ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

 

 

ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΩΤ

 

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΩΤ

 

Ο δίκαιος Λωτ

Ο Λωτ ήταν γιος του Αρράν και ανιψιός του Αβραάμ και εγγονός του Θάρρα. Στην Γένεση το όνομά του αναφέρεται στην ιστορία της καταστροφής των Σοδόμων.

Εκτός από την περιγραφή της ζωής του, το όνομά του δεν αναφέρεται πουθενά αλλού στην Παλαιά Διαθήκη, εκτός μόνο στους απογόνους του (Δευτερονόμιο 2,9-19). Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται από τον Ιησού (Λουκάς 17,28-32), όπου προβάλλει το αρνητικό παράδειγμα της συζύγου του Λωτ. Για τον ίδιο λόγο αναφέρεται και στην Β' επιστολή Πέτρου, τον οποίο αποκαλεί «δίκαιο» (Β' Πέτρ. 2,7). Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 9 Οκτωβρίου, όπου εορτάζει μαζί με τον θείο του Αβραάμ.

 

 

 

ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ ΛΩΤ

 

Ο Λωτ ακολούθησε τον Αβραάμ και τη Σάρρα, όταν αυτοί έφυγαν από την Ουρ των Χαλδαίων για να πάνε στη Χαρράν. Στη συνέχεια τους ακολούθησε στη Χαναάν και όταν εκεί ξέσπασε πείνα πήγε μαζί τους στην Αίγυπτο. Όταν η πείνα πέρασε ξαναγύρισαν και πάλι πίσω στη Χαναάν.
Ο Λωτ, όπως και ο θείος του, είχε αποκτήσει κι αυτός αρκετά υπάρχοντα, πρόβατα, βόδια και σκηνές, αλλά επειδή η περιοχή δεν επαρκούσε για να κατοικήσουν μαζί ο Λωτ εγκαταστάθηκε την πιο εύφορη πεδιάδα που βρισκόταν στον ποταμό Ιορδάνη. Η επιλογή του όμως αυτή τον έφερε κοντά στην περιοχή των αμαρτωλών κατοίκων των Σοδόμων.
 

Εκείνη την εποχή οι βασιλιάδες του Ελάμ και των εθνών πολέμησαν με τους βασιλιάδες των Σοδόμων και των Γομόρρων και των άλλων πόλεων που βρίσκονταν στη Νεκρά Θάλασσα και τους νίκησαν. Οι νικητές λεηλάτησαν τα Σόδομα και τα Γόμορα και πήραν όλα τα αποθέματα τροφίμων. Πήραν ακόμη αιχμάλωτο και τον Λωτ, μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα κι έφυγαν.
Κάποιος υπηρέτης του Λωτ γλίτωσε και τα ανάγγειλε όλα αυτά στον Αβραάμ. Όταν ο Αβραάμ άκουσε ότι ο ανιψιός του αιχμαλωτίστηκε, μαζί με τους υπηρέτες του καταδίωξε τους βασιλιάδες των εθνών. Τη νύχτα χώρισε τους άντρες του σε μικρές ομάδες, επιτέθηκε εναντίον τους και τους κατατρόπωσε. Ελευθέρωσε το Λωτ μαζί με την οικογένειά του και πήρε πίσω όλα τα λάφυρα που είχαν αρπάξει.

 

 

Ο ΛΩΤ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΣΟΔΟΜΩΝ

 

Η καταστροφή των Σοδόμων

Κάποιο βράδυ δυο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα. Ο Λωτ τους φιλοξένησε, τους περιποιήθηκε και τους ετοίμασε το δείπνο. Πριν όμως κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι. Φώναζαν στο Λωτ και του έλεγαν να τους παραδώσει τους ξένους για να συνευρεθούν μαζί τους.
Τότε ο Λωτ τους παρακάλεσε να μην κάνουν κανένα κακό στους ξένους, γιατί ήταν φιλοξενούμενοί του. Εκείνοι όμως επέμεναν, έσπρωξαν το Λωτ και προσπάθησαν να σπάσουν την πόρτα.
Τότε οι δύο άγγελοι τράβηξαν το Λωτ μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα. Κατόπιν τύφλωσαν όλους όσους ήταν απ' έξω, μικρούς και μεγάλους, έτσι που άδικα προσπαθούσαν να βρουν την πόρτα του σπιτιού.
Τότε οι δυο άγγελοι είπαν στο Λωτ να πάρει τη γυναίκα του, τις κόρες του και όποιον δικό του είχε στην πόλη και να φύγουν, γιατί ήταν μεγάλη η αμαρτία των κατοίκων της περιοχής και ο Κύριος τους έστειλε να καταστρέψουν τα Σόδομα και όλη την περιοχή.

Ο Λωτ προσπάθησε να πείσει τους γαμπρούς του, ότι ο Κύριος θα καταστρέψει την πόλη, αλλά αυτό τους φάνηκε αστείο και τον περιέπαιζαν. Οι δυο άγγελοι είπαν στο Λωτ να φύγουν από την πόλη και να μην κοιτάξουν πίσω τους, ότι και ν' ακούσουν.
Καθώς ο Λωτ έφευγε από την πόλη, ο Κύριος άφησε από τον ουρανό να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και στα Γόμορρα. Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστησή της καταστράφηκαν. Η γυναίκα όμως του Λωτ παρέβη την προειδοποίηση του αγγέλου και κοίταξε πίσω για να δει τι συνέβαινε και αμέσως έγινε στήλη άλατος. Σε όλη την περιοχή ανέβαινε από τη γη καπνός, σαν να έβγαινε από καμίνι. Έτσι ο Θεός κατέστρεψε όλες τις πόλεις της περιοχής, γύρω από τη Νεκρά Θάλασσα.

 

ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

 

Κοντάκιον

Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ' ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες τρισμακάριοι, ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε, ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.

 

Κάθισμα


Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑμνήσωμεν πιστοί, τοὺς Προπάτορας πάντας, Χριστοῦ τοῦ δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς ὁραθέντος, δοξάζοντες ἐν ᾄσμασι, τὸν αὐτοὺς θαυμαστώσαντα, ὡς τὴν ἔλευσιν, προεκτυπώσαντας τούτου, καὶ τὴν γέννησιν, τὴν ἐκ Παρθένου ἀφράστως, τῷ κόσμῳ κηρύξαντας.