ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ  

 

ΕΛΙΜΕΛΕΧ ΚΑΙ ΝΩΕΜΙΝ

 

Νωεμίν και Ρουθ

ΕΛΙΜΕΛΕΧ ΚΑΙ ΝΩΕΜΙΝ

 

ΕΛΙΜΕΛΕΧ: Ο Ελιμέλεχ ήταν ο σύζυγος της Νωεμίν, πεθεράς της Ρουθ. Καταγόταν από την από την Εφραθά, δηλαδή από τη Βηθλεέμ της φυλής Ιούδα (Ρουθ 1,2). Γιοι του Ελιμέλεχ ήταν ο Μααλών και ο Χελαιών (Ρουθ 1,2).

 

ΝΩΕΜΙΝ: Ο Νωεμίν ήταν σύζυγος του Ελιμέλεχ και πεθερά της Ρουθ. Καταγόταν από την από την Εφραθά, δηλαδή από τη Βηθλεέμ της φυλής Ιούδα (Ρουθ 1,2). Γιοι της Νωεμίν ήταν ο Μααλών και ο Χελαιών (Ρουθ 1,2). Τ' όνομα Νωεμίν σημαίνει "Ευχάριστη και γλυκειά" (Ρουθ 1,20)

 

 

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΩΕΜΙΝ

 

Την εποχή που τους Ισραηλίτες τους κυβερνούσαν οι Κριτές, έπεσε πείνα στη χώρα. Τότε ο Ελιμέλεχ, που καταγόταν από την Εφραθά, δηλαδή από τη Βηθλεέμ της φυλής Ιούδα, πήγε να μείνει προσωρινά στη Μωάβ μαζί με τη γυναίκα του τη Νωεμίν και τους δύο γιους του, τον Μααλών και τον Χελαιών (Ρουθ 1,1-2).

Έφτασαν στη Μωάβ και εγκαταστάθηκαν εκεί περίπου δέκα χρόνια. Ο Ελιμέλεχ όμως πέθανε και η Νωεμίν έμεινε μόνη της με τους δυο γιους της. Αυτοί παντρεύτηκαν Μωαβίτισσες. Το όνομα της μιας ήταν Ορφά και της άλλης Ρουθ. Ο Μααλών παντρεύτηκε τη Ρουθ και ο Χελαιών την Ορφά. Έπειτα ο Μααλών και ο Χελαιών πέθαναν κι αυτοί, και η Νωεμίν έμεινε μόνη μαζί με τις νύφες της (Ρουθ 1,3-5).

 

Νωεμίν και Ρουθ

Μετά απ' αυτά τα συμβάντα, πέρασε η περίοδος της πείνας και η Νωεμίν μαζί με τις δύο νύφες της έφυγαν από τη Μωάβ και πήραν το δρόμο της επιστροφής για την πατρίδα της Νωεμίν, τη Βηθλεέμ. Σε κάποιο σημείο της πορείας τους η Νωεμίν ευλόγησε τις νύφες της και τις άφησε ελεύθερες να γυρίσουν στο πατρικό τους σπίτι. Έπειτα τις φίλησε κι αυτές ξέσπασαν σε κλάματα. Τελικά ύστερα από την επιμονή της Νωεμίν, η Ορφά αποχαιρέτησε την πεθερά της και γύρισε στο πατρικό της σπίτι, ενώ η Ρουθ έμεινε μαζί με την πεθερά της (Ρουθ 1,6-18).

Οι δυο γυναίκες έφτασαν στη Βηθλεέμ, όταν άρχιζε ο θερισμός του κριθαριού. Όλη η πόλη συγκινήθηκε για τις δύο γυναίκες, αλλά εκείνη τους έλεγε: «Μη με λέτε πια Νωεμίν (Ευχάριστη και γλυκειά), αλλά να με φωνάζετε Μαρά (Πίκρα), γιατί ο Κύριος με πίκρανε αφάνταστα και μου έστειλε τόσες θλίψεις» (Ρουθ 1,19-22).

 

Από τον άντρα της τον Ελιμέλεχ, η Νωεμίν είχε ένα συγγενή, άνθρωπο ισχυρό και πλούσιο, ο οποίος ονομαζόταν Βοόζ. Μια μέρα η Ρουθ είπε στη Νωεμίν να πάει να μαζέψει στάχυα από τα χωράφια, όπου την εποχή εκείνη θέριζαν το κριθάρι. Η Νωεμίν της έδωσε την άδεια κι έτσι η Ρουθ πήγε και μάζευε στάχυα πίσω από τους θεριστές σ' ένα χωράφι, που εντελώς συμπτωματικά, έτυχε ν' ανήκει στο Βοόζ, το συγγενή του Ελιμέλεχ (Ρουθ 2,1-3).

Η Ρουθ είχε δουλέψει ως το βράδυ και είχε μαζέψει αρκετά στάχυα, από τα οποία έβγαλε 20 κιλά περίπου κριθάρι. Έπειτα πήρε το φορτίο της και γύρισε στο σπίτι της. Έδειξε στην πεθερά της ότι είχε μαζέψει και της έδωσε το περίσσευμα από το φαγητό που της είχαν προσφέρει. Μετά η Νωεμίν τη ρώτησε σε ποιο χωράφι πήγε και η Ρουθ της απάντησε. Η Νωεμίν δόξασε τον Κύριο και είπε στη νύφη της για τη στενή συγγένεια που είχαν με το Βοόζ. Έτσι η Ρουθ πήγαινε μαζί με τις υπηρέτριες του Βοόζ και μάζευε στάχυα, ώσπου θέρισαν όλο το κριθάρι και το σιτάρι μέχρι το τέλος του θερισμού (Ρουθ 2,18-23).

 

Μια μέρα η Νωεμίν είπε στη Ρουθ, ότι πρέπει να βρει έναν σύζυγο. Γι' αυτό της πρότεινε να καθαριστεί, να φορέσει ωραία ρούχα και να αλειφθεί με αρώματα και το βράδυ να πάει στο αλώνι του Βοόζ, όπου θα χωρίζουν το σιτάρι από τα στάχυα. Να μην του φανερωθεί ωσότου εκείνος τελειώσει το φαγητό και το ποτό του, κι όταν θα πάει να κοιμηθεί να πάει και να πλαγιάσει στα πόδια του. Μετά εκείνος θα της πει τι θα κάνει.

Η Ρουθ έκανε όπως της είπε η πεθερά της. Ο Βοόζ έφαγε, ήπιε και ύστερα κοιμήθηκε σε κάποια άκρη στο αλώνι. Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Βοόζ βρήκε τη Ρουθ να κοιμάται στα πόδια του. Εκείνη του είπε να την πάρει στην προστασία του, γιατί ήταν ο κοντινότερος συγγενής της.

Ο Βοόζ εκτίμησε τις αρετές της Ρουθ, αλλά και την αφοσίωσή της προς την πεθερά της και δέχτηκε την πρότασή της. Πριν ξημερώσει ο Βοόζ της έδωσε κριθάρι και η Ρουθ γύρισε στο σπίτι της, όπου διηγήθηκε στην πεθερά της όλα όσα έγιναν (Ρουθ 3,1-18).

Έτσι ο Βοόζ πήρε τη Ρουθ γυναίκα του. Ο Κύριος την ευλόγησε και γέννησε γιο, και τον ονόμασαν Ωβήδ. Αυτός ήταν ο πατέρας του Ιεσσαί και παππούς του Δαβίδ. Οι γυναίκες της Βηθλεέμ μακάριζαν τη Νωεμίν για τη νύφη της, η οποία θα ήταν στήριγμα στα γηρατειά της και μέσω της οποίας θα συνεχιζόταν τ' όνομα της οικογένειας. Η Νωεμίν πήρε το παιδί της Ρουθ στην αγκαλιά της και ανέλαβε να το αναθρέψει (Ρουθ 4,13-17).