

 

 

ΑΩΔ (ΕΟΥΔ) 

 

Ο ΑΩΔ (ΕΟΥΔ)

 

Ο Αώδ (Εούδ) ήταν ο δεύτερος Κριτής του Ισραήλ μετά τον Γοθονιήλ. Ο Αώδ ήταν γιος του Γηρά και εγγονός του Ιεμενί (Κριταί 3,15). Ο Αώδ ήταν αριστερόχειρας (Κριταί 3,15). Ελευθέρωσε τους Ισραηλίτες από τον Εγλώμ και τους Μωαβίτες.

 

Οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν πάλι με τις πράξεις τους τον Κύριο. Γι' αυτό ο Κύριος οδήγησε εναντίον τους τον Εγλώμ, βασιλιά της Μωάβ.  Αυτός έκανε συμμαχία με τους Αμμωνίτες και τους Αμαληκίτες. Αυτοί επιτέθηκαν στους Ισραηλίτες και κυρίεψαν την Ιεριχώ. Έτσι οι Ισραηλίτες έγιναν δούλοι, φόρου υποτελείς στον Εγλώμ για δεκαοχτώ χρόνια (Κριταί 3,12-14).

 

Οι Ισραηλίτες επικαλέστηκαν τον Κύριο, κι αυτός τους έστειλε ως ελευθερωτή τον Αώδ, γιο του Γηρά και εγγονό του Ιεμενί. Τον έστειλαν να πάει δώρα, τον φόρο δηλαδή υποτέλειας, στον Εγλώμ, βασιλιά της Μωάβ.  Ο Αώδ έφτιαξε ένα δίκοπο μαχαίρι, μιας σπιθαμής,  και το ζώστηκε κάτω από τα ρούχα του, στον δεξιό του μηρό. Έπειτα πήγε να προσφέρει τα δώρα στον Εγλώμ, ο οποίος ήταν πάρα πολύ αστείος (Κριταί 3,15-17).

Όταν τελείωσε η προσφορά των δώρων, ο Αώδ μαζί με τους άνδρες του αποχώρησαν μέχρι τα Γάλγαλα (Γαλγάλ). Όταν έφτασαν στην περιοχή, που ήταν τα ειδωλολατρικά αγάλματα των θεών, ο Αώδ επέστρεψε και είπε στον Εγλώμ «Έχω ένα απόρρητο μήνυμα για σένα, βασιλιά». Ο βασιλιάς διέταξε τότε τους υπηρέτες του να βγουν όλοι έξω.  Ο Αώδ πήγε κοντά του και του είπε: «Έχω ένα μήνυμα για σένα απ' το Θεό». Ο Εγλώμ σηκώθηκε από το θρόνο του και πλησίασε με ενδιαφέρον τον Αώδ. Τότε ο Αώδ με το αριστερό του χέρι έπιασε το μαχαίρι, που ήταν στον δεξιό του μηρό και το έχωσε στην κοιλιά του βασιλιά τόσο βαθιά, ώστε μπήκε μέσα του και η λαβή μαζί με τη λεπίδα. Και χωρίς να τραβήξει το μαχαίρι, έκλεισε καλά την πόρτα ώστε να μην ανοίγει και στη συνέχεια έφυγε μπροστά από τους φρουρούς, που δεν αντιλήφθηκαν τίποτα (Κριταί 3,18-23).

 

Όταν πια είχε φύγει, οι δούλοι του βασιλιά κάποια στιγμή προσπάθησαν να μπουν μέσα, αλλά επειδή η πόρτα δεν άνοιγε, νόμισαν ότι ο βασιλιάς τους ξεκουράζεται και δεν τον ενόχλησαν. Όταν η ώρα πέρασε, ανησύχησαν, μπήκαν μέσα και τον βρήκαν νεκρό. Στο μεταξύ ο Αώδ, όσο αυτοί καθυστερούσαν, έφτασε στα Γάλγαλα, διήλθε από την τοποθεσία των ειδωλολατρικών αγαλμάτων και κατέφυγε ασφαλής στη Σετειρωθά. Όταν έφτασε εκεί, σάλπισε με τη σάλπιγγα προς την ορεινή περιοχή της φυλής  Εφραίμ για να συγκεντρώσει τους Ισραηλίτες. Όταν αυτοί συγκεντρώθηκαν ο Αώδ μπήκε επικεφαλής και τους είπε: «Ακολουθήστε με, γιατί ο Κύριος θα σας παραδώσει τους εχθρούς σας τους Μωαβίτες» (Κριταί 3,24-28).

 

Τον ακολούθησαν κι έπιασαν τα περάσματα του Ιορδάνη, αντίκρυ στη Μωάβ και δεν άφηναν κανέναν να περάσει. Εκείνη την ημέρα σκότωσαν περίπου δέκα χιλιάδες Μωαβίτες. Ήταν όλοι τους ρωμαλέοι και γεροί πολεμιστές, αλλά πολλοί απ' αυτούς φονεύτηκαν στη μάχη. Από κείνη την ημέρα οι Μωαβίτες έγιναν υποτελείς στους Ισραηλίτες και η χώρα ησύχασε για ογδόντα χρόνια (Κριταί 3,28-30). Ο Αώδ παρέμεινε Κριτής των Ισραηλιτών, μέχρις ότου πέθανε (Κριταί 3,30).

 

 

ΣΑΜΕΓΑΡ (ΣΑΜΓΑΡ)

 

Ο ΣΑΜΕΓΑΡ (ΣΑΜΓΑΡ)

 

Ο Σαμεγάρ (Σαμγάρ) ήταν τρίτος κατά σειρά Κριτής του Ισραήλ μετά τον Αώδ. Ήταν γιος του Δινάχ (Ανάθ) (Κριταί 3,31. 5,6). Ο Σαμεγάρ λύτρωσε τους Ισραηλίτες, όταν αυτοί βρίσκονταν σε δύσκολη θέση απέναντι στους Φιλισταίους. Έτσι ο Σαμεγάρ σκότωσε 600 από αυτούς μ' ένα βούκεντρο και ελευθέρωσε κι αυτός το λαό του Ισραήλ (Κριταί 3,31).

 

ΚΡΙΤΕΣ ΔΕΒΒΩΡΑ ΚΑΙ ΒΑΡΑΚ

 

Δεββώρα και Βαράκ

Η ΔΕΒΒΩΡΑ

 

Η Δεββώρα ήταν προφήτισσα και Κριτής του λαού Ισραήλ. Ήταν σύζυγος του Λαφιδώθ (Κριταί 4,4). Κατοικούσε στα όρια του όρους Εφραίμ, μεταξύ Ραμά και Βαιθήλ. Εκεί κάτω από έναν φοίνικα έκρινε και δίκαζε τις διαφορές που είχε ο λαός μεταξύ του (Κριταί 4,5).  Σε μια εποχή σύγχυσης και απόγνωσης του λαού υπήρξε "μητέρα για το Ισραήλ" (Κριταί 5,7).

 

Ο ΒΑΡΑΚ

 

Ο Βαράκ μαζί με τη Δεββώρα ήταν Κριτές του λαού Ισραήλ, μετά τον Σαμεγάρ (Σαμγάρ). Ο Βαράκ ήταν γιος του Αβινεέμ (Αβινωάμ) από την Κάδης (Κριταί 4,6. 5,1. 5,12). Ανήκε στη φυλή Νεφθαλί. Ήταν στρατηγός την εποχή της προφήτισσας και Κριτού Δεββώρας, από την οποία κλήθηκε για να ελευθερώσει τους Ισραηλίτες από τη δουλεία των Χαναναίων (Κριταί 5,13-18. Α' Βασιλειών 12,11). Ο Βαράκ ήταν ευσεβής και διακρινόταν για τη μεγάλη του πίστη στο Θεό, κάτι που αναφέρεται ως παράδειγμα πίστεως στην επιστολή του Παύλου προς Εβραίους (προς Εβρ. 11,32).

 

 

Η ΔΕΒΒΩΡΑ ΚΑΙ Ο ΒΑΡΑΚ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΧΑΝΑΝΑΙΩΝ

 

Όταν πέθανε ο Αώδ, οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν πάλι με τις πράξεις τους τον Κύριο. Και ο Κύριος τους παρέδωσε στον Ιαβίν, έναν Χαναναίο βασιλιά, που βασίλευε στην Ασώρ. Αρχηγός του στρατού των Χαναναίων ήταν ο Σισάρα (Σίσερα), που κατοικούσε στην Αρισώθ, που βρισκόταν στην περιοχή που ονομαζόταν Χώρα των Εθνών. Αυτός είχε εννιακόσιες σιδερένιες άμαξες και καταπίεζε σκληρά τους Ισραηλίτες είκοσι ολόκληρα χρόνια. Έτσι οι Ισραηλίτες επικαλέστηκαν τον Κύριο να τους ελευθερώσει (Κριταί 4,1-3).

