ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

ΓΟΛΙΑΘ

 

Ο ΓΟΛΙΑΘ

 

Δαβίδ και Γολιάθ

Ο Γολιάθ ήταν Φιλισταίος γίγαντας από τη Γεθ (Α' Βασιλειών 17,4. 17,23). Το ύψος του ήταν περίπου 2,5 μέτρα. Φορούσε περικεφαλαία στο κεφάλι του και αλυσιδωτό θώρακα, από χαλκό και σίδηρο, που το βάρος του ήταν περίπου 50 κιλά. Είχε χάλκινες περικνημίδες στα πόδια του και χάλκινη ασπίδα στους ώμους του. Το δόρυ του ήταν χοντρό και μεγάλο, σαν το αντί του αργαλειού και η σιδερένια λόγχη του ζύγιζε περίπου 6,5 κιλά (Α' Βασιλειών 17,4-7).

Αδερφός του Γολιάθ ήταν ο Λαχμί, που τον σκότωσε αρκετά χρόνια αργότερα ο Ελεανάν (Β' Βασιλειών 21,19. Α' Παραλειπομένων 20,5).

 

 

ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΓΟΛΙΑΘ

 

Την εποχή του Σαούλ, οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν το στρατό τους για πόλεμο με τους Ισραηλίτες και στρατοπέδευσαν στην Εφερμέμ, που βρίσκεται στην περιοχή της φυλής Ιούδα, μεταξύ Σοκχώθ και Αζηκά. Ο στρατός των Ισραηλιτών συγκεντρώθηκαν κι αυτοί και στρατοπέδευσαν απέναντι από τους Φιλισταίους. Έτσι οι Φιλισταίοι παρατάχθηκαν στην πλαγιά ενός βουνού και οι Ισραηλίτες στην πλαγιά του απέναντι βουνού κι ανάμεσα τους ήταν η κοιλάδα (Α' Βασιλειών 17,1-3).

 

Τότε βγήκε από το στρατόπεδο των Φιλισταίων, ένας δυνατός πολεμιστής, που ονομαζόταν Γολιάθ, από τη Γεθ, που το ύψος του ήταν περίπου 2,5 μέτρα. Ο οπλοφόρος του κρατούσε τα όπλα του και βάδιζε μπροστά του. Ο Γολιάθ στάθηκε αλαζονικά και φώναξε προς τις γραμμές των Ισραηλιτών: «Γιατί βγήκατε να παραταχθείτε για πόλεμο; Εγώ είμαι ένας Φιλισταίος κι εσείς οι Εβραίοι του Σαούλ. Διαλέξτε λοιπόν έναν άντρα κι ας έρθει ν' αναμετρηθεί μαζί μου. Αν καταφέρει να με νικήσει και να με σκοτώσει, τότε εμείς θα γίνουμε δούλοι σας. Αν όμως εγώ τον νικήσω και τον σκοτώσω, τότε εσείς θα γίνετε δούλοι μας και θα μας υπηρετείτε πάντοτε». Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια του Φιλισταίου ο Σαούλ και οι Ισραηλίτες, τα 'χασαν και τρόμαξαν (Α' Βασιλειών 17,4-11). Σαράντα μέρες ο Γολιάθ προχωρούσε πρωί και βράδυ προς τους Ισραηλίτες και τους προκαλούσε (Α' Βασιλειών 17,16).

 

Κάποια μέρα ένας νεαρός ο Δαβίδ, έτυχε να βρίσκεται στο στρατόπεδο που βρίσκονταν και τ' αδέρφια του και άκουσε τον γίγαντα, να μιλάει υβριστικά και εμπαικτικά εναντίον των Ισραηλιτών. Έτσι πήρε την άδεια από το Σαούλ ν' αναμετρηθεί μαζί του. Πήρε μόνο το ραβδί του, διάλεξε πέντε λεία λιθάρια και τα έβαλε στο σακούλι που είχε μαζί του, πήρε τη σφεντόνα του και πήγε στο πεδίο της μάχης για να συναντήσει το Φιλισταίο (Α' Βασιλειών 17,19-40).

