ΒΙΒΛΟΣ

 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ

 

Στην Παλαιά Διαθήκη "Πατριάρχες" ονομάζονταν οι γενάρχες (προπάτορες) των Ισραηλιτών, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και οι δώδεκα γιοί του Ιακώβ, ο Ρουβήν, ο Συμεών, ο Λευΐ, ο Ιούδας, ο Ισσάχαρ, ο Ζαβουλών, ο Δαν, ο Νεφθαλίμ, ο Γαδ, ο Ασήρ, ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν.

 

Οι Πατριάρχες έζησαν περίπου το 19ο αιώνα έως το 15ο αιώνα π.Χ. Αγαπούσαν και εμπιστεύονταν το Θεό και κράτησαν ζωντανή τη σχέση τους μαζί του. Τις διηγήσεις για τους Πατριάρχες, τους αγώνες και τις περιπέτειές τους, τις βρίσκουμε στο πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, τη Γένεση, στα κεφάλαια 12-50.

 

Οι Πατριάρχες ήταν κυρίως βοσκοί αιγοπροβάτων και ζούσαν ως νομάδες. Περιπλανούνταν μαζί με τις οικογένειες και τα ζώα τους από τόπο σε τόπο αναζητώντας κατάλληλους βοσκότοπους και πηγές. Ήταν οργανωμένοι σε πατριές, ομάδες δηλαδή ανθρώπων που κατάγονταν από τον ίδιο πρόγονο. Η σχέση αυτή δημιουργούσε αδελφοσύνη μεταξύ των μελών της ομάδας και καθόριζε το πώς πρέπει να ζει όποιος ανήκε σ’ αυτήν. Ο αρχηγός της πατριάς (Πατριάρχης) ήταν πρόσωπο με μεγάλη ισχύ και αναγνώριση.

 

ΚΡΙΤΕΣ

 

Οι Κριτές ήταν χαρισματικοί στρατιωτικοί ηγέτες, δυνατοί και ευσεβείς, που τους καλούσε ο ίδιος ο Κύριος. Το κριτήριο εκλογής τους από το Θεό ήταν η μεγάλη τους εμπιστοσύνη σ’ αυτόν.

Η αποστολή τους ήταν να κυβερνήσουν και να βοηθήσουν το λαό στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας του και να τον οδηγήσουν να απαλλαγεί από τους εχθρούς, που τον καταπίεζαν και τον ταλαιπωρούσαν.

Μετά την αποστολή τους επέστρεφαν στην ιδιωτική τους ζωή ή υπηρετούσαν το λαό ως ισόβιοι άρχοντες, χωρίς όμως να έχουν το δικαίωμα να μεταβιβάσουν το αξίωμα αυτό στα παιδιά τους.

 

Για τους Κριτές μαθαίνουμε από το ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Εκεί αποκαλύπτεται: α) η μεγάλη αγάπη του Θεού προς τον λαό του και β) η αλήθεια ότι ο μόνος που μπορεί να εγγυηθεί για την ελευθερία του λαού είναι ο ίδιος ο Θεός.

Οι πιο γνωστοί από τους Κριτές ήταν ο Γεδεών, ο Σαμψών, ο Ιεφθάε, η Δεββώρα και ο Σαμουήλ. Άλλοι Κριτές ήταν ο Γοθονιήλ, ο Αώδ, ο Σαμεγάρ, ο Βαράκ, ο Θωλά, ο Ιαΐρ, ο Αβαισσάν, ο Αϊλώμ, ο Αβδών και ο Ηλί. Η εποχή της δράσης τους διαρκεί περόπου 150 χρόνια.

 

 

ΝΑΖΗΡΑΙΟΙ

 

Ναζηραίος ήταν ο αφιερωμένος στο Θεό. Οι Ναζηραίοι αποτελούσαν ειδική τάξη ανθρώπων, οι οποίοι αφιερώνονταν για ορισμένο χρονικό διάστημα ή για ολόκληρη τη ζωή τους στο Θεό. Κατά τη διάρκεια της αφιέρωσης απέφευγαν πλήρως τα  οινοπνευματώδη ποτά, όλα τα προϊόντα της αμπέλου (κρασί, σταφύλια, σταφίδες, σπόροι, φλούδες κλπ), το κούρεμα των μαλλιών και την επαφή με νεκρό.