 

Εκείνο τον καιρό Κριτής του Ισραήλ ήταν η προφήτισσα Δεββώρα, γυναίκα του Λαφιδώθ. Αυτή καθόταν συνήθως κάτω από έναν φοίνικα, που αργότερα ονομάστηκε «Φοίνικας της Δεββώρας», μεταξύ των πόλεων Ραμά και Βαιθήλ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ, και οι Ισραηλίτες πήγαιναν σ' αυτήν για να κρίνει και να δικάζει τις υποθέσεις τους. Μια μέρα η Δεββώρα έστειλε και κάλεσε το Βαράκ, γιο του Αβινεέμ (Αβινωάμ), από την Κάδης της φυλής Νεφθαλί, και του έδωσε την εντολή να πάρει μαζί του δέκα χιλιάδες άντρες από τις φυλές Νεφθαλί και Ζαβουλών και να πάει στο όρος Θαβώρ, και να επιτεθεί  στον Σισάρα, αρχιστράτηγο του Ιαβίν.

Ο Βαράκ αρνήθηκε να πάει χωρίς τη Δεββώρα, η οποία τελικά τον συνόδευσε στη μάχη. Έτσι ο Βαράκ συγκέντρωσε στην Κάδης δέκα χιλιάδες άντρες από τις φυλές Ζαβουλών και Νεφθαλί και μαζί με τη Δεββώρα, ανέβηκαν στο όρος Θαβώρ (Κριταί 4,4-10). Στον ύμνο της Δεββώρας και του Βαράκ αναφέρεται, ότι εκτός από τις φυλές Ζαβουλών και Νεφθαλί, ακολούθησαν κι άλλοι το Βαράκ, όπως οι Ισραηλίτες από την φυλή Εφραίμ που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή των Αμαληκιτών, καθώς επίσης και από τη φυλή Βενιαμίν και η πατριά του Μαχίρ από τη φυλή Μανασσή, οι οποίοι χρησίμευσαν για την ανακάλυψη των εχθρών. Από τη φυλή Ζαβουλών ακολούθησαν όσοι μπορούσαν να γράψουν, για να ιστορήσουν τα γεγονότα. Από τη φυλή Ισσάχαρ ακολούθησαν οι αρχηγοί. Οι υπόλοιπες φυλές δεν έλαβαν μέρος για διάφορους λόγους (Κριταί 5,13-18).

 

Δεββώρα και Βαράκ εναντίον του Σισάρα

Όταν ανάγγειλαν στον Σισάρα ότι ο Βαράκ, ανέβαινε στο όρος Θαβώρ,  αυτός συγκέντρωσε τις εννιακόσιες σιδερένιες άμαξές του, και όλο το στρατό του, και αναχώρησε από την Αρισώθ στρατοπεδεύοντας στον ποταμό Κισών.

Τότε η Δεββώρα είπε στο Βαράκ, ότι ο Κύριος θα του παραδώσει τον Σισάρα. Ο Βαράκ κατέβηκε από το όρος Θαβώρ με τις δέκα χιλιάδες άντρες πίσω του. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά στη Θαναάχ και στα νερά της Μαγεδδώ. Στο μεταξύ ο Κύριος προκάλεσε σύγχυση στο στρατό του Σισάρα, όταν αντίκρυσε το στρατό του Βαράκ. Ο Σισάρα είχε τρομάξει τόσο, ώστε κατέβηκε από το αμάξι του κι έφυγε πεζός. Αλλά ο Βαράκ καταδίωξε τις άμαξες και το στρατό των εχθρών ως την Αρισώθ. Ακόμη κι όταν τ' άλογα περιεπλάκησαν μεταξύ τους, οι στρατιώτες του Σισάρα έσπευσαν να σωθούν πεζοί. Ο σταρτός του Βαράκ κατέσφαξε όλους τους στρατιώτες του Σισάρα. Δεν έμεινε ούτε ένας ζωντανός. Ο ποταμός Κισών γέμισε από τα πτώματα του στρατού του (Κριταί 4,11-16. 5,19-22).

Ο Σισάρα κατέφυγε τρέχοντας στη σκηνή της Ιαήλ, της γυναίκας του Χαβέρ του Κιναίου, ενός Ισραηλίτη που εκείνο τον καιρό είχε φιλικές σχέσεις με τον Ιαβίν, βασιλιά της Ασώρ. Η Ιαήλ έκρυψε το Σισάρα στη σκηνή της κάτω από ένα σκέπασμα. Ο Σισάρα αφού ξεδίψασε, αποκαμωμένος καθώς ήταν κοιμήθηκε βαθιά. Τότε η Ιαήλ πήρε έναν πάσσαλο από τη σκηνή κι ένα σφυρί, πλησίασε αθόρυβα κι έμπηξε το παλούκι στο μηνίγγι του, έτσι που καρφώθηκε στη γη και ο Σισάρα πέθανε. Τότε έφτασε και ο Βαράκ που καταδίωκε το Σισάρα. Η Ιαήλ τον καλοδέχτηκε και του έδειξε το Σισάρα που ήταν νεκρός μέσα στη σκηνή της (Κριταί 4,17-22).

 

Από την ημέρα εκείνη οι Ισραηλίτες εξαπέλυαν όλο και πιο ορμητικές επιθέσεις εναντίον του Ιαβίν, ωσότου τον εξουδετέρωσαν (Κριταί 4,23-24). Και η χώρα ησύχασε για σαράντα χρόνια (Κριταί 5,31). Μετά τη μάχη η Δεββώρα και ο Βαράκ τραγούδησαν έναν ύμνο, ο οποίος αναφέρεται στο 5ο κεφάλαιο του βιβλίου των Κριτών (Κριταί 5,1-30). Τα γεγονότα που αφορούν τη Δεββώρα και το Βαράκ αναφέρονται στο 4ο και 5ο κεφάλαιο του βιβλίου των Κριτών. Στον ύμνο της Δεββώρας και του Βαράκ αναφέρεται ότι οι άνθρωποι φοβόντουσαν να πορευτούν από τους μεγάλους δρόμους και πορευόντουσαν από άλλα μονοπάτια, εξαιτίας ληστών. Δεν υπήρχαν ισχυροί άνδρες μεταξύ των Ισραηλιτών, οι οποίοι είχαν παραστρατήσει στην ειδωλολατρεία. Οι πόλεις αντιμάχονταν η μια την άλλη, εξαιτίας των αρχόντων. Οι Ισραηλίτες δεν οπλοφορούσαν (Κριταί 5,6-8). Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Δεββώρας την Κυριακή προ του Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων) μεταξύ 18 και 24 Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

 

 

ΚΡΙΤΗΣ ΓΕΔΕΩΝ

 

Ο ΓΕΔΕΩΝ

 

Ο Γεδεών

Ο Γεδεών ήταν ο έκτος Κριτής του Ισραήλ. Ήταν γιος του Ιωάς και εγγονός του Εσδρί (Κριταί 6,11. 6,29. 7,14. 8,13. 8,29. 8,32), από την πατριά του Αβιέζερ (Κριταί 6,34). Σύμφωνα με το Β' Βασιλειών ήταν γιος του Νηρ, αλλά αυτό δεν είναι σωστό (Β' Βασιλειών 11,21). Ανήκε στη φυλή Μανασσή (Κριταί 6,15) και κατοικούσε στην Εφραθά, χωριό κοντά στο όρος Γαριζίν (Κριταί 6,11).

Ο Γεδεών είχε 70 γιους και πολλές γυναίκες. Ο πρωτότοκος γιος του ήταν ο Ιεθέρ (Κριταί 8,20). Ο Ιωάθαμ ήταν ο νεότερος γιος του (Κριταί 9,5), ενώ από μια παλλακίδα του, απέκτησε τον Αβιμέλεχ, ο οποίος ήταν αλαζόνας, σκληρός και αδίστακτος και ο οποίος σκότωσε σχεδόν όλους τους θετούς αδερφούς του και με τη βία διαδέχτηκε τον πατέρα του (Κριταί 8,31. Β' Βασιλειών 11,21-22). Αδερφός του Γεδεών ήταν ο Φουά, ο γιος του οποίου, ο Θωλά, υπήρξε κι αυτός Κριτής των Ισραηλιτών (Κριταί 10,1).

 

Ο Γεδεών κλήθηκε από τον Κύριο για να λυτρώσει τους Ισραηλίτες από τους Μαδιανίτες (Κριταί 6,11-24. Α' Βασιλειών 12,11). Η κλήση του έγινε από το Θεό μέσω αγγέλου που κάθισε κάτω από μια βελανιδιά που ανήκε στον πατέρα του. Υπήρξε ένας από τους εξοχότερους Κριταί του Ισραήλ, κυρίως λόγω των αγώνων του εναντίον των Μαδιανιτών, οι οποίοι για επτά ολόκληρα χρόνια, έκαναν επιδρομές και λεηλατούσαν τις πόλεις του Ισραήλ. Κατέστρεψε τους βωμούς του Βάαλ και για την πράξη του αυτή ονομάστηκε Ιεροβάαλ (Ιερουβάαλ), που σημαίνει "ο Βάαλ ας πάρει εκδίκηση" (Κριταί 6,32. Β' Βασιλειών 11,21-22).

