ΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

 

ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΡΟΥΒΗΝ

 

Ο ΡΟΥΒΗΝ (ΡΟΥΒΗΜ)

 

Ο Ρουβήν

Ο Ρουβήν (Ρουβήμ) ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ιακώβ από τη Λεία (Γένεση 29,32. 35,23. Αριθμοί 26,5. Α' Παραλειπομένων 2,1). Γεννήθηκε στη Μεσοποταμία. Το όνομά του στα εβραϊκά σημαίνει "είδε τη δυστυχία μου" και είναι σχετικό με τα λόγια της Λείας "είδε ο Κύριος την ταπείνωσή μου".

Τα αδέρφια του Ρουβήν από την ίδια μάνα, τη Λεία, ήταν ο Συμεών, ο Λευΐ, ο Ιούδας, ο Ισσάχαρ, ο Ζαβουλών και η Δείνα. Ακόμη από τον Ιακώβ και από άλλη μάνα ήταν ο Δαν, ο Νεφθαλίμ, ο Γαδ, ο Ασήρ, ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν (Γένεση 29,31-35. 30,1-24. Γένεση 35,22-26. Α' Παραλειπομένων 2,1-2).

Ο Ρουβήν είχε τέσσερις γιους, τους Ενώχ (Χανώχ), Φαλλούς, Ασρών ή Ασρώμ (Χεσρών) και Χαρμί (Γένεση 46,9. Έξοδος 6,14. Αριθμοί 26,5-6. Α' Παραλειπομένων 5,3).

 

 

 

Ο ΡΟΥΒΗΝ ΣΕ ΝΕΑΡΗ ΗΛΙΚΑ

 

Ο Ρουβήν σε νεανική ηλικία είχε φέρει μανδραγόρες στη μητέρα του, από τους οποίους δανείστηκε και πήρε μερικούς και η Ραχήλ (Γένεση 30,14). Αν και είχε καλό χαρακτήρα, τον αμαύρωσε με το να έχει σχέσεις με τη Βαλλά, παλλακίδα του πατέρα του και δούλη της Ραχήλ (Γένεση 35,22). Για την πράξη του όμως αυτή, έχασε τα δικαιώματά του ως πρωτοτόκου, τα οποία ο Ιακώβ τα μεταβίβασε στους γιους του Ιωσήφ (Γένεση 49,3-4). Εν τούτοις δεν καταγράφεται το όνομα του Ιωσήφ πρώτο στη γενεαλογία, και ο Ιούδας είναι αυτός που επικράτησε ανάμεσα στ' αδέρφια του και από αυτόν επικράτησε βασιλιάς για όλο το Ισραήλ.

 

 

Ο ΡΟΥΒΗΝ, Τ' ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΙΩΣΗΦ

 

Όταν τα αδέρφια του θέλησαν να σκοτώσουν τον Ιωσήφ στη Δωθάν, βόρεια της Συχέμ, ο Ρουβήν προσπάθησε να τον γλιτώσει από τα χέρια τους και τους πρότεινε να μην τον σκοτώσουν, αλλά να τον ρίξουν σ' ένα ξεροπήγαδο. Είχε σκοπό να έρθει αργότερα και να τον ελευθερώσει.

Κάποια στιγμή που ο Ρουβήν άφησε για λίγο τ' αδέρφια του, ο Ιωσήφ πουλήθηκε στους Μαδιανίτες (Ισμαηλίτες) εμπόρους που πήγαιναν στην Αίγυπτο. Όταν γύρισε ο Ρουβήν πίσω στο πηγάδι και ο Ιωσήφ δεν ήταν πια εκεί, έσκισε τα ρούχα του και επέπληξε τ' αδέρφια του. Εκείνοι πήραν το χιτώνα του Ιωσήφ, έσφαξαν ένα κατσίκι και τον έβαψαν με το αίμα του. Μετά έστειλαν τον πολύχρωμο χιτώνα και τον παρουσίασαν στον πατέρα τους, και του μήνυσαν ότι κάποιο άγριο θηρίο σκότωσε τον Ιωσήφ (Γένεση 37,12-32).

