ΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

 

ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΙΟΥΔΑΣ

 

Ο ΙΟΥΔΑΣ

 

Ο Ιούδας

Ο Ιούδας ήταν ο τέταρτος γιος του Ιακώβ από τη Λεία (Γένεση 29,35. Α' Παραλειπομένων 2,1. Ματθαίος 1,2. Λουκάς 3,33-34). Γεννήθηκε στη Μεσοποταμία. Το όνομά του στα εβραϊκά σημαίνει "δοξολογία" και είναι σχετικό με τα λόγια της Λείας "και πάλι τώρα θα δοξολογήσω δια τούτο το γεγονός τον Κύριο".

Τα αδέρφια του Ιούδα από την ίδια μάνα, τη Λεία, ήταν ο Ρουβήν, ο Συμεών, ο Λευΐ, ο Ισσάχαρ, ο Ζαβουλών και η Δείνα. Ακόμη από τον Ιακώβ και από άλλη μάνα ήταν ο Δαν, ο Νεφθαλίμ, ο Γαδ, ο Ασήρ, ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν (Γένεση 29,31-35. 30,1-24. Γένεση 35,22-26. Α' Παραλειπομένων Α' 2,1-2).

Ο Ιούδας παντρεύτηκε την κόρη κάποιου Χαναναίου, που την έλεγαν Σαύα (Σουά), και από αυτή απέκτησε τρεις γιους που τους ονόμασε Ηρ, Αυνάν, Σηλώμ (Σηλά) (Γένεση 38,2-5. Αριθμοί 26,15-16. Α' Παραλειπομένων 2,3). Από τη Θάμαρ ο Ιούδας απέκτησε τον Φαρές και τον Ζαρά (Ζαράχ) (Γένεση 38,27-30. Αριθμοί 26,16. Ρουθ 4,12. Α' Παραλειπομένων 2,4. Ματθαίος 1,3. Λουκάς 3,33).

 

 

 

Ο ΙΟΥΔΑΣ ΚΑΙ Η ΠΩΛΗΣΗ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ

 

Όταν τα αδέρφια του θέλησαν να σκοτώσουν τον Ιωσήφ στη Δωθάν, βόρεια της Συχέμ, ο Ιούδας έπεισε τ' αδέρφια του να μην τον σκοτώσουν αλλά να τον πουλήσουν στους Μαδιανίτες (Ισμαηλίτες) εμπόρους που πήγαιναν στην Αίγυπτο (Γένεση 37,26-28). Κατόπιν πήραν το χιτώνα του Ιωσήφ, έσφαξαν ένα κατσίκι και τον έβαψαν με το αίμα του. Μετά έστειλαν τον πολύχρωμο χιτώνα και τον παρουσίασαν στον πατέρα τους, και του μήνυσαν ότι κάποιο άγριο θηρίο σκότωσε τον αδερφό τους (Γένεση 37,12-32).

 

 

Ο ΙΟΥΔΑΣ ΚΑΙ Η ΘΑΜΑΡ

 

Εκείνο τον καιρό ο Ιούδας έφυγε από τ' αδέρφια του και εγκαταστάθηκε κοντά σ' έναν Οδολλαμίτη, που λεγόταν Ειράς (Ιράς). Εκεί ο Ιούδας είδε την κόρη κάποιου Χαναναίου, που την έλεγαν Σαύα, την πήρε γυναίκα του και από αυτή απέκτησε τρείς γιούς που τους ονόμασε Ηρ, Αυνάν και Σηλώμ (Σηλά). Ο Ιούδας βρισκόταν στην πόλη Χασβί όταν γεννήθηκε ο Σηλώμ.