 

 

Ο ΓΕΔΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΜΑΔΙΑΝΙΤΩΝ

 

Οι Μαδιανίτες, οι Αμαληκίτες και οι νομάδες της Ανατολής πέρασαν τον Ιορδάνη και στρατοπέδευσαν στην πεδιάδα Ιεζραέλ. Ο Γεδεών σάλπισε με τη σάλπιγγα για να καλέσει τους άντρες της πατριάς του Αβιέζερ να τον ακολουθήσουν. Έστειλε και αγγελιοφόρους στις φυλές Μανασσή, Ασήρ, Ζαβουλών και Νεφθαλί, να τον ακολουθήσουν και οι άντρες τους ήρθαν κι ενώθηκαν μαζί του  (Κριταί 6,33-35).

 

Τότε ο Γεδεών είπε στο Θεό: «Αν θέλεις πράγματι να χρησιμοποιήσεις εμένα για να γλιτώσεις τους Ισραηλίτες, όπως είπες, θα βάλω στο αλώνι μια τούφα μαλλί από πρόβατα. Αν τη νύχτα πέσει η δροσιά μονάχα πάνω στο μαλλί, και το έδαφος τριγύρω μείνει στεγνό, τότε θα καταλάβω ότι θα με χρησιμοποιήσεις για να γλιτώσεις τον Ισραήλ, όπως είπες». Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο Γεδεών σηκώθηκε κι έστυψε το μαλλί, βγήκε τόση δροσιά, ώστε γέμισε μια χύτρα νερό.

Τότε ο Γεδεών είπε πάλι στο Θεό: «Μην οργιστείς εναντίον μου, αν σου ζητήσω κάτι για τελευταία φορά. Τώρα, λοιπόν, θέλω να μείνει μόνο το μαλλί στεγνό και να πέσει δροσιά στο έδαφος τριγύρω». Έτσι κι έκανε ο Θεός τη νύχτα εκείνη. Μόνο το μαλλί έμεινε στεγνό, ενώ στο έδαφος τριγύρω έπεσε δροσιά (Κριταί 6,36-40).

 

Νωρίς το πρωί σηκώθηκε ο Γεδεών κι ο στρατός που ήταν μαζί του και στρατοπέδευσαν κοντά στην πηγή Αράδ, στο όρος Γαλαάδ, ενώ το στρατόπεδο των Μαδιανιτών βρισκόταν βόρεια, στην πεδιάδα της Γαβαάθ Αμωρά.

Ο Κύριος είπε στο Γεδεών: «Ο στρατός σου είναι πάρα πολύς για να σου παραδώσω τους Μαδιανίτες, γιατί οι Ισραηλίτες θα καυχηθούν ότι νίκησαν με τη δική τους δύναμη».

Κατόπιν ο Γεδεών, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, έδιωξε αυτούς που φοβόντουσαν, περίπου 22.000 κι έμειναν 10.000 άντρες. Μετά τους έβαλε να πιούν νερό από τις όχθες ενός ποταμού. Τότε ο Κύριος είπε στο Γεδεών: «Μόνο με αυτούς τους τριακόσιους άντρες, που ήπιαν νερό με τη γλώσσα τους από το κοίλον της παλάμης και δεν γονάτισαν, θα σας ελευθερώσω και θα σας παραδώσω τους Μαδιανίτες. Όλοι οι υπόλοιποι που γονάτισαν για να πιουν νερό, ας πάνε στα σπίτια τους». Έτσι ο Γεδεών κράτησε τους τριακόσιους άντρες και τους άλλους τους έστειλε στις σκηνές τους. Όσοι απόμειναν πήραν τα τρόφιμα και τις σάλπιγγες αυτών που έφυγαν (Κριταί 7,1-8).

 

Το στρατόπεδο των Μαδιανιτών ήταν σε χαμηλότερο σημείο από των Ισραηλιτών. Οι Μαδιανίτες, οι Αμαληκίτες και οι άλλοι νομάδες από την ανατολή, ήταν πολυάριθμοι και είχαν διασκορπιστεί στην κοιλάδα. Εκείνη τη νύχτα ο Κύριος έστειλε το Γεδεών να κατασκοπεύσει το στρατόπεδο και ν' ακούσει τι λένε. Όταν έφτασε ο Γεδεών, μαζί με το νεαρό υπηρέτη του το Φαρά (Φουρά), στην εμπροσθοφυλακή των Μαδιανιτών, που το αποτελούσαν 50 άνδρες, ένας στρατιώτης διηγόταν στο σύντροφο του ένα όνειρο, που είχε δει. Του έλεγε λοιπόν: «Είδα στ' όνειρο μου, ένα κρίθινο καρβέλι ψωμί που κυλούσε μέσα στο στρατόπεδο μας κι έφτασε στη σκηνή του αρχηγού μας. Τη χτύπησε, την αναποδογύρισε και τη διέλυσε». Ο σύντροφος του του αποκρίθηκε: «Αυτό δεν συμβολίζει τίποτ' άλλο, παρά το ξίφος του Γεδεών, γιου του Ιωάς, του Ισραηλίτη. Ο Θεός του έχει παραδώσει τους Μαδιανίτες και όλο το στρατόπεδο» (Κριταί 7,8-14).

 

Ο Γεδεών, όταν άκουσε τη διήγηση του ονείρου και τη σημασία του, δόξασε τον Κύριο και γύρισε πίσω στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών. Μοίρασε τους τριακόσιους άντρες σε τρία μέρη, ανά εκατό, και έδωσε στον καθένα τους από μία σάλπιγγα και μία άδεια στάμνα, με μια λαμπάδα μέσα. Μετά τους είπε: «Θα κοιτάζετε εμένα κι ότι κάνω θα κάνετε, από τη στιγμή που θα φτάσω στην άκρη του εχθρικού στρατοπέδου. Όταν σαλπίσω με τη σάλπιγγα εγώ κι αυτοί που είναι μαζί μου, τότε θα σαλπίσετε κι εσείς γύρω από το στρατόπεδο και θα φωνάξετε: "για τον Κύριο και το Γεδεών"» (Κριταί 7,15-18).

 

Ο Γεδεών

Λίγο αργότερα ο Γεδεών και οι εκατό άντρες του έφτασαν στην άκρη του στρατοπέδου, την ώρα που είχαν αλλάξει οι φρουροί. Σάλπισαν τότε με τις σάλπιγγες κι έσπασαν τις στάμνες που κρατούσαν στα χέρια τους. Αμέσως σάλπισαν και τα άλλα δύο τμήματα, έσπασαν τις στάμνες και κρατώντας με το αριστερό τους χέρι τις λαμπάδες και με το δεξί τις σάλπιγγες, σάλπιζαν και φώναζαν: «Για τον Κύριο και το Γεδεών». Πήραν όλοι θέσεις γύρω από το στρατόπεδο, ενώ μέσα, οι Μαδιανίτες νόμιζαν ότι είχαν περικυκλωθεί, φώναζαν και τράπηκαν σε φυγή πανικόβλητοι.

Όταν σάλπισαν και οι τριακόσιοι με τις σάλπιγγες για δεύτερη φορά, ο Κύριος σκόρπισε πανικό μέσα στο εχθρικό στρατόπεδο, έτσι ώστε ο ένας να στρέψει το ξίφος του εναντίον του άλλου και ν' αλληλοσκοτωθούν. Όσοι από τους Μαδιανίτες γλίτωσαν, έφυγαν πανικόβλητοι μέχρι τη Βηθσεεδτά Γαραγαθά και μέχρι την Αβωμεουλά κοντά στην Ταβάθ (Κριταί 7,15-23).

 

Τότε ο Γεδεών κάλεσε τους Ισραηλίτες των φυλών Νεφθαλί, Ασήρ και Μανασσή για να καταδιώξουν τους Μαδιανίτες.  Μετά έστειλε αγγελιοφόρους στη φυλή Εφραίμ για να αποκλείσει τους Μαδιανίτες και να μη διαφύγουν προς τη Βαιθηρά και τον Ιορδάνη.

Έτσι οι άνδρες της φυλής Εφραίμ έπιασαν τα περάσματα του Ιορδάνη και συνέλαβαν αιχμαλώτους τους δύο αρχηγούς των Μαδιανιτών, τον Ωρήβ και τον Ζηβ. Τον Ωρήβ τον σκότωσαν στη Σουρ, ενώ τον Ζηβ στην Ιακεβζήφ. Αφού καταδίωξαν τους υπόλοιπους Μαδιανίτες, έφεραν τα κεφάλια των δύο αρχηγών στο Γεδεών, στην άλλη όχθη του Ιορδάνη (Κριταί 7,23-25).

 

Οι βασιλιάδες των Μαδιανιτών, των Αμαληκιτών και των νομάδων της ανατολής, ο Ζεβεέ και ο Σελμανά με τα στρατεύματα τους, περίπου 15.000, βρίσκονταν όλοι στην Καρκάρ. Τόσοι είχαν απομείνει από ολόκληρο το στράτευμα των νομάδων της Ανατολής και είχαν σκοτωθεί περίπου 120.000 ένοπλοι στρατιώτες. 

Ο Γεδεών χτύπησε τον εχθρικό στρατό, την ώρα που αναπαυόταν, από ανατολικά, που βρίσκονται οι πόλεις Ναβαί και Ιεγεβάλ. Οι δυο βασιλιάδες των Μαδιανιτών, Ζεβεέ και Σελμανά, ξέφυγαν αλλά ο Γεδεών τους καταδίωξε και τους αιχμαλώτισε κι έτσι ο στρατός τους κατατροπώθηκε (Κριταί 8,10-12).

