ΟΙ ΚΡΙΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

 

 

ΚΡΙΤΗΣ ΣΑΜΟΥΗΛ

 

Ο ΚΡΙΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΣΑΜΟΥΗΛ

 

Ο Κριτής Σαμουήλ

Ο Σαμουήλ ήταν ο τελευταίος και σπουδαιότερος κριτής του λαού Ισραήλ (Α' Βασιλειών 7,6-17) και ο πρώτος από τους προφήτες (Α' Βασιλειών 3,20, Πράξεις 3,24. 13,20). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Σαμουήλ θα πρέπει να κυβέρνησε τους Ισραηλίτες περίπου το 1070-1043 π.Χ..

Ο Σαμουήλ γεννήθηκε στην Αρμαθαΐμ (Ραμά) στο όρος Εφραίμ, και καταγόταν από τη φυλή του Λευΐ (Α' Βασιλειών 1,1. 1,20). Ήταν γιος του Ελκανά και της Άννας, οι οποίοι ήταν ευσεβείς άνθρωποι (Α' Βασιλειών 1,20). Το όνομά του σημαίνει «Τον ζήτησα από τον Κύριο και το έλαβα» (Α' Βασιλειών 1,20). Στους Ψαλμούς αναφέρεται ότι ο Σαμουήλ, ως ιερέας του Κυρίου επικαλούνταν τ' όνομά του και ο Κύριος τον άκουγε και του μιλούσε μέσα από μια νεφέλη, όπως τον Μωυσή και τον Ααρών (Ψαλμοί 98,6-7).

Ο Σαμουήλ είχε άλλους τρεις αδερφούς και δύο αδερφές των οποίων δεν γνωρίζουμε τα ονόματά τους  (Α' Βασιλειών 2,20-21). Γιοι του Σαμουήλ ήταν ο Σανί ή Ιωήλ και ο Αβιά (Α' Βασιλειών 8,2. Α' Παραλειπομένων 6,13).

 

 

 

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ

 

Κάθε χρόνο ο Ελκανά πήγαινε από την πόλη του, την Αρμαθαΐμ, στο αγιαστήριο του Κυρίου στη Σηλώ για να προσκυνήσει και να προσφέρει θυσία στον Κύριο. Όταν ο Ελκανά θυσίαζε, έδινε μερίδες από τη θυσία στη δεύτερη γυναίκα του τη Φεννάνα και στους γιους της. Στην Άννα, όμως, αν και την αγαπούσε περισσότερο από τη Φεννάνα, έδινε μία μόνο μερίδα, επειδή ο Κύριος την είχε κάνει στείρα. Γι' αυτό το λόγο η Άννα καταλαμβάνονταν από αθυμία, έκλαιγε και δεν έτρωγε. Ο Ελκανά προσπαθούσε μάταια να την παρηγορήσει (Α' Βασιλειών 1,3-8).

 

Τότε αρχιερέας στη Σηλώ ήταν ο Ηλί. Και μια φορά που η οικογένεια του Ελκανά είχε πάει στη Σηλώ, η  Άννα ήταν πολύ πικραμένη, και προσευχόταν κλαίγοντας στον Κύριο. Έκανε τάμα και είπε: «Κύριε, Θεέ του Ισραήλ, αν σκύψεις πάνω από τη θλίψη και τη ντροπή της δούλης σου, αν με θυμηθείς μέσα στο έλεός σου και μου δώσεις αρσενικό παιδί, τότε εγώ θα το αφιερώσω σ' εσένα, Κύριε, για όλη του τη ζωή» (Α' Βασιλειών 1,9-11).

 

Ενώ η Άννα συνέχιζε να προσεύχεται ενώπιον του Κυρίου, ο Ηλί παρατηρούσε το στόμα της. Η Άννα μιλούσε από μέσα της και μόνο τα χείλη της κινούνταν. Ο Ηλί την πέρασε για μεθυσμένη και ο υπηρέτης του, κατ' εντολή του Ηλί, την αποπήρε.

Η Άννα του αποκρίθηκε: «Όχι, κύριέ μου, είμαι μια γυναίκα καταστενοχωρημένη. Δεν ήπια κρασί ούτε άλλα δυνατά ποτά, απλώς άνοιξα την καρδιά μου ενώπιον του Κυρίου. Μη θεωρήσεις τη δούλη σου καμιά τιποτένια. Αν προσευχήθηκα, ήταν απ' τον πολύ μου πόνο και τη θλίψη».

Ο Ηλί της αποκρίθηκε: «Πήγαινε στο καλό, κι ο Θεός του Ισραήλ να σου δώσει αυτό που του ζήτησες». Κι εκείνη απάντησε: «Ας έχω η δούλη σου την εύνοιά σου και ο Κύριος ας εισακούσει την ευχή σου». Τότε η Άννα πήγε στο κατάλυμα του συζύγου της κι έφαγε και το πρόσωπο της δεν ήταν πια θλιμμένο (Α' Βασιλειών 1,9-18).

 

Την άλλη μέρα το πρωί ο Ελκανά και η οικογένεια του σηκώθηκαν νωρίς, προσκύνησαν ενώπιον του Κυρίου, και γύρισαν στο σπίτι τους, στην Αρμαθαΐμ. Ο Ελκανά συνευρέθηκε με τη γυναίκα του την Άννα, κι ο Κύριος θυμήθηκε την προσευχή της. Εκείνη έμεινε έγκυος κι όταν συμπληρώθηκε ο καιρός, γέννησε γιο. Τότε η Άννα είπε: «Τον ζήτησα από τον Κύριο και το έλαβα» και τον ονόμασε Σαμουήλ (Α' Βασιλειών 1,19-20).

 

Τον επόμενο χρόνο, ο Ελκανά ανέβηκε με την οικογένεια του να προσφέρει στον Κύριο την ετήσια θυσία, ένα τάμα που είχε κάνει και το οριζόμενο δέκατο από τα γεωργικά του προϊόντα. Η Άννα όμως δεν πήγε μαζί του, έμεινε στο σπίτι της και θήλαζε το γιο της, ώσπου να απογαλακτιστεί και να το αφιερώσει στον Κύριο.

Όταν το παιδί απογαλακτίστηκε, κι ενώ ήταν ακόμα πολύ μικρό, τον πήρε μαζί της, πήρε κι ένα μοσχάρι τριών χρόνων, σιμιγδάλι και κρασί και ήρθε στη Σκηνή του Μαρτυρίου, στη Σηλώ. Εκεί θυσίασαν το μοσχάρι κι έφεραν το παιδί στον Ηλί. Τότε η Άννα του είπε: «Κύριέ μου, εγώ είμαι η γυναίκα που στάθηκε εδώ κοντά σου και προσευχήθηκα στον Κύριο. Για το παιδί αυτό προσευχήθηκα κι ο Κύριος μου έδωσε αυτό που του ζήτησα. Έτσι κι εγώ το αφιερώνω τώρα στον Κύριο. Για όλη του τη ζωή θα είναι αφιερωμένο σ' αυτόν» (Α' Βασιλειών 1,21-28).

Ύστερα η Άννα δόξασε τον Κύριο με μια προσευχή (Α' Βασιλειών 2,1-10) και όλη η οικογένεια γύρισε στο σπίτι της, ενώ το παιδί έμεινε στη Σηλώ και υπηρετούσε στη Σκηνή του Μαρτυρίου τον Κύριο με την επίβλεψη του αρχιερέα Ηλί (Α' Βασιλειών 2,11).