 

Ιούδας και Θάμαρ

Για τον πρωτότοκο γιο του τον Ηρ ο Ιούδας του πήρε σύζυγο μια γυναίκα, που ονομαζόταν Θάμαρ (Ταμάρ). Ο Ηρ όμως δυσαρέστησε τον Κύριο, και ο Κύριος τον θανάτωσε. Τότε ο Ιούδας έδωσε την Θάμαρ στον Αυνάν για γυναίκα, έτσι ώστε να δώσει απόγονο στον αδερφό του. Ο Αυνάν, επειδή ήξερε ότι ο απόγονος δε θα ανήκε σ' αυτόν, κάθε φορά που πλάγιαζε με τη γυναίκα του αδερφού του, έριχνε το σπέρμα στη γη, για να μη δώσει απόγονο στον αδερφό του. Αυτό που έκανε όμως δυσαρέστησε τον Κύριο, γι' αυτό τον θανάτωσε κι αυτόν.

Τότε ο Ιούδας πρότεινε στην Θάμαρ τη νύφη του, να μείνει χήρα στο σπίτι του πατέρα της, ώσπου να μεγαλώσει ο γιος του ο Σηλώμ, γιατί φοβήθηκε μήπως θανατωθεί κι αυτός όπως τ' αδέρφια του. Έτσι η Θάμαρ πήγε κι έμεινε στο σπίτι του πατέρα της.

 

Μετά από καιρό, πέθανε η γυναίκα του Ιούδα η Σαύα. Όταν τελείωσε το πένθος, ο Ιούδας πήγε μαζί με το φίλο του τον Ειράς τον Οδολλαμίτη στην Θαμνά (Τιμνά), να δει αυτούς που κούρευαν τα κοπάδια του. Όταν η Θάμαρ είδε ότι ο πεθερός της ανέβαινε στην Θαμνά για το κούρεμα των κοπαδιών, έβγαλε τα φορέματα της χηρείας της, σκεπάστηκε με πέπλο, καλλωπίστηκε και κάθισε στο σημείο όπου ο δρόμος που οδηγεί στην Θαμνά διασταυρώνεται με το δρόμο προς την Αϊνάν, γιατί έβλεπε ότι ο Σηλώμ είχε μεγαλώσει αλλά δεν του την είχαν δώσει για γυναίκα.

Ο Ιούδας όταν την είδε δεν την αναγνώρισε και τη νόμισε για πόρνη, γιατί είχε σκεπασμένο το πρόσωπο της. Πήγε λοιπόν προς το μέρος της και της πρότεινε να πλαγιάσει μαζί της. Εκείνη συμφώνησε παίρνοντας ως αμοιβή ένα κατσίκι από το κοπάδι του Ιούδα. Ώσπου να της στείλει το κατσίκι, ζήτησε ως ενέχυρο το δαχτυλίδι του Ιούδα με το σφραγιδόλιθο, το περιλαίμιό του και το ραβδί που κρατούσε στο χέρι του. Της τα έδωσε και πήγε μαζί της, κι εκείνη έμεινε έγκυος απ' αυτόν.

 

Ο Ιούδας έστειλε το κατσίκι με το φίλο του τον Οδολλαμίτη για να πάρει πίσω τα ενέχυρα από τη γυναίκα, αλλά εκείνος δεν τη βρήκε. Μετά από τρεις περίπου μήνες, ήρθαν και είπαν στον Ιούδα, ότι η νύφη του η Θάμαρ πόρνεψε, και μάλιστα έμεινε έγκυος από την πορνεία της. Τότε ο Ιούδας τους είπε να την βγάλουν έξω από την πόλη για να καεί. Την ώρα που την οδηγούσαν έξω, έστειλε να πουν στον πεθερό της, ότι από τον άντρα που του ανήκουν αυτά τα πράγματα, απ' αυτόν έμεινα έγκυος. Ο Ιούδας αναγνώρισε τα πράγματα που είχε δώσει στην Θάμαρ και είπε: «Αυτή είναι πιο δίκαιη από μένα, γιατί δεν την έδωσα στο Σηλώμ το γιο μου για γυναίκα.