Έπειτα ο Γεδεών ανέκρινε τον Ζεβεέ και τον Σελμανά. Από την ανάκριση προέκυψε, ότι όταν οι Μαδιανίτες ήταν στο όρος Θαβώρ, σκότωσαν κάποιους Ισραηλίτες και μεταξύ αυτών ήταν και αδέρφια του Γεδεών. Ο Γεδεών διέταξε τον πρωτότοκο γιο του τον Ιεθέρ, να σκοτώσει τους δύο βασιλιάδες, αλλά επειδή ο Ιεθέρ, ήταν νεαρός ακόμη και δεν είχε το θάρρος, τους σκότωσε ο ίδιος. Στη συνέχεια πήρε τα κοσμήματα από τους τραχήλους των καμήλων των Μαδιανιτών (Κριταί 8,18-21). Οι Μαδιανίτες υποδουλώθηκαν στους Ισραηλίτες και δε σήκωσαν πια κεφάλι. Έτσι ησύχασε η χώρα για σαράντα χρόνια, όσο δηλαδή ζούσε ο Γεδεών (Κριταί 8,28).

 

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΔΕΩΝ

 

Ο Γεδεών μετά τη μάχη με τους Μαδιανίτες, πήγε να μείνει στο σπίτι του στην Εφραθά. Είχε εβδομήντα γιους και πολλές γυναίκες. Ο πρωτότοκος γιος του ήταν ο Ιεθέρ (Κριταί 8,20) και ο Ιωάθαμ ήταν ο νεότερος γιος του (Κριταί 9,5). Μια παλλακίδα του, που έμενε στη Συχέμ, του γέννησε κι αυτή γιο και τον ονόμασαν Αβιμέλεχ, ο οποίος σκότωσε σχεδόν όλους τους θετούς αδερφούς του και με τη βία διαδέχτηκε τον πατέρα του. Ο Γεδεών, πέθανε σε μεγάλη ηλικία και θάφτηκε στον τάφο του Ιωάς, του πατέρα του, στην Εφραθά (Κριταί 8,29-32).

 

Ο Γεδεών συγκαταλέγεται και στον κατάλογο των ηρώων της πίστεως (προς Εβραίους 11,32), και τούτο γιατί λόγω της πίστης του στο Θεό, και χωρίς να διαθέτει αρκετούς άντρες, πολέμησε εναντίον χιλιάδων Μαδιανιτών. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 26 Σεπτεμβρίου.

 

Μετά το θάνατο του Γεδεών, οι Ισραηλίτες άρχισαν πάλι να λατρεύουν το Βάαλ και τον έκαναν θεό τους. Ξέχασαν τον Κύριο, που τους είχε ελευθερώσει από όλους τους εχθρούς ολόγυρά τους. Κι ούτε έδειξαν καθόλου ευγνωμοσύνη στην οικογένεια του Γεδεών, για τα όσα καλά είχε κάνει στο λαό Ισραήλ (Κριταί 8,33-35).

 

 

 

ΘΩΛΑ (ΤΩΛΑ)

 

Ο ΘΩΛΑ (ΤΩΛΑ)

 

Ο Θωλά (Τωλά) ήταν ο έβδομος κατά σειρά Κριτής του Ισραήλ. Ήταν γιος του Φουά, ο οποίος ήταν αδελφός του Γεδεών (Κριταί 10,1). Καταγόταν από τη φυλή Ισσάχαρ και κατοικούσε στη Σαμίρ, που βρισκόταν στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ. Κυβέρνησε τον Ισραήλ 23 χρόνια. Έπειτα πέθανε και τον έθαψαν στη Σαμίρ (Κριταί 10,1-2).

 

 

ΙΑΪΡ (ΙΑΕΙΡ)

 

Ο ΙΑΪΡ (ΙΑΕΙΡ)

 

Ο Ιαΐρ (Ιαείρ) ήταν ο όγδοος κατά σειρά Κριτής του Ισραήλ, μετά τον Θωλά. Καταγόταν από τη Γαλαάδ και έκρινε το λαό Ισραήλ για 22 χρόνια (Κριταί 10,3). Τον διαδέχθηκε ο Ιεφθάε. Ο Ιαΐρ ήταν γιος του Σερούχ και απόγονος του Εσρώμ, του Φαρές και του Ιούδα, γιου του Ιακώβ (Α' Παραλειπομένων 2,22).

 

Ο Ιαΐρ, κατά την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Χαναάν, κατέλαβε ένα τμήμα της Γαλαάδ και πήρε ως ιδιοκτησία του, όλη την περιοχή της Αργόβ, ως τα σύνορα με τις χώρες Γαργασί και Μαχαθί. Ο Ιαΐρ ονόμασε όλη την περιοχή αυτή Αυώθ Ιαΐρ και τις 23 πόλεις, που υπήρχαν εκεί, τις ονόμασε επαύλεις Ιαΐρ (Αριθμοί 32,41. Δευτερονόμιο 3,14. Α' Παραλειπομένων 2,22). Αργότερα, οι Γεδσουρίτες και οι Αραμαίοι κατέλαβαν από τις πόλεις του Ιαΐρ, την πόλη Κανάθ (Κενάθ) και 60 πόλεις γύρω από αυτή (Α' Παραλειπομένων 2,23-24).

Στους Κριτές αναφέρεται ότι ο Ιαΐρ είχε 32 πόλεις κι όχι 23. Συγκεκριμένα ο Ιαΐρ είχε 32 γιους, που ίππευαν σε 32 πουλάρια και είχαν ως ιδιοκτησία τους 32 πόλεις στην περιοχή της Γαλαάδ, οι οποίες ονομάζονταν «επαύλεις του Ιαΐρ». Όταν πέθανε ο Ιαΐρ τον έθαψαν στην Ραμνών (Κριταί 10,3-5).

 

 

ΚΡΙΤΗΣ ΙΕΦΘΑΕ

 

Ο ΙΕΦΘΑΕ

 

Ο Ιεφθάε ήταν ο ένατος κατά σειρά Κριτής του Ισραήλ και διάδοχος του Ιαΐρ. Ήταν νόθος γιος του Γαλαάδ και γιος γυναίκας πόρνης. Ο Ιεφθάε ήταν πολύ δυνατός και γενναίος πολεμιστής και καταγόταν από την Γαλαάδ (Κριταί 11,1). Ο Γεδεών κλήθηκε από τον Κύριο για να λυτρώσει τους Ισραηλίτες από τους Αμμωνίτες (Κριταί 11,4-11. Α' Βασιλειών 12,11).

 

Η νόμιμη γυναίκα του Γαλαάδ είχε γεννήσει γιους, οι οποίοι όταν μεγάλωσαν, έδιωξαν τον Ιεφθάε και τον απέκλεισαν από την περιουσία του πατέρα τους, επειδή ήταν γιος άλλης γυναίκας. Τότε έφυγε ο Ιεφθάε μακριά απ' τους αδερφούς του κι εγκαταστάθηκε στη χώρα Τωβ, μια περιοχή που βρισκόταν στα βόρεια της Γαλαάδ. Εκεί, λόγω της δύναμης και του θάρρους του, μάζεψε γύρω του μερικούς τυχοδιώκτες, οι οποίοι έβγαιναν μαζί του στις επιδρομές που έκανε (Κριταί 11,2-3).

 

 

Ο ΙΕΦΘΑΕ ΚΡΙΤΗΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ

 

Οι Ισραηλίτες μετά τους Κριταί Γεδεών, Θωλά και Ιαΐρ, έπραξαν πάλι ότι δυσαρεστεί τον Κύριο. Λάτρεψαν τον Βάαλ και την Αστάρτη, καθώς και τους θεούς της Αράδ, της Σιδώνας, των Μωαβιτών, των Αμμωνιτών και των Φιλισταίων. Τότε οργίστηκε ο Κύριος εναντίον των Ισραηλιτών και τους παρέδωσε στους Φιλισταίους και στους Αμμωνίτες. Από τότε και για δεκαοχτώ χρόνια αυτοί καταπίεζαν και τυραννούσαν τους Ισραηλίτες, αυτούς που ήταν εγκατεστημένοι ανατολικά του Ιορδάνη, στην περιοχή της Γαλαάδ.  Μάλιστα οι Αμμωνίτες πέρασαν τον Ιορδάνη, πολέμησαν εναντίον των φυλών Ιούδα, Βενιαμίν και Εφραίμ και τους νίκησαν. Έτσι οι Ισραηλίτες βρέθηκαν σε μεγάλη απόγνωση και τότε επικαλέστηκαν τον Κύριο. Πέταξαν τους ξένους θεούς που είχαν και λάτρεψαν τον Κύριο. Και ο Κύριος δεν μπορούσε πια να υπομένει τη δυστυχία τους (Κριταί 10,6-16).