Κάθε χρόνο η μητέρα του του έφτιαχνε έναν μικρό ιερατικό χιτώνα και του τον έφερνε όταν ερχόταν με τον άντρα της για να προσφέρει την ετήσια θυσία. Ο Ηλί ευλόγησε τον Ελκανά και τη γυναίκα του και είπε στον Ελκανά: «Εύχομαι ο Κύριος να σου δώσει απογόνους απ' αυτήν τη γυναίκα στη θέση του παιδιού που αυτή αφιέρωσε στον Κύριο». Ο Κύριος πραγματοποίησε την ευχή του Ηλί και η Άννα γέννησε τρεις γιους και δύο κόρες  (Α' Βασιλειών 2,18-21). Ο νεαρός Σαμουήλ όσο περνούσε ο καιρός, τόσο μεγάλωνε και πλήθηναν οι αρετές του ενώπιον Θεού και ανθρώπων (Α' Βασιλειών 2,26).

 

 

Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ

 

Η κλήση του Σαμουήλ

Ο Σαμουήλ υπηρετούσε τον Κύριο με ευλάβεια και σεμνότητα. Τον καιρό ο προφητικός λόγος ήταν σπάνιος και ο Κύριος σπάνια μιλούσε ή εμφανιζόταν απ' ευθείας σε άνθρωπο (Α' Βασιλειών 3,1).

Μια νύχτα ο Κύριος παρουσιάστηκε στο νεαρό ακόμη Σαμουήλ και τον κάλεσε να Τον υπηρετήσει. Ο Ηλί την ώρα εκείνη κοιμόταν στο δωμάτιο του. Είχε πια γεράσει και τα μάτια του είχαν εξασθενήσει και δεν έβλεπε καθαρά. Ο Σαμουήλ κοιμόταν κι αυτός μέσα στον οίκο του Κυρίου, όπου βρισκόταν η Κιβωτός της Διαθήκης. Η επτάφωτη λυχνία δεν είχε ακόμα σβήσει, κι ο Κύριος φώναξε το Σαμουήλ.

Εκείνος απάντησε: «Εδώ είμαι!» κι έτρεξε στον Ηλί. «Με φώναξες; Εδώ είμαι», του είπε. Αλλά ο Ηλί του απάντησε: «Δε σε φώναξα. Πήγαινε να κοιμηθείς». Έτσι ο Σαμουήλ πήγε και κοιμήθηκε.

Αλλά ο Κύριος φώναξε πάλι το Σαμουήλ. Αυτός ξανασηκώθηκε και πήγε στον Ηλί, «Με φώναξες; Εδώ είμαι. Ήρθα διότι με κάλεσες», του είπε. Ο Ηλί του απάντησε: «Παιδί μου, δε σε φώναξα. Πήγαινε να κοιμηθείς».

Ο Σαμουήλ δεν είχε ακόμα γνωρίσει ο ίδιος τον Κύριο ούτε είχε ακούσει προσωπικά τη φωνή του. Ο Κύριος φώναξε πάλι στο Σαμουήλ για τρίτη φορά. Και ο Σαμουήλ σηκώθηκε, πήγε στον Ηλί και του είπε: «Με φώναξες; Εδώ είμαι. Ήρθα πάλι διότι με κάλεσες». Τότε κατάλαβε ο Ηλί ότι ήταν ο Κύριος που μιλούσε και είπε στο Σαμουήλ: «Πήγαινε, κοιμήσου. Και αν κανείς σε φωνάξει, να του απαντήσεις "μίλα, Κύριε, ο δούλος σου ακούει"» (Α' Βασιλειών 3,2-9).

 

Ο Σαμουήλ πήγε πάλι να κοιμηθεί στη γωνιά του. Ο Κύριος ήρθε και παρουσιάστηκε εκεί και φώναξε όπως τις προηγούμενες φορές: «Σαμουήλ, Σαμουήλ!» Και ο Σαμουήλ απάντησε: «Μίλα, Κύριε, ο δούλος σου ακούει».  

Ο Κύριος τότε του είπε: «Κοίτα. Εγώ θα κάνω στο λαό του Ισραήλ τέτοιο θαυμαστό γεγονός, που όποιος το ακούσει θ' αντηχήσουν και τα δυο του αυτιά. Την ημέρα εκείνη θα τιμωρήσω την οικογένεια του Ηλί μια για πάντα, γιατί οι γιοι του εξαιτίας των αμαρτιών τους με περιφρόνησαν, κι ενώ αυτός ήξερε τις αμαρτίες τους, δεν τους επέπληξε και δεν τους νουθέτησε όπως έπρεπε. Γι' αυτό είπα στον Ηλί ότι η αμαρτία τους δε θα εξιλεωθεί ποτέ, ούτε με θυμιάματα, ούτε με αιματηρές και αναίμακτες θυσίες» (Α' Βασιλειών 3,9-14).

 

Ο Σαμουήλ κοιμήθηκε και το πρωί ο Ηλί τον φώναξε και του ζήτησε να του φανερώσει το όραμά του. Έτσι ο Σαμουήλ του ανέφερε όλα όσα του είπε ο Κύριος, χωρίς να του κρύψει τίποτα. Τότε ο Ηλί είπε: «Ο Κύριος ήταν! Ας κάνει ότι αυτός κρίνει καλό» (Α' Βασιλειών 3,15-18).

Ο Σαμουήλ μεγάλωνε και ο Κύριος ήταν μαζί του. Οι Ισραηλίτες ήξεραν πως ο Σαμουήλ ήταν πιστός και αληθινός προφήτης του Κυρίου. Από τότε ο Κύριος παρουσιαζόταν στο Σαμουήλ και του αποκάλυπτε το λόγο Του (Α' Βασιλειών 3,15-21).

 

 

Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ

 

Η προφητεία που δόθηκε στον Ηλί εκπληρώθηκε λίγο καιρό αργότερα. Οι Φιλισταίοι συγκεντρώθηκαν για να πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών. Οι Φιλισταίοι στρατοπέδευσαν στην Αβενέζερ και οι Ισραηλίτες στην Αφέκ. Στη μάχη που ακολούθησε στην πεδιάδα οι Φιλισταίοι νίκησαν τους Ισραηλίτες, οι οποίοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 4.000 νεκρούς (Α' Βασιλειών 4,1-2).

Οι Ισραηλίτες προβληματισμένοι από την ήττα έστειλαν ανθρώπους στη Σηλώ και πήραν από κει την Κιβωτό της Διαθήκης. Οι δυο γιοι του Ηλί, ο Οφνί κι ο Φινεές συνόδευαν την Κιβωτό.

Όταν έφτασε η Κιβωτός της Διαθήκης στο στρατόπεδο, όλοι οι Ισραηλίτες κραύγασαν με φωνή μεγάλη, από την οποία αντήχησε όλη η γύρω περιοχή. Οι Φιλισταίοι άκουσαν τους αλαλαγμούς από το στρατόπεδο των Ισραηλιτών και αναρωτήθηκαν που οφείλεται; Όταν έμαθαν ότι έφτασε η Κιβωτός της Διαθήκης, φοβήθηκαν την παρουσία του Κυρίου ανάμεσα στους Ισραηλίτες (Α' Βασιλειών 4,3-9).

Στη μάχη που ακολούθησε οι Φιλισταίοι νίκησαν τους Ισραηλίτες, οι οποίοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 30.000 πεζούς.  Η Κιβωτός της Διαθήκης έπεσε στα χέρια των Φιλισταίων και οι δύο γιοι του Ηλί, ο Οφνί και ο Φινεές, σκοτώθηκαν (Α' Βασιλειών 4,10-11).