 

Αργότερα, όταν στη Χαναάν έπεσε πείνα, ο Ρουβήν συνόδευσε τα αδέρφια του στην Αίγυπτο για να αγοράσουν σιτάρι. Άρχοντας στην Αίγυπτο εκείνη την εποχή ήταν ο Ιωσήφ και αυτός προσωπικά πουλούσε το σιτάρι σε όλους τους ξένους. Όταν έφτασαν οι γιοι του Ιακώβ στην Αίγυπτο δεν τον αναγνώρισαν και τον προσκύνησαν, σκύβοντας ως τη γη. Εκείνος τους αναγνώρισε, δεν τους φανερώθηκε και τούς μίλησε σκληρά. Στη συνέχεια τους κατηγόρησε ότι μπήκαν ως κατάσκοποι στην Αίγυπτο. Τους έβαλε λοιπόν στη φυλακή όλους μαζί για τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα ο Ιωσήφ  πήρε απ' ανάμεσα τους το Συμεών και τον αλυσόδεσε μπροστά στα μάτια τους, τους έδωσε σιτάρι και τους ζήτησε να του φέρουν και το μικρότερο αδερφό τους  (Γένεση κεφ. 42,1-24).

 

Όταν επέστρεψαν στον πατέρα τους τον Ιακώβ, στη Χαναάν, του διηγήθηκαν όλα όσα είχαν συμβεί στην Αίγυπτο. Ο Ιακώβ βέβαια αρνήθηκε να στείλει στην Αίγυπτο τον Βενιαμίν και ο Ρουβήν ζήτησε από τον πατέρα του να του εμπιστευτεί το Βενιαμίν, αφήνοντας ως εγγύηση για την ασφαλή επιστροφή του μικρού του αδερφού, τους δύο γιους του (Γένεση 42,25-38).

 

Η πείνα όμως δυνάμωνε στη Χαναάν κι όταν στην οικογένεια του Ιακώβ σώθηκε όλο το σιτάρι, ο Ιακώβ είπε στους γιούς του να ξαναπάνε πάλι στην Αίγυπτο. Ο Ιακώβ παρά τις αντιρρήσεις του να στείλει τον Βενιαμίν με τους αδερφούς του, πείστηκε από τις εγγυήσεις του Ιούδα, ότι θα είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια του.

 

Οι γιοί του Ιακώβ έφτασαν στην Αίγυπτο και παρουσιάστηκαν στον Ιωσήφ. Όταν ο Ιωσήφ είδε ότι είχαν μαζί τους το Βενιαμίν, τους οδήγησε στο σπίτι του και τους φιλοξένησε. Τότε τους έφερε και το Συμεών.

Τ' αδέρφια του Ιωσήφ κάθισαν απέναντι του κατά σειρά ηλικίας, από τον μεγαλύτερο ως τον μικρότερο. Και έκπληκτοι κοίταζαν ο ένας τον άλλο. Ο Ιωσήφ διέταξε να τους προσφέρουν από τα φαγητά που είχε στο δικό του τραπέζι. Ήπιαν μαζί του και μέθυσαν (Γένεση κεφ. 43).

 

Ο Ιωσήφ γέμισε τα σακιά των αδερφών του με τρόφιμα και έβαλε χρήματα στο σακί του καθενός. Στο άνοιγμα του σακιού του Βενιαμίν, μαζί με τα χρήματα έβαλε και το ποτήρι μου το ασημένιο. Το πρωί μόλις χάραξε, τους άφησαν να φύγουν. Όταν βγήκαν από την πόλη, αλλά πριν απομακρυνθούν, ο Ιωσήφ έστειλε απόσπασμα να πάει να τους προλάβει και να τους κατηγορήσει ότι πήραν το ποτήρι του.

Οι άντρες του Ιωσήφ τους πρόλαβαν και άρχισαν την έρευνα ξεκινώντας από τον μεγαλύτερο και τέλειωσε με τον νεότερο. Το ποτήρι βρέθηκε στο σακί του Βενιαμίν. Τότε τα αδέρφια του έσκισαν τα ρούχα τους, ξαναφόρτωσαν τα ζώα τους και γύρισαν πίσω στην πόλη (Γένεση κεφ. 44,1-13). 

 

Ο Ιωσήφ ήταν ακόμα στο σπίτι του, όταν έφτασαν εκεί τ' αδέρφια του. Και έπεσαν μπροστά του στο έδαφος. Τότε ο Ιωσήφ τους είπε πως ο άνθρωπος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι, αυτός θα γίνει δούλος του.

Πήρε το λόγο ο Ιούδας και του είπε πως αν γυρίσουν πίσω στον πατέρα τους και δεν είναι μαζί τους ο Βενιαμίν τότε εκείνος θα πεθάνει  (Γένεση κεφ. 44,14-34).

Ο Ιωσήφ δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί και τους φανερώθηκε, ξεσπώντας σ' ένα δυνατό κλάμα. Μετά φίλησε όλους τους αδερφούς του κλαίγοντας (Γένεση κεφ. 45,1-15).