Όταν ήρθε ο καιρός να γεννήσει η Θάμαρ, βρέθηκαν δίδυμα στην κοιλιά της. Την ώρα της γέννας, το ένα παιδί έβγαλε έξω το χέρι του. Η μαμή το έπιασε και του έδεσε ένα κόκκινο νήμα, για να ξεχωρίζει ότι βγήκε πρώτος. Εκείνος όμως τράβηξε το χέρι του κι αμέσως βγήκε ο αδερφός του. Γι' αυτό τον ονόμασαν Φαρές. Έπειτα βγήκε ο αδερφός του, που είχε στο χέρι του το κόκκινο νήμα και τον ονόμασαν Ζαρά (Γένεση κεφ. 38).

 

 

Ο ΙΟΥΔΑΣ, Τ' ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΙΩΣΗΦ

 

Αργότερα, όταν στη Χαναάν έπεσε πείνα, ο Ιούδας συνόδευσε τα αδέρφια του στην Αίγυπτο για να αγοράσουν σιτάρι. Άρχοντας στην Αίγυπτο εκείνη την εποχή ήταν ο Ιωσήφ και αυτός προσωπικά πουλούσε το σιτάρι σε όλους τους ξένους. Όταν έφτασαν οι γιοι του Ιακώβ στην Αίγυπτο δεν τον αναγνώρισαν και τον προσκύνησαν, σκύβοντας ως τη γη. Εκείνος τους αναγνώρισε, δεν τους φανερώθηκε και τούς μίλησε σκληρά. Στη συνέχεια τους κατηγόρησε ότι μπήκαν ως κατάσκοποι στην Αίγυπτο. Τους έβαλε λοιπόν στη φυλακή όλους μαζί για τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα ο Ιωσήφ  πήρε απ' ανάμεσα τους το Συμεών και τον αλυσόδεσε μπροστά στα μάτια τους, τους έδωσε σιτάρι και τους ζήτησε να του φέρουν και το μικρότερο αδερφό τους  (Γένεση κεφ. 42,1-24).

Όταν επέστρεψαν στον πατέρα τους τον Ιακώβ, στη Χαναάν, του διηγήθηκαν όλα όσα είχαν συμβεί στην Αίγυπτο. Ο Ιακώβ βέβαια αρνήθηκε να στείλει στην Αίγυπτο τον Βενιαμίν (Γένεση 42,25-38).

Η πείνα όμως δυνάμωνε στη χώρα κι όταν στην οικογένεια του Ιακώβ σώθηκε όλο το σιτάρι που είχαν φέρει από την Αίγυπτο, ο Ιακώβ είπε στους γιούς του να ξαναπάνε πάλι στην Αίγυπτο. Ο Ιούδας όμως του απάντησε, ότι δεν μπορούν να πάνε αν δεν έχουν μαζί τον μικρότερο αδερφό τους. Ο Ιακώβ παρά τις αντιρρήσεις του, πείστηκε από τις εγγυήσεις του Ιούδα, ότι θα είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια του Βενιαμίν.

 

Οι γιοί του Ιακώβ έφτασαν στην Αίγυπτο και παρουσιάστηκαν στον Ιωσήφ. Όταν ο Ιωσήφ είδε ότι είχαν μαζί τους το Βενιαμίν, τους οδήγησε στο σπίτι του και τους φιλοξένησε. Τότε τους έφερε και το Συμεών.

Τ' αδέρφια του Ιωσήφ κάθισαν απέναντι του κατά σειρά ηλικίας, από τον μεγαλύτερο ως τον μικρότερο. Και έκπληκτοι κοίταζαν ο ένας τον άλλο. Ο Ιωσήφ διέταξε να τους προσφέρουν από τα φαγητά που είχε στο δικό του τραπέζι. Ήπιαν μαζί του και μέθυσαν (Γένεση κεφ. 43).