Τότε ένας Ισραηλίτης από τη φυλή Βενιαμίν, έτρεξε από το πεδίο της μάχης και έφτασε την ίδια μέρα στη Σηλώ με σχισμένα τα ρούχα του και με χώμα πάνω στο κεφάλι του. Ο Ηλί καθόταν στο κάθισμα του κοντά στην πύλη της Σκηνής του Μαρτυρίου και κοίταζε προς το δρόμο, από όπου περίμενε αγγελία για την έκβαση της μάχης και είχε αγωνία για την Κιβωτό του Κυρίου. Όταν ο άνθρωπος έφτασε στην πόλη και ανήγγειλε τι έγινε, τότε όλη η πόλη ξέσπασε σε κραυγές. Ο Ηλί άκουσε τη βοή απ' τις κραυγές και ρώτησε τι συμβαίνει. Ο αγγελιοφόρος του είπε τι είχε συμβεί και ότι οι δυο γιοί του σκοτώθηκαν.

Όταν ο Ηλί έμαθε ότι η Κιβωτός του Κυρίου έπεσε στα χέρια των Φιλισταίων, έπεσε από το κάθισμα που καθόταν προς τα πίσω και έσπασε τον τράχηλό του και πέθανε,  γιατί ήταν πολύ γέρος και βαρύς (Α' Βασιλειών 4,12-18).

 

Όταν οι Φιλισταίοι αποφάσισαν να επιστρέψουν την Κιβωτό της Διαθήκης στους Ισραηλίτες, έπραξαν, όπως τους είπαν οι ιερείς και οι μάντεις. Πήραν δύο αγελάδες που μόλις γέννησαν το πρώτο τους μοσχάρι, τις έζεψαν σε μια άμαξα, πάνω στην οποία τοποθέτησαν την Κιβωτό και το κιβώτιο με τα χρυσά ομοιώματα. Οι αγελάδες πήραν ίσια το δρόμο προς τη Βαιθσαμύς. Ακολουθούσαν πάντα τον ίδιο δρόμο, χωρίς να παρεκκλίνουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ενώ οι ηγεμόνες των Φιλισταίων ακολουθούσαν πίσω από την άμαξα, μέχρι τα σύνορα της Βαιθσαμύς (Α' Βασιλειών 6,10-12).

Οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς θέριζαν τα σιτάρια στην πεδιάδα. Όταν αντίκρυσαν την Κιβωτό, χάρηκαν πολύ που την είδαν. Η άμαξα συνέχισε την πορεία της και μπήκε στο χωράφι του Ωσηέ, που κατοικούσε στη Βαιθσαμύς, και σταμάτησε εκεί, κοντά σ' ένα μεγάλο βράχο. Οι Λευίτες της πόλης κατέβασαν την Κιβωτό του Κυρίου και το κιβώτιο με τα χρυσά αντικείμενα και τα τοποθέτησαν πάνω στο βράχο. Μετά έσχισαν τα ξύλα της άμαξας και πρόσφεραν τις αγελάδες ως ολοκαύτωμα στον Κύριο. Οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς πρόσφεραν κι αυτοί ολοκαυτώματα και άλλες θυσίες στον Κύριο (Α' Βασιλειών 6,13-15). Μνημείο αυτού του γεγονότος είναι ο μεγάλος βράχος, που πάνω του τοποθέτησαν την Κιβωτό της Διαθήκης και ο οποίος βρίσκεται στο χωράφι του Ωσηέ του Βαιθσεμίτη (Α' Βασιλειών 6,18).

Η οργή όμως του Κυρίου έπεσε βαριά πάνω στους κατοίκους της Βαιθσαμύς, επειδή ξεσκέπασαν και είδαν την Κιβωτό και γι' αυτό ο Κύριος θανάτωσε 70 άνδρες κι άλλους 50.000 άντρες. Ο λαός πένθησε για τη μεγάλη συμφορά που τους έφερε ο Θεός και είπαν «ποιος μπορεί να σταθεί μπροστά στον Κύριο, στον Άγιο αυτόν Θεό»; Έτσι έστειλαν αγγελιοφόρους στους κατοίκους της Καριαθιαρίμ και τους ζήτησαν να μεταφέρουν την Κιβωτό στον τόπο τους (Α' Βασιλειών 6,19-21).

Έτσι ήρθαν οι άντρες της Καριαθιαρίμ και μετέφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης στο σπίτι του Αμιναδάβ, το οποίο βρισκόταν πάνω σ' ένα λόφο. Μετά όρισαν το γιο του τον Ελεάζαρ να φυλάει την Κιβωτό. Η Κιβωτός της Διαθήκης έμεινε στην Καριαθιαρίμ είκοσι χρόνια και όλοι οι Ισραηλίτες έστρεψαν τα βλέμματά τους με μετάνοια προς τον Κύριο (Α' Βασιλειών 7,1-2).

 

 

Ο ΣΑΜΟΥΗΛ ΚΡΙΤΗΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ

 

Ο Κριτής Σαμουήλ

Μετά την επιστροφή της Κιβωτού (Α' Βασιλειών κεφ. 5-6), ο Σαμουήλ ζήτησε από τους Ισραηλίτες να εγκαταλείψουν τα είδωλα και να λατρέψουν τον αληθινό Θεό. Έτσι οι Ισραηλίτες πέταξαν τα είδωλα του Βάαλ και της Αστάρτης, και λάτρευαν μόνο τον Κύριο.

Μετά ο Σαμουήλ συγκέντρωσε όλους τους Ισραηλίτες στη Μασσηφάθ (Μισπά), οι οποίοι νήστεψαν και μετανόησαν ενώπιον του Κυρίου. Ο Σαμουήλ προσευχήθηκε για το λαό στον Κύριο και εκεί στη Μασσηφάθ (Μισπά), έκρινε τις διαφορές των Ισραηλιτών και τους έδωσε τις οδηγίες του (Α' Βασιλειών 7,3-6).

 

Όταν έμαθαν οι Φιλισταίοι, ότι οι Ισραηλίτες ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στη Μασσηφάθ, οι ηγεμόνες τους αποφάσισαν να πάνε να τους χτυπήσουν. Οι Ισραηλίτες, όταν τ' άκουσαν αυτό, φοβήθηκαν τους Φιλισταίους, και ζήτησαν από το Σαμουήλ να προσευχηθεί στον Κύριο, για να τους σώσει από τους Φιλισταίους.  Ο Σαμουήλ πήρε ένα τρυφερό αρνί και το πρόσφερε ολοκαύτωμα στον Κύριο και τον παρακάλεσε για τους Ισραηλίτες, κι ο Κύριος τον άκουσε.

Ενώ ο Σαμουήλ πρόσφερε το ολοκαύτωμα, πλησίασαν οι Φιλισταίοι για να χτυπήσουν τους Ισραηλίτες. Αλλά εκείνη τη στιγμή βρόντησε ο Κύριος με εκκωφαντικές βροντές πάνω στους Φιλισταίους και τους προκάλεσε σύγχυση και άρχισαν να υποχωρούν. Τότε οι Ισραηλίτες καταδίωξαν τους Φιλισταίους και τους νίκησαν μέχρι τη Βαιθχόρ. Τότε ο Σαμουήλ πήρε ένα λιθάρι και το έστησε σ' εκείνο το σημείο, ως ανάμνηση της βοήθειας του Κυρίου και το ονόμασε «Λίθο Αβενέζερ», που σημαίνει «Λίθος του βοηθούντος Θεού» (Α' Βασιλειών 7,7-12).

 

Ο Κύριος έκανε αισθητή τη δύναμή του πάνω στους Φιλισταίους σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του Σαμουήλ. Έτσι οι Ισραηλίτες πήραν πίσω όλες τις πόλεις, που είχαν πάρει τα προηγούμενα χρόνια οι Φιλισταίοι, από την Ασκάλωνα έως την Αζόβ, και στα επόμενα χρόνια επικράτησε ειρήνη με όλους τους γειτονικούς λαούς (Α' Βασιλειών 7,13-14).

