ΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

 

ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΣΥΜΕΩΝ

 

Ο ΣΥΜΕΩΝ

 

Ο Συμεών ήταν ο δεύτερος γιος του Ιακώβ από τη Λεία (Γένεση 29,33. 35,23. Α' Παραλειπομένων 2,1). Γεννήθηκε στη Μεσοποταμία. Το όνομά του στα εβραϊκά σημαίνει "αυτός που ακούει" και είναι σχετικό με τα λόγια της Λείας "ο Κύριος με άκουσε γιατί είμαι παραγκωνισμένη".

Τα αδέρφια του Συμεών και του Λευΐ από την ίδια μάνα, τη Λεία, ήταν ο Ρουβήν, ο Ιούδας, ο Ισσάχαρ, ο Ζαβουλών και η Δείνα. Ακόμη από τον Ιακώβ και από άλλη μάνα ήταν ο Δαν, ο Νεφθαλίμ, ο Γαδ, ο Ασήρ, ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν (Γένεση 29,31-35. 30,1-24. Γένεση 35,22-26. Α' Παραλειπομένων 2,1-2).

Ο Συμεών είχε 6 γιους, τον Ιεμουήλ (Ναμουήλ), τον Ιαμείν, τον Αώδ (Οάδ ή Ωχάδ), τον Ιαχείν, τον Σαάρ (Σωχάρ) και τον Σαούλ, τον οποίο απέκτησε από τη δεύτερη σύζυγό του που ήταν Χαναναία (Γένεση 46,10. Έξοδος 6,15. Αριθμοί 26,13. Α' Παραλειπομένων 4,24).

 

 

Η ΑΤΙΜΩΣΗ ΤΗΣ ΔΕΙΝΑΣ

 

Μια μέρα η αδερφή του Δείνα, βγήκε για να δει τα κορίτσια της περιοχής. Την είδε κι ο Συχέμ, ο γιος του Εμμώρ (Χαμώρ) του Ευαίου, του άρχοντα της περιοχής, την πήρε λοιπόν και πλάγιασε μαζί της και τη βίασε.

 

Όταν οι γιοι του Ιακώβ γύρισαν από τους αγρούς και έμαθαν το γεγονός, τους κατέλαβε μεγάλη οργή και αγανάκτηση.  Ο Συχέμ παρόλη την πράξη του, τη συμπάθησε όμως και μαζί με τον πατέρα του τη ζήτησε από τον Ιακώβ και τ' αδέρφια της Δείνας.

 

Επειδή ο Συχέμ είχε ατιμάσει την αδερφή τους τη Δείνα, τα παιδιά του Ιακώβ απάντησαν στο Συχέμ και στον πατέρα του το Εμμώρ με πονηριά. Τους ζήτησαν λοιπόν, ότι επειδή η παράδοσή τους δεν επιτρέπει να δώσουν την αδερφή τους σε άνθρωπο απερίτμητο, να περιτμηθούν και αυτοί και οι συγγενείς τους, αλλά και όλοι οι άντρες της πόλης.

Τα λόγια τους αυτά φάνηκαν σωστά στο Εμμώρ και στο Συχέμ. Έτσι όλοι οι άντρες της πόλης, υπάκουσαν στον Εμμώρ και στο Συχέμ, και έκαναν περιτομή σε όλα τα αρσενικά τους. Αλλά την τρίτη μέρα, οι δυο γιοι του Ιακώβ, ο Συμεών και ο Λευί, πήραν τα ξίφη τους, μπήκαν στην ανυποψίαστη πόλη και έσφαξαν όλους τους άντρες. Έσφαξαν το Εμμώρ και το Συχέμ, πήραν τη Δείνα και αφού λεηλάτησαν όλη την πόλη, έφυγαν. Τους πήραν τα ζώα τους, πήραν για λάφυρα τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους και ότι βρήκαν στα σπίτια.

Αλλά ο Ιακώβ τους επέπληξε αυστηρά γι' αυτό που κάνανε, γιατί φοβήθηκε τους κατοίκους της χώρας που είναι πολλοί περισσότεροι  από όσους διαθέτει ο Ιακώβ (Γένεση κεφ. 34).