 

Οι Αμμωνίτες συγκεντρώθηκαν για πόλεμο και στρατοπέδευσαν στη Γαλαάδ. Μαζεύτηκαν και οι Ισραηλίτες και στρατοπέδευσαν εκεί κοντά. Στο μεταξύ οι άρχοντες των Ισραηλιτών, που κατοικούσαν στη Γαλαάδ, έψαχναν ποιος θα ηγηθεί του στρατού (Κριταί 10,17-18. 11,4-5). Πήγαν στην Τωβ, βόρεια της Γαλαάδ, και πρότειναν στον Ιεφθάε να ηγηθεί των Ισραηλιτών. Ο Ιεφθάε αρχικά αρνήθηκε επειδή τον είχαν διώξει από το σπίτι του πατέρα του. Μετά όμως από την επιμονή τους να ηγηθεί του στρατού, τους είπε πως αν ο Κύριος του παραδώσει τους Αμμωνίτες, θα πρέπει ως επανόρθωση της αδικίας που του έκαναν, να τον αποδεχτούν ως ισόβιο αρχηγό τους. Εκείνοι αποδέχτηκαν την πρόταση και μαζί με τους άρχοντες της Γαλαάδ πήγε στη Μασσηφά (Μισπά), όπου ο λαός τον αναγνώρισε ως αρχηγό και ηγεμόνα του. Εκεί ο Ιεφθάε επανέλαβε όλα τα λόγια της συμφωνίας ενώπιον του Κυρίου στη Μασσηφά (Μισπά) (Κριταί 11,4-11).

 

 

Ο ΙΕΦΘΑΕ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΑΜΜΩΝΙΤΩΝ

 

Ο Ιεφθάε έστειλε αγγελιοφόρους στο βασιλιά των Αμμωνιτών και του ζητούσε να σταματήσει τον πόλεμο εναντίον των Ισραηλιτών. Ο βασιλιάς των Αμμωνιτών αρνήθηκε απαντώντας στον Ιεφθάε, ότι όταν οι Ισραηλίτες βγήκαν από την Αίγυπτο και μπήκαν στη Χαναάν, κατέλαβαν τη χώρα του. Έτσι ζητούσε να πάρει πίσω τα εδάφη που είχαν πάρει οι Ισραηλίτες από τον ποταμό Αρνών έως τον ποταμό Αβόκ (Κριταί 11,12-13).

Ο Ιεφθάε του απάντησε πως οι πρόγονοί του δεν κατέλαβαν την περιοχή των Μωαβιτών και των Αμμωνιτών, αλλά των Αμορραίων και του θύμισε πως οι Εδωμίτες και οι Μωαβίτες αρνήθηκαν στους Ισραηλίτες να περάσουν ειρηνικά από τα εδάφη τους. Όταν το ίδιο ζήτησαν από το Σηών, βασιλιά των Αμορραίων, εκείνος παρατάχτηκε για πόλεμο εναντίον τους. Στη μάχη που ακολούθησε οι Ισραηλίτες νίκησαν τους Αμορραίους που κατοικούσαν στην περιοχή, μεταξύ των ποταμών Αρνών και Αβόκ, και εγκαταστάθηκαν σ' αυτή (Κριταί 11,14-27).

 

Ο βασιλιάς των Αμμωνιτών όμως δεν δέχτηκε τους συνετούς λόγους του Ιεφθάε και επέμενε να πολεμήσει (Κριταί 11,28). Τότε ήρθε το Πνεύμα του Κυρίου στον Ιεφθάε κι αυτός έκανε τάμα στον Κύριο, πως εάν τον βοηθούσε να νικήσει τους Αμμωνίτες, θα θυσίαζε τον πρώτο που θα έβγαινε από το σπίτι του για να τον προϋπαντήσει. Μετά διέσχισε την περιοχή της Γαλαάδ και του Μανασσή για να ενισχύσει τους Ισραηλίτες (Κριταί 11,29-31).

 

Έτσι ο Ιεφθάε βάδισε εναντίον των Αμμωνιτών και ο Κύριος τους παρέδωσε σ' αυτόν. Ο Ιεφθάε τους κατατρόπωσε από την Αροήρ έως τον ποταμό Αρνών και επανέκτησε είκοσι πόλεις μέχρι την περιοχή της Εβελχαρμίμ. Έτσι οι Αμμωνίτες έγιναν υποτελείς στους Ισραηλίτες (Κριταί 11,32-33).

 

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΕΦΘΑΕ

 

Ο Ιεφθάε υπήρξε Κριτής του Ισραήλ για έξι χρόνια. Έπειτα πέθανε και τον έθαψαν στην πόλη του τη Μασσηφά (Μισπά), στη Γαλαάδ (Κριταί 12,7).

Ο Σαμουήλ τον αναφέρει σαν έναν από τους Κριτές που χρησιμοποίησε ο Θεός για να ελευθερώσει το λαό Ισραήλ από τους εχθρούς του (Α' Βασιλειών 12,11). Στην Καινή Διαθήκη, και στην προς Εβραίους επιστολή, αναφέρεται μεταξύ των ηρώων της πίστεως (Εβραίους 11,32).

 

 

 

ΑΒΑΙΣΣΑΝ (ΙΒΣΑΝ)

 

Ο ΑΒΑΙΣΣΑΝ (ΙΒΣΑΝ)

 

Ο Αβαισσάν (Ιβσάν) ήταν ο δέκατος κατά σειρά Κριτής του Ισραήλ, μετά τον Ιεφθάε. Καταγόταν από τη Βηθλεέμ και κυβέρνησε τον Ισραήλ για εφτά χρόνια (Κριταί 12,8-9). Ο Αβαισσάν είχε τριάντα γιους και τριάντα κόρες. Έδωσε τις κόρες του σε γάμο έξω από τη φυλή του κι έφερε για τους γιους του τριάντα κόρες από άλλη φυλή. Όταν πέθανε ο Αβαισσάν, τον έθαψαν στη γενέτειρά του τη Βηθλεέμ (Κριταί 12,9-10).

 

 

ΑΪΛΩΜ (ΑΪΛΩΝ)

 

Ο ΑΪΛΩΜ (ΑΪΛΩΝ)

 

Ο Αϊλώμ (Αϊλών) ήταν ο ενδέκατος κατά σειρά Κριτής του Ισραήλ. Καταγόταν από τη φυλή Ζαβουλών και κυβέρνησε τον Ισραήλ για δέκα χρόνια (Κριταί 12,11). Όταν πέθανε ο Αϊλώμ, τον έθαψαν στην πόλη Αϊλώμ, στην περιοχή της φυλής Ζαβουλών (Κριταί 12,12).

 

 

ΑΒΔΩΝ

 

Ο ΑΒΔΩΝ

 

Ο Αβδών ήταν ο δωδέκατος κατά σειρά Κριτής του Ισραήλ. Ήταν γιος του Ελλήλ και καταγόταν από την Φαραθών, που βρισκόταν στην περιοχή της φυλής Εφραίμ. Κυβέρνησε τον Ισραήλ για οχτώ χρόνια (Κριταί 12,13-14).

Ο Αβδών είχε σαράντα γιους και τριάντα εγγόνια, που ίππευαν σε εβδομήντα πουλάρια. Όταν πέθανε ο Αβδών, τον έθαψαν στην πόλη που γεννήθηκε την Φαραθών, σε όρος των Αμαληκιτών (Κριταί 12,14-15).

 

 

ΚΡΙΤΗΣ ΣΑΜΨΩΝ

 

Ο ΣΑΜΨΩΝ

 

Ο Σαμψών

Ο Σαμψών ήταν ο δέκατος τρίτος κατά σειρά Κριτής του Ισραήλ. Ήταν γιος του Μανωέ (Μανωάχ) (Κριταί 13,24) και καταγόταν από την πόλη Σαραά (Σωρεά), της φυλής Δαν (Κριταί 13,2). Ήταν ο τελευταίος Κριτής του Ισραήλ πριν τον Σαμουήλ. Αναφέρεται ως Ναζηραίος (Κριταί 13,5. 16,17) και είχε υπερφυσικές δυνάμεις τις οποίες έδωσε το Πνεύμα του Κυρίου (Κριταί 13,25. 14,6-19. 15,14-15. 16,28-30).

 

 

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜΨΩΝ

 

Οι Ισραηλίτες μετά τους Κριταί Ιεφθάε, Αβαισσάν, Αϊλώμ και Αβδών, δυσαρέστησαν πάλι με τις πράξεις τους τον Κύριο κι αυτός τους παρέδωσε στους Φιλισταίους για σαράντα χρόνια. Εκείνο τον καιρό ζούσε στη Σαραά (Σωρεά) κάποιος που ονομαζόταν Μανωέ (Μανωάχ) και προερχόταν από τη φυλή Δαν. Η γυναίκα του ήταν στείρα και δε γεννούσε παιδιά (Κριταί 13,1-2).

Μια μέρα παρουσιάστηκε στη γυναίκα ο άγγελος του Κυρίου και της ανήγγειλε ότι θα γεννούσε γιο. Της είπε: «Εσύ τώρα είσαι στείρα και δε γεννάς. Αλλά θα μείνεις έγκυος και θα γεννήσεις γιο. Πρόσεχε, λοιπόν, από τώρα να μην πίνεις κρασί και και να μην τρως τίποτε ακάθαρτο, γιατί ο γιος που θα γεννήσεις θα είναι Ναζηραίος, δηλαδή αφιερωμένος στο Θεό απ' την κοιλιά της μάνας του, και δε θα κόψει τα μαλλιά του. Αυτός θα ελευθερώσει τον Ισραήλ από τους Φιλισταίους» (Κριταί 13,3-5).