Ο Σαμουήλ κυβέρνησε τον Ισραήλ σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του. Κάθε χρόνο περιόδευε σε όλες τις πόλεις που βρίσκονταν μεταξύ Βαιθήλ, Γαλγαλά και Μασσηφάθ, και απέδιδε δικαιοσύνη στους Ισραηλίτες σ' όλα αυτά τα μέρη.  Όταν τελείωνε την περιοδεία του γύριζε πίσω στην Αρμαθαΐμ (Ραμά), όπου ήταν το σπίτι του και κυβερνούσε από 'κει τον Ισραήλ. Εκεί έχτισε και θυσιαστήριο στον Κύριο (Α' Βασιλειών 7,15-17).

 

 

Ο ΣΑΜΟΥΗΛ ΧΡΙΕΙ ΤΟ ΣΑΟΥΛ ΒΑΣΙΛΙΑ

 

Όταν γέρασε ο Σαμουήλ, τοποθέτησε τους γιους του ως δικαστές στον Ισραήλ. Ο πρωτότοκος γιος του ονομαζόταν Σανί ή Ιωήλ και ο δευτερότοκος Αβιά. Αυτοί δίκαζαν στη Βηρσαβεέ. Αλλά οι γιοι του Σαμουήλ δεν ακολούθησαν το θέλημα του Θεού και το παράδειγμα του πατέρα τους. Κυριεύθηκαν από φιλαργυρία, δωροδοκούνταν κατά την απονομή της δικαιοσύνης και έκριναν άδικα το λαό (Α' Βασιλειών 8,1-3).

Τότε συγκεντρώθηκαν όλοι οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ και ήρθαν στο Σαμουήλ, στην Αρμαθαΐμ, και του ζήτησαν, επειδή οι γιοι του δεν ακολούθησαν το δικό του παράδειγμα, να τους ορίσει έναν βασιλιά να τους κυβερνάει, όπως γίνεται σ' όλα τα άλλα έθνη. Αυτό δεν άρεσε στο Σαμουήλ και προσευχήθηκε στον Κύριο.

Ο Κύριος του είπε να κάνει ότι του ζήτησε ο λαός: «Άκουσε το λαό και δέξου όλα όσα σου ζητούν δεν περιφρόνησαν εσένα, αλλά εμένα, κι αρνήθηκαν να είμαι πια βασιλιάς τους. Από την ημέρα που τους έβγαλα από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα με εγκαταλείπουν και λατρεύουν άλλους θεούς. Όπως συμπεριφέρθηκαν σ' εμένα, τα ίδια κάνουν και σ' εσένα. Τώρα, λοιπόν, κάνε ότι σου ζητάνε, αλλά ξεκαθάρισέ τους με σαφήνεια ποια θα είναι τα δικαιώματα του βασιλιά που θα τους κυβερνάει» (Α' Βασιλειών 8,4-9).

 

Ο Σαμουήλ ανακοίνωσε όλα τα λόγια του Κυρίου στο λαό και τους είπε:  «Να ποια θα είναι τα δικαιώματα του βασιλιά, που θα σας κυβερνάει: Θα παίρνει τους γιους σας και θα τους χρησιμοποιεί για τον εαυτό του ως οδηγούς στ' άρματά του και ιππείς στ' άλογά του. Άλλους από αυτούς θα τους κάνει χιλίαρχους και άλλους εκατόνταρχους, για να εξυπηρετούν τα συμφέροντά του. Θα παίρνει άλλους ως εργάτες για να θερίζουν τα σπαρτά του ή για να τρυγάνε τ' αμπέλια του, να κατασκευάζουν τα πολεμικά του όπλα και τα εξαρτήματα των αμαξών του. Θα παίρνει τις κόρες σας για να του φτιάχνουν αρώματα, να του μαγειρεύουν και να του ζυμώνουν. Θα πάρει τα καλύτερα χωράφια σας και θα τα δώσει στους αξιωματούχους του. Κι από τα σπαρτά σας κι από τα αμπέλια σας θα παίρνει το δέκατο και θα το δίνει στους αξιωματούχους του. Τους υπηρέτες σας και τις υπηρέτριες σας, και τα καλύτερα βόδια και τα γαϊδούρια σας θα τα παίρνει να δουλεύουν γι' αυτόν. Από τα πρόβατά σας θα παίρνει το δέκατο κι εσείς θα είστε δούλοι του. Θ' αρχίσετε τότε να παραπονιέστε στον Κύριο για το βασιλιά σας, που εσείς τον εκλέξατε να σας κυβερνάει, αλλά ο Κύριος δε θα σας απαντάει» (Α' Βασιλειών 8,10-18).

 

Ο λαός αρνήθηκε ν' ακούσει αυτά που του έλεγε ο Σαμουήλ και έλεγαν: «Όχι! εμείς θέλουμε βασιλιά, για να είμαστε κι εμείς σαν τα άλλα έθνη. Θέλουμε ο βασιλιάς να μας κυβερνάει, να δικάζει τις υποθέσεις μας και να μας οδηγεί στους πολέμους μας». Ο Σαμουήλ άκουσε αυτά που του είπε ο λαός και τα ανέφερε στον Κύριο.  Ο Κύριος του απάντησε: «Κάνε ότι σου ζητούν και δώσ' τους έναν βασιλιά» (Α' Βασιλειών 8,19-22).

 

Εκείνο τον καιρό υπήρχε ένας ισχυρός και πλούσιος άνθρωπος από τη φυλή Βενιαμίν που ονομαζόταν Κις, γιος του Αβιήλ. Ο Κις είχε έναν γιο που ονομαζόταν Σαούλ και ήταν νέος και ωραίος. Δεν υπήρχε ωραιότερος άνθρωπος απ' αυτόν ανάμεσα στους Ισραηλίτες. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από κάθε άλλον μέσα σ' όλο το λαό.

                           

Μια μέρα χάθηκαν τα γαϊδούρια  του Κις και είπε στο γιο του να πάρει μαζί του έναν υπηρέτη και να πάει να ψάξει. Ο Σαούλ και ο υπηρέτης του πέρασαν από την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ και από τις περιοχές Σελχά και Σεγαλείμ δίχως να τα βρουν. Μετά έψαξαν όλη την περιοχή της φυλής Βενιαμίν και δε βρήκαν τίποτα. Όταν έφτασαν στην περιοχή Σιφ, ο Σαούλ είπε στον υπηρέτη που τον συνόδευε να γυρίσουν πίσω, γιατί ο πατέρας του θα ανησυχούσε.

Εκείνος του είπε ότι στην πόλη αυτή κατοικεί ένας άνθρωπος του Θεού, ένας προφήτης, και καθετί που λέει βγαίνει αληθινό. Να πάνε λοιπόν και να ζητήσουν τη βοήθειά του. Δεν είχαν μαζί τους πολλά τρόφιμα για να προσφέρουν ως δώρο, παρά μόνο ένα τέταρτο αργυρού σίκλου. Την εποχή εκείνη ο προφήτης ονομαζόταν "ο Βλέπων" (Α' Βασιλειών 9,3-10).

  

Όταν ο Σαούλ κι ο υπηρέτης του πήραν το δρόμο προς την πόλη, στο δρόμο συνάντησαν τις κοπέλες της πόλης που πήγαιναν να πάρουν νερό. Τις ρώτησαν εάν ήταν "ο Βλέπων" στην πόλη και εκείνες απάντησαν, ότι την ημέρα εκείνη ήταν στην πόλη και μετά θα πρόσφερε θυσία υπέρ του λαού σε κάποιο ύψωμα.