 

 

ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΟΥΒΗΝ

 

Όταν ο Ιακώβ πήγε στην Αίγυπτο να συναντήσει τον Ιωσήφ, ο Ρουβήν είχε τέσσερις γιους, τους Ενώχ (Χανώχ), Φαλλούς, Ασρών ή Ασρώμ (Χεσρών) και Χαρμί (Γένεση 46,9. Έξοδος 6,14. Αριθμοί 26,5-6. Α' Παραλειπομένων 5,3). Όταν ο Ιακώβ λίγο πριν το θάνατό του, κάλεσε όλα τα παιδιά του για να τους πει τι θα συμβεί στο μέλλον και να τα ευλογήσει, για το Ρουβήν είπε ότι ήταν υπέροχος σε αξία και δύναμη, αλλά παρόλο που ήταν πρωτότοκος, δεν θα υπερισχύσει, γιατί με την πράξη του μόλυνε το στρώμα του πατέρα του (Γένεση 49,3-4). Ο Μωυσής λίγο πριν πεθάνει, είπε προφητικά για τη φυλή Ρουβήν, ότι θα ζήσει και ποτέ δεν θα πεθάνει, και ότι θα είναι πολυάριθμοι οι απόγονοί του (Δευτερονόμιο 33,6).

 

Μετά τον θάνατο του Ιακώβ, ο Ρουβήν μαζί με τ' αδέρφια του, φοβήθηκαν μήπως ο Ιωσήφ τους φερθεί εχθρικά και τους ανταποδώσει το κακό που του είχαν κάνει. Γι' αυτό πήγαν στον Ιωσήφ, έπεσαν μπροστά του και τον παρακάλεσαν να τους συγχωρήσει. Του υπενθύμισαν το μήνυμα του πατέρα τους να συγχωρήσει την αμαρτία των αδερφών του και την ανομία τους για το μεγάλο κακό που του έκαναν. Όταν ο Ιωσήφ άκουσε αυτά τα λόγια έκλαψε και τους καθησύχασε (Γένεση 50,15-21).

 

Ο Ρουβήν πέθανε στην Αίγυπτο. Το όνομά του αναφέρεται στους γενεαλογικούς πίνακες στο βιβλίο των Παραλειπομένων (Α' Παραλειπομένων 2,1-2). Ο Ρουβήν εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων).

Οι απόγονοι του Ρουβήν κατά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο αποτέλεσαν τη φυλή Ρουβήν, η οποία απαριθμούσε 46.500 άντρες (Αριθμοί 1,20-21 και 2,10-11). Λίγο πριν την είσοδο των Ισραηλιτών στη γη Χαναάν, στην πεδιάδα Μωάβ, η φυλή απαριθμούσε 43.730 άντρες (Αριθμοί 26,5-7).

 

 

Ο ΡΟΥΒΗΝ ΣΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΒΙΒΛΙΑ

 

Στο απόκρυφο κείμενο «Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών» υπάρχει η Διαθήκη του Ρουβήν. Σ' αυτή ο Ρουβήν ξεκινάει με επίπληξη προς τον εαυτό του για το ότι κοιμήθηκε με τη Βαλλά, την παλλακίδα του πατέρα του  (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ρουβήν 1,6-10). Σύμφωνα με το απόκρυφο κείμενο ο Ρουβήν ήταν 30 ετών όταν πήγε με την παλλακίδα του πατέρα του (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ρουβήν 1,8). Ο Ρουβήν προτρέπει στους γιους του ν' απέχουν από τα διάφορα πάθη και τις αμαρτίες, και κυρίως από την πορνεία. Στο κείμενο παρουσιάζονται οι γυναίκες ως αιτία της πτώσης του ανθρώπου, ενώ ο Ιωσήφ από την άλλη παρουσιάζεται ως το τέλειο πρότυπο, για την αντίστασή του κατά της συζύγου του Πετεφρή (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ρουβήν κεφ. 2-6). Αργότερα όταν ο Ρουβήν πέθανε, οι απόγονοί του πήραν τα οστά του και τα έθαψαν στη Χεβρών, στον τάφο του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ρουβήν 7,1-3).

 

 

ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

 

Κοντάκιον

Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ' ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες τρισμακάριοι, ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε, ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.

 

Κάθισμα


Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑμνήσωμεν πιστοί, τοὺς Προπάτορας πάντας, Χριστοῦ τοῦ δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς ὁραθέντος, δοξάζοντες ἐν ᾄσμασι, τὸν αὐτοὺς θαυμαστώσαντα, ὡς τὴν ἔλευσιν, προεκτυπώσαντας τούτου, καὶ τὴν γέννησιν, τὴν ἐκ Παρθένου ἀφράστως, τῷ κόσμῳ κηρύξαντας.