ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

 

 

ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΔΑΒΙΔ

 

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΔΑΒΙΔ

 

Ο βασιλιάς Δαβίδ

Ο Δαβίδ αποτελεί εξέχουσα προσωπικότητα της Παλαιάς Διαθήκης. Υπήρξε ποιμένας, μουσικός, ποιητής, στρατιωτικός διοικητής, προφήτης και βασιλιάς. Το όνομά του στα εβραϊκά σημαίνει «Αγαπητός». Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά μετά τον Σαούλ βασιλιάς του Ισραήλ και βασίλευσε για 40 χρόνια, πιθανόν απ' το 1056 μέχρι το 1016 π.Χ. ή το 1012-972 π.Χ..

 

Ο Δαβίδ καταγόταν από τη Βηθλεέμ και ήταν ο 8ος γιος του Ιεσσαί από τη φυλή Ιούδα, εγγονός του Ωβήδ και δισέγγονος της Ρουθ και του Βοόζ. Ο βασιλιάς Δαβίδ παντρεύτηκε κατά σειρά την κόρη του Σαούλ Μελχόλ, την Αχινόομ την Ιεζραελίτισσα και την Αβιγαία την Καρμηλίτισσα, τη χήρα του Νάβαλ, ενώ αργότερα παντρεύτηκε τη χήρα του Ουρία Βηρσαβεέ, με την οποία απέκτησε τον Σολομώντα. Την περίοδο που ζούσε στη Χεβρών, πήρε και άλλες γυναίκες και απέκτησε αρκετούς γιους και κόρες. Όταν επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ πήρε και άλλες συζύγους και παλλακίδες με τις οποίες έκανε και άλλα παιδιά. Άλλα παιδιά του Δαβίδ ήταν ο Αμνών, ο Δαλουΐα, ο Αβεσσαλώμ, ο Αδωνία, ο Σαβατία, ο Ιεθραάμ κ.α.

 

Ο Δαβίδ περιγράφεται στη Βίβλο ότι ήταν μικρός στο ανάστημα, ξανθός, με ωραία μάτια και με ωραίο, αγαθό πρόσωπο. Ήταν εξαίρετος μουσικός και ποιητής. Έπαιζε ένα μουσικό όργανο που λεγόταν ψαλτήρι και έμοιαζε με άρπα. Ο Δαβίδ ήταν συνετός, μιλούσε με σοφία και φρόνηση, τον διέκρινε η πραότητα και ήταν πλήρης αφοσιωμένος στο Θεό. Ήταν γενναίος και εξαίρετος πολεμιστής, και ήταν πολύ ικανός στη σφεντόνα. Όταν τον επέλεξε ο Κύριος για να τον χρησιμοποιήσει σύμφωνα με το θέλημά Του, τον περιέγραψε ως "άντρα που είναι όπως τον θέλει η καρδιά του Θεού", καθώς επίσης "αγαθός και άξιος ενώπιόν του Κυρίου".

 

 

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

 

Οι γονείς του Δαβίδ ήταν πτωχοί και εκείνος εξασκούσε το επάγγελμα του βοσκού. Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά από εντολή του Θεού, χρίσθηκε κρυφά βασιλιάς από τον προφήτη Σαμουήλ στη θέση του βασιλιά Σαούλ, τον οποίο όμως είχε απορρίψει ο Κύριος.

Επειδή ο Δαβίδ ήταν δεξιοτέχνης μουσικός, ο Σαούλ τον κάλεσε στο παλάτι του για να τον διασκεδάζει και να τον καταπραΰνει όταν ήταν κακοδιάθετος. Εκεί ο Δαβίδ συνδέθηκε με βαθιά φιλία με το γιο του Σαούλ, τον Ιωνάθαν. Μετά την ένδοξη νίκη του εναντίον του Γολιάθ, έγινε αξιωματικός και νυμφεύθηκε τη θυγατέρα του βασιλιά Σαούλ, τη Μελχόλ. Λόγω των επιτευγμάτων του Δαβίδ, αφού η δόξα και η δημοτικότητά του έγιναν μεγαλύτερες από του Σαούλ, ο Σαούλ τον μίσησε ακόμη περισσότερο. Έτσι ο Σαούλ ένιωσε έντονο φθόνο για το Δαβίδ και αποπειράθηκε αρκετές φορές να τον σκοτώσει. Ο Δαβίδ όμως πάντοτε τη γλίτωνε, με τη βοήθεια του Θεού και του φίλου του Ιωνάθαν, ο οποίος προστάτευε το φίλο του από το φθόνο του πατέρα του