Όταν ο Σαούλ κι ο υπηρέτης του έμπαιναν στην πόλη,  ο Σαμουήλ έβγαινε για ν' ανεβεί στον ιερό τόπο, όπου θα γινόταν θυσία στον Κύριο. Την προηγούμενη μέρα ο Κύριος είχε φανερώσει στο Σαμουήλ ότι: «Αύριο την ίδια ώρα, θα σου στείλω έναν άντρα από την περιοχή της φυλής Βενιαμίν, τον οποίο θα χρίσεις βασιλιά του λαού μου, του Ισραήλ. Αυτός θα τους ελευθερώσει από τους Φιλισταίους, γιατί ο στεναγμός του λαού έφτασε σε μένα». Όταν ο Σαμουήλ είδε το Σαούλ, ο Κύριος  του είπε: «Να ο άνθρωπος για τον οποίο σου μίλησα, αυτός θα βασιλέψει στο λαό μου».

Ο Σαούλ πλησίασε το Σαμουήλ στην πύλη της πόλης και του είπε: «Δείξε μου, σε παρακαλώ, πού είναι το σπίτι του Βλέποντος».  Ο Σαμουήλ του αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι ο Βλέπων. Ανέβα μαζί μου στο λόφο και φάε μαζί μου και αύριο το πρωί θα σου απαντήσω για όλα όσα έχεις στο νου σου. Μετά θα σ' αφήσω να φύγεις. Για τα γαϊδούρια που είναι χαμένα εδώ και τρεις μέρες μην ανησυχείς, γιατί βρέθηκαν. Αλλά σε ποιον στρέφονται τώρα οι προσδοκίες των Ισραηλιτών; Σ' εσένα στρέφονται και στην οικογένεια του πατέρα σου». 

Ο Σαούλ από ταπεινότητα αποκρίθηκε: «Αυτό δεν είναι δυνατόν. Εγώ ανήκω στη φυλή Βενιαμίν, την πιο μικρή απ' τις φυλές του Ισραήλ και η οικογένειά μου είναι η πιο μικρή απ' όλες τις οικογένειες της φυλής Βενιαμίν. Πως μου λες τέτοια λόγια;»

Τότε ο Σαμουήλ πήρε το Σαούλ και τον υπηρέτη του, και τους έβαλε να καθήσουν στην πρώτη θέση ανάμεσα στους 70 επίσημους καλεσμένους. Ο Σαμουήλ είπε στο μάγειρα να προσφέρει στο Σαούλ την πιο εκλεκτή μερίδα. Έτσι ο Σαούλ έφαγε εκείνη τη μέρα μαζί με το Σαμουήλ. Όταν κατέβηκαν από τον ιερό τόπο στην πόλη, ο Σαμουήλ διέταξε να στρώσουν στο Σαούλ να κοιμηθεί στο πάνω δωμάτιο του σπιτιού (Α' Βασιλειών 9,11-25).

 

Όταν ξημέρωσε ο Σαμουήλ τους ξεπροβόδισε και όταν έφτασαν στην άκρη της πόλης, άφησαν τον υπηρέτη να προχωρήσει και ο Σαμουήλ πήρε το δοχείο με το λάδι και το έχυσε πάνω στο κεφάλι του Σαούλ, τον φίλησε και του είπε: «Ο Κύριος σ' έχρισε άρχοντα και βασιλιά στο λαό του. Εσύ θα τον σώσεις από τους εχθρούς του. Και ως σημάδια για να πεισθείς γι' αυτά που σου είπα, όταν θα φύγεις από 'δω, θα βρεις δυο ανθρώπους κοντά στον τάφο της Ραχήλ, στα σύνορα της φυλής Βενιαμίν, οι οποίοι θα σου πουν, ότι βρέθηκαν τα γαϊδούρια που έψαχνες, αλλά τώρα ο πατέρας σου έπαψε να νοιάζεται γι' αυτά κι ανησυχεί για σας. Μετά θα προχωρήσεις πέρα από 'κει, ωσότου φτάσεις στον τόπο που λέγεται "Δρυς Θαβώρ". Εκεί θα συναντήσεις τρεις άντρες, που θα πηγαίνουν στη Σκηνή του Μαρτυρίου στη Βαιθήλ. Αυτοί θα έχουν μαζί τους για να προσφέρουν ο ένας τρία κατσίκια, ο δεύτερος τρία αγγεία με άρτους και ο τρίτος ένα ασκί με κρασί. Θα σε χαιρετήσουν και θα σου δώσουν δύο καρβέλια ψωμί. Θα τα πάρεις απ' αυτούς και μετά θ' ανέβεις στο βουνό του Θεού, στη Βαμά, όπου υπάρχει φρουρά των Φιλισταίων. Εκεί είναι ο Νασίβ ο Φιλισταίος. Μόλις μπεις στην πόλη, θα συναντήσεις μια ομάδα προφητών, που θα κατεβαίνουν από το ύψωμα, παίζοντας μουσικά όργανα και θα προφητεύουν. Τότε θα έρθει το Πνεύμα του Κυρίου πάνω σου και θα προφητεύεις κι εσύ μαζί τους και θα γίνεις άλλος άνθρωπος. Κι όταν αυτά τα σημεία σου συμβούν, τότε μπορείς να δράσεις, γιατί ο Θεός θα είναι μαζί σου. Μετά θα κατεβείς στα Γάλγαλα πριν από μένα, κι εγώ θα έρθω να σε συναντήσω, για να προσφέρω ολοκαυτώματα και θυσίες στον Κύριο. Θα περιμένεις εκεί εφτά μέρες, ώσπου να 'ρθώ και τότε θα σου πω τι πρέπει να κάνεις» (Α' Βασιλειών 9,26-10,8).

 

Μόλις ο Σαούλ έφυγε από το Σαμουήλ, ο Θεός τον έκανε καινούριο άνθρωπο και όλα εκείνα τα σημεία πραγματοποιήθηκαν την ίδια μέρα. Όταν έφτασε με το δούλο του στο βουνό συνάντησαν την ομάδα των προφητών και τότε κατέβηκε σ' αυτόν το Πνεύμα του Θεού και προφήτευε κι αυτός μαζί τους.  Όσοι τον γνώριζαν, όταν τον είδαν να προφητεύει μαζί με τους προφήτες, παραξενεύτηκαν που τον είδαν ανάμεσα στους προφήτες. Ο Σαούλ δε φανέρωσε τίποτε στους δικούς του, ούτε στους συγγενείς του, απ' όσα του είπε ο Σαμουήλ σχετικά με τη βασιλεία (Α' Βασιλειών 10,9-16).

 

Ο Σαμουήλ συγκέντρωσε το λαό ενώπιον του Κυρίου στη Μασσηφά (Μισπά) και είπε στους Ισραηλίτες, ότι περιφρόνησαν τον Κύριο, που τους απάλλαξε απ' όλα τα δεινά και τις θλίψεις, και ζητήσανε να τους ορίσει βασιλιά.

Μετά ο Σαμουήλ προκειμένου να κάνει την εκλογή του βασιλιά, τους διέταξε να πλησιάσουν όλες οι φυλές των Ισραηλιτών, έριξαν κλήρο κι ο κλήρος έπεσε στη φυλή Βενιαμίν.  Μετά διέταξε να πλησιάσει η φυλή Βενιαμίν κατά οικογένειες κι ο κλήρος έπεσε στην οικογένεια του Ματταρί, έπειτα ο κλήρος έπεσε στο Σαούλ, γιο του Κις. Αλλά όταν τον αναζήτησαν, δεν τον βρήκαν πουθενά.