Έτσι για όλο το διάστημα για το οποίο είχε αφιερωθεί στον Κύριο, δεν έπρεπε να κόψει τα μαλλιά του ή τα γένια του. Ακόμη δεν έπρεπε να αγγίξει νεκρό, ούτε να μπει σε κάποιο δωμάτιο όπου υπήρχε νεκρός, έστω κι αν ήταν ο πατέρας του ή η μάνα του, ή κάποιος συγγενής του, γιατί τότε θεωρούνταν ακάθαρτος (Αριθμοί 6,1-8).

 

Εάν όμως είχε πεθάνει κανείς ξαφνικά μπροστά του, τότε θεωρούνταν ηθικά μολυσμένος. Γι' αυτό θα έπρεπε να κόψει τα μαλλιά του την ίδια μέρα. Μετά από εφτά μέρες θα έπρεπε να τα ξανακόψει και την όγδοη μέρα θα έπρεπε να πάει στον ιερέα για την τελετή της εξιλέωσης.

Συγκεκριμένα έπαιρνε δύο τρυγόνια ή δύο νεαρά περιστέρια και πήγαινε στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου. Ο ιερέας τότε πρόσφερε το ένα πουλί ως θυσία εξιλέωσης για την αμαρτία του και το άλλο ως θυσία ολοκαυτώματος. Κατόπιν ο Ναζηραίος θα αφιερώσει εκ νέου το κεφάλι του στον Κύριο και θα συνεχίσει την αφιέρωσή του για το διάστημα που είχε τάξει τον εαυτό του. Οι προηγούμενες μέρες της αφιέρωσής του δεν θα υπολογιστούν, γιατί η αφιέρωσή του είχε διακοπεί (Αριθμοί 6,9-12).

 

Η αφιέρωση δεν σήμαινε και απομάκρυνση του Ναζηραίου από το οικογενειακό του περιβάλλον, γεγονός που τον καθιστούσε ζωντανό παράδειγμα των θείων απαιτήσεων για όλους. Μετά το τέλος του χρόνου της αφιέρωσης του, ο Ναζηραίος προσέφερε διάφορες θυσίες, μεταξύ των οποίων και τα μαλλιά του, προκειμένου να επιστρέψει στην κανονική ζωή.

Όταν τελείωναν οι μέρες της αφιέρωσής του, ο ιερέας τον οδηγούσε στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου και πρόσφερε ως δώρο στον Κύριο, ένα αρνί ενός χρόνου χωρίς ελάττωμα ως θυσία ολοκαυτώματος, ένα αρνί θηλυκό ενός χρόνου χωρίς ελάττωμα ως θυσία εξιλέωσης και ένα κριάρι χωρίς ελάττωμα ως ευχαριστήρια θυσία. Ακόμη έπρεπε να προσφέρει ένα καλάθι με άζυμα ψωμιά ζυμωμένα με λάδι, λαγάνες άζυμες αλειμμένες με λάδι και κρασί για τη σπονδή.

Μετά ο ιερέας τελούσε τις θυσίες και ο Ναζηραίος έκοβε τα μαλλιά του στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου και τα έριχνε στο θυσιαστήριο, όπου καιγόταν η ευχαριστήρια θυσία. Όταν ο ιερέας θα τελείωνε την τελετή, τότε ο Ναζηραίος μπορούσε να πιεί κρασί (Αριθμοί 6,13-21).

 

Ναζηραίοι αναφέρονται μέχρι την εποχή της Καινής Διαθήκης. Ο απόστολος Παύλος κλήθηκε από τους Χριστιανούς των Ιεροσολύμων, προκειμένου να αποδείξει το σεβασμό του προς το Μωσαϊκό νόμο, να πληρώσει τα έξοδα των θυσιών για τέσσερις Ναζηραίους που τελείωσαν την αφιέρωση τους (Πράξεις 21,23-24).

 

ΠΡΟΦΗΤΕΣ

 

Οι Προφήτες ήταν άνθρωποι που τους καλούσε ο Θεός, στα χρόνια της κρίσης του ισραηλιτικού βασιλείου, και τους χάριζε τη βαθιά γνώση του θελήματός του. Η αποστολή τους ήταν να κάνουν γνωστό το θέλημά του Θεού στους ανθρώπους.

