ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

ΜΕΛΧΟΛ

 

Η ΜΕΛΧΟΛ (ΜΙΧΑΛ)

 

Η Μελχόλ (Μιχάλ) ήταν η μικρότερη κόρη του βασιλιά Σαούλ και της Αχινοόμ (Αχινοάμ) (Α' Βασιλειών 14,49-50. 18,20. 18,27. 25,44. Β' Βασιλειών 3,13. 6,16. 6,20. Α' Παραλειπομένων 15,29) και η πρώτη σύζυγος του βασιλιά Δαβίδ (Α' Βασιλειών 18,27. 19,11. Β' Βασιλειών 3,14. 6,16. 6,20. Α' Παραλειπομένων 15,29). Η Μελχόλ είχε μία αδερφή της Μερόβ ή Μιχόλ (Μεράβ) και τέσσερις αδερφούς, τον Ιωνάθαν, τον Ιεσσιού ή Ασαβάλ ή Ιεβοσθέ (Ιουεί ή Ισβί ή Ισβόσεθ ή Εσβαάλ), τον Μελχισουέ ή Μελχισά (Μαλχί-Σουά) και τον Αμιναδάβ (Α' Βασιλειών 13,2. 14,49. Α' Παραλειπομένων 8,33. 9,39). Μετά το Δαβίδ η Μελχόλ πήρε ως σύζυγο τον Φαλτί (Φαλτιήλ), γιο του Αμίς (Σελλής), ο οποίος καταγόταν από τη Ρομμά (Α' Βασιλειών 25,44. Β' Βασιλειών 3,15).

 

 

ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΜΕΛΧΟΛ

 

Ο Δαβίδ μεταφέρει την Κιβωτό στην Ιερουσαλήμ
και αριστερά η Μελχόλ

Ο Σαούλ μετά τη νίκη του Δαβίδ επί του Γολιάθ, τον ζήλεψε και τον φθόνησε επειδή είχε γίνει πολύ αγαπητός στο λαό. Έτσι αποφάσισε να τον σκοτώσει και σκέφτηκε ότι μέσω της κόρης του θα τον παγιδεύσει και θα σκοτωνόταν σε κάποια μάχη με τους Φιλισταίους. Έτσι ήθελε να παντρέψει το Δαβίδ με τη μεγαλύτερη κόρη του, τη Μερόβ, για τις υπηρεσίες του που είχε προσφέρει πολεμώντας τους Φιλισταίους. Όταν όμως ήρθε ο καιρός να του τη δώσει, ο Σαούλ άλλαξε γνώμη και την έδωσε στον Αδριήλ το Μοθυλαθείτη. 

Αλλά η Μελχόλ (Μιχάλ), η μικρότερη κόρη του Σαούλ, αγαπούσε το Δαβίδ και το ανάγγειλαν στον πατέρα της. Του Σαούλ του άρεσε η ιδέα, γιατί σκέφτηκε ότι μέσω της κόρης του θα τον παγιδεύσει και θα σκοτωνόταν σε κάποια μάχη με τους Φιλισταίους. Οι αξιωματούχοι του Σαούλ μετέφεραν στο Δαβίδ την πρόταση του Σαούλ να τον παντρέψει με τη μικρότερη κόρη του. Εκείνος θεώρησε και πάλι ανάξιο τον εαυτό του να γίνει γαμπρός του Σαούλ, επειδή ήταν αρκετά φτωχός και δεν είχε να προσφέρει κάποιο σημαντικό δώρο στο βασιλιά για την κόρη του. Οι αξιωματούχοι μετέφεραν την απάντηση του Δαβίδ στο Σαούλ και εκείνος απάντησε, ότι δεν θέλει κάποιο σημαντικό δώρο παρά μόνο να του πάει εκατό ακροβυστίες Φιλισταίων, να κόψει δηλαδή ο Δαβίδ το άκρο του γεννητικού μορίου εκατό Φιλισταίων, προκειμένου να εκδικηθεί  τους εχθρούς του βασιλιά. Ο Σαούλ σκεφτόταν πως με αυτόν τον τρόπο θα τον έριχνε στα χέρια των Φιλισταίων.

Ο Δαβίδ δέχτηκε να γίνει γαμπρός του βασιλιά μ' αυτόν τον όρο. Προτού μάλιστα συμπληρωθούν οι μέρες της διορίας, ο Δαβίδ με τους άντρες του, σκότωσε εκατό Φιλισταίους κι έφερε τις ακροβυστίες τους στο Σαούλ. Έτσι ο Σαούλ του έδωσε την κόρη του, τη Μελχόλ, για γυναίκα (Α' Βασιλειών 18,17-29).