Τότε ο Σαμουήλ ρώτησε τον Κύριο κι ο Κύριος του αποκρίθηκε ότι είναι κρυμμένος. Όταν τον βρήκαν, τον έφεραν και στάθηκε ανάμεσα στο λαό. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος απ' όλους. Είπε τότε ο Σαμουήλ στο λαό: «Κοιτάξτε αυτόν διάλεξε ο Κύριος. Πραγματικά δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν μέσα σ' όλο το λαό». Μετά ο Σαμουήλ τους ανακοίνωσε το βασιλικό δίκαιο και τον τρόπο διακυβέρνησης, και όσα είπε τα έγραψε σ' ένα βιβλίο, το οποίο το τοποθέτησε μέσα στο αγιαστήριο, κοντά στην Κιβωτό της Διαθήκης.

Μετά την εκλογή ο Σαούλ πήγε στο σπίτι του στη Γαβαά, όπου τον ακολούθησαν και μερικοί γενναίοι Ισραηλίτες. Υπήρξαν όμως και μερικοί από το λαό που τον περιφρόνησαν και δεν του πρόσφεραν δώρα τιμής (Α' Βασιλειών 10,17-27).

Μετά τη νίκη του Σαούλ εναντίον των Αμμμωνιτών, ο Σαμουήλ κάλεσε πάλι τους Ισραηλίτες στα Γάλγαλα και ενώπιον του Κυρίου, ανακήρυξαν το Σαούλ και επίσημα βασιλιά. Μετά ο Σαμουήλ πρόσφερε θυσίες στον Κύριο κι έκαναν γιορτή μεγάλη (Α' Βασιλειών 11,14-15).

 

 

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ

 

Ο Κριτής Σαμουήλ

Αργότερα ο Σαμουήλ, λόγω των γηρατειών του, έκανε γνωστή στο λαό την αποχώρησή του. Ζήτησε από το λαό, ενώπιον του Κυρίου και ενώπιον του βασιλιά Σαούλ, να του πουν, όσα χρόνια τους κυβέρνησε ως Κριτής, εάν έχουν κάποιο παράπονο ή εάν αδίκησε κανένα. Ο λαός απάντησε αρνητικά. Ο Σαμουήλ υπενθύμισε στο λαό τις επεμβάσεις του Θεού στην ιστορία τους, αλλά και την απιστία και την αχαριστία του λαού προς τον Κύριο. Τους προέτρεψε να σέβονται τον Κύριο, να τον λατρεύουν, να τηρούν τις εντολές του και να Τον ακολουθούν σε όλη τους τη ζωή (Α' Βασιλειών 12,1-15).

Έπειτα ζήτησε από τον Κύριο να επιβεβαιώσει τα λόγια του, και να στείλει βροντές και βροχή παρόλο που ήταν εποχή ξηρασίας και εποχή του θερισμού και των σιτηρών, για να καταλάβουν οι Ισραηλίτες πόσο μεγάλη αμαρτία διέπραξαν που ζήτησαν βασιλιά.

Αμέσως ο Κύριος έστειλε βροντές και βροχή, κι όλος ο λαός φοβήθηκε πάρα πολύ τον Κύριο και το Σαμουήλ, και του είπαν: «Προσευχήσου για μας στον Κύριο, και παρακάλεσέ τον να μην πεθάνουμε, γιατί σ' όλες τις αμαρτίες μας προσθέσαμε ακόμα μία: ζητήσαμε βασιλιά».

Τότε ο Σαμουήλ τους είπε: «Μη φοβάστε. Και βέβαια κάνατε μεγάλο κακό. Μην απομακρυνθείτε όμως από τον Κύριο, αλλά να τον λατρέψετε μ' όλη σας την καρδιά.  Μη λατρεύετε τα είδωλα, που δεν ωφελούν ούτε μπορούν να σώσουν κανέναν, αφού είναι ψεύτικα. Ο Κύριος δεν θα εγκαταλείψει το λαό του, γιατί ο ίδιος θέλησε να σας κάνει λαό του. Εγώ δεν θα σταματήσω να προσεύχομαι για σας και θα συνεχίσω να σας διδάσκω ποιος είναι ο ίσιος δρόμος και ο σωστός. Αλλά κι εσείς να σέβεστε τον Κύριο και να τον λατρεύετε ειλικρινά, μ' όλη την καρδιά σας, γιατί βλέπετε τι θαυμαστά έργα έχει κάνει για σας. Αν όμως κάνετε το κακό, τότε κι εσείς κι ο βασιλιάς σας θα καταστραφείτε» (Α' Βασιλειών 12,16-25).

 

Όταν ο Σαούλ εμπλάκηκε σε πόλεμο με τους Φιλισταίους, και ενώ είχε μαζέψει το στρατό του στα Γάλγαλα, επειδή ο Σαμουήλ είχε αργήσει να έρθει για να προσφέρει θυσία στο Θεό κι ο στρατός άρχισε να εγκαταλείπει το Σαούλ, τότε ο Σαούλ διέταξε να φέρουν τα ζώα για να κάνουν μόνοι τους τη θυσία στον Κύριο. Και πρόσφερε ο ίδιος το ολοκαύτωμα. Όταν τελείωσε ήρθε και ο Σαμουήλ, και ο Σαούλ βγήκε να τον προϋπαντήσει. Ο Σαμουήλ τον επέπληξε για την πράξη του αυτή και προφήτεψε ότι θα είχε ως τιμωρία τη μικρή διάρκεια της βασιλείας του: «Φέρθηκες ανόητα. Αν  τηρούσες τις εντολές που σου έδωσε ο Κύριος, τότε αυτός θα έκανε την οικογένειά σου να βασιλεύει για πάντα στον Ισραήλ. Τώρα όμως η βασιλεία σου δε θα διατηρηθεί. Ο Κύριος θα ψάξει να βρει έναν άνθρωπο όπως τον θέλει και του δώσει την εντολή να βασιλεύσει, γιατί εσύ δεν τήρησες αυτά που σε διέταξε.» Κατόπιν ο Σαμουήλ αναχώρησε από τα Γάλγαλα (Α' Βασιλειών 13,5-15).

 

Αργότερα ο Σαμουήλ πήγε στο Σαούλ και του είπε ο Κύριος θα του παραδώσει τους Αμαληκίτες: «Τώρα, λοιπόν, άκουσε τα λόγια του Κυρίου: Θα τιμωρήσω τους Αμαληκίτες, γι' αυτό που έκαναν στους Ισραηλίτες, να τους κλείσουν το δρόμο, όταν εκείνοι έβγαιναν από την Αίγυπτο. Πήγαινε, λοιπόν, τώρα να χτυπήσεις τους Αμαληκίτες και να τους εξολοθρεύσεις. Να καταστρέψεις όλα τους τα υπάρχοντα και μην τους λυπηθείς, θα εξοντώσεις όλους τους ανθρώπους και όλα τα ζώα τους» (Α' Βασιλειών 15,1-3).

Έτσι ο Σαούλ συγκέντρωσε το στρατό στα Γάλγαλα. Ο στρατός του απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ ήταν 400.000 άνδρες. Απ' αυτούς οι 30.000 ήταν από τη φυλή του Ιούδα. Ο Σαούλ πριν επιτεθεί στους Αμαληκίτες, προειδοποίησε τους Κιναίους απογόνους του πεθερού του Μωυσή, να φύγουν από τη χώρα των Αμαληκιτών για να μην τους εξοντώσουν μαζί με τους Αμαληκίτες, επειδή στο παρελθόν οι Κιναίοι βοήθησαν τους Ισραηλίτες. Οι Κιναίοι πράγματι υπάκουσαν στην εντολή και εγκατέλειψαν τη χώρα των Αμαληκιτών. Στη συνέχεια ο Σαούλ επιτέθηκε και νίκησε τους Αμαληκίτες από την Ευιλάτ έως τη Σουρ, ανατολικά από την Αίγυπτο. Αιχμαλώτισε τον Αγάγ, βασιλιά των Αμαληκιτών, και κατέσφαξε όλο τον πληθυσμό της περιοχής.  Αλλά ο Σαούλ και ο στρατός του λυπήθηκαν τον ίδιο τον Αγάγ και τα καλύτερα λάφυρα από τη μάχη, ζώα και γενικά κάθε αγαθό αξίας δεν θέλησαν να τα καταστρέψουν, όπως τους είχε πει ο Κύριος (Α' Βασιλειών 15,4-9).