Η γυναίκα, λοιπόν, γέννησε γιο και τον ονόμασαν Σαμψών. Το παιδί μεγάλωνε και ο Κύριος το ευλογούσε.  Βρισκόταν στο στρατόπεδο του Δαν, που βρισκόταν μεταξύ Σαραά και Εσθαόλ, όταν το Πνεύμα του Θεού άρχισε να τον συνοδεύει και να τον οδηγεί (Κριταί 13,24-25).

 

 

Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΑΜΨΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΥΣ

 

Ο Σαμψών στην Ασκάλωνα, σκότωσε τριάντα Φιλισταίους (Κριταί 14,19-20). Ύστερα από λίγο καιρό, κατά την εποχή του θερισμού των σιτηρών, ο Σαμψών πήγε κι έπιασε 300 αλεπούδες. Κατόπιν έδεσε ουρά με ουρά τις αλεπούδες και έβαλε από έναν δαυλό ανάμεσα στις ουρές τους. Άναψε τους δαυλούς κι άφησε τις αλεπούδες ελεύθερες στα σπαρτά των Φιλισταίων. Έτσι κάηκαν όλα τα σιτηρά, καθώς και πολλοί αμπελώνες και ελαιώνες (Κριταί 15,1-5).

Οι Φιλισταίοι στρατοπέδευσαν στην περιοχή της φυλής Ιούδα και άρχιζαν να καταστρέφουν με τη σειρά τους τα σπαρτά των Ισραηλιτών στην περιοχή της Λεχί. Όταν οι άντρες της φυλής Ιούδα έμαθαν το λόγο που οι Φιλισταίοι ήρθαν στην περιοχή τους, πήγαν και βρήκαν το Σαμψών στη σπηλιά και αφού ήρθαν σε συνεννόηση μαζί του, τον έδεσαν για να τον παραδώσουν στους Φιλισταίους (Κριταί 15,9-13).

 

Οι Ισραηλίτες έφεραν τον Σαμψών δεμένο στην τοποθεσία "Σιαγών". Όταν οι Φιλισταίοι είδαν δεμένο τον Σαμψών όρμησαν με αλαλαγμούς χαράς εναντίον του. Τότε το Πνεύμα του Κυρίου ήρθε πάνω του και απόκτησε δύναμη μεγάλη, και τα σχοινιά που έδεναν τα μπράτσα του έσπασαν σαν κλωστές. Εκεί κάπου βρήκε το σαγόνι ενός πρόσφατα σκοτωμένου γαϊδουριού και μ' αυτό σκότωσε χίλιους Φιλισταίους (Κριταί 15,14-17). Ο Σαμψών κυβέρνησε τον Ισραήλ για 20 χρόνια από τα 40, κατά τα οποία οι Φιλισταίοι καταδυνάστευαν τους Ισραηλίτες (Κριταί 15,20).

 

 

ΣΑΜΨΩΝ ΚΑΙ ΔΑΛΙΔΑ

 

Σαμψών και Δαλιδά

Μια μέρα ο Σαμψών αγάπησε μια γυναίκα, που ονομαζόταν Δαλιδά και κατοικούσε στην πόλη Αλσωρήχ. Οι άρχοντες των Φιλισταίων πήγαν και τη βρήκαν και την έπεισαν να προσπαθήσει να μάθει από που ο Σαμψών αντλεί τη μεγάλη του δύναμη, έτσι ώστε να μπορέσουν να τον νικήσουν και να τον αιχμαλωτίσουν. Σε αντάλλαγμα της υποσχέθηκαν χίλιους εκατό ασημένιους σίκλους ο καθένας (Κριταί 16,4-5).

 

Η Δαλιδά ύστερα από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες, είπε στο Σαμψών: «Πώς μπορείς να λες ότι μ' αγαπάς, ενώ η καρδιά σου δεν είναι μαζί μου; Τρεις φορές με γέλασες και δε μου φανέρωσες που βρίσκεται η μεγάλη σου δύναμη». Κι αφού κάθε μέρα τον ταλαιπωρούσε με τα λόγια της και τον τυραννούσε, σε σημείο που λιποθύμησε, στο τέλος της άνοιξε όλη την καρδιά του και της είπε: «Ξυράφι δεν πέρασε ποτέ από το κεφάλι μου, γιατί εγώ είμαι Ναζηραίος, δηλαδή αφιερωμένος στο Θεό από την κοιλιά της μάνας μου. Αν ξυρίσω τα μαλλιά μου, τότε θα χάσω τη δύναμη μου και θα γίνω σαν ένας κοινός άνθρωπος».

Η Δαλιδά κατάλαβε ότι της άνοιξε όλη του την καρδιά, κι έστειλε και κάλεσε τους άρχοντες των Φιλισταίων και τους είπε: «Αυτή τη φορά, μπορείτε να 'ρθετε, γιατί μου άνοιξε όλη την καρδιά του». Οι άρχοντες των Φιλισταίων πήγαν στο σπίτι της φέρνοντας και το ασήμι μαζί τους.  Αυτή τον κοίμισε στα γόνατά της και φώναξε έναν άνθρωπο ο οποίος ξύρισε τις εφτά πλεξίδες του Σαμψών. Μετά του φώναξε: «Σαμψών, οι Φιλισταίοι έρχονται εναντίον σου!» Ο Σαμψών ξύπνησε αλλά το Πνεύμα του Θεού είχε φύγει πλέον απ' αυτόν (Κριταί 16,15-20).

 

Τότε οι Φιλισταίοι τον συνέλαβαν, του έβγαλαν τα μάτια και τον οδήγησαν στη Γάζα. Εκεί τον έδεσαν με χάλκινες αλυσίδες και τον έβαλαν ν' αλέθει με τον μύλο σιτάρι στη φυλακή. Ωστόσο τα μαλλιά του κεφαλιού του είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν από τότε που του τα είχαν ξυρίσει (Κριταί 16,21-22).

 

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΜΨΩΝ

 

Ο Σαμψών

Κάποτε οι άρχοντες των Φιλισταίων είχαν συγκεντρωθεί για να προσφέρουν μεγάλη θυσία στο Δαγών, το θεό τους, και να πανηγυρίσουν. Ο λαός των Φιλισταίων δοξολογούσαν το Δαγών, που τον παρέδωσε στα χέρια τους, γιατί ο Σαμψών είχε ερημώσει τη χώρα τους και είχε σκοτώσει πολλούς Φιλισταίους. Και όταν ήρθαν στο κέφι έβγαλαν τον Σαμψών από τη φυλακή και τον έφεραν να τους διασκεδάσει. Τον έβαλαν να σταθεί ανάμεσα στις κολόνες του ναού τους, τον χτυπούσαν και διασκέδαζαν με το θέαμα (Κριταί 16,23-25).

 

Τότε ο Σαμψών είπε στον νέο που τον οδηγούσε από το χέρι «Άφησέ με ν' αγγίξω τις κολόνες που στηρίζουν το ναό, για να στηριχτώ λίγο πάνω τους». Το κτίριο ήταν κατάμεστο από κόσμο. Εκεί ήταν όλοι οι άρχοντες των Φιλισταίων, και πάνω στη στέγη ήταν κάπου τρεις χιλιάδες άντρες και γυναίκες που διασκέδαζαν με τους εμπαιγμούς και τους εξευτελισμούς του Σαμψών.

Ο Σαμψών μέσα στη θλίψη του κατάλαβε το σφάλμα του, έκλαψε ενώπιον του Κυρίου και είπε: «Κύριε, Θεέ μου, θυμήσου με και τώρα και κάνε με δυνατό μονάχα ετούτη τη φορά, για να εκδικηθώ μια για πάντα τους Φιλισταίους για τα δύο μου μάτια».

Μετά έπιασε τις δύο κεντρικές κολόνες που στήριζαν το ναό κι ακούμπησε πάνω τους, στη μια με το δεξί του χέρι και στην άλλη με το αριστερό,  και είπε: «Ας πεθάνω κι εγώ μαζί με τους αλλοφύλους». Έσπρωξε με όλη του τη δύναμη τις κολόνες κι έπεσε ο ναός πάνω στους άρχοντες και σ' όλο τον λαό που ήταν εκεί. Έτσι, αυτοί που ο Σαμψών σκότωσε με το θάνατό του ήταν περισσότεροι από εκείνους που είχε σκοτώσει σ' όλη του τη ζωή (Κριταί 16,26-30).

 

Τ' αδέρφια του και όλη η οικογένεια του πατέρα του, πήγαν στη Γάζα, τον πήραν και τον έθαψαν ανάμεσα στη Σαραά (Σωρεά) και στην Εσθαόλ, στον τάφο του Μανωέ, του πατέρα του. Ο Σαμψών κυβέρνησε τον Ισραήλ για είκοσι χρόνια (Κριταί 16,31). Ο Σαμψών συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των ηρώων της πίστεως, στην προς Εβραίους επιστολή (11,32-34).