 

Για το έγκλημά τους αυτό, ο Ιακώβ δεν συγχώρεσε ποτέ την πράξη τους και το θυμό τους και η φυλή του Συμεών, όταν εγκαταστάθηκε στη Χαναάν, πήρε ελάχιστο μερίδιο στη γη της Επαγγελίας και αυτό σε ορεινές και άγονες περιοχές, ανάμεσα στη φυλή του Ιούδα, ώσπου τελικά απορροφήθηκε από αυτή (Ιησούς του Ναυή 19,1-9. Γένεση 49,6-7). Για τον ίδιο λόγο δεν έλαβε την ευλογία του Μωϋσή όπως έγινε στα υπόλοιπα αδέρφια του (Δευτερονόμιο κεφ. 33).

Το ίδιο ισχύει και για τη φυλή του Λευΐ, η οποία παρόλο που ευλογήθηκε από το Θεό μέσω του Μωϋσή στα ιερατικά καθήκοντα, διαμοιράστηκε όμως σύμφωνα με την πρόβλεψη του Ιακώβ ανάμεσα στις άλλες φυλές (Δευτερονόμιο 33,8-11. Γένεση 49,6-7). Σύμφωνα με το απόκρυφο κείμενο «Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών» ο Συμεών ήταν 20 ετών και κάτι όταν μαζί με το Λευΐ πήραν εκδίκηση για την αδερφή τους (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών 2,2).

 

 

Ο ΣΥΜΕΩΝ, Τ' ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΙΩΣΗΦ

 

Μαζί με τ' αδέρφια του θέλησαν να σκοτώσουν τον Ιωσήφ στη στη Δωθάν, βόρεια της Συχέμ, και γι' αυτό τον πέταξαν σ' ένα ξεροπήγαδο. Κατόπιν τον πούλησαν στους Μαδιανίτες (Ισμαηλίτες) εμπόρους που πήγαιναν στην Αίγυπτο. Μετά πήραν το χιτώνα του Ιωσήφ, έσφαξαν ένα κατσίκι και τον έβαψαν με το αίμα του. Μετά έστειλαν τον χιτώνα και τον παρουσίασαν στον πατέρα τους, και του μήνυσαν ότι κάποιο άγριο θηρίο τον σκότωσε (Γένεση 37,12-32).

 

Αργότερα, όταν στη Χαναάν έπεσε πείνα, ο Συμεών και ο Λευΐ συνόδευσαν τα αδέρφια τους στην Αίγυπτο για να αγοράσουν σιτάρι. Άρχοντας στην Αίγυπτο εκείνη την εποχή ήταν ο Ιωσήφ και αυτός προσωπικά πουλούσε το σιτάρι σε όλους τους ξένους. Όταν έφτασαν οι γιοι του Ιακώβ στην Αίγυπτο δεν τον αναγνώρισαν και τον προσκύνησαν, σκύβοντας ως τη γη. Εκείνος τους αναγνώρισε, δεν τους φανερώθηκε και τούς μίλησε σκληρά. Στη συνέχεια τους κατηγόρησε ότι μπήκαν ως κατάσκοποι στην Αίγυπτο. Τους έβαλε λοιπόν στη φυλακή όλους μαζί για τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα ο Ιωσήφ  πήρε απ' ανάμεσα τους το Συμεών και τον αλυσόδεσε μπροστά στα μάτια τους, τους έδωσε σιτάρι και τους ζήτησε να του φέρουν και το μικρότερο αδερφό τους  (Γένεση κεφ. 42,1-24).

 

Όταν επέστρεψαν στον πατέρα τους τον Ιακώβ, στη Χαναάν, του διηγήθηκαν όλα όσα είχαν συμβεί στην Αίγυπτο. Ο Ιακώβ βέβαια αρνήθηκε να στείλει στην Αίγυπτο τον Βενιαμίν (Γένεση 42,25-38).

Η πείνα όμως δυνάμωνε στη Χαναάν κι όταν στην οικογένεια του Ιακώβ σώθηκε όλο το σιτάρι, ο Ιακώβ είπε στους γιούς του να ξαναπάνε πάλι στην Αίγυπτο. Ο Ιακώβ παρά τις αντιρρήσεις του να στείλει τον Βενιαμίν με τους αδερφούς του, πείστηκε από τις εγγυήσεις του Ιούδα, ότι θα είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια του.