 

 

Ο ΣΑΜΟΥΗΛ ΕΛΕΓΧΕΙ ΤΟ ΣΑΟΥΛ

 

Ο Κύριος οργίστηκε με το Σαούλ και είπε στο Σαμουήλ, ότι ο Σαούλ δεν εκτέλεσε τις εντολές του. Ο Σαμουήλ λυπήθηκε βαθιά κι όλη εκείνη τη νύχτα προσευχόταν στο Θεό. Το πρωί σηκώθηκε νωρίς και πήγε να συναντήσει το Σαούλ. Ο Σαμουήλ πήγε πρώτα στην πόλη Κάρμηλο, όπου ο Σαούλ είχε χτίσει ένα μνημείο για την νίκη του και μετά πήγε στα Γάλγαλα, όπου βρισκόταν ο Σαούλ. Ο Σαμουήλ είδε το Σαούλ να προσφέρει ως ολοκαύτωμα στον Κύριο τα καλύτερα από τα λάφυρα. Στη συνέχεια τον επέπληξε, γιατί δεν τήρησε κατά γράμμα την εντολή του Κυρίου.

Ο Σαούλ δικαιολογήθηκε και τότε ο Σαμουήλ του είπε ότι, ο Κύριος τον έχρισε βασιλιά και τώρα που τον έστειλε να καταστρέψει τελείως τους Αμαληκίτες, αυτός δεν το έπραξε και δεν υπάκουσε στην προσταγή του Κυρίου, αλλά λυπήθηκε το βασιλιά τους και κράτησε τα καλύτερα λάφυρα, ενώ έπρεπε να τα καταστρέψει όλα.

Ο Σαούλ δικαιολογήθηκε ότι υπάκουσε στην επιθυμία του λαού, αλλά ο Σαμουήλ του είπε: «Μήπως ο Κύριος επιθυμεί ολοκαυτώματα και θυσίες; Πιο πολύ επιθυμεί να υπακούμε στις εντολές του. Η υπακοή είναι γι' αυτόν καλύτερη από το πάχος των κριαριών.  Η ανυπακοή είναι αμαρτία και το ολοκαύτωμα που προσφέρεις, πιο πολύ μοιάζει με ειδωλολατρική θυσία παρά με ολοκαύτωμα στον Κύριο. Επειδή, λοιπόν, περιφρόνησες τις εντολές του Κυρίου, γι' αυτό κι εκείνος σε απέρριψε από το αξίωμα του βασιλιά».

Τότε ο Σαούλ ζήτησε συγχώρεση για την πράξη του και θέλησε να επανορθώσει αλλά ο Σαμουήλ του είπε, ότι η απόρριψη του Κυρίου είναι οριστική. Και όπως γύρισε ο Σαμουήλ να φύγει, τον έπιασε ο Σαούλ από την άκρη του μανδύα του και του τον έσκισε. Τότε ο Σαμουήλ του είπε: «Ο Κύριος σήμερα έσκισε κι έκοψε από πάνω σου τη βασιλεία του Ισραήλ και θα την δώσει σ' έναν άλλο, που θα είναι καλύτερος σου. Κάποια μέρα το βασίλειο θα χωριστεί στα δύο. Ο Κύριος αυτά θα τα πραγματοποιήσει και δεν αλλάζει γνώμη, διότι δεν είναι άνθρωπος για ν' αλλάξει γνώμη» (Α' Βασιλειών 15,10-29).

 

Ο Σαούλ του ζήτησε τότε να τον τιμήσει για μια ακόμα φορά μπροστά στο λαό και έτσι ο Σαμουήλ ακολούθησε το Σαούλ. Τότε ο Σαμουήλ ζήτησε να του φέρουν μπροστά του τον Αγάγ, τον βασιλιά των Αμαληκιτών, τον οποίο εκτέλεσε μ' ένα σπαθί εκεί στα Γάλγαλα, ενώπιον του Κυρίου. Μετά ο Σαμουήλ πήγε στην πατρίδα του την Αρμαθαΐμ, και ο Σαούλ πήγε στο σπίτι του, στη Γαβαά. Ο Σαμουήλ όσο ζούσε δεν είδε πια το Σαούλ και ήταν βαθιά λυπημένος γι' αυτόν, όπως κι ο Κύριος είχε μετανιώσει που διάλεξε το Σαούλ για βασιλιά στον Ισραήλ (Α' Βασιλειών 15,30-35).

 

 

Ο ΣΑΜΟΥΗΛ ΧΡΙΕΙ ΤΟ ΔΑΒΙΔ ΒΑΣΙΛΙΑ

 

Ο Σαμουήλ χρίει το Δαβίδ βασιλιά

Παρόλο που ο Σαμουήλ βρισκόταν πια σε βαθιά γεράματα, ο Κύριος τον χρησιμοποίησε και πάλι για να χρίσει νέο βασιλιά στη Βηθλεέμ, το νεαρό τότε Δαβίδ. Έτσι ο Κύριος του είπε μια μέρα: «Ως πότε θα είσαι λυπημένος για το Σαούλ, που τον απέρριψα από το βασιλικό του αξίωμα; Γέμισε το δοχείο σου με λάδι και πήγαινε. Εγώ σε στέλνω στον Ιεσσαί από τη Βηθλεέμ, γιατί έχω βρει ανάμεσα στους γιους του, το βασιλιά που χρειάζομαι» (Α' Βασιλειών 16,1-3).

Ο  Σαμουήλ έκανε όπως του είπε ο Κύριος και πήγε στη Βηθλεέμ. Οι πρεσβύτεροι της πόλης έτρεξαν φοβισμένοι να τον προϋπαντήσουν και τον ρωτούσαν για ποιο λόγο είχε έρθει; Ο Σαμουήλ δεν θέλησε να φανερώσει τις προθέσεις του προκειμένου να μη το μάθει ο Σαούλ. Έτσι τους είπε ότι πήγε στην πόλη τους για να προσφέρει θυσία στον Κύριο και τους κάλεσε όλους στην τελετή. Κάλεσε επίσης τον Ιεσσαί και τους γιους του να εξαγνιστούν και να συμμετάσχουν στη θυσία (Α' Βασιλειών 16,3-5).

 

Μετά τη θυσία ο Σαμουήλ πήγε στο σπίτι του Ιεσσαί. Όταν είδε  τον μεγαλύτερο γιο του Ιεσσαί, τον Ελιάβ, σκέφτηκε: «Ασφαλώς αυτός θα είναι ο εκλεκτός του Κυρίου». Αλλά ο Κύριος είπε στο Σαμουήλ: «Μη παρασύρεσαι από την όψη του, από την ωραιότητά του και το ψηλό του ανάστημα, γιατί εγώ δεν τον εγκρίνω. Ο Θεός δεν βλέπει όπως βλέπουν οι άνθρωποι. Ο άνθρωπος βλέπει το πρόσωπο, ο Θεός βλέπει την καρδιά».