 

 

Η ΦΥΓΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ

 

Ο Δαβίδ κυνηγημένος από τον Σαούλ, κρύφτηκε μαζί με τους άντρες του σε σπηλιές στην έρημο της Ιουδαίας. Αν και του δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες να σκοτώσει το Σαούλ, η οσιότητά του στον Θεό και η μεγαλοψυχία του δεν του το επέτρεψαν. Παρόμοια ενήργησε και μετά το θάνατο του Σαούλ, όταν ανελαβε τη φροντίδα του ανάπηρου γιου του Ιωνάθαν, του Μεμφιβοσθέ. Αργότερα κατέφυγε στη Γεθ κοντά στους Φιλισταίους. Μάλιστα, πολλούς από τους ψαλμούς ο Δαβίδ τούς έγραψε αυτή την περίοδο της ζωής του, ως φυγάς. Μετά το θάνατο του Σαούλ και των γιων του από τους Φιλισταίους, ο Δαβίδ έκλαψε πικρά, γράφοντας και έναν εξαίρετο θρήνο.

 

 

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

 

Μετά το θάνατο του Σαούλ, ο Δαβίδ, που ήταν 30 ετών, με Θεία εντολή μετέβη στη Χεβρών, όπου αναγνωρίστηκε ως Βασιλιάς από τη φυλή του Ιούδα, στην οποία ανήκε. Κατά τα δύο πρώτα χρόνια της βασιλείας του διεξήγε πόλεμο εναντίον των βόρειων φυλών του Ισραήλ που αναγνώριζαν ως βασιλιά τον Ιεβοσθέ, ο οποίος υποστηριζόταν από το αρχιστράτηγο Αβεννήρ. Μετά τη νίκη του και το θάνατο των δύο αυτών αντρών, ο Δαβίδ ανακηρύχτηκε βασιλιάς και των δώδεκα φυλών του Ισραήλ. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα κατόρθωσε να ενώσει το βασίλειο του με το βόρειο βασίλειο και να αναγνωρισθεί βασιλιάς όλων των φυλών του Ισραήλ.

Αμέσως μετά ο Δαβίδ κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και την έκανε πρωτεύουσα του βασιλείου του. Η Ιερουσαλήμ από τότε θα γίνει το κέντρο της ζωής των Ισραηλιτών. Ο Δαβίδ επέκτεινε τα σύνορα του βασιλείου του, αφού εξουδετέρωσε τους μόνιμους εχθρούς των Ισραηλιτών, τους Φιλισταίους, τους Μωαβίτες, τους Αραμαίους, τους Αμμωνίτες, τους Εδωμίτες, τους Αμαληκίτες και τους Σύρους, εξασφαλίζοντας μια περίοδο ανακωχής με όλους τους γειτονικούς λαούς.

 

Ο Δαβίδ μεταφέρει την Κιβωτό

Κατόπιν άρχισε να ασχολείται με την οργάνωση του κράτους και του στρατού. Εργάστηκε για την οργάνωση της λατρείας του Θεού, μετέφερε με μεγάλες τιμές την Κιβωτό της Διαθήκης από την Κιριάθ-ιαρείμ στην Ιερουσαλήμ, οργάνωσε την υπηρεσία των Λευιτών, των ιερέων, των μουσικών και των θυρωρών του Ναού, ενώ επιθυμούσε διακαώς να ανεγείρει έναν Ναό απαράμιλλης δόξας και μεγαλείου.

Παρά ταύτα δεν αξιώθηκε να κτίσει το Ναό στον όποιο θα λατρευόταν ο Ύψιστος. Ο προφήτης Νάθαν του απαγόρευσε να πραγματοποιήσει αυτή την επιθυμία και του κατέστησε γνωστό ότι αυτή η χάρη θα δινόταν στον γιο του το Σολομώντα.