 

Ο Ιωσήφ γέμισε τα σακιά των αδερφών του με τρόφιμα και έβαλε χρήματα στο σακί του καθενός. Στο άνοιγμα του σακιού του Βενιαμίν, μαζί με τα χρήματα έβαλε και το ποτήρι μου το ασημένιο. Το πρωί μόλις χάραξε, τους άφησαν να φύγουν. Όταν βγήκαν από την πόλη, αλλά πριν απομακρυνθούν, ο Ιωσήφ έστειλε απόσπασμα να πάει να τους προλάβει και να τους κατηγορήσει ότι πήραν το ποτήρι του.

Οι άντρες του Ιωσήφ τους πρόλαβαν και άρχισαν την έρευνα ξεκινώντας από τον μεγαλύτερο και τέλειωσε με τον νεότερο. Το ποτήρι βρέθηκε στο σακί του Βενιαμίν. Τότε τα αδέρφια του έσκισαν τα ρούχα τους, ξαναφόρτωσαν τα ζώα τους και γύρισαν πίσω στην πόλη (Γένεση κεφ. 44,1-13). 

 

Ο Ιωσήφ ήταν ακόμα στο σπίτι του, όταν έφτασαν εκεί τ' αδέρφια του. Και έπεσαν μπροστά του στο έδαφος. Τότε ο Ιωσήφ τους είπε πως ο άνθρωπος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι, αυτός θα γίνει δούλος του.

Τότε ο Ιούδας τον πλησίασε και του είπε: «Παρακαλώ, κύριε μου. Επίτρεψε στο δούλο σου να σου μιλήσει ελεύθερα, χωρίς να οργιστείς εναντίον μου γιατί εσύ είσαι σαν Φαραώ. Έχουμε ένα γέροντα πατέρα και ένα μικρό αδερφό, που ο πατέρας μας τον απέκτησε στα γηρατειά του. Ο αδερφός αυτού του μικρού πέθανε. Αυτός έμεινε ο μόνος από την ίδια μάνα, και ο πατέρας μας τον αγαπάει. Τώρα, λοιπόν, αν γυρίσω πίσω στον πατέρα μου και δεν είναι μαζί μας αυτό το παιδί, η ζωή του είναι τόσο δεμένη με τη ζωή του πατέρα του, ώστε εκείνος, μόλις δει ότι το παιδί δεν υπάρχει, θα πεθάνει. Κι εμείς οι δούλοι σου θα γίνουμε αιτία να κατεβούν τα άσπρα μαλλιά του πατέρα μας με θλίψη στον άδη. Ο δούλος σου έχω εγγυηθεί στον πατέρα μου για το παιδί, ότι αν δεν του το φέρω πίσω, θα είμαι ισόβια ένοχος απέναντι του. Τώρα λοιπόν, επίτρεψε να παραμείνει ο δούλος σου αντί για το παιδί δούλος στον κύριο μου, και το παιδί ας γυρίσει πίσω με τους αδερφούς του. Πώς μπορώ να γυρίσω πίσω στον πατέρα μου, χωρίς να είναι μαζί μου και το παιδί; Καλύτερα να μη δω τη δυστυχία που θα τον βρει»  (Γένεση κεφ. 44,14-34).

Ο Ιωσήφ δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί και τους φανερώθηκε, ξεσπώντας σ' ένα δυνατό κλάμα. Μετά φίλησε όλους τους αδερφούς του κλαίγοντας (Γένεση κεφ. 45,1-15).

 

 

ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑ

 

Όταν ο Ιακώβ πήγε στην Αίγυπτο να συναντήσει τον Ιωσήφ, ο Ιακώβ έστειλε τον Ιούδα να προπορευτεί πριν από αυτόν (Γένεση 46,28). Όταν ο Ιούδας εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο είχε τρεις γιους, τον Σηλώμ, τον Φαρές και τον Ζαρά (Γένεση 46,9. Αριθμοί 26,15-16. Α' Παραλειπομένων 2,4).