Οι προφήτες εμπιστεύονταν απόλυτα το Θεό και αποστέλλονταν να μεσολαβήσουν ανάμεσα στον αληθινό Θεό και τους ανθρώπους. Γι’ αυτό πάντοτε άρχιζαν το κήρυγμά τους με τα λόγια: «Τάδε λέγει Κύριος…» ή «Λόγος Κυρίου...».

 

Οι προφήτες, με τη φώτιση του Θεού, μπορούσαν να βλέπουν σε βάθος τα πράγματα και να συνειδητοποιούν τι πραγματικά συνέβαινε στην εποχή τους. Αντιλαμβάνονταν τα σημάδια του ηθικού ξεπεσμού και της διαφθοράς, ακόμη κι όταν όλες οι συνθήκες της εποχής φαίνονταν ιδανικές. Αναγνώριζαν τι δεν πήγαινε καλά και ποιοι κίνδυνοι παραμόνευαν τους Ισραηλίτες. Επιπλέον, συναισθάνονταν τις καταστροφικές συνέπειες που θα ακολουθούσαν για τη ζωή του κράτους και των ανθρώπων.

Όλα αυτά τα αποκάλυπταν με τα κηρύγματά τους, χωρίς δισταγμούς και μισόλογα, προσπαθώντας έτσι να ανοίξουν τα μάτια των συμπατριωτών τους. Έλεγχαν και προειδοποιούσαν, συχνά με σκληρά λόγια, τους πάντες, χωρίς καμιά διάκριση: τους βασιλείς, τους ιερείς, το λαό. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνονται δυσάρεστοι και απειλητικοί. Γι’ αυτό το λόγο γνώρισαν πολλές δοκιμασίες, περιφρονήθηκαν, περιπαίχτηκαν, καταδιώχθηκαν και κάποιοι θανατώθηκαν.

 

Με τα κηρύγματά τους οι προφήτες είχαν ως κύριο σκοπό να ξυπνήσουν τους Ισραηλίτες, ώστε να συναισθανθούν τα λάθη τους και να ξαναφτιάξουν τη σχέση τους με το Θεό. Γι’ αυτό τους καλούσαν να μετανοήσουν και ν’ αλλάξουν τρόπο ζωής. Για να τους καταλαβαίνουν καλύτερα οι σύγχρονοί τους προσπαθούσαν να είναι όσο γίνεται πιο παραστατικοί. Έτσι, άλλοτε χρησιμοποιούσαν στο λόγο τους αφηγήσεις, χρησμούς, ποιήματα και τραγούδια και άλλοτε έκαναν πράξεις με συμβολικό νόημα.

Όπως αυτή του προφήτη Αχιά. Μια μέρα που ο προφήτης συνάντησε τον αξιωματικό του Σολομώντα Ιεροβοάμ, όσο ακόμη ζούσε ο Σολομών, έσκισε μπροστά του το μανδύα που φορούσε σε δώδεκα κομμάτια και προσφέροντάς του τα δέκα τού είπε: «Τάδε λέγει Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: Θα πάρω τη βασιλεία από το Σολομώντα και θα δώσω σ’ εσένα τις δέκα φυλές».

 

Οι προφήτες δεν αρκούνταν στο να ελέγχουν αυστηρά και να προειδοποιούν το λαό. Ταυτόχρονα, με κάθε λόγο τους υπενθύμιζαν ότι ο Θεός ως στοργικός πατέρας νοιάζεται για τους ανθρώπους, όσο κι αν αυτοί τον ξεχνούν. Γέμιζαν παρηγοριά τις ψυχές των Ισραηλιτών. Τους διαβεβαίωναν ότι ο Θεός συνεχίζει το σχέδιό του για τη σωτηρία του κόσμου. Έστρεφαν το βλέμμα των ανθρώπων και προς ένα μέλλον μακρινό. Άνοιγαν μπροστά τους ένα παράθυρο ελπίδας, μιλώντας για την εποχή του Μεσσία. Τότε που ο Θεός θα θεραπεύσει, θα παρηγορήσει και θα φωτίσει τα πάντα. Αυτό το μήνυμα της σωτηρίας μάλιστα το απηύθυναν όχι μόνο στους συμπατριώτες τους, αλλά και στις μεταγενέστερες γενιές και σ’ όλη την ανθρωπότητα.