Τότε κάλεσε ο Ιεσσαί τον Αμιναδάβ και τον παρουσίασε στο Σαμουήλ, αλλά ο Σαμουήλ είπε: «Ούτε αυτόν τον διάλεξε ο Κύριος». Μετά ο Ιεσσαί παρουσίασε τον Σαμά. «Ούτε αυτόν τον διάλεξε ο Κύριος», είπε ο Σαμουήλ. Μετά ο Ιεσσαί παρουσίασε στο Σαμουήλ και τους άλλους τέσσερις γιους του. Κι ο Σαμουήλ του είπε: «Κανέναν απ' αυτούς δεν έχει διαλέξει ο Κύριος». Μετά τον ρώτησε: «Αυτά είναι όλα τα παιδιά σου;» Εκείνος απάντησε: «Απομένει ακόμα ο μικρότερος, αλλ' αυτός βόσκει τα πρόβατα». «Στείλε και φέρ' τον», του είπε ο Σαμουήλ «δε θα καθίσουμε στο τραπέζι πριν να έρθει κι αυτός εδώ» (Α' Βασιλειών 16,6-11).

Ο Ιεσσαί έστειλε κι έφερε το Δαβίδ, ο οποίος ήταν ξανθός, με ωραία μάτια και με ωραίο, αγαθό πρόσωπο. Ο Κύριος είπε στο Σαμουήλ: «Σήκω και χρίσε τον Δαβίδ ως βασιλιά, διότι αυτός είναι αγαθός και άξιος ενώπιόν μου». Πήρε λοιπόν ο Σαμουήλ το δοχείο με το λάδι και τον έχρισε βασιλιά μπροστά στους αδερφούς του. Τότε ήρθε το Πνεύμα του Κυρίου στο Δαβίδ κι από κείνη την ημέρα έμεινε μαζί του και τον καθοδηγούσε. Μετά ο Σαμουήλ γύρισε πίσω στην πατρίδα του την Αρμαθαΐμ (Α' Βασιλειών 16,12-13, Α' Παραλειπομένων 11,3).

 

Όταν ο Σαούλ κυνήγησε το Δαβίδ για να τον σκοτώσει, ο Δαβίδ πήγε στο Σαμουήλ στην Αρμαθαΐμ για να σωθεί. Και μαζί πήγαν κι έμειναν στη Ναυάθ, μια πόλη κοντά στην Αρμαθαΐμ. Εκεί ο Σαμουήλ ήταν επικεφαλής μιας ομάδας προφητών οι οποίοι προφήτευαν. Κάποιοι ανέφεραν στο Σαούλ, ότι ο Δαβίδ βρισκόταν στη Ναυάθ, κι εκείνος έστειλε ανθρώπους να τον συλλάβουν. Οι απεσταλμένοι όταν έφτασαν εκεί, είδαν την σύναξη των προφητών με επικεφαλής το Σαμουήλ να προφητεύουν, και τότε, το Πνεύμα του Θεού ήρθε πάνω τους κι άρχισαν να προφητεύουν κι αυτοί. Όταν το έμαθε ο Σαούλ, έστειλε άλλους απεσταλμένους, αλλά κι αυτοί άρχισαν να προφητεύουν. Και την τρίτη φορά που έστειλε ανθρώπους άρχισαν κι εκείνοι να προφητεύουν. Τότε ο Σαούλ κατελήφθη από μεγάλη οργή και τότε πήγε ο ίδιος. Όταν ο Σαούλ έφτασε εκεί, το Πνεύμα του Θεού ήρθε πάνω και σ' αυτόν και άρχισε να προφητεύει μπροστά στο Σαμουήλ και το Δαβίδ (Α' Βασιλειών 19,18-24). Ο Σαμουήλ βοήθησε το Δαβίδ να ορίσει τους θυρωρούς της Σκηνής του Μαρτυρίου (Α' Παραλειπομένων 9,22).

 

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ

 

Ο Κριτής Σαμουήλ

Ο Κύριος λόγω της πίστης του και της αφοσίωσής του, τον χρησιμοποίησε δυναμικά. Ο Σαμουήλ ήταν άνθρωπος προσευχής. Ήταν επίσης πιστός στην τήρηση των παραδόσεων και στην τήρηση του Πάσχα (Β' Παραλειπομένων 35,18).

Ο Σαμουήλ πέθανε όταν ακόμα βασιλιάς ήταν ο Σαούλ. Όλος ο λαός μαζεύτηκε και έκλαψε. Τον έθαψαν στο σπίτι του στην Αρμαθαΐμ (Ραμά) (Α' Βασιλειών 25,1. 28,3).

 

Το πνεύμα του Σαμουήλ εμφανίστηκε στο Σαούλ, όταν εκείνος πριν την τελευταία μάχη με τους Φιλισταίους και επειδή ο Κύριος δεν του απαντούσε, πήγε σε μια νεκρομάντισσα και της ζήτησε να του μαντέψει το μέλλον με τη βοήθεια των πνευμάτων των νεκρών.

Στο κάλεσμα αυτό ο Σαμουήλ είπε στον Σαούλ με αυστηρό ύφος για ποιο λόγο τον κάλεσε και εκείνος του απάντησε ότι βρίσκεται σε δύσκολη θέση με τους Φιλισταίους και ότι ο Κύριος τον εγκατέλειψε.

Ο Σαμουήλ του είπε ότι ο Κύριος έκανε αυτό που του είχε αναγγείλει παλιότερα, αφαίρεσε δηλαδή τη βασιλεία από αυτόν και την έδωσε σ' έναν άλλο, στο Δαβίδ. Και ο λόγος; Γιατί δεν υπάκουσε στις εντολές του Κυρίου και δεν εξόντωσε εντελώς τους Αμαληκίτες.  Ακόμη του είπε ότι ο Κύριος θα παραδώσει τον ίδιο και το λαό στην εξουσία των Φιλισταίων και του προανήγγειλε ότι την επόμενη κιόλας μέρα, ο ίδιος και οι γιοι του θα είναι νεκροί (Α' Βασιλειών 28,15-19).

Βέβαια στην περίπτωση εδώ θα πρέπει να πούμε ότι ο Θεός και ο Σαμουήλ, ως εκπρόσωπός του, δεν έχουν καμία σχέση με μαντείες και νεκρομαντείες, οι οποίες είναι τέχνη του διαβόλου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η μορφή κάποιου δαίμονα, ο οποίος παρίστανε το πνεύμα του Σαμουήλ. Περισσότερα εδώ.

 

Η ιουδαϊκή παράδοση του αποδίδει τη συγγραφή των Α' και Β' Bασιλειών. Στην εβραϊκή βίβλο τα δύο αυτά βιβλία είναι ενωμένα με την ονομασία "Σαμουήλ", χωρίστηκαν όμως από τη μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο) σε Α' Βασιλειών και Β' Βασιλειών. Αυτό όμως είναι δύσκολο να έχει συμβεί στην πραγματικότητα, γιατί ο Σαμουήλ πέθανε πριν ολοκληρωθούν τα γεγονότα που ιστορούνται στα δύο βιβλία.

Όλα τα ιερά αφιερώματα του Σαμουήλ βρισκόντουσαν στο θησαυροφυλάκιο του Ναού των Ιεροσολύμων (Α' Παραλειπομένων 26,28). Το κέρας του Σαμουήλ το οποίο είχε το λάδι με το οποίο χρίστηκε βασιλέας ο Δαβίδ βρισκόταν στην Kωνσταντινούπολη, στην Mονή την καλουμένη Mυριοκέρατον. Ακόμη ο Σαμουήλ φέρεται ως ιδρυτής του μυστηριακού τάγματος των Εσσαίων. Η Ορθόδοξη εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 20 Αυγούστου.

 

 

ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

 

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ στείρας ἐβλάστησας, δικαιοσύνης καρπός, προφαίνων τὴν μέλλουσαν, εὐεργεσίαν ἠμίν, Σαμουὴλ θεσπέσιε ὅθεν ἱερατεύσας, παιδιόθεν Κυρίω, ἔχρισας ὡς Προφήτης, Βασιλεῖς θείω μύρω. Καὶ νῦν τῶν σὲ εὐφημούντων, μάκαρ μνημόνευε.