 

Όταν ο Ιακώβ, λίγο πριν το θάνατό του, είχε καλέσει τα παιδιά του για να τους ευλογήσει και να τους αναγγείλει τι θα συνέβαινε στο μέλλον, προφήτευσε τη θέση που θα είχε ο Ιούδας απέναντι στ' αδέρφια του, λέγοντας πως η φυλή Ιούδα θα κρατούσε την πρώτη θέση απέναντι στις άλλες φυλές, από τις οποίες θα υμνηθεί και θα εγκωμιαστεί. Ακόμη ο Ιακώβ τον χαρακτήρισε γέννημα λιονταριού για τον χαρακτήρα του και προφήτευσε ακόμη ότι από τους απογόνους του θα προέλθει ο Μεσσίας, ο οποίος θα είναι η ελπίδα και η προσδοκία όλων των λαών (Γένεση 49,8-12). Ο Μωυσής λίγο πριν πεθάνει, είπε προφητικά για τη φυλή Ιούδα, ας ενταχθεί και η φυλή αυτή στο λαό του Θεού και ότι οι άντρες της φυλής αυτής θα διοικούν το λαό και ο Κύριος θα είναι βοηθός του ενάντια στους εχθρούς του (Δευτερονόμιο 33,7).

 

Μετά τον θάνατο του Ιακώβ, ο Ιούδας μαζί με τ' αδέρφια του, φοβήθηκαν μήπως ο Ιωσήφ τους φερθεί εχθρικά και τους ανταποδώσει το κακό που του είχαν κάνει. Γι' αυτό πήγαν στον Ιωσήφ, έπεσαν μπροστά του και τον παρακάλεσαν να τους συγχωρήσει. Του υπενθύμισαν το μήνυμα του πατέρα τους να συγχωρήσει την αμαρτία των αδερφών του και την ανομία τους για το μεγάλο κακό που του έκαναν. Όταν ο Ιωσήφ άκουσε αυτά τα λόγια έκλαψε και τους καθησύχασε (Γένεση 50,15-21).

 

Ο Ιούδας πέθανε στην Αίγυπτο. Το όνομά του αναφέρεται στους γενεαλογικούς πίνακες στο βιβλίο των Παραλειπομένων (Α' Παραλειπομένων 2,1-2). Ακόμη αναφέρεται και στο γενεαλογικό δέντρο του Ιησού (Λουκάς 3,33). Ο Ιούδας εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων).

Οι απόγονοι του Ιούδα κατά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο αποτέλεσαν τη φυλή Ιούδαν, η οποία απαριθμούσε 74.600 άντρες (Αριθμοί 1,24-25. 2,9). Λίγο πριν την είσοδο των Ισραηλιτών στη γη Χαναάν, στην πεδιάδα Μωάβ, η φυλή απαριθμούσε 76.500 άντρες (Αριθμοί 26,18).

 

 

Ο ΙΟΥΔΑΣ ΣΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΒΙΒΛΙΑ

 

Στο απόκρυφο κείμενο «Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών» υπάρχει η Διαθήκη του Συμεών, η οποία ασχολείται κυρίως με την ανδρεία, τη φιλαργυρία και την πορνεία. Σ' αυτή ο Ιούδας παρουσιάζει τον εαυτό του ως ανδρείο και θαρραλέο, με τη γενναιότητά του μπροστά στ' άγρια ​​θηρία, καθώς και τις επιτυχημένες στρατιωτικές αποστολές που έφερε σε πέρας (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιούδα 1,4-2,7). Στη συνέχεια ο Ιούδας αφηγείται τα ηρωϊκά του κατορθώματα εναντίον χαναανιτικών πόλεων, τις οποίες πολέμησε και νίκησε σε ηλικία 20 ετών, καθώς και τη νίκη του εναντίον του γίγαντα Βεελισά (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιούδα 3,1-7,11).