 

  

 

ΚΡΙΤΗΣ ΗΛΙ

 

Ο ΚΡΙΤΗΣ ΗΛΙ

 

Ο Ηλί ήταν Κριτής του Ισραήλ και αρχιερέας στον "οίκο του Κυρίου", δηλαδή στη Σκηνή του Μαρτυρίου που βρισκόταν στη Σηλώ (Α' Βασιλειών 1,3 και 14,3). Το όνομά του σημαίνει "ο Θεός είναι ψηλά". Ήταν απόγονος του Ιθάμαρ, μικρότερου γιου του Ααρών και κατάγονταν από τη φυλή Λευΐ. Ο Ηλί είχε αποκτήσει δύο γιους, τον Οφνί (Χοφνί) και τον Φινεές (Α' Βασιλειών 1,3), οι οποίοι ήταν κι αυτοί ιερείς, και ήταν αχρείοι και ασεβείς (Α' Βασιλειών 1,3. 2,12-17. 22-26).

 

 

ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΗΛΙ

 

Ο Ηλί είχε δύο γιους, τον Οφνί και τον Φινεές, οι οποίοι ήταν αχρείοι άνθρωποι και ασεβείς,  δε σέβονταν τον Κύριο και δεν ζούσαν σύμφωνα με το θείο νόμο. Έκαναν κατάχρηση των δικαιωμάτων των ιερέων από τις προσφορές του λαού. Όταν ερχόταν κανείς να θυσιάσει, ενώ έβραζε ακόμη το κρέας, ο υπηρέτης του ιερέα, κρατούσε ένα μεγάλο πηρούνι με τρία δόντια και το έχωνε στο καζάνι, κι ότι έπιανε το έπαιρνε ο ιερέας για τον εαυτό του. Τα ίδια έκαναν σ' όλους τους Ισραηλίτες που έρχονταν να θυσιάσουν εκεί στη Σηλώ.

Πριν ακόμη γίνουν οι θυσίες των ζώων κρατούσαν για τον εαυτό τους ολόκληρα κομμάτια από κρέας, που προορίζονταν για τη θυσία, και η αμαρτία τους ήταν πάρα πολύ μεγάλη ενώπιον του Κυρίου, γιατί δεν είχαν σεβασμό για τις θυσίες που προσφέρονταν στον Κύριο (Α' Βασιλειών 2,12-17).

 

Τα χρόνια είχαν περάσει και ο Ηλί είχε πια γεράσει πολύ. Όταν μάθαινε πώς φέρονταν οι γιοι του στους Ισραηλίτες, κι ακόμα ότι πλάγιαζαν με τις γυναίκες που υπηρετούσαν στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου, τους έλεγε: «Τι πράγματα είναι αυτά που κάνετε; Τι είναι αυτά τα αίσχη σας, που έρχονται στ' αυτιά μου απ' όλο το λαό; Σταματήστε, είναι τρομερά αυτά που ακούω και που έχουν διαδοθεί μέσα στο λαό του Κυρίου.  Αν κάποιος αμαρτήσει απέναντι σ' έναν άλλον, τότε ο Θεός μπορεί να τον υπερασπιστεί. Αν όμως αμαρτήσει απέναντι στον Κύριο, τότε ποιος θα τον υπερασπιστεί;» Αυτοί όμως δεν έδιναν σημασία στα λόγια του πατέρα τους και επέμεναν στην ασέβειά τους. Έτσι ο Κύριος αποφάσισε να τους θανατώσει (Α' Βασιλειών 2,22-25).

 

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΗΛΙ

ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ

 

Η Κιβωτός της Διαθήκης

Η προφητεία που δόθηκε στον Ηλί εκπληρώθηκε λίγο καιρό αργότερα. Οι Φιλισταίοι συγκεντρώθηκαν για να πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών. Οι Φιλισταίοι στρατοπέδευσαν στην Αβενέζερ και οι Ισραηλίτες στην Αφέκ. Στη μάχη που ακολούθησε στην πεδιάδα οι Φιλισταίοι νίκησαν τους Ισραηλίτες, οι οποίοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 4.000 νεκρούς (Α' Βασιλειών 4,1-2).

Οι Ισραηλίτες προβληματισμένοι από την ήττα έστειλαν ανθρώπους στη Σηλώ και πήραν από κει την Κιβωτό της Διαθήκης. Οι δυο γιοι του Ηλί, ο Οφνί κι ο Φινεές συνόδευαν την Κιβωτό.

Όταν έφτασε η Κιβωτός της Διαθήκης στο στρατόπεδο, όλοι οι Ισραηλίτες κραύγασαν με φωνή μεγάλη, από την οποία αντήχησε όλη η γύρω περιοχή. Οι Φιλισταίοι άκουσαν τους αλαλαγμούς από το στρατόπεδο των Ισραηλιτών και αναρωτήθηκαν που οφείλεται; Όταν έμαθαν ότι έφτασε η Κιβωτός της Διαθήκης, φοβήθηκαν την παρουσία του Κυρίου ανάμεσα στους Ισραηλίτες (Α' Βασιλειών 4,3-9).

Στη μάχη που ακολούθησε οι Φιλισταίοι νίκησαν τους Ισραηλίτες, οι οποίοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 30.000 πεζούς.  Η Κιβωτός της Διαθήκης έπεσε στα χέρια των Φιλισταίων και οι δύο γιοι του Ηλί, ο Οφνί και ο Φινεές, σκοτώθηκαν (Α' Βασιλειών 4,10-11).

Τότε ένας Ισραηλίτης από τη φυλή Βενιαμίν, έτρεξε από το πεδίο της μάχης και έφτασε την ίδια μέρα στη Σηλώ με σχισμένα τα ρούχα του και με χώμα πάνω στο κεφάλι του. Ο Ηλί καθόταν στο κάθισμα του κοντά στην πύλη της Σκηνής του Μαρτυρίου και κοίταζε προς το δρόμο, από όπου περίμενε αγγελία για την έκβαση της μάχης και είχε αγωνία για την Κιβωτό του Κυρίου. Όταν ο άνθρωπος έφτασε στην πόλη και ανήγγειλε τι έγινε, τότε όλη η πόλη ξέσπασε σε κραυγές. Ο Ηλί άκουσε τη βοή απ' τις κραυγές και ρώτησε τι συμβαίνει. Ο αγγελιοφόρος του είπε τι είχε συμβεί και ότι οι δυο γιοί του σκοτώθηκαν.

Όταν ο Ηλί έμαθε ότι η Κιβωτός του Κυρίου έπεσε στα χέρια των Φιλισταίων, έπεσε από το κάθισμα που καθόταν προς τα πίσω και έσπασε τον τράχηλό του και πέθανε,  γιατί ήταν πολύ γέρος και βαρύς (Α' Βασιλειών 4,12-18). Ο Ηλί είχε κυβερνήσει τον Ισραήλ για 20 χρόνια (Α' Βασιλειών 4,18) και ήταν 90 χρονών όταν πέθανε (Α' Βασιλειών 4,15).

 

 

 

ΚΡΙΤΗΣ ΣΑΜΟΥΗΛ

 

Ο ΚΡΙΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΣΑΜΟΥΗΛ

 

Ο Κριτής Σαμουήλ

Ο Σαμουήλ ήταν ο τελευταίος και σπουδαιότερος κριτής του λαού Ισραήλ (Α' Βασιλειών 7,6-17) και ο πρώτος από τους προφήτες (Α' Βασιλειών 3,20, Πράξεις 3,24. 13,20).

Ο Σαμουήλ γεννήθηκε στην Αρμαθαΐμ (Ραμά) στο όρος Εφραίμ, και καταγόταν από τη φυλή του Λευΐ (Α' Βασιλειών 1,1. 1,20). Ήταν γιος του Ελκανά και της Άννας, οι οποίοι ήταν ευσεβείς άνθρωποι (Α' Βασιλειών 1,20). Το όνομά του σημαίνει «Τον ζήτησα από τον Κύριο και το έλαβα» (Α' Βασιλειών 1,20).

Ο Σαμουήλ είχε άλλους τρεις αδερφούς και δύο αδερφές των οποίων δεν γνωρίζουμε τα ονόματά τους  (Α' Βασιλειών 2,20-21). Γιοι του Σαμουήλ ήταν ο Σανί ή Ιωήλ και ο Αβιά (Α' Βασιλειών 8,2. Α' Παραλειπομένων 6,13).

 

 

Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ

 

Ο Σαμουήλ υπηρετούσε τον Κύριο με ευλάβεια και σεμνότητα. Τον καιρό ο προφητικός λόγος ήταν σπάνιος και ο Κύριος σπάνια μιλούσε ή εμφανιζόταν απ' ευθείας σε άνθρωπο (Α' Βασιλειών 3,1).

Μια νύχτα ο Κύριος παρουσιάστηκε στο νεαρό ακόμη Σαμουήλ και τον κάλεσε να Τον υπηρετήσει. Ο Ηλί την ώρα εκείνη κοιμόταν στο δωμάτιο του. Είχε πια γεράσει και τα μάτια του είχαν εξασθενήσει και δεν έβλεπε καθαρά. Ο Σαμουήλ κοιμόταν κι αυτός μέσα στον οίκο του Κυρίου, όπου βρισκόταν η Κιβωτός της Διαθήκης. Η επτάφωτη λυχνία δεν είχε ακόμα σβήσει, κι ο Κύριος φώναξε το Σαμουήλ.