 

Οι γιοί του Ιακώβ έφτασαν στην Αίγυπτο και παρουσιάστηκαν στον Ιωσήφ. Όταν ο Ιωσήφ είδε ότι είχαν μαζί τους το Βενιαμίν, τους οδήγησε στο σπίτι του και τους φιλοξένησε. Τότε τους έφερε και το Συμεών.

Τ' αδέρφια του Ιωσήφ κάθισαν απέναντι του κατά σειρά ηλικίας, από τον μεγαλύτερο ως τον μικρότερο. Και έκπληκτοι κοίταζαν ο ένας τον άλλο. Ο Ιωσήφ διέταξε να τους προσφέρουν από τα φαγητά που είχε στο δικό του τραπέζι. Ήπιαν μαζί του και μέθυσαν (Γένεση κεφ. 43).

 

Ο Ιωσήφ γέμισε τα σακιά των αδερφών του με τρόφιμα και έβαλε χρήματα στο σακί του καθενός. Στο άνοιγμα του σακιού του Βενιαμίν, μαζί με τα χρήματα έβαλε και το ποτήρι μου το ασημένιο. Το πρωί μόλις χάραξε, τους άφησαν να φύγουν. Όταν βγήκαν από την πόλη, αλλά πριν απομακρυνθούν, ο Ιωσήφ έστειλε απόσπασμα να πάει να τους προλάβει και να τους κατηγορήσει ότι πήραν το ποτήρι του.

Οι άντρες του Ιωσήφ τους πρόλαβαν και άρχισαν την έρευνα ξεκινώντας από τον μεγαλύτερο και τέλειωσε με τον νεότερο. Το ποτήρι βρέθηκε στο σακί του Βενιαμίν. Τότε τα αδέρφια του έσκισαν τα ρούχα τους, ξαναφόρτωσαν τα ζώα τους και γύρισαν πίσω στην πόλη (Γένεση κεφ. 44,1-13). 

 

Ο Ιωσήφ ήταν ακόμα στο σπίτι του, όταν έφτασαν εκεί τ' αδέρφια του. Και έπεσαν μπροστά του στο έδαφος. Τότε ο Ιωσήφ τους είπε πως ο άνθρωπος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι, αυτός θα γίνει δούλος του.

Πήρε το λόγο ο Ιούδας και του είπε πως αν γυρίσουν πίσω στον πατέρα τους και δεν είναι μαζί τους ο Βενιαμίν τότε εκείνος θα πεθάνει  (Γένεση κεφ. 44,14-34).

Ο Ιωσήφ δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί και τους φανερώθηκε, ξεσπώντας σ' ένα δυνατό κλάμα. Μετά φίλησε όλους τους αδερφούς του κλαίγοντας (Γένεση κεφ. 45,1-15).

 

Μετά τον θάνατο του Ιακώβ, ο Συμεών και ο Λευΐ μαζί με τ' αδέρφια τους, φοβήθηκαν μήπως ο Ιωσήφ τους φερθεί εχθρικά και τους ανταποδώσει το κακό που του είχαν κάνει. Γι' αυτό πήγαν στον Ιωσήφ, έπεσαν μπροστά του και τον παρακάλεσαν να τους συγχωρήσει. Του υπενθύμισαν το μήνυμα του πατέρα τους να συγχωρήσει την αμαρτία των αδερφών του και την ανομία τους για το μεγάλο κακό που του έκαναν. Όταν ο Ιωσήφ άκουσε αυτά τα λόγια έκλαψε και τους καθησύχασε (Γένεση 50,15-21).

 

 

ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΜΕΩΝ

 

Όταν ο Ιακώβ πήγε στην Αίγυπτο να συναντήσει τον Ιωσήφ, ο Συμεών είχε έξη γιους και όλοι τους εκτός από έναν, ίδρυσαν συγγένειες. Οι γιοί του ήταν οι Ιεμουήλ, Ιαμείν, Αώδ (Οάδ ή Ωχάδ), Ιαχείν, Σαάρ (Σωχάρ) και ο Σαούλ από τη δεύτερη σύζυγό του που ήταν Χαναναία (Γένεση 46,10. Έξοδος 6,15. Αριθμοί 26,13. Α' Παραλειπομένων 4,24). Όταν ο Ιακώβ λίγο πριν το θάνατό του, κάλεσε όλα τα παιδιά του για να τους πει τι θα συμβεί στο μέλλον και να τα ευλογήσει, για το Λευί και τον Συμεών μίλησε για τα δεινά που θα συνέβαιναν στους απογόνους τους (Γένεση 49,5-7).