 

Αλλά ο μεγάλος αυτός άνδρας της Παλαιάς Διαθήκης δεν πρόσεξε και νικήθηκε από ένα πάθος. Έλαβε ως σύζυγό του τη Βηρσαβεέ, τη γυναίκα του στρατηγού του Ουρία, αφού προηγουμένως τον έστειλε στον πόλεμο κατά των Αμμωνιτών σε επικίνδυνη θέση για να φονευθεί. Έτσι ο Δαβίδ έπεσε στο  διπλό έγκλημα φόνου και μοιχείας. Αλλά για το έγκλημά του αυτό επιτιμήθηκε από τον Προφήτη Νάθαν και τιμωρήθηκε από το Θεό, με το θάνατο του πρώτου τέκνου εκ της Βηρσαβεέ, μολονότι μετάνιωσε πικρά για τα εγκλήματα του αυτά. Καρπός της μετανοίας του ήταν και ο Πεντηκοστός ψαλμός.

 

Στο τέλος της ζωής του ο Δαβίδ δοκιμάστηκε σκληρά με την επανάσταση του γιου του Αβεσσαλώμ, ο οποίος σκότωσε τον αδελφό του Αμνών και ζητούσε να βασιλεύσει. Λίγες μέρες αργότερα ο Αβεσσαλώμ νικήθηκε και το τέλος του ήταν οικτρό. Ο Δαβίδ έκλαψε και πικράθηκε γι' αυτό το γεγονός.

Τα σκιερά σημεία της ζωής του φωτίζονται από τις στρατιωτικές και πολιτικές αρετές του και ιδίως από τις μεγάλες ηθικές αρετές του, όπως ήταν η ακλόνητη πίστη του προς το Θεό, η ταπεινοφροσύνη του και η μεγαλοψυχία του προς τους αντιπάλους.

 

 

Ο ΔΑΒΙΔ ΩΣ ΨΑΛΜΩΔΟΣ

 

Ο Δαβίδ διακρίθηκε επίσης ως εξαίρετος μουσικός. Ως ψαλμωδός και ποιητής του Ισραήλ, απολάμβανε να ψάλλει ύμνους δοξολογίας με ποικίλα θέματα. Ήταν επιδέξιος κιθαρωδός και διάσημος για τις μουσικές του ικανότητες. Συνέθεσε ύμνους, κατασκεύασε και εφηύρε όργανα για λατρευτική χρήση, δημιούργησε την ορχήστρα του Ναού με 4.000 μουσικά όργανα και οργάνωσε τη λατρεία στο Ναό. Έγραψε 86 ψαλμούς, οι οποίοι ακόμα και σήμερα είναι μέρος της λατρείας του λαού του Θεού, δίνοντας χαρά, ειρήνη, ανακούφιση, ενθάρρυνση και ευλογίες στις καρδιές των ανθρώπων.

Τα θρησκευτικά ποιήματά του, που είναι γνωστά ως "Ψαλμοί Δαβίδ" είναι αθάνατα μνημεία βαθιάς πίστης και έξοχης ποίησης. Πολλά από αυτά στάθηκαν αιώνια πρότυπα ποιητικής έκφρασης και ως σήμερα εμπνέουν ποιητές και καλλιτέχνες. Κάθε ψαλμός του Δαβίδ είναι και μια αστείρευτη βρύση, που πηγάζει από τα βάθη του ενθουσιασμού και του πόνου. Ο Μέγας Αθανάσιος ονομάζει τους ψαλμούς "Παράδεισο" και ο Μέγας Βασίλειος τους θεωρεί σαν θησαυρό κάθε αρετής. Οι χριστιανοί δίκαια θεωρούν το Δαβίδ ως τον πιο θεόπνευστο χριστολογικό ποιητή και τον ονομάζουν Προφητάνακτα.

 

 

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

 

Ο Δαβίδ βασίλευσε για 40 χρόνια, επτά στη Χεβρών και 33 στην Ιερουσαλήμ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπήρξαν πολύ συχνά πόλεμοι με τους Φιλισταίους. Ο γιος του Αδωνίας προσπάθησε να πάρει το θρόνο από το Σολομώντα, τελικά όμως με τη μεσολάβηση του Νάθαν απεφεύχθη.

Πριν πεθάνει έδωσε στο γιο του Σολομώντα οδηγίες. Πέθανε "εν ειρήνη" σε ηλικία 70 χρόνων και θάφτηκε στην πόλη Δαβίδ. Ο τάφος του σωζόταν μέχρι τους  Αποστολικούς χρόνους (Πραξ. Β, 29).

 

Ο Δαβίδ υπήρξε ο σπουδαιότερος και ο πιο ένδοξος βασιλιάς του Ισραήλ και μία από τις μεγαλύτερες και πιο αγαπητές φυσιογνωμίες της Παλαιάς Διαθήκης. Υπήρξε δε τόσος ο σεβασμός και τόσο δέος προς το πρόσωπό του, ώστε το όνομα Δαβίδ δε δινόταν σε κανέναν. Εκείνο που πρέπει ιδιαίτερα να επισημάνουμε για τον εκλεκτό αυτό άνδρα της Παλαιάς Διαθήκης είναι η βαθειά θρησκευτικότητά του και σε όλη τη ζωή υπηρέτησε πιστά τον Κύριο. Είναι ο άνθρωπος της ταπεινώσεως και της βαθειάς μετανοίας. Είναι ο αγωνιστής κατά της αμαρτίας και ο άνθρωπος των πολλών δακρύων.

 

Ως βασιλιάς ο Δαβίδ υπήρξε προφητικός τύπος Χριστού, Του οποίου υπήρξε και πρόγονος. Γι' αυτό και ο Ιησούς Χριστός καλείται και "Υιός Δαβίδ" (Ματθαίος 9,27. 12,23. 15,22. 21,9. Μάρκος 10,47-48. 12,35. Λουκάς 18,38. 20,41). Ο άγγελος Γαβριήλ είπε στην Θεοτόκο Μαρία σχετικά με το ένδοξο παιδί που κυοφορούσε: "Aυτός θα είναι μεγάλος, και Γιος του Yψίστου θα ονομαστεί. Και θα του δώσει ο Kύριος ο Θεός το θρόνο του Δαβίδ του προπάτορά του" (Λουκάς 1,32). Ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι ο Ιησούς Χριστός "παίρνοντας ανθρώπινη φύση, ήρθε στον κόσμο από το γένος του Δαβίδ" (Ρωμαίους 1,3), ενώ περιγράφεται από τον Ιωάννη: "Eγώ είμαι η ρίζα και το γένος του Δαβίδ, το αστέρι το λαμπρό, το πρωινό" (Αποκάλυψη 22,16). Η ιστορία του Δαβίδ περιγράφεται στα βιβλία Α' Βασιλειών (κεφ. 16-30), Β' Βασιλειών (κεφ. 1-24), Γ' Βασιλειών (κεφ. 1-2) και Α' Παραλειπομένων (κεφ. 11-29).

Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 26 Δεκεμβρίου ή την πρώτη Κυριακή μετά τις 26 Δεκεμβρίου μαζί με τον Ιωσήφ τον Μνήστωρα της Θεοτόκου Μαρίας και τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο. Ακόμη η μνήμη του τιμάται και στις 18 Δεκεμβρίου την Κυριακή προ του Χριστού Γεννήσεως.

 

ΠΗΓΗ: ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.


 

ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

 

Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφροσύνης σήμερον, Δαυῒδ πληροῦται ὁ θεῖος, Ἰωσήφ τε αἴνεσιν, σὺν Ἰακώβῳ προσφέρει· στέφος γὰρ τῇ συγγενείᾳ Χριστοῦ λαβόντες, χαίρουσι, καὶ τὸν ἀφράστως ἐν γῇ τεχθέντᾳ, ἀνυμνοῦσι καὶ βοῶσιν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.

 

Κοντάκιον

Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ' ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες τρισμακάριοι, ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε, ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.

 

Κάθισμα


Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑμνήσωμεν πιστοί, τοὺς Προπάτορας πάντας, Χριστοῦ τοῦ δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς ὁραθέντος, δοξάζοντες ἐν ᾄσμασι, τὸν αὐτοὺς θαυμαστώσαντα, ὡς τὴν ἔλευσιν, προεκτυπώσαντας τούτου, καὶ τὴν γέννησιν, τὴν ἐκ Παρθένου ἀφράστως, τῷ κόσμῳ κηρύξαντας.