Εκείνος απάντησε: «Εδώ είμαι!» κι έτρεξε στον Ηλί. «Με φώναξες; Εδώ είμαι», του είπε. Αλλά ο Ηλί του απάντησε: «Δε σε φώναξα. Πήγαινε να κοιμηθείς». Έτσι ο Σαμουήλ πήγε και κοιμήθηκε.

Αλλά ο Κύριος φώναξε πάλι το Σαμουήλ. Αυτός ξανασηκώθηκε και πήγε στον Ηλί, «Με φώναξες; Εδώ είμαι. Ήρθα διότι με κάλεσες», του είπε. Ο Ηλί του απάντησε: «Παιδί μου, δε σε φώναξα. Πήγαινε να κοιμηθείς».

Ο Σαμουήλ δεν είχε ακόμα γνωρίσει ο ίδιος τον Κύριο ούτε είχε ακούσει προσωπικά τη φωνή του. Ο Κύριος φώναξε πάλι στο Σαμουήλ για τρίτη φορά. Και ο Σαμουήλ σηκώθηκε, πήγε στον Ηλί και του είπε: «Με φώναξες; Εδώ είμαι. Ήρθα πάλι διότι με κάλεσες». Τότε κατάλαβε ο Ηλί ότι ήταν ο Κύριος που μιλούσε και είπε στο Σαμουήλ: «Πήγαινε, κοιμήσου. Και αν κανείς σε φωνάξει, να του απαντήσεις "μίλα, Κύριε, ο δούλος σου ακούει"» (Α' Βασιλειών 3,2-9).

 

Ο Σαμουήλ πήγε πάλι να κοιμηθεί στη γωνιά του. Ο Κύριος ήρθε και παρουσιάστηκε εκεί και φώναξε όπως τις προηγούμενες φορές: «Σαμουήλ, Σαμουήλ!» Και ο Σαμουήλ απάντησε: «Μίλα, Κύριε, ο δούλος σου ακούει».  

Ο Κύριος τότε του είπε: «Κοίτα. Εγώ θα κάνω στο λαό του Ισραήλ τέτοιο θαυμαστό γεγονός, που όποιος το ακούσει θ' αντηχήσουν και τα δυο του αυτιά. Την ημέρα εκείνη θα τιμωρήσω την οικογένεια του Ηλί μια για πάντα, γιατί οι γιοι του εξαιτίας των αμαρτιών τους με περιφρόνησαν, κι ενώ αυτός ήξερε τις αμαρτίες τους, δεν τους επέπληξε και δεν τους νουθέτησε όπως έπρεπε. Γι' αυτό είπα στον Ηλί ότι η αμαρτία τους δε θα εξιλεωθεί ποτέ, ούτε με θυμιάματα, ούτε με αιματηρές και αναίμακτες θυσίες» (Α' Βασιλειών 3,9-14).

 

Ο Σαμουήλ κοιμήθηκε και το πρωί ο Ηλί τον φώναξε και του ζήτησε να του φανερώσει το όραμά του. Έτσι ο Σαμουήλ του ανέφερε όλα όσα του είπε ο Κύριος, χωρίς να του κρύψει τίποτα. Τότε ο Ηλί είπε: «Ο Κύριος ήταν! Ας κάνει ότι αυτός κρίνει καλό» (Α' Βασιλειών 3,15-18).

Ο Σαμουήλ μεγάλωνε και ο Κύριος ήταν μαζί του. Οι Ισραηλίτες ήξεραν πως ο Σαμουήλ ήταν πιστός και αληθινός προφήτης του Κυρίου. Από τότε ο Κύριος παρουσιαζόταν στο Σαμουήλ και του αποκάλυπτε το λόγο Του (Α' Βασιλειών 3,15-21).

 

 

Ο ΣΑΜΟΥΗΛ ΚΡΙΤΗΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ

 

Μετά την επιστροφή της Κιβωτού (Α' Βασιλειών κεφ. 5-6), ο Σαμουήλ ζήτησε από τους Ισραηλίτες να εγκαταλείψουν τα είδωλα και να λατρέψουν τον αληθινό Θεό. Έτσι οι Ισραηλίτες πέταξαν τα είδωλα του Βάαλ και της Αστάρτης, και λάτρευαν μόνο τον Κύριο.

Μετά ο Σαμουήλ συγκέντρωσε όλους τους Ισραηλίτες στη Μασσηφάθ (Μισπά), οι οποίοι νήστεψαν και μετανόησαν ενώπιον του Κυρίου. Ο Σαμουήλ προσευχήθηκε για το λαό στον Κύριο και εκεί στη Μασσηφάθ (Μισπά), έκρινε τις διαφορές των Ισραηλιτών και τους έδωσε τις οδηγίες του (Α' Βασιλειών 7,3-6).

 

Όταν έμαθαν οι Φιλισταίοι, ότι οι Ισραηλίτες ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στη Μασσηφάθ, οι ηγεμόνες τους αποφάσισαν να πάνε να τους χτυπήσουν. Οι Ισραηλίτες, όταν τ' άκουσαν αυτό, φοβήθηκαν τους Φιλισταίους, και ζήτησαν από το Σαμουήλ να προσευχηθεί στον Κύριο, για να τους σώσει από τους Φιλισταίους.  Ο Σαμουήλ πήρε ένα τρυφερό αρνί και το πρόσφερε ολοκαύτωμα στον Κύριο και τον παρακάλεσε για τους Ισραηλίτες, κι ο Κύριος τον άκουσε.

Ενώ ο Σαμουήλ πρόσφερε το ολοκαύτωμα, πλησίασαν οι Φιλισταίοι για να χτυπήσουν τους Ισραηλίτες. Αλλά εκείνη τη στιγμή βρόντησε ο Κύριος με εκκωφαντικές βροντές πάνω στους Φιλισταίους και τους προκάλεσε σύγχυση και άρχισαν να υποχωρούν. Τότε οι Ισραηλίτες καταδίωξαν τους Φιλισταίους και τους νίκησαν μέχρι τη Βαιθχόρ (Α' Βασιλειών 7,7-12).

 

Ο Κύριος έκανε αισθητή τη δύναμή του πάνω στους Φιλισταίους σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του Σαμουήλ. Έτσι οι Ισραηλίτες πήραν πίσω όλες τις πόλεις, που είχαν πάρει τα προηγούμενα χρόνια οι Φιλισταίοι, από την Ασκάλωνα έως την Αζόβ, και στα επόμενα χρόνια επικράτησε ειρήνη με όλους τους γειτονικούς λαούς (Α' Βασιλειών 7,13-14).

Ο Σαμουήλ κυβέρνησε τον Ισραήλ σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του. Κάθε χρόνο περιόδευε σε όλες τις πόλεις που βρίσκονταν μεταξύ Βαιθήλ, Γαλγαλά και Μασσηφάθ, και απέδιδε δικαιοσύνη στους Ισραηλίτες σ' όλα αυτά τα μέρη.  Όταν τελείωνε την περιοδεία του γύριζε πίσω στην Αρμαθαΐμ (Ραμά), όπου ήταν το σπίτι του και κυβερνούσε από 'κει τον Ισραήλ. Εκεί έχτισε και θυσιαστήριο στον Κύριο (Α' Βασιλειών 7,15-17).

 

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ

 

Ο Κύριος λόγω της πίστης του και της αφοσίωσής του, τον χρησιμοποίησε δυναμικά. Ο Σαμουήλ ήταν άνθρωπος προσευχής. Ήταν επίσης πιστός στην τήρηση των παραδόσεων και στην τήρηση του Πάσχα (Β' Παραλειπομένων 35,18). Ο Σαμουήλ πέθανε όταν ακόμα βασιλιάς ήταν ο Σαούλ. Όλος ο λαός μαζεύτηκε και έκλαψε. Τον έθαψαν στο σπίτι του στην Αρμαθαΐμ (Ραμά) (Α' Βασιλειών 25,1. 28,3).

 

Η ιουδαϊκή παράδοση του αποδίδει τη συγγραφή των Α' και Β' Bασιλειών. Στην εβραϊκή βίβλο τα δύο αυτά βιβλία είναι ενωμένα με την ονομασία "Σαμουήλ", χωρίστηκαν όμως από τη μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο) σε Α' Βασιλειών και Β' Βασιλειών. Αυτό όμως είναι δύσκολο να έχει συμβεί στην πραγματικότητα, γιατί ο Σαμουήλ πέθανε πριν ολοκληρωθούν τα γεγονότα που ιστορούνται στα δύο βιβλία.

Το κέρας του Σαμουήλ το οποίο είχε το λάδι με το οποίο χρίστηκε βασιλέας ο Δαβίδ βρισκόταν στην Kωνσταντινούπολη, στην Mονή την καλουμένη Mυριοκέρατον. Ακόμη ο Σαμουήλ φέρεται ως ιδρυτής του μυστηριακού τάγματος των Εσσαίων. Η Ορθόδοξη εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 20 Αυγούστου.