 

Ένα βράδυ ο Σαούλ έστειλε ανθρώπους, να παραφυλάξουν στο σπίτι του Δαβίδ και το πρωί να τον σκοτώσουν. Αλλά η κόρη του και γυναίκα του Δαβίδ, η Μελχόλ, τον ειδοποίησε και εκείνος διέφυγε από το παράθυρο και ξέφυγε.

Τότε η Μελχόλ πήρε ένα από τα αγάλματα του σπιτιού, το τοποθέτησε στο κρεβάτι του Δαβίδ, έβαλε στο προσκέφαλο ένα κατσικίσιο συκώτι και τα σκέπασε με το πανωφόρι του Δαβίδ, έτσι ώστε να φαίνεται ότι ο Δαβίδ κοιμόταν. Οι απεσταλμένοι του Σαούλ του είπαν ότι ο Δαβίδ ήταν αδιάθετος και κοιμόταν. Αυτός τους είπε να τον φέρουν μπροστά του, όπως ήταν πάνω στο κρεβάτι για να τον φονεύσει. Τότε αυτοί μπήκαν ξαφνικά στο σπίτι και στο κρεβάτι δε βρήκαν παρά μονάχα το άγαλμα και το κατσικίσιο συκώτι στο προσκέφαλο. Ανακοίνωσαν το γεγονός στο Σαούλ κι εκείνος ρώτησε την κόρη του γιατί τον άφησε να ξεφύγει. Η Μελχόλ είπε στον πατέρα της, ότι ο Δαβίδ την απείλησε δήθεν να τη σκοτώσει και γι' αυτό ξέφυγε (Α' Βασιλειών 19,11-17).

 

Αργότερα ο Σαούλ, όταν έμαθε ότι ο Δαβίδ παντρεύτηκε την Αβιγαία και την Αχινόομ, έδωσε την κόρη του τη Μελχόλ, στον Φαλτί, γιο του Αμίς (Σελλής), ο οποίος καταγόταν από τη Ρομμά (Α' Βασιλειών 25,43-44). Αργότερα ο Δαβίδ, όταν ο Αβεννήρ, αρχιστράτηγος του Σαούλ, του πρότεινε πως θα τον βοηθούσε να επεκτείνει τη βασιλεία του σε όλο το Ισραήλ, ο Δαβίδ αποδέχτηκε την πρόταση του Αβεννήρ, με την προϋπόθεση να του φέρει τη Μελχόλ, επειδή παλιότερα ο πατέρας της την είχε δώσει σε άλλον. Ο Δαβίδ έστειλε ανθρώπους και στον Ιεβοσθέ, αδερφό της Μελχόλ, και του ζητούσε να του δώσει πίσω την αδερφή του. Ο Αβεννήρ, με τη σύμφωνη γνώμη του Ιεβοσθέ, παρέλαβε τη Μελχόλ από τον άντρα της, τον Φαλτί (Φαλτιήλ), ο οποίος τη συνόδεψε μέχρι τη Βαρακίμ κλαίγοντας, και την παρέδωσε στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,12-16).

 

Η Μελχόλ, αν και αγαπούσε το Δαβίδ, εν τούτοις όταν τον είδε να χορεύει κατά τη μεταφορά της Κιβωτού της Διαθήκης, ένιωσε βαθιά περιφρόνηση γι' αυτόν. Όταν ο Δαβίδ μετά τη μεταφορά της Κιβωτού  επέστρεψε στο σπίτι του, η Μελχόλ βγήκε να τον προϋπαντήσει, και τον ειρωνεύτηκε, που ο βασιλιάς του Ισραήλ χόρευε και ξεγυμνώθηκε μπροστά στα μάτια των υπηκόων του, όπως ένας οποιοσδήποτε χορευτής. Ο Δαβίδ όμως της απάντησε: «Εγώ για να τιμήσω τον Κύριο φέρθηκα έτσι! Ο Κύριος προτίμησε εμένα από τον πατέρα σου κι απ' όλη την οικογένειά σου, για να γίνω βασιλιάς όλου του ισραηλιτικού λαού. Προς τιμήν του, λοιπόν, θα χορεύω ενώπιόν του και θα τον δοξάζω, έστω κι αν ταπεινωθώ ακόμα περισσότερο μπροστά στα μάτια σου και ενώπιον των υπηκόων μου». Η Μελχόλ, η κόρη του Σαούλ και γυναίκα του Δαβίδ, επειδή έτσι μίλησε στο Δαβίδ, σε όλη της τη ζωή δεν απέκτησε παιδί (Β' Βασιλειών 6,16. 6,20-23. Α' Παραλειπομένων 15,29).