 

Ο Γολιάθ άρχισε κι αυτός να πλησιάζει το Δαβίδ, ενώ ο οπλοφόρος του βάδιζε μπροστά του. Όταν ο Γολιάθ κοίταξε προσεκτικά το Δαβίδ, δεν του έδωσε καμιά σημασία, γιατί είδε μπροστά του ένα παιδί. Ο Γολιάθ είπε στο Δαβίδ: «Τι είμαι εγώ; Σκυλί είμαι και ήρθες εναντίον μου με ραβδί και με πέτρες;». Και ο Δαβίδ του είπε «Όχι, αλλά είσαι χειρότερος από σκυλί». Ο Γολιάθ ζήτησε από τους θεούς του την κατάρα τους πάνω στο Δαβίδ. Μετά του είπε «Έλα και θα δώσω τις σάρκες σου στα πουλιά του ουρανού και στα θηρία της γης».

Ο Δαβίδ απάντησε στο Γολιάθ: «Εσύ έρχεσαι εναντίον μου με ξίφος, με δόρυ και ασπίδα και εγώ όμως έρχομαι εναντίον σου στο όνομα του παντοδύναμου Θεού, του Κυρίου του ισραηλιτικού λαού, που εσύ εξύβρισες. Σήμερα ο Κύριος θα σε παραδώσει στα χέρια μου και θα σε σκοτώσω. Σήμερα θα σου κόψω το κεφάλι και θα παραδώσω τα μέλη σου και τα πτώματα των Φιλισταίων στα πουλιά του ουρανού και στα θηρία της γης. Έτσι όλοι οι λαοί θα μάθουν ότι ο αληθινός Θεός βρίσκεται στον ισραηλιτικό λαό. Κι όλο αυτό το πλήθος των Ισραηλιτών θα μάθει πως ο Κύριος δεν σώζει μόνο με δόρυ και με ξίφος, πως είναι ο κυρίαρχος και θα σας παραδώσει στα χέρια μας» (Α' Βασιλειών 17,41-47).

 

Δαβίδ και Γολιάθ

Μόλις ο Γολιάθ προχώρησε προς το μέρος του Δαβίδ, ο Δαβίδ, οπλισμένος με την πίστη στο Θεό, άπλωσε το χέρι του στο σακούλι, πήρε ένα λιθάρι και το εκσφενδόνισε ενάντια στο Φιλισταίο. Το λιθάρι τρύπησε την περικεφαλαία και χώθηκε στο μέτωπο του Γολιάθ, ο οποίος πληγώθηκε θανάσιμα κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη. Έτσι ο Δαβίδ μ' ένα λιθάρι και με μια σφεντόνα κατατρόπωσε το γίγαντα Γολιάθ. Έπειτα ο Δαβίδ στάθηκε πάνω απ' το βαριά τραυματισμένο Γολιάθ, τράβηξε το ξίφος από τη θήκη του Φιλισταίου και τον αποτέλειωσε, κόβοντάς του το κεφάλι (Α' Βασιλειών 17,48-51).

Οι Φιλισταίοι, όταν είδαν ότι σκοτώθηκε ο ακατανίκητος ήρωάς τους, πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Τότε οι άνδρες του Ισραήλ και του Ιούδα φωνάζοντας πολεμικές ιαχές, καταδίωξαν τους Φιλισταίους ως τη Γεθ, την Ασκάλωνα και την Ακκαρών. Όλη η περιοχή γέμισε με νεκρούς και τραυματίες των Φιλισταίων. Ο Δαβίδ πήρε το κεφάλι του Γολιάθ και το έφερε στην Ιερουσαλήμ, ενώ τα όπλα του τα πήρε στη σκηνή του (Α' Βασιλειών 17,51-54).

Μετά τη μονομαχία του Δαβίδ με το Γολιάθ, το ξίφος του γίγαντα φυλάχτηκε από τους ιερείς της Νομβά. Συγκεκριμένα, όταν ο Δαβίδ είχε πάει στη Νομβά, για να ξεφύγει από την οργή του Σαούλ, εκτός από φαγητό, ρώτησε τον ιερέα Αβιμέλεχ εάν είχε κάποιο ακόντιο ή ξίφος. Αυτός του είπε ότι έχει μόνο το ξίφος του Γολιάθ του Φιλισταίου, που ο ίδιος ο Δαβίδ  είχε σκοτώσει στην κοιλάδα Ηλά. Ο Δαβίδ το πήρε και συνέχισε το δρόμο του μακριά από το Σαούλ (Α' Βασιλειών 21,8-10).

 

 

 

Πιθανόν να είναι το κρανίο του Γολιάθ