ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

 

Ο ΘΕΟΣ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ

 

Πολλές παρανοήσεις σχετικά με το Θεό έχουν δημιουργηθεί από διαφόρους ανθρώπους, που θέλησαν να ερμηνεύσουν λογικά την ύπαρξή Του. Οι άνθρωποι αυτοί, δεν εμπιστεύτηκαν την αποκάλυψη που ο ίδιος ο Θεός έδωσε σε κάποιους άλλους, και θέλησαν να ερμηνεύσουν τα ιερά κείμενα, ή να φιλοσοφήσουν για έννοιες, των οποίων δεν είχαν προσωπική εμπειρία. Σαν αποτέλεσμα, οδηγήθηκαν σε παραλογισμούς και αιρέσεις.

 

Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, είπε στους μαθητές του: «Αν σας είπα τα επίγεια και δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψετε τα επουράνια αν σας τα πω;» (Ιωάννης 3,12). Έτσι η Χριστιανική θεολογία, προτιμάει να λέει όχι τι είναι ο Θεός, αλλά τι ΔΕΝ είναι!

 

 

Ο Θεός της Αποκάλυψης και οι φυσικοί θεοί
 

Οι θεοί που λάτρευαν τα έθνη, ήταν συνήθως "φυσικοί" θεοί. Ζούσαν και ενεργούσαν μόνο μέσα στο κτιστό σύμπαν. Οι θεοί αυτοί, εξαρτώνταν από το χώρο και το χρόνο. Δεν ήταν άπειροι, αλλά πεπερασμένοι. Για παράδειγμα, η Αφροδίτη, θεά των αρχαίων Ελλήνων, πίστευαν ότι ήταν όμορφη, συνεπώς είχε σχήμα, και μάλιστα ανθρώπινο. Δεν ήταν παντογνώστες όλοι οι θεοί τους, παρά μόνο ο Δίας, ο οποίος όμως είχε αρχή, και είχε γεννηθεί από τον Κρόνο. Έπρεπε όλοι τους να τρώνε αμβροσία, και να πίνουν νέκταρ. Είχαν λοιπόν φυσικές ανάγκες.

Πολλοί άνθρωποι προσεγγίζουν το Θεό «από κάτω προς τα πάνω», με βάση την ανθρώπινη υλιστική εμπειρία. Τους αποδίδουν ανθρώπινες ιδιότητες, πάθη και αδυναμίες. Οι θεοί αυτοί αποτελούν προεκτάσεις πεπερασμένων ανθρώπων και είναι κομμένοι και ραμμένοι στα ανθρώπινα μέτρα.

 

Αντιθέτως, οι Χριστιανοί δεν επιχειρούν να ερμηνεύσουν το Θεό με βάση τις υλικές τους εμπειρίες και αδυναμίες. Ξεκινούν «από πάνω προς τα κάτω», δηλαδή με βάση τη δική Του αποκάλυψη, ως ένα ον ελεύθερο να αποκαλύπτεται σε όποιον Αυτός θέλει, και στο βαθμό που Αυτός θέλει. Δεν είναι δηλαδή ο Θεός ένα αντικείμενο μελέτης, που μπορούμε να το εξετάσουμε. Γνωρίζουμε γι' Αυτόν, μόνο ό,τι Αυτός μας απεκάλυψε, και στο βαθμό που το απεκάλυψε, όσο μπορούμε να το κατανοήσουμε με τις φτωχές μας εμπειρίες, που είναι εντελώς ξένες προς τη δική Του υπέρλογη ύπαρξη.

 

 

Το Θεό ποιος τον έφτιαξε;
 

Το ερώτημα έχει αξία μόνο όταν απευθύνεται σ’ ένα φυσικό θεό, που ζει στο χρόνο. Όταν όμως πρόκειται για τον Θεό των Χριστιανών, που δεν είναι στο χώρο και στο χρόνο, είναι εντελώς άτοπο. Ο Θεός που έφτιαξε το χρόνο, δεν είναι δυνατόν να έχει αρχή.

Η Αγία Γραφή, ως μέρος της αποκάλυψης του Θεού σ' εμάς, πολύ κατάλληλα ονομάζει τον ίδιο το Θεό: «αρχή», εφ' όσον απ' αυτόν απέκτησε έννοια η λέξη: «αρχή», και ο χρόνος ύπαρξη. (Αποκάλυψις 22,13). Με το να ρωτάει κάποιος: «Ποιος έφτιαξε το Θεό (φυσικά πριν φτιάξει Αυτός το χρόνο)», είναι σαν να ρωτάει: «Ποιος έγραψε κάτι, πριν ανακαλυφθεί το γράψιμο;»

 