Μετά την εξιστόρηση των κατορθωμάτων του ο Ιούδας αναφέρει πως παντρεύτηκε την Βησσούς, κόρη του βασιλιά της Οδολλάμ Βάρσαν, με την οποία απέκτησε τους τρεις γιους Ηρ, Αυνάν και Σιλώμ (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιούδα 8,1-3).

Ο Ιούδας αναφέρει πως όταν γύρισε με τον πατέρα του και τους αδερφούς του από τη Μεσοποταμία, έκαναν 18 χρόνια ειρήνη με τον Ησαύ και τους απογόνους του. Τότε ο Ησαύ ξεκίνησε πόλεμο εναντίον του αδερφού του Ιακώβ και ο Ιούδας σε ηλικία 40 ετών σκότωσε τον Ησαύ και εκδίωξαν τους απογόνους του (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιούδα 9,1-4).

Στη συνέχεια ο Ιούδας αναφέρει το γάμο των δύο μεγάλων γιών του, Ήρ και Αυνάν, με την Θάμαρ από την Μεσοποταμία, και το θάνατό τους. Μετά ο Ιούδας πάνω στη μέθη του κοιμήθηκε με την Θάμαρ, την οποία και παντρεύτηκε (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιούδα 10,1-12,10). Σύμφωνα με το απόκρυφο κείμενο ο Ιούδας ήταν 46 ετών όταν πήγε στην Αίγυπτο και έζησε εκεί 73 έτη (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιούδα 12,11-12).

Ο Ιούδας επικρίνει τον εαυτό του που παρέβη την εντολή του Θεού και πήρε αλλόφυλες γυναίκες. Ο Ιούδας προτρέπει τους γιους του να τηρούν τις εντολές του Θεού. Τους προτρέπει ν' απέχουν από την πορνεία, την αλαζονεία και τη φιλαργυρία, και να μην παρασύρονται από τις επιθυμίες τους. Τους προτρέπει επίσης να μην πίνουν κρασί, επειδή διαστρέφει το νου και τον στρέφει προς την πορνεία και τις ηδονές. Ακόμη τους προτρέπει ν' απέχουν από τις ασέλγειες και την ειδωλολατρία (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιούδα 13,1-20,5. 23,1-5. 26,1).

Ο Ιούδας αναφέρει πως ο Θεός του έδωσε τη βασιλεία και στον αδερφό του το Λευΐ έδωσε την ιεροσύνη, και πως η βασιλεία υποτάσσεται στην ιεροσύνη (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιούδα 20,1-5). Στη συνέχεια ο Ιούδας προφητεύει πως το κακό θα κυριαρχήσει στη γη, η οποία θα μαστίζεται από τις αδικίες, τον πλουτισμό, τους ψευδοπροφήτες, τις διχόνοιες, τους πολέμους (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιούδα 20,6-22,1).

Όλα αυτά θα κυριαρχούν έως ότου έρθει ο απεσταλμένος του Θεού, ο οποίος θα προέλθει από τους απογόνους του και θα φέρει ειρήνη και δικαιοσύνη στη γη (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιούδα 22,2-3 και 24,1-6).

Σύμφωνα με το απόκρυφο κείμενο «Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών» ο Ιούδας πέθανε σε ηλικία 119 ετών. Οι γιοι του πήραν τα οστά του και τα οδήγησαν στη Χεβρών, στον τάφο του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιούδα 26,2-4).

 

 

ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

 

Κοντάκιον

Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ' ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες τρισμακάριοι, ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε, ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.

 

Κάθισμα


Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑμνήσωμεν πιστοί, τοὺς Προπάτορας πάντας, Χριστοῦ τοῦ δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς ὁραθέντος, δοξάζοντες ἐν ᾄσμασι, τὸν αὐτοὺς θαυμαστώσαντα, ὡς τὴν ἔλευσιν, προεκτυπώσαντας τούτου, καὶ τὴν γέννησιν, τὴν ἐκ Παρθένου ἀφράστως, τῷ κόσμῳ κηρύξαντας.