Οι απόγονοι του Συμεών κατά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο αποτέλεσαν τη φυλή Συμεών, η οποία απαριθμούσε 59.300 άντρες (Αριθμοί 1,22-23). Λίγο πριν την είσοδο των Ισραηλιτών στη γη Χαναάν, στην πεδιάδα Μωάβ, η φυλή απαριθμούσε 22.200 άντρες (Αριθμοί 26,14).

Ο Συμεών πέθανε στην Αίγυπτο. Το όνομά του αναφέρεται στους γενεαλογικούς πίνακες στο βιβλίο των Παραλειπομένων (Α' Παραλειπομένων 2,1-2). Ο Συμεών εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων).

 

 

Ο ΣΥΜΕΩΝ ΣΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΒΙΒΛΙΑ

 

Στο απόκρυφο κείμενο «Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών» υπάρχει η Διαθήκη του Συμεών, η οποία ασχολείται κυρίως με το φθόνο. Σ' αυτή ο Συμεών αφηγείται πως ήταν ανδρείος και δυνατός. Ο Συμεών εξομολογείται πως ήθελε να σκοτώσει τον Ιωσήφ λόγω της ζήλιας του για εκείνον. Εξηγεί ότι ήταν ο Ιούδας, αυτός ο οποίος είχε πωλήσει τον Ιωσήφ στους Ισμαηλίτες και πως ο Ρουβήν τον είχε λυπηθεί. Μετά από το γεγονός αυτό ο Συμεών ήταν για πέντε μήνες οργισμένος με τον Ιούδα, γιατί ήταν τόσο το μίσος του και η ζήλια για τον Ιωσήφ, που τον ήθελε οπωσδήποτε νεκρό (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Συμεών 2,3-14).

Ο Συμεών συμβουλεύει τα παιδιά του ν' αποφεύγουν την πλάνη και τον φθόνο και τους αφηγείται τον αγώνα που έκανε για ν' απαλλαγεί από το πάθος του φθόνου (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Συμεών 3,1-6). Ο Συμεών παρουσιάζει τον Ιωσήφ ως το ιδανικό της αρετής, της ακακίας και της γενναιοδωρίας, ο οποίος δεν του κράτησε κακία και τον συγχώρησε (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Συμεών 4,1-9. 5,1). Ο Συμεών συμβουλεύει τα παιδιά του ν' αποφεύγουν και την πορνεία (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Συμεών 5,2-6).

Ο Συμεών προφητεύει πως ο Κύριος, από από τον Λευΐ ως αρχιερέα και τον Ιούδα ως βασιλέα, θα κάνει να προέλθει ο θεάνθρωπος, ο οποίος θα σώσει όλα τα έθνη και το γένος του Ισραήλ (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Συμεών 7,1-3).

Σύμφωνα με το απόκρυφο κείμενο «Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών» ο Συμεών πέθανε σε ηλικία 120 ετών. Οι γιοι του πήραν τα οστά του και τα έθεσαν σε ξύλινη άσηπτη θήκη και τα οδήγησαν στη Χεβρών, στον τάφο του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Συμεών 8,1-2).

 

 

ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

 

Κοντάκιον

Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ' ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες τρισμακάριοι, ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε, ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.

 

Κάθισμα


Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑμνήσωμεν πιστοί, τοὺς Προπάτορας πάντας, Χριστοῦ τοῦ δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς ὁραθέντος, δοξάζοντες ἐν ᾄσμασι, τὸν αὐτοὺς θαυμαστώσαντα, ὡς τὴν ἔλευσιν, προεκτυπώσαντας τούτου, καὶ τὴν γέννησιν, τὴν ἐκ Παρθένου ἀφράστως, τῷ κόσμῳ κηρύξαντας.