ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

 

Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ

 

ΤΟ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΔΟΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

 

Στην αποστολική εποχή οι ομολογίες πίστεως αναφέρονταν άλλοτε στο πρόσωπο και το έργο του Ιησού Χριστού, άλλοτε στα πρόσωπα του Θεού Πατέρα και του Ιησού Χριστού και άλλοτε και στα τρία θεία πρόσωπα: τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Αργότερα όμως, προς το τέλος της αποστολικής εποχής, καθιερώθηκε αποκλειστικά η τριαδολογική ομολογία. Στην καθιέρωση της ομολογίας αυτής συνέβαλε κυρίως η λειτουργική πράξη της Εκκλησίας κατά το Βάπτισμα, το οποίο σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου έπρεπε να γίνεται "εις το όνομα του Πατρός και του Υϊού και του Αγίου Πνεύματος" (Ματθ. 28,19).

Η συμβολή της βαπτισματικής πράξεως στην καθιέρωση της τριαδολογικής ομολογίας φαίνεται και στη Διδαχή των δώδεκα Αποστόλων (τέλος του 1ου αι.) καθώς και στην Α' Απολογία του φιλοσόφου και μάρτυρα Ιουστίνου (περίπου 150 μ.Χ.). Μετά την καθιέρωση της τριαδολογικής ομολογίας μέσω της Βαπτισματικής πράξεως η χρήση της διαδόθηκε σ' ολόκληρη την Εκκλησία.


 

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΤΙΤΡΙΑΔΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ

ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥΣ


Για πρώτη φορά στην ιστορία της Χριστιανικής Θεολογίας παρουσιάζεται ταύτιση ή σύγχυση του προσώπου του Υιού και του Αγίου Πνεύματος στον Ποιμένα του Ερμά.
Ο Ερμάς συγχέει τον σαρκωθέντα Υιό του Θεού με το Άγιο Πνεύμα και κάνει λόγο για την προΰπαρξη του Αγίου Πνεύματος, καθώς και για την ευάρεστη στο Θεό πολιτεία της σάρκας, στην οποία κατοίκησε το Άγιο Πνεύμα.
 

Η ανάπτυξη του Τριαδικού δόγματος άρχισε από το τέλος του 2ου αιώνα και διήρκεσε μέχρι τη Β' Οικουμενική Σύνοδο το 381 μ.Χ. Η αιτία της αναπτύξεώς του συνδέεται με την προσπάθεια των θεολόγων της Εκκλησίας να τονίσουν την ενότητα του Θεού κατά των Ελλήνων και των Γνωστικών και του Αγίου Πνεύματος κατά των Ιουδαίων και των Εβιωνιτών.

Κατά τον 2ο αιώνα μερικοί Χριστιανοί αρνήθηκαν την υποστατική αυτονομία του Λόγου, προκειμένου να περισώσουν τη μοναρχία στη θεότητα και γι' αυτό ονομάστηκαν Μοναρχιανοί.

 

Πρώτη λύση που δόθηκε στο πρόβλημα της ενότητας και της τριαδικότητας του Θεού από τους Έλληνες και τους Λατίνους θεολόγους του 2ου και 3ου αιώνα ήταν το σχήμα της "υποταγής". Ο Υϊός δηλαδή υποτάσσεται στον Πατέρα και το Πνεύμα στον Υϊό. Την αντίληψη αυτή υποστήριξε θερμά ο Ωριγένης που προσπάθησε να τη θεμελιώσει και βιβλικά. Οι Πατέρες του 3ου αιώνα για να αντιδράσουν κατά του Μοναρχιανισμού στράφηκαν στην Χριστολογία των Απολογητών ένα αιώνα πριν.

Α) Πρώτος που αντέδρασε ήταν ο Νοβατιανός με βάση το σχήμα της υποταγής του Πνεύματος στον Υϊό και του Υϊού στον Πατέρα.

Β) Ο Τερτυλλιανός δεχόμενος κι αυτός το σχήμα της υποταγής τονίζει τόσο την ενότητα όσο και την τριαδικότητα του Θεού. Ο Πατήρ διδάσκει εκπέμπει τον Λόγο και το Πνεύμα του για να δημιουργήσει τον κόσμο.

Γ) Ο Ειρηναίος επίσκοπος Λυώνος τονίζει κατά του Μοναρχιανισμού την υπερβατικότητα της ουσίας του Θεού και ότι ο θεός φανερώνει στον κόσμο μέσω του Υϊού του μόνο την αγαθότητα και την παντοδυναμία του. Ο Ειρηναίος κάνει ακριβή διάκριση μεταξύ Θεού Πατρός και Υϊού και μεταξύ αυτών και του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα το χαρακτηρίζει ως Σοφία όπως οι Απολογητές.

Δ) Ο Ωριγένης χαρακτηρίζεται γενικότερα από τις έντονες φιλοσοφικές, κυρίως πλατωνικές, επιδράσεις και την αλληγορική μέθοδο που εφαρμόζει στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Για την αντιμετώπιση του Μοναρχιανισμού ο Ωριγένης υιοθετεί και προσπαθεί να θεμελιώσει το σχήμα της υποταγής, το Πνεύμα υποτάσσεται στον Υϊό και ο Υϊός στον Πατέρα. Γι' αυτό ακριβώς δέχεται ότι τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν επάλληλες και διαφορετικές σφαίρες ενέργειας. Η ενέργεια του Πατέρα φτάνει σε όλα τα όντα, του Υϊού μόνο στα λογικά και του Αγίου Πνεύματος μόνο στους αγίους.

Ο Νοβατιανός, Τερτυλλιανός, ο Ειρηναίος, ο Ωριγένης όπως και οι Απολογητές έκαναν Θεολογία μέσα στα πλαίσια της Οικονομίας του Θεού. Η τάση αυτή θα ξεπεραστεί μόνο μετά τη Σύνοδο της Νίκαιας.

 

Ο Άρειος εξώθησε στα άκρα το ωριγένειο σχήμα της υποταγής. Προσπάθησε να ερμηνεύσει λογικά τις σχέσεις των τριών θείων προσώπων με βάση την Αριστοτελική φιλοσοφία περί κατηγοριών. Πίστευε ότι η ιδιότητα του αγέννητου προσιδιάζει μόνο στον Πατέρα και ταύτιζε το "γεννάσθαι" με το "γίγνεσθαι" και το "γεννάν" με το "ποιείν". Έτσι ο Υϊός, αφού γεννάται από τον Πατέρα, δεν μπορεί παρά να είναι δημιούργημά του. Γι' αυτό δίδασκε ότι ο Λόγος δεν διαφέρει οντολογικά σε τίποτε από τα άλλα δημιουργήματα.

Για να κοπάσει ο σάλος που δημιουργήθηκε στην Εκκλησία από την αίρεση του Αρείου ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. Σκοπός της συνόδου ήταν η εκκλησιαστική και θεολογική καταπολέμηση της αρειανικής κακοδοξίας. Γι' αυτό οι Πατέρες της συνόδου δεν καταδίκασαν μόνο τον Άρειο και τη διδασκαλία του, αλλά εξέφρασαν και την καθολική πίστη για το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος με το γνωστό σύμβολο της Νίκαιας. Το σύμβολο προήλθε από αρχαιότερα βαπτιστήρια σύμβολα κυρίως των εκκλησιών των Ιεροσολύμων και της Αντιόχειας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σύμβολο της Νίκαιας γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των όρων "γεννάν" και "ποιείν", ή "γεννάσθαι" και γίγνεσθαι", που ταυτιζόταν κατά τον Άρειο. Έτσι ο Υϊός χαρακτηρίζεται "γεννηθείς" και όχι "ποιηθείς".  Άλλο γέννηση και άλλο ποίηση ή δημιουργία. Η γέννηση είναι πράξη που συνδέεται με την ουσία του γεννώντος, ενώ η ποίηση είναι πράξη που συνδέεται  με τη βούλησή του.

 

Όσοι αντιδρούσαν στο σύμβολο της Νίκαιας δεν ήταν και θερμοί υπέρμαχοι του Αρείου. Επιδίωκαν από τη μια μεριά να διατηρήσουν το σύστημα της υποταγής, για να διασφαλίσουν, όπως πίστευαν, τη μοναρχία στη θεότητα και από την άλλη προσπαθούσαν να διαφυλάξουν την υποστατική αυτονομία του Λόγου, που κινδύνευε όπως ισχυρίζονταν με τον όρο "ομοούσιος", γιατί μπορούσε νε εκληφθεί και με σαβελλιανική έννοια και να οδηγήσει στο Σαβελλιανισμό.

Τα πράγματα έγιναν ακόμη δυσκολότερα όταν ένας από τους θερμούς υποστηρικτές του "ομοούσιου", ο Μάρκελλος Αγκύρας, απέκλινε δογματικά από την ορθόδοξη πίστη και κατηγορήθηκε μάλιστα για Σαβελλιανισμό.

 

Κατά τους Αρειανούς, αφού ο Υϊός και τα δι' αυτού γενόμενα δημιουργήματα προήλθαν από το μη ον στο είναι, δεν διαφέρουν μεταξύ τους από άποψη οντολογική σε τίποτε. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο οι Πατέρες της Εκκλησίας κατηγορούσαν τους Αρειανούς ότι με το να δέχονται την οντολογική ταυτότητα και ισοτιμία μεταξύ Υϊού και κτισμάτων δεν διακρίνουν τον Υϊό από τα γενόμενα δημιουργήματα και ουσιαστικά κατατάσσουν τον κτίστη στα κτίσματα.

Για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις κατηγορίες αυτές των Πατέρων της Εκκλησίας μια ομάδα Αρειανών με αρχηγό τον Ευνόμιο, γνωστοί με το όνομα Ευνομιανοί, υποστήριξαν την οντολογική διαφοροποίηση του Υϊού από τα κτίσματα και δέχτηκαν έτσι τρεις οντολογικές κατηγορίες: το αγέννητο ή άκτιστο για τον Πατέρα, το Γεννητό για τον Υϊό και το κτιστό για τα γενόμενα δημιουργήματα.

 

Ακόμη οι Αρειανοί δέχονταν ότι επειδή ο Υϊός είναι κτίσμα, υποστήριζαν ότι και αυτός όπως και όλα τα κτίσματα, δεν μπορεί να γνωρίσει την άκτιστη ουσία του Πατέρα.

Αντιδρώντας οι Πατέρες της Εκκλησίας στη διδασκαλία αυτή των Αρειανών, προκειμένου να αποδείξουν ότι και η ουσία του Υϊού είναι άκτιστη, προσέφευγαν στα χωρία εκείνα της Αγίας Γραφής, στα οποία γίνεται λόγος για την απόλυτη γνώση του Πατρός από τον Υϊό. Έτσι αν ο Υϊός ήταν κτίσμα, θα ήταν τελείως αδύνατο να γνωρίζει πλήρως τον Πατέρα. Αφού όμως έχει πλήρη γνώση του Πατρός, αυτό σημαίνει ότι έχει και την ίδια άκτιστη ουσία, όπως ο Πατήρ.

 

Για να μπορέσουν να βγάλουν τον Αρειανισμό από το αδιέξοδο αυτό, στο οποίο είχε περιέλθει εξαιτίας της πατερικής επιχειρηματολογίας, οι Νεοαρειανοί με αρχηγό τον Αέτιο και τον Ευνόμιο (Ευνομιανοί) τροποποίησαν την παραδοσιακή αρειανική διδασκαλία και υποστήριξαν τη δυνατότητα πλήρους γνώσεως της θείας ουσίας όχι μόνο από μέρους του Υϊού αλλά και από μέρους των ανθρώπων. Στο σημείο αυτό ήρθαν σε αντίθεση όχι μόνο με τους Ορθόδοξους, αλλά και με τους παλιότερους Αρειανούς από τους οποίους προέρχονταν.

Για να στηρίξει τις απόψεις του αυτές ο Ευνόμιος δημιούργησε μια ολόκληρη θεωρία για να αποδείξει την ετερουσιότητα των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Έτσι υποστήριξε ότι η διαφορά των ονομάτων "αγέννητος και γεννητός" που απέδιδαν αντίστοιχα στον Πατέρα και τον Υϊό δηλώνουν και την ουσία του Πατρός και του Υϊού. Έλεγε λοιπόν ότι η διαφορά που υπάρχει μεταξύ των ονομάτων αυτών φανερώνει και τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην ουσία του Πατρός και του Υϊού.

Ακόμη υποστήριξε ότι η ενέργεια του Πατέρα έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία του "γεννητού" Υϊού, ενώ η ενέργεια του Υϊού έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία του "κτιστού" κόσμου. Αφού λοιπόν είναι διαφορετικά τα αποτελέσματα των ενεργειών του Πατρός και του Υϊού, είναι διαφορετικές και οι ενέργειες που τα προκάλεσαν και κατά συνέπεια είναι διαφορετικές και οι ουσίες, από τις οποίες προέρχονται οι ενέργειες.

Επειδή οι Ευνομιανοί υποστήριζαν ότι ο Υϊός είναι ανόμοιος κατά την ουσία με τον Πατέρα, ονομάζονταν και Ανόμοιοι.

 

Εκτός από τους Ευνομιανούς που αποτελούσαν μια ακραία ομάδα του Αρειανισμού, υπήρχαν και άλλες ομάδες όπως οι Όμοιοι και οι Ομοιουσιανοί.

Οι Όμοιοι δέχονταν γενικά και αόριστα ότι ο Υϊός είναι όμοιος με τον Πατέρα. Ηγέτης των ομοίων  στην Ανατολή ήταν ο Ακάκιος Καισαρείας και στη Δύση ο Σιγιδόνος Ουρσάκιος και ο Μουρσών Ουάλης.

Οι Ομοιουσιανοί ήταν μια πιο μετριοπαθής ομάδα, σε σημείο μάλιστα που να πλησιάζει την πίστη της Νίκαιας. Αυτοί δέχονταν ότι ο Υϊός είναι όμοιος σε όλα με τον Πατέρα και κατά συνέπεια όμοιος και κατά την ουσία. Εκπρόσωποι της ομάδας αυτής ήταν ο Ευσέβιος Καισαρείας και ο Κύριλλος Ιεροσολύμων. Κύριοι όμως ηγέτες ήταν ο Γεώργιος Λαοδικείας και ο Βασίλειος Αγκύρας. 

 

Ο Μέγας Αθανάσιος άσκησε αυστηρή κριτική κατά των Αρειανών και υποστήριξε ότι μόνο η ομάδα των Ομοιουσιανών δεν απέχει  ουσιαστικά από την πίστη της Νίκαιας. Παρόλα αυτά όμως τονίζει ότι το "ομοούσιος" διαφέρει από το "ομοιούσιος", γιατί η λέξη "όμοιος" δεν χρησιμοποιείται για τις ουσίες αλλά για τις ποιότητες και τα σχήματα, ενώ μεταξύ των ουσιών δεν υπάρχει ομοιότητα αλλά ταυτότητα.

Η εκκλησιαστική και θεολογική προϋπόθεση για την ένωση Ομοιουσιανών και Ορθοδόξων δημιουργήθηκε με τη σύνοδο της Αλεξάνδρειας το 362 μ.Χ. Στη σύνοδο αυτή αναγνωρίστηκε ως Ορθόδοξη η έκφραση "τρεις υποστάσεις", που ήταν προσφιλής στους Ομοιουσιανούς, υπό τον όρο όμως ότι δεν θα εκλαμβάνονταν ως τρεις διαφορετικές ουσίες, ώστε να υπάρχει κίνδυνος τριθεϊσμού. Σαν Ορθόδοξη επίσης θεωρήθηκε και η φράση "μια υπόσταση" υπό τον όρο ότι δεν θα εκλάμβάνονταν ως ταυτόσημη με τη φράση "μια ουσία". Έτσι δημιουργήθηκαν οι θεολογικές και οι εκκλησιαστικές προϋποθέσεις για τη διάκριση των όρων ουσία και υπόσταση που θα αναλάβουν λίγο αργότερα οι Καππαδόκες Πατέρες.

 

  

 

ΠΗΓΗ

«Ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας και Πνευματικότητας»

Γεώργιου Δ. Μαρτζέλου, Θεσσαλονίκη 1988.