Ερωτήματα όπως «αν ο Θεός έφτιαξε το χώρο και το χρόνο, τότε πού βρισκόταν, και πού βρίσκεται τώρα;» εντελώς άγνωστα και ακατανόητα για τις υλικές εμπειρίες μας, η καλύτερη απάντηση είναι: «δεν γνωρίζουμε». Ότι κι αν λέγαμε, θα μοιάζαμε με έναν εκ γενετής τυφλό, που προσπαθεί να περιγράψει το χρώμα σε κάποιο αντικείμενο, χωρίς να το έχει δει ο ίδιος ποτέ. Αν τολμήσουμε να δώσουμε μια απάντηση με βάση την περιορισμένη ανθρώπινη εμπειρία μας, πιθανότατα θα καταντήσουμε σε κάποια βλάσφημη και υποβιβαστική για το Θεό περιγραφή. Η Αγία Γραφή, απαντάει απλά: «Ο Θεός είναι στους ουρανούς. Ένα είναι βέβαιο: Πως ακόμα κι αν είχαμε την άμεση αποκάλυψη τού Θεού, ακόμα κι αν βλέπαμε «τους ουρανούς» όπως ο απόστολος Παύλος, πάλι δεν θα υπήρχε τρόπος να περιγράψουμε αυτά που είδαμε και θα λέγαμε απλά όπως ο απόστολος Παύλος: «Είναι πράγματα ανέκφραστα». (Β΄ Κορινθίους 12, 2-4).

 

Η «από πάνω προς τα κάτω» ερμηνεία των Χριστιανών, δέχεται τη θεία αποκάλυψη σε ανθρώπινο κατανοητό λόγο, και δεν τον ερμηνεύει με βάση την ανθρώπινη εμπειρία, αλλά εξετάζει πρώτα τι αρμόζει στο Θεό, για να αποφανθεί τι σημαίνουν τα αποκαλυμμένα λόγια. Όταν για παράδειγμα η Αγία Γραφή μας λέει πως ο Θεός «κάθεται σ' έναν ψηλό θρόνο» (Ησαΐας 6,1), ή ότι έχει «άσπρα μαλλιά», (Δανιήλ 7,9), ή ότι μοιάζει με πολύτιμο λίθο (Αποκάλυψις 4,2), δε σημαίνει ότι κουράζεται και χρειάζεται να καθίσει, ούτε ότι έχει ένα κεφάλι και φοράει κορώνα, ούτε ότι είναι γέρος, ούτε ότι μοιάζει με κάτι υλικό. Αντίστοιχα, όταν παρουσιάζεται ως «αγάπη», (Α΄ Ιωάννου 4,16), ο Χριστιανός ερμηνευτής καταλαβαίνει πως αυτός είναι ο καταλληλότερος τρόπος για να παρουσιαστεί η ανωτερότητα τής καλοσύνης και τής αγάπης Του.

Ο Θεός δεν είναι άνθρωπος, δεν είναι καν ύλη. Ολόκληρος ο υλικός κόσμος, είναι δικό Του δημιούργημα. Μαθαίνουμε στην Αγία Γραφή, πως κανείς και τίποτα δεν του μοιάζει. (Ησαΐας 46,4-5 και 9-10. 45,6-7). Επειδή λοιπόν είναι αδύνατον να περιγράψουμε κάποιον που δεν είδαμε, πολύ περισσότερο κάποιον που δεν μοιάζει με τίποτα απ' όσα ξέρουμε, είναι σωστότερο να μιλάμε γι' αυτόν με προσοχή.

Συνήθως, για το Θεό έχουμε την αποκάλυψη τού «Τι είναι» και «Ποιος είναι», αλλά όχι τού «Πώς είναι».

 

Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, είπε στους μαθητές του: «Αν σας είπα τα επίγεια και δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψετε τα επουράνια αν σας τα πω;» (Ιωάννης 3,12). Έτσι η Χριστιανική θεολογία, προτιμάει να λέει όχι τι είναι ο Θεός, αλλά τι ΔΕΝ είναι!

 

Ο Θεός λοιπόν, δεν περιορίζεται στο χώρο και στο χρόνο. Είναι παντού, και υπάρχει πάντα! Δεν έχει κανενός είδους σώμα, το οποίο θα χρειαζόταν χώρο. Δε σκέφτεται, γιατί τα ξέρει όλα. Δε μοιάζει με τίποτα απ' όσα ξέρουμε. Είναι ο Δημιουργός του χώρου, του χρόνου, και κάθε άλλου υπαρκτού. Είναι ο μόνος αληθινός Θεός, στον οποίο μόνο ανήκει η λατρεία μας.

 

Θα έπρεπε να αρκεί να εκπληρώνουμε με μόνη την πίστη ό,τι ορίζεται, να λατρεύουμε δηλαδή τον Πατέρα, να τιμούμε τον Υιό και να είμαστε γεμάτοι από το Άγιο Πνεύμα. Αλλά να που είμαστε αναγκασμένοι να ταιριάζουμε τον ταπεινό μας λόγο στο πιο άρρητο μυστήριο. Το λάθος του άλλου μας ρίχνει κι εμάς τους ίδιους στο λάθος να εκθέτουμε στην τύχη με γλώσσα ανθρώπινη τα μυστήρια που έπρεπε να τα περικλείουμε μέσα στη θρησκεία τής ψυχής μας. (Ιλάριος).