ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

Ο ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ ΑΧΙΜΑΑΣ

 

Ο ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ ΑΧΙΜΑΑΣ

 

Ο Αχιμάας ήταν γιος του αρχιερέα Σαδώκ και απόγονος του Ααρών και του Λευΐ (Β' Βασιλειών 15,27. 15,36. 18,19. 18,22. 18,27. Α' Παραλειπομένων 5,34). Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Αχιμάας έγινε αρχιερέας του Ισραήλ. Γιος του Αχιμάας και διάδοχός του στο αξίωμα του αρχιερέα ήταν ο γιος του ο Αζαρίας (Α' Παραλειπομένων 5,34-35). Ο Αχιμάας, μαζί με το γιο του αρχιερέα Αβιάθαρ, τον Ιωνάθαν, ήταν οι πληροφοριοδότες του Δαβίδ κατά την εξέγερση του Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 15,36. 17,17. 17,21).

 

 

Όταν ο Δαβίδ μετά την εξέγερση του Αβεσσαλώμ εγκατέλειψε την Ιερουσαλήμ, πέρασε από τον χείμαρρο των Κέδρων, μαζί με όλο το πλήθος που τον ακολουθούσε. Εκεί ο Δαβίδ συναντήθηκε με τους αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ, οι οποίοι μαζί με τους Λευίτες μετέφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης από την Βαιθάρ. Τότε ο Δαβίδ είπε στο Σαδώκ να γυρίσει πίσω την Κιβωτό του Κυρίου. Έτσι ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ, καθώς και οι γιοι τους Αχιμάας και Ιωνάθαν, με εντολή του Δαβίδ, ξανάφεραν την Κιβωτό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ και έμειναν εκεί (Β' Βασιλειών 15,23-29).

Ο Χουσί, σύμβουλος του Δαβίδ, όταν έμαθε τα σχέδια του Αχιτόφελ και του Αβεσσαλώμ, ειδοποίησε τους αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ, και τους συμβούλεψε να πουν στο Δαβίδ να μη μείνει τη νύχτα στην κοιλάδα του Ιορδάνη, στην Αραβώθ, αλλά να περάσει γρήγορα το ποτάμι, μήπως τυχόν ο Αχιτόφελ αλλάξει τη γνώμη του Αβεσσαλώμ και στείλει το στρατό εναντίον του Δαβίδ. Μια υπηρέτρια, λοιπόν, μετέφερε στον Αχιμάας, γιο του Σαδώκ, και τον Ιωνάθαν, γιο του Αβιάθαρ, που περίμεναν κοντά στην πηγή Ρωγήλ, το μήνυμα του Χουσί (Β' Βασιλειών 17,15-17).

Ένας νεαρός όμως τους είδε και το είπε στον Αβεσσαλώμ, ο οποίος έστειλε ανθρώπους για να τους συλλάβουν. Αλλά ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας επέσπευσαν το βήμα τους και μπήκαν γρήγορα σ' ένα σπίτι στη Βαουρίμ, που είχε στην αυλή του πηγάδι και κρύφτηκαν εκεί. Η γυναίκα του σπιτιού έκλεισε το πηγάδι μ' ένα σκέπασμα και σκόρπισε από πάνω του κόκκους σιταριού για να ξεραθούν κι έτσι δεν φαινόταν τίποτα από κάτω.

Οι άνθρωποι του Αβεσσαλώμ πήγαν στο σπίτι αυτό και ρώτησαν τη γυναίκα, εάν είδε τους δύο άντρες. Η γυναίκα τους απάντησε ότι πέρασαν πέρα απ' το ποτάμι. Εκείνοι τους αναζήτησαν, αλλά επειδή δεν τους βρήκαν, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ.

Όταν οι άνθρωποι του Αβεσσαλώμ έφυγαν, ο Ιωνάθαν κι ο Αχιμάας βγήκαν απ' το πηγάδι και έδωσαν στο βασιλιά Δαβίδ το μήνυμα του Χουσί. Έτσι ο Δαβίδ μέχρι το πρωΐ πέρασε τον Ιορδάνη (Β' Βασιλειών 17,18-22).

 

Μετά τη νίκη του στρατού του Δαβίδ κατά του στρατού του Αβεσσαλώμ, ο Αχιμάας, γιος του Σαδώκ, είπε στον Ιωάβ να του επιτρέψει να πάει και ν' αναγγείλει τα ευχάριστα νέα στο βασιλιά, γιατί ο Κύριος τον έσωσε απ' τους εχθρούς του. Ο  Ιωάβ όμως του είπε, να μεταφέρει άλλη μέρα τα ευχάριστα νέα, γιατί αν πήγαινε εκείνη τη στιγμή δεν θα ήταν αγγελιοφόρος καλών ειδήσεων, αφού ο γιος του βασιλιά ήταν νεκρός. Τότε είπε ο Ιωάβ είπε στο Χουσί, να πάει και ν' αναγγείλει στο βασιλιά όσα είδε. Ο Χουσί προσκύνησε τον Ιωάβ και έφυγε.

Ο Αχιμάας παρακάλεσε τον Ιωάβ, να τρέξει κι αυτός πίσω απ' τον Χουσί. Αλλά ο Ιωάβ προσπάθησε να τον εμποδίσει, επειδή δεν θα του πήγαινε καλή είδηση.  Ο Αχιμάας επέμενε και πήρε την οδό του Κεχάρ και προσπέρασε το Χουσί (Β' Βασιλειών 18,19-23).

 

Ο Δαβίδ περίμενε ανάμεσα στις δύο πύλες της πόλεως, την εσωτερική και την εξωτερική. Ο Αχιμάας όταν έφτασε, προσκύνησε το βασιλιά και του ανήγγειλε τη νίκη του στρατού του εναντίον του στρατού του Αβεσσαλώμ. Μετά ο Δαβίδ τον ρώτησε, εάν ο γιος του ο Αβεσσαλώμ ήταν καλά. Ο Αχιμάας απάντησε, ότι τον έστειλε ο Ιωάβ και ότι δεν γνωρίζει τι απέγινε ο Αβεσσαλώμ.

Εκείνη τη στιγμή είχε φτάσει και ο Χουσί, ο οποίος κι αυτός με τη σειρά του ανήγγειλε τη νίκη του στρατού του Δαβίδ. Ο Δαβίδ ρώτησε τον Χουσί, εάν ο γιος του ο Αβεσσαλώμ ήταν καλά. Ο Χουσί απάντησε ότι οι εχθροί του βασιλιά στασίασαν εναντίον του, γι' αυτό ας έχουν την τύχη του γιου του βασιλιά, του Αβεσσαλώμ. Τότε ο Δαβίδ ταράχτηκε. Ανέβηκε πάνω στο χώρο που βρισκόταν πάνω από την πύλη και θρήνησε το θάνατο του Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 18,24-33).

 

Ο Δαβίδ, στα τέλη της βασιλείας του, με τη βοήθεια του Σαδώκ του αρχιερέα και του γιου του Αχιμέλεχ, διαίρεσε τους απογόνους του Ελεάζαρ και του Ιθάμαρ, αναλόγως με την υπηρεσία τους και τις πατριαρχικές οικογένειες στις οποίες ανήκαν. Κατά την απογραφή βρέθηκαν περισσότεροι άρχοντες μεταξύ των απογόνων του Ελεάζαρ παρά του Ιθάμαρ. Έτσι ο Δαβίδ διαίρεσε τους απογόνους του Ελεάζαρ σε 16 πατριαρχικές οικογένειες και τους απογόνους του Ιθάμαρ σε οκτώ πατριαρχικές οικογένειες. Επειδή, όμως, υπήρχαν και απόγονοι του Ελεάζαρ και απόγονοι του Ιθάμαρ, που ήταν προϊστάμενοι του Ναού και του θυσιαστηρίου, η κατανομή τους σε ομάδες έγινε με κλήρωση.

Αυτούς τους κατέγραψε ο Λευίτης γραμματέας Σαμαΐας, γιος του Ναθαναήλ, ενώπιον του βασιλιά, των άλλων αρχόντων, του αρχιερέα Σαδώκ και του γιου του Αχιμέλεχ, του γιου του αρχιερέα Αβιάθαρ και ενώπιον των αρχηγών των ιερατικών και Λευιτικών οικογενειών. Κατά την κλήρωση κληρωνόταν δύο οικογένειες από τους απογόνους του Ελεάζαρ και μία οικογένεια από τους απογόνους του Ιθάμαρ (Α' Παραλειπομένων 24,1-6).

 

Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Αχιμάας τον διαδέχτηκε στο αξίωμα του αρχιερέα (Α' Παραλειπομένων